Εκθέσεις

Ένα τριαντάφυλλο για τη Λούλα Αναγνωστάκη

Ο Άκης Δήμου για την απώλεια της Λούλας Αναγνωστάκη

Άκης Δήμου
ένα-τριαντάφυλλο-για-τη-λούλα-αναγνωσ-240058
Άκης Δήμου

Η είδηση ανακοινώνει το θάνατό της, όπως συνήθως,  τυπικά και αμήχανα: “η κορυφαία ελληνίδα θεατρική συγγραφέας κ.λ.π.” Στη συνέχεια, ένα σύντομο βιογραφικό της: η Θεσσαλονίκη, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Χειμωνάς, τα πρώτα έργα στον Κουν, η συνεργασία με τον Βογιατζή. Τις επόμενες μέρες, υποθέτω, θ’ ακολουθήσει η πεπατημένη: βιαστικές νεκρολογίες, στεφάνια, αναμνήσεις φίλων και “φίλων”. Το πένθος θα κρατήσει όσο είναι να κρατήσει (για όσους), μετά ξανά στα δικά μας γιατί έτσι γίνεται πάντα κι ίσως έτσι πρέπει να γίνεται. Α, όχι, δεν θα πεθάνω καλοκαίρι, είχε πει κάποτε (δεν τους ήθελε τους χειμώνες) και το κράτησε.

Πολλές φορές και με χιλιάδες αφορμές μέσα σ’ όλα αυτά τα χρόνια που προσπαθώ να γράψω θέατρο, σκέφτηκα ότι υπάρχουν Έλληνες θεατρικοί συγγραφείς, υπάρχει και η Λούλα Αναγνωστάκη: μια επανάσταση στο ελληνικό θέατρο από μόνη της. Μοναχική και ακριβοθώρητη, μακριά απ’ τους αλαλαγμούς και τα ποδοβολητά των άσχετων της αγοράς, αντιδραματική πλην καταλυτικά θεατρική, βαθιά πολιτική κι εξόχως μοντέρνα και στην ώρα της και σ’ όλες τις μετέπειτα ώρες.

Η ακριβή, αμύθητη Λούλα. Αυτή η υπέροχα κομψή, μοναδικά τρυφερή και γοητευτικά σκληρή γυναίκα που ήξερε να λέει αστεία με τον πιο σοβαρό τρόπο και να γράφει σοβαρά  έργα με μια σπαραχτική ιλαρότητα. Που έγραψε λίγο – παρόλο που έγραφε εύκολα, όπως η ίδια έλεγε – και που, κάποια στιγμή, σταμάτησε να γράφει γιατί δεν ήθελε. Απλώς δεν ήθελα να γράφω, ακριβώς έτσι το ‘χε πει (αφήνοντας κάγκελο όλους εμάς που γράφουμε χωρίς ούτε στιγμή ν’ αναρωτηθούμε αν θέλουμε). Το μόνο που ήθελε ήταν οι μέρες να έχουν ήλιο, να κάθεται στο σαλόνι και να φαντάζεται. Χωρίς να αναπολεί, χωρίς να νοσταλγεί, χωρίς να επιθυμεί καμιά επιστροφή. Μόνο να φαντάζεται τη ζωή που περνούσε κάτω από το μπαλκόνι της οδού Καψάλη, που ξέσπαγε στην πλατεία και χυνόταν κάτω, εκεί όπου χύνονται όλες οι ζωές και μπερδεύονται και δεν καταλαβαίνεις τίνος είναι ποια, μπορεί να είναι κι η δικιά σου που τρέχει μακριά από κει που ζεις, ενώ εσύ κοιτάς αλλού δήθεν προσηλωμένος.

Η κατακόκκινη Λούλα των Διαμαντιών και των Μπλουζ. Η  Λούλα του Αυγούστου και των εκδρομών στο Φάληρο, των ατέλειωτων τσιγάρων, των χαμογελαστών ψιθύρων, των σταυρωμένων χεριών πάνω στο μαύρο βελούδινο φόρεμα, του “μην τα σκέφτεσαι πια” και του “να πούμε κάτι και μετά να το ξεχάσουμε;”.

Αλλά τώρα πια πάνε όλ’ αυτά, πέρασαν. Και πέρασε κι η Λούλα. Κι ένας Θεός ξέρει τι βλέπει πίσω απ’ τα μαύρα της γυαλιά εκεί που πάει.-

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα