62ο ΦΚΘ: Οι δράσεις που πραγματοποιήθηκαν χθες
Όσα έγιναν το τελευταίο 24ωρο.
Η 4η ημέρα του 62ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ήταν γεμάτη με προβολές ταινιών, ομιλίες, καθώς και συζητήσεις για τις ταινίες και τα γυρίσματα στην Ελλάδα.
Αgora Talks: «Σταμάτα να είσαι κονφορμιστής. Μέθοδοι και εργαλεία για το πώς να εξασφαλιστεί ένας ασφαλέστερος χώρος εργασίας για όλους»
Στο πλαίσιο των Agora Talks του 62ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 7 Νοεμβρίου, στην Αποθήκη Γ του Λιμανιού, η συζήτηση με θέμα «Σταμάτα να είσαι κονφορμιστής. Μέθοδοι και εργαλεία για το πώς να εξασφαλιστεί ένας ασφαλέστερος χώρος εργασίας για όλους», με συντονίστρια την Υπεύθυνη Ανάπτυξης του Mega Channel, Κατερίνα Κακλαμάνη.
Η πρώτη ομιλήτρια της βραδιάς, Jenny Koski (Γενική Διευθύντρια του European Women’s Audiovisual Network, EWA, της Φινλανδίας), παρουσίασε στοιχεία ερευνών με βάση τα οποία, η οπτικοακουστική βιομηχανία είναι εκείνη που έχει δεχθεί τα βαρύτερα πλήγματα στην πανδημία, με τις εργασιακές συνθήκες να έχουν χειροτερέψει αισθητά. Ταυτόχρονα, η παρενόχληση στον χώρο εργασίας και η άσκηση βίας με κριτήριο το φύλο έχουν πολλαπλασιαστεί αυτό το διάστημα, ενώ η ανισότητα κατά των γυναικών και των μειονοτικών ομάδων έχει αυξηθεί ακόμα περισσότερο σε σχέση με την προ-Covid εποχή.
Η ίδια κάλεσε σε δράση, εξηγώντας πως δεν αρκούν πλέον τα λόγια και οι συζητήσεις. «Δυστυχώς, παρά τα περίπλοκα και μεγάλα λόγια που έχουν ειπωθεί πάνω στο θέμα, ελάχιστα έχουν αλλάξει. Χρειαζόμαστε πράξεις και σοβαρά μέτρα για ένα πιο δίκαιο μέλλον και ένα ασφαλές περιβάλλον εργασίας για όλους. Έχουμε δυστυχώς υιοθετήσει τη συνήθεια της σιωπής. Αυτός είναι ο λόγος που δεν γίνονται πολλές καταγγελίες γι’ αυτά τα ζητήματα. Φοβόμαστε να μιλήσουμε και πολεμάμε συνεχώς για τη θέση μας. Πρέπει να μιλάμε. Αυτό είναι ένα ζήτημα που μας αφορά όλους», εξήγησε σχετικά.
Στη συνέχεια, επισήμανε πως δεν επαρκούν μόνο τα κατασταλτικά μέτρα. «Για να επιτύχουμε την αλλαγή κουλτούρας, πρέπει η εκπαίδευση για τέτοια ζητήματα να ξεκινάει από τη μικρή ηλικία και να φτάνει μέχρι και την εξουσία. Πρέπει στο εργασιακό περιβάλλον να υπάρχουν κανόνες συμπεριφοράς. Να υπάρχει συγκεκριμένος γραπτός κώδικας και οι διευθύνοντες να πραγματοποιούν συναντήσεις για τέτοια θέματα σε καθημερινή βάση», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Στη συνέχεια, τον λόγο πήρε η Διευθύντρια Επικοινωνίας και Διεθνών σχέσεων του Εθνικού Κέντρου Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας (ΕΚΟΜΕ), κ. Βασιλική Διαγουμά, η οποία επισήμανε τη μεγάλη σημασία του ζητήματος για τον ΕΚΟΜΕ, το οποίο και τοποθέτησε σε δύο άξονες, της εξέλιξης και της ανάπτυξης. «Πρέπει να φροντίσουμε τα άτομα να έχουν τις ίδιες ευκαιρίες για εξέλιξη. Δεύτερον, πρέπει να δώσουμε βάση στην εκπαιδευτική διαδικασία σε όλα τα επίπεδα. Ξεκινάμε από τη νεαρή ηλικία των 5-6 ετών, συνεχίζουμε με τους μαθητές, οι οποίοι θα γίνουν οι νέοι επαγγελματίες. Στη συνέχεια, προχωράμε στους εργαζόμενους. Είναι μια μακρά διαδικασία. Η επιμόρφωση σε αυτά τα θέματα είναι ό,τι πιο σημαντικό. Χρειαζόμαστε εκπαίδευση», σημείωσε σχετικά.
Η κ. Διαγουμά επισήμανε όμως και την ανάγκη αλληλοϋποστήριξης, στη δύναμη της οποίας απέδωσε την επιτυχία του κινήματος ΜeToo. «Το κίνημα MeΤoo δημιούργησε την αίσθηση ενός ασφαλούς περιβάλλοντος, στο οποίο τα άτομα αισθάνονταν αρκετά ασφαλή ώστε να εκφραστούν. Το πρόβλημα δεν θα λυθεί ποτέ σε απόλυτο βαθμό, αλλά αν θέλουμε να δούμε την αλλαγή κουλτούρας που επιθυμούμε πρέπει να υποστηρίζουμε ο ένας τον άλλον και να χρησιμοποιούμε τη φωνή μας για να εκφράσουμε τα προβλήματα των άλλων», κατέληξε.
Στη συνέχεια, τον λόγο πήρε η εκπρόσωπος του Creative Europe Media Desk, κ. Άννα Κασιμάτη, εξηγώντας αρχικά ότι ειδικά στην οπτικοακουστική βιομηχανία το ζήτημα συναντάει ακόμα μεγαλύτερες προκλήσεις. «Στη δική μας βιομηχανία, εξαρτόμαστε σε μεγάλο βαθμό από ευέλικτες μορφές εργασίας. Το περιβάλλον εργασίας είναι, επίσης, δύσκολο και αγχωτικό, ενώ και το εργατικό δυναμικό μεταβάλλεται συνεχώς, δεν είναι σταθερό. Αυτοί οι παράγοντες περιπλέκουν το ζήτημα», τόνισε. H κ. Κασιμάτη διαχώρισε το bullying από την παρενόχληση, δίνοντας ορισμένες κατατοπιστικές πληροφορίες. «Η παρενόχληση είναι ένας όρος με νομική υπόσταση, το bullying βρίσκεται σε μία γκρίζα ζώνη. Το 25% των εργαζομένων βιώνει bullying στον χώρο εργασίας, το οποίο δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένα πεδία. Στην Ελλάδα συχνά λέμε ότι όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο το σφάλμα βρίσκεται και στις δυο πλευρές. Δεν είναι έτσι. Το bullying ξεκινάει από τη μία πλευρά και πρέπει να σταματάει εκεί».
Έπειτα, αναφέρθηκε στο τι ισχύει στο Ηνωμένο Βασίλειο, που αντιμετωπίζει το ζήτημα πιο δυναμικά. «Στην Αγγλία, το Βρετανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου συνεργάστηκε με τα BAFTA και δημιούργησαν έναν πρακτικό οδηγό για την αντιμετώπιση ζητημάτων παρενόχλησης και bullying στον χώρο εργασίας. Μεταξύ άλλων μάς συμβουλεύει να εκπαιδευόμαστε στα ζητήματα αυτά, να συντάσσουμε κανονιστικά πλαίσια και κώδικες συμπεριφοράς στο χώρο εργασίας, να μιλάμε γι’ αυτά τα ζητήματα ανοιχτά και να τα καταγγέλλουμε».
Τέλος, εξήγησε πως η φύση του ζητήματος είναι πολύπλοκη και πως για την επίλυσή του οφείλουν να συμβάλουν και τα άτομα που βρίσκονται σε ηγετικές θέσεις. «Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Επίσης, δεν είναι πάντοτε δυνατό να υπάρχει ξεχωριστό τμήμα Ανθρώπινου Δυναμικού, που θα ασχολείται με τέτοια θέματα. Όσον αφορά τους team leaders, οι ίδιοι πρέπει να αντιδρούν άμεσα στις καταγγελίες, να δίνουν ξεκάθαρες κατευθύνσεις. Υπάρχει μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση απ’ ό,τι παλιότερα, αλλά έχουμε ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουμε», σημείωσε.
Μετά την ολοκλήρωση της τοποθέτησης από την κ. Κασιμάτη, τον λόγο πήρε η Επίτροπος για Θέματα Ισότητας Φύλων στον Έλληνα Συνήγορο του Πολίτη (Ombudsman), Καλλιόπη Λυκοβάρδη, η οποία ενημέρωσε το κοινό για τον ρόλο του Ombudsman στο πλαίσιο της παρενόχλησης και του bullying, αλλά και άλλων διακρίσεων. «Η παρενόχληση είναι ένα είδος διάκρισης. Ο Ombudsman ασχολείται με διακρίσεις σε πολλά επίπεδα, όπως αυτά της εθνικότητας, του φύλου, της ταυτότητας φύλου, της θρησκευτικής πίστης, της ηλικίας, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της οικογενειακής κατάστασης, της αναπηρίας». Η ίδια παραδέχτηκε ότι δεν είναι ιδιαιτέρως διαδεδομένος ως φορέας και πως οι καταγγελίες που λαμβάνουν, ειδικά από την οπτικοακουστική βιομηχανία, είναι περιορισμένες. «Δυστυχώς, δεν είναι πολύ γνωστός ως φορέας και είναι καθήκον μας να αυξήσουμε την ενημέρωση του κοινού για το έργο και τη δικαιοδοσία του. Πέρυσι είχαμε 20 υποθέσεις. Οι υποθέσεις που αναλαμβάνουμε από την οπτικοακουστική βιομηχανία είναι πολύ περιορισμένες. Δεν είναι αντιπροσωπευτικές του προβλήματος. Ο κόσμος φοβάται να μιλήσει και ειδικά οι γυναίκες. Συχνά για λόγους οικονομικής ή οικογενειακής πίεσης ανακαλούν τις μαρτυρίες τους. Τους τελευταίους μήνες, πάντως, λόγω του κινήματος MeToo παρατηρούμε μια αύξηση στις υποθέσεις που έρχονται στα χέρια μας».
Στη συνέχεια, πληροφόρησε το κοινό σχετικά με τις δυνατότητες δράσης τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. «Αν αντιμετωπίζετε ένα τέτοιο θέμα και δεν ξέρετε πού να απευθυνθείτε, επικοινωνήστε με τον Ombudsman. Θα σας βοηθήσουμε και θα σας κατευθύνουμε στη σωστή λύση. Αν το ζήτημα άπτεται του δημόσιου τομέα, μπορούμε να δράσουμε συμβουλευτικά, να ζητήσουμε από τις αντίστοιχες αρχές να πάρουν μέτρα, να παρακολουθήσουμε στενά τη διαδικασία. Όσον αφορά τον ιδιωτικό τομέα μπορούμε να συμμετάσχουμε στις συναντήσεις, να βοηθήσουμε στην ομαλή επίλυση του ζητήματος, να κάνουμε τη δική μας έρευνα για το περιστατικό, αλλά και να προτείνουμε στην επιθεώρηση εργασίας την απόδοση κυρώσεων».
Παράλληλα, εξήγησε και τι δεν ανήκει στη δικαιοδοσία του Ombudsman. «Δεν μπορούμε να εκπροσωπήσουμε ένα θύμα στο δικαστήριο ή να δώσουμε αποζημίωση. Επίσης, οι αποφάσεις μας δεν είναι δεσμευτικές, έχουν όμως τη δύναμη της πειθούς. Είναι σημαντικό να έχουμε αποδείξεις, γραπτές ή οπτικές. Να κρατούμε ημερολόγιο με τα γεγονότα και τους μάρτυρες. Στο πλαίσιο του εργασιακού περιβάλλοντος είναι επίσης απαραίτητο να υπάρχει ένας συγκεκριμένος και γραπτός κώδικας συμπεριφοράς με κανόνες που να εφαρμόζουν όλοι. Πρέπει επίσης να ενημερώσουμε τον κόσμο. Ο κόσμος αντιμετωπίζει τέτοια ζητήματα και δεν γνωρίζει πού να απευθυνθεί». Κλείνοντας τη συζήτηση, επεσήμανε ότι το ζήτημα της παρενόχλησης και του bullying στην εργασία δεν είναι απλώς ηθικής τάξης, αλλά ένα ζήτημα ασφάλειας και υγείας, το οποίο θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με αυτούς τους όρους.
Προβολή του ντοκιμαντέρ Μια ζωή σαν σινεμά – Ντίνος Κατσουρίδης
Την Κυριακή 7 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας, πραγματοποιήθηκε η προβολή του ντοκιμαντέρ Μια ζωή σαν σινεμά – Ντίνος Κατσουρίδης, σε σκηνοθεσία της Ισαβέλλας Μαυράκη, στο πλαίσιο ενός μίνι αφιερώματος που πραγματοποιεί το 62ο ΦΚΘ στον Ντίνο Κατσουρίδη, με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα ετών από τον θάνατό του. Στην προβολή της ταινίας παρευρέθηκαν η σκηνοθέτις και σύντροφος του Ντίνου Κατσουρίδη, Ισαβέλλα Μαυράκη, καθώς και ο παραγωγός του ντοκιμαντέρ, Κυριάκος Χατζημιχαηλίδης, οι οποίοι προλόγισαν την ταινία.
Τον λόγο πήρε αρχικά ο κ. Χατζημιχαηλίδης, ο οποίος ευχαρίστησε τόσο το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης όσο και το κοινό, κάνοντας μια μικρή αναδρομή στη δική του γνωριμία και επαφή με τον Ντίνο Κατσουρίδη. «Θα μου επιτρέψετε να κάνω μια συναισθηματική κατάθεση για τον αγαπημένο Ντίνο Κατσουρίδη. Προέρχομαι από τον χώρο της μικρού μήκους ταινίας, ένα πεδίο εξαιρετικά δύσκολο, στο οποίο είναι απαραίτητη η συμβολή και η συνδρομή από όλους τους ανθρώπους του χώρου. Εκεί γνώρισα και τον Ντίνο Κατσουρίδη, μια προσωπικότητα ισχυρή, με βαρύτητα και ανιδιοτέλεια. Ο Ντίνος ήταν ένας άνθρωπος που ήταν πάντα πρόθυμος να σταθεί δίπλα στους νέους δημιουργούς και να συνεισφέρει στα τεκταινόμενα του ελληνικού σινεμά. Όπως ίσως γνωρίζετε, είχε περάσει από σχεδόν κάθε πόστο της κινηματογραφικής διαδικασίας, την οποία γνώριζε απ’ έξω και ανακατωτά. Ήταν γεμάτος αγάπη και δοτικότητα, πάντα έτοιμος να προσφέρει τη στήριξή του, είτε επρόκειτο για εξοπλισμό είτε αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση φωτογραφίας αφιλοκερδώς. Ο Ντίνος Κατσουρίδης είχε μια άσβεστη διάθεση να δει το ελληνικό σινεμά να πηγαίνει μπροστά, να εξελίσσεται τόσο καλλιτεχνικά, όσο και στο επαγγελματικό-οικονομικό πεδίο. Αυτή η ταινία είναι μια προσπάθεια να αποτίσουμε φόρο τιμής σε μια αληθινά σπουδαία προσωπικότητα», ανέφερε σχετικά.
Στη συνέχεια, τη σκυτάλη πήρε η Ισαβέλλα Μαυράκη, σκηνοθέτις του ντοκιμαντέρ και σύντροφος του Ντίνου Κατσουρίδη. «Η ταινία που θα παρακολουθήσετε γυρίστηκε σε καθεστώς συναισθηματικής φόρτισης, λίγο μετά τον θάνατο του Ντίνου. Εξακολουθώ να πιστεύω πως ήταν η σωστή επιλογή να τη γυρίσουμε εκείνη τη στιγμή. Ο Ντίνος Κατσουρίδης, αν και φώτισε με μαγευτικό τρόπο αμέτρητες ταινίες του ελληνικού σινεμά, προτιμούσε να στέκεται πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας και της προβολής. Μέσα από τις ταινίες του, είναι γνωστός ως όνομα ακόμη και στη νέα γενιά. Πιστεύω ότι η ταινία που θα δείτε, στην οποία εμφανίζονται πολλοί φίλοι, συνοδοιπόροι και συνεργάτες του Ντίνου, θα σας καλύψει όποια κενά έχετε και –γιατί οχι;– θα σας διασκεδάσει. Δεν έχω να πω περισσότερα, ό,τι είχα να πω για τον Ντίνο Κατσουρίδη το είπα μέσα από αυτό το ντοκιμαντέρ», κατέληξε σχετικά, εισπράττοντας το θερμό χειροκρότημα του κοινού.
Agora Talks: Μια πανευρωπαϊκή ταινία δρόμου στην εποχή της πανδημίας
Στο πλαίσιο των Agora Talks του 62oυ Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 7 Νοεμβρίου, στην Αποθήκη Γ, στο Λιμάνι της Θεσσαλονίκης, συζήτηση με θέμα «Χαμένοι σε κορωνο-γυρίσματα. Θυγατέρες, μια πανευρωπαϊκή ταινία δρόμου στην εποχή του Covid-19». Αρχικά, τον λόγο πήραν η παραγωγός Bettina Brokemper της εταιρείας Heimatfilm και ο παραγωγός της εταιρείας Heretic, Κωνσταντίνος Κοντοβράκης, οι οποίοι καλωσόρισαν το κοινό και ξεκίνησαν να αφηγούνται την ιστορία της ταινίας Θυγατέρες.
Οι δύο παραγωγοί είχαν αποφασίσει να συνεργαστούν σε μία διεθνή ταινία δρόμου που θα γυριζόταν σε 4 διαφορετικές χώρες, τη Γερμανία, την Ελβετία, την Ιταλία και την Ελλάδα, με διεθνές καστ ηθοποιών. Στην Ελλάδα τα γυρίσματα θα πραγματοποιούνταν στο νησί της Αμοργού. Το εγχείρημα, όπως εξήγησαν, ξεκίνησε με πολύ ενθουσιασμό, αλλά η πανδημία ανέτρεψε τα δεδομένα της παραγωγής. Οι δύο παραγωγοί μοιράστηκαν με το κοινό τις προκλήσεις και τις δυσκολίες που ανέκυψαν στην προσπάθειά τους να γυρίσουν μια ταινία στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
«Εκεί που όλα πήγαιναν ομαλά, είχαμε βρει σπουδαίους συνεργάτες και χρηματοδότηση και είχαμε μόλις ξεκινήσει τα γυρίσματα, μας σταμάτησε η πανδημία και τα κλειστά σύνορα. Πολλά προβλήματα ανακύπτουν από μια τέτοια κατάσταση όταν είσαι παραγωγός. Είσαι υπεύθυνος για τα άτομα που δουλεύουν για εσένα, λογοδοτείς στα άτομα που σου δίνουν τα χρήματα. Υπήρχε μεγάλη αβεβαιότητα για όλα», είπε η κ. Brokemper. Όπως επισήμανε η παραγωγός Bettina Brokemper, ο διεθνής χαρακτήρας της παραγωγής κατέστησε ακόμα δυσκολότερη την αντιμετώπιση των ζητημάτων που ανέκυπταν. «Έπρεπε να μάθω όλους τους διαφορετικούς κανόνες και τα υγειονομικά πρωτόκολλα κάθε χώρας. Διάβασα περίπου 500 σελίδες από πρωτόκολλα που άλλαζαν συνεχώς. Επίσης, η Ιταλία ήταν αποκλεισμένη. Έλαβα ένα τηλεφώνημα και μου είπαν ότι η Ελλάδα θα ανοίξει μάλλον στις 15 του Ιουνίου και σκεφτήκαμε να αλλάξουμε τη σειρά των γυρισμάτων και να πάμε πρώτα στην Ελλάδα για να συνεχίσουμε την ταινία. Το πρόβλημα είναι ότι δεν διεξάγονταν πτήσεις για την Ελλάδα και έπρεπε να βρούμε τρόπο να φέρουμε την ομάδα και τον εξοπλισμό μας. Νοικιάσαμε τελικά ένα αεροπλάνο για να φέρουμε τα πάντα από τη Γερμανία». Όπως διευκρίνισε, έπρεπε επίσης να συνεννοηθούν με όλους τους ηθοποιούς και το προσωπικό, καθώς ο χρόνος τους πίεζε, δεδομένου ότι είχαν ήδη προγραμματίσει τη συμμετοχή τους και σε άλλες παραγωγές.
«Έπρεπε να επαναδιαπραγματευθούμε τα πάντα για να τους μαζέψουμε όλους και να συνεχίσουμε. Έπρεπε, επίσης, όλες αυτές οι εθνικότητες να δουλέψουν μαζί. Ήταν άτομα που δεν είχαν χρόνο να γνωριστούν καλά. Ήταν επίτευγμα, κυρίως της σκηνοθεσίας, να καταφέρει να τους ενώσει ομαλά σε αυτή την ταινία», είπε ο κ. Κοντοβράκης παίρνοντας λόγο. «Η κατάσταση επέβαλε και την επαναδιαπραγμάτευση του προϋπολογισμού για την ολοκλήρωση της ταινίας, μιας και οι δυσκολίες που ανέκυψαν από την κατάσταση αύξησαν το κόστος της ταινίας. Η ασφάλιση δε μπορούσε να μας καλύψει για ό,τι προέκυπτε σε μια τέτοια κατάσταση. Και ο μεγαλύτερος φόβος μου ήταν ότι θα μας κόστιζε λιγότερο το να ακυρώσουμε την ταινία παρά να τη συνεχίσουμε. Έκανα αμέτρητους υπολογισμούς για να αποδείξω ότι ήταν πιο συμφέρον να τη συνεχίσουμε. Γενικά θα έλεγα ότι ήταν ό,τι πιο δύσκολο έχω κάνει όσον αφορά την παραγωγή ταινιών», προσέθεσε η κ. Brokemper.
Στη συνέχεια, τον λόγο πήρε ο τρίτος καλεσμένος της συζήτησης, ο κ. Στέλιος Κραουνάκης, Προϊστάμενος του τμήματος Ανάπτυξης Χρηματοδοτικών και Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων του Εθνικού Κέντρου Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας (ΕΚΟΜΕ), το οποίο υποστήριξε την ταινία. Ο κ. Κραουνάκης έδωσε αρχικά κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία όσον αφορά τη δράση του ΕΚΟΜΕ στη στήριξη των οπτικοακουστικών παραγωγών πριν και κατά τη διάρκεια της πανδημίας. «Ξεκινήσαμε το 2018. Την πρώτη χρονιά κατατέθηκαν αιτήσεις για 36 πρότζεκτ, τα μισά εξ αυτών διεθνή. Τον δεύτερο χρόνο είχαμε 56 αιτήσεις, οι μισές αφορούσαν και πάλι διεθνή πρότζεκτ. Τα πέντε πρώτα έλαβαν χρηματοδότηση σχεδόν 1.500.000 ευρώ. Μετά ήρθε η πανδημία και επικράτησε αβεβαιότητα. Ο ΕΚΟΜΕ δήλωσε πως θα παραμείνει ανοιχτός για αιτήσεις, για αλλαγές στον προϋπολογισμό και για πληρωμές. Συνεχίσαμε να δουλεύουμε από το σπίτι. Θέλαμε να στείλουμε ένα μήνυμα επιμονής και αλληλεγγύης. Μέχρι το τέλος του καλοκαιριού είχαμε λάβει 29 αιτήσεις».
Ο ίδιος αναφέρθηκε και στον τρόπο λειτουργίας των επιτροπών που ασχολούνταν με τις αιτήσεις των παραγωγών. «Αποτελούνταν από στελέχη του ΕΚΟΜΕ που συνεργάζονταν με στελέχη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Η συνεργασία είναι πολύ σημαντική. Μαζί προσπαθούμε να βάλουμε την Ελλάδα στο κέντρο της κινηματογραφικής δημιουργίας». Όπως επισήμανε, η αύξηση του ποσοστού του προγράμματος Cash Rebate από το 35% στο 40% έδωσε μεγαλύτερα κίνητρα για συμμετοχή. Ως αποτέλεσμα τους μήνες Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 2020, 32 νέα πρότζεκτ κατέθεσαν αίτηση. «Συνολικά το 2020 είχαμε 72 εγκεκριμένες αιτήσεις, που απέδωσαν 40 εκατομμύρια επιλέξιμες δαπάνες», σημείωσε.
Τέλος, ο κ. Κραουνάκης ενημέρωσε το κοινό για τα τεκταινόμενα του έτους 2021. «Το έτος αυτό, πρότζεκτ με υψηλούς προϋπολογισμούς μπορούσαν να κάνουν αίτηση. Και ήρθαν οι μεγάλες παραγωγές όπως το Greek Freek, το Tehran, η τελευταία ταινία του Κρόνενμπεργκ, το Barracuda (The Enforcer), οι Αναλώσιμοι (The Expendables) και άλλες. Μέχρι τον Οκτώβριο 115 πρότζεκτ είχαν κατατεθεί, με 160 εκατομμύρια επενδύσεων για την Ελλάδα, ενώ τα γυρίσματα, όπως είπε, έχουν πραγματοποιηθεί σε πάνω από 146 διαφορετικά μέρη σε όλη την Ελλάδα», κατέληξε σχετικά.
Μετά την ολοκλήρωση της παρουσίασης των στοιχείων από τον κ. Κραουνάκη το λόγο πήρε η τελευταία ομιλήτρια της βραδιάς, κ. Βένια Βέργου, διευθύντρια της Hellenic film Commission. Η ίδια επισκέφτηκε το νησί της Αμοργού στη διάρκεια των γυρισμάτων για να εκτιμήσει την κατάσταση. «Παραγωγοί απ’ όλο τον κόσμο μάς τηλεφωνούσαν για να μάθουν τι συμβαίνει στη χώρα, αν μπορούν να γίνουν γυρίσματα. Μόλις μάθαμε ότι μια διεθνής παραγωγή κάνει γυρίσματα εκεί, ήξερα ότι πρέπει να δω πώς πάνε τα πράγματα, πώς εφαρμόζονται τα πρωτόκολλα. Και προς ευχαρίστησή μου είδα πως είχαν πάρει πολύ σοβαρά το ζήτημα της υγείας και της ασφάλειας». Όπως επισήμανε η κ. Βέργου, η τήρηση των πρωτοκόλλων ήταν πολύ σημαντική, γιατί αν υπήρχε έστω και ένα κρούσμα στην παραγωγή, το γεγονός θα έβλαπτε σοβαρά τη φήμη της Ελλάδας.
Ακολούθως, διηγήθηκε στο κοινό μια ιστορία από τα γυρίσματα της ταινίας, που αποτυπώνει τις ιδιαίτερες συνθήκες της πανδημίας. «Σε κάποια φάση των γυρισμάτων στην Αμοργό, ένα πλοίο που ερχόταν αντιμετώπισε ζήτημα με τη μηχανή και έμεινε ακινητοποιημένο. Επομένως, έπρεπε να σταματήσουν τα γυρίσματα. Σε κάποια άλλη φάση, αυτό θα θεωρούταν μεγάλο πρόβλημα. Η κατάσταση με τον Covid, όμως, άλλαξε τα πράγματα. Δεν φαινόταν τόσο μεγάλο το πρόβλημα πια».
Η βραδιά τέλειωσε με ένα θετικό μήνυμα το οποίο μοιράστηκαν οι δύο παραγωγοί με το κοινό. Όπως εξήγησαν, παρά τα μεγάλα προβλήματα, η ταινία τούς άφησε ένα αίσθημα ενότητας και ελπίδας. «Δεν θα τα είχαμε καταφέρει μόνοι μας. Λάβαμε τη στήριξη πολλών φορέων και ιδρυμάτων για να τα καταφέρουμε. Θέλουμε να τους ευχαριστήσουμε θερμά. Έπρεπε όλα και όλοι να δουλέψουν μαζί, ειδικά σε μια τέτοια διεθνή παραγωγή. Σου δίνει ένα συναίσθημα ενότητας και χαράς. Είναι σαν μια αλυσίδα. Για να δουλέψει η αλυσίδα πρέπει όλα τα κομμάτια να είναι στη θέση τους», είπε ο κ. Κοντοβράκης. «Μας άφησε ένα συναίσθημα ενότητας. Γίναμε μια δεύτερη κορωνο-οικογένεια. Όλοι είχαμε τα ίδια προβλήματα, τα αντιμετωπίσαμε μαζί και βγήκαμε δυνατότεροι. Μάθαμε να εστιάζουμε στη λύση και όχι στο πρόβλημα. Η ταινία αυτή μάς έφερε προβλήματα, αλλά και την ελπίδα ότι μαζί μπορούμε να βρούμε λύσεις», κατέληξε η κ. Brokemper.
ΣΑΠΟΕ: Μια συζήτηση για τις ταινίες και τα γυρίσματα στην Ελλάδα
Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της Αγοράς του 62ου ΦΚΘ, πραγματοποιήθηκε η συζήτηση «ΣΑΠΟΕ: Οι Έλληνες παραγωγοί παρουσιάζουν την Ανεξαρτησία σε Δράση. Μια συζήτηση για τις ταινίες και τα γυρίσματα στην Ελλάδα», την Κυριακή 7 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Τάκης Κανελλόπουλος, στο Μουσείο Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Το πάνελ αποτελούταν από τους ομιλητές Πάνο Παπαχατζή (Αργοναύτες, Πρόεδρος), Φένια Κοσσοβίτσα (Blonde, Αντιπρόεδρος), Κωνσταντίνο Κοντοβράκη (Heretic, Γραμματέας), Νικόλα Αλαβάνο (Filmiki), Κώστα Κεφάλα (Faliro House Productions), ενώ τον συντονισμό της συζήτησης ανέλαβε η Αμάντα Λιβανού (Neda Films). Αρχικά, η Αμάντα Λιβανού παρουσίασε τους ομιλητές και ευχαρίστησε το Φεστιβάλ, αναφέροντας πώς η αγορά αλλάζει διαρκώς, αναγκάζοντας τους παραγωγούς να προβούν σε αλλαγές και προσαρμογές στη δουλειά τους. Κατόπιν, έδωσε τον λόγο στον Πρόεδρο του Συνδέσμου Ανεξάρτητων Παραγωγών Οπτικοακουστικών Έργων (ΣΑΠΟΕ), Πάνο Παπαχατζή.
Ο κύριος Παπαχατζής ευχαρίστησε το Φεστιβάλ για τη φιλοξενία και μίλησε για τα κίνητρα και τις αμοιβές των παραγωγών στον ελληνικό χώρο. Πιο συγκεκριμένα, στάθηκε στο cash rebate, την επιστροφή χρημάτων που χορηγείται στους παραγωγούς για τα projects τους. Αναφέρθηκε, επίσης, στα γυρίσματα της τελευταίας ταινίας του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ στην Ελλάδα, στην οποία η εταιρεία Αργοναύτες ΑΕ ήταν συμπαραγωγός, σε συνεργασία με την καναδική Serendipity Point Films.
Στη συνέχεια, πήρε τον λόγο ο Κωνσταντίνος Κοντοβράκης, δηλώνοντας πως το 62ο ΦΚΘ είναι ένα case study για τη Heretic και τα μοντέλα παραγωγής και συμπαραγωγής της εταιρείας, η οποία παρουσιάσει 3 ταινίες: το Do Not Hesitate, το Daughters και το Mediterraneo. «Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου είναι το βασικό όχημα συμπαραγωγής της Heretic, ένα κομβικό εργαλείο για τη δημιουργία υποδομών συμπαραγωγής. Πρόκειται για ένα εθνικό κινηματογραφικό ινστιτούτο, του οποίου η παρουσία είναι απαραίτητη. Όσο για τα cash rebates, έχουν όριο τις 100.000 ευρώ, κάτω από το οποίο μια ταινία δεν δικαιούται επιστροφή χρημάτων. Το ελληνικό σινεμά έχει ανάγκη από εξωστρέφεια, να παραμείνει σε ευρωπαϊκή προοπτική. Όλα τα υπάρχοντα εργαλεία, όπως οι χρηματοδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και από τα εθνικά ταμεία, πρέπει να χρησιμοποιηθούν για αυτό τον σκοπό. Τα cash rebates από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου για τις μικρές συμπαραγωγές αυξήθηκαν σημαντικά, συνεχίζουν όμως να είναι σχετικά χαμηλά», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Κατόπιν, η συντονίστρια Αμάντα Λιβανού στάθηκε στον ρόλο των τραπεζών στη διαδικασία της επιστροφής χρημάτων, επισημαίνοντας πως δεν είναι ιδιαίτερα δεκτικές, ενώ έδωσε το μικρόφωνο στον Νικόλα Αλαβάνο από τη FILMIKI, μια εταιρεία που αναλαμβάνει και τηλεοπτικές παραγωγές, οι οποίες λειτουργούν διαφορετικά από τις κινηματογραφικές, ιδίως σε επίπεδο χρηματοδότησης. Ο κύριος Αλαβάνος μίλησε επίσης για τη σημασία των cash rebates στην τηλεόραση, καθώς λειτουργούν καταλυτικά στην πρόσφατη άνθισή της. Επιπλέον, υπογράμμισε την έννοια του factoring, τη διαδικασία μέσω της οποίας οι τράπεζες μεσολαβούν και επιστρέφουν χρήματα στους τηλεοπτικούς παραγωγούς μέσω των τιμολογίων, με χαμηλό τόκο. Στο σημείο αυτό, ο κύριος Κοντοβράκης σχολίασε πως στις κινηματογραφικές παραγωγές δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα, καθώς λειτουργούν με συμβόλαια και όχι με τιμολόγια.
Ακολούθως, η κυρία Λιβανού έδωσε τον λόγο στον Κώστα Κεφάλα, από τη Faliro House Productions, ο οποίος μίλησε για την απόπειρα της κινηματογραφικής βιομηχανίας και κοινότητας στην Ελλάδα να αναπτυχθεί σε πιο επαγγελματικά επίπεδα, παρά το πρόβλημα της έλλειψης ανθρώπινου δυναμικού. Τόνισε, μάλιστα, την ανάγκη ανάμειξης σε μεγάλες διεθνείς παραγωγές, ώστε να αποκτήσουν οι έλληνες επαγγελματίες νέες εμπειρίες. «Η γραφειοκρατία στον ελληνικό χώρο είναι μεγάλο πρόβλημα, ωστόσο τα πράγματα έχουν βελτιωθεί, συγκριτικά με 20 χρόνια πριν, κυρίως λόγω του καλύτερου εκπαιδευτικού επιπέδου των επαγγελματιών», ολοκλήρωσε σχετικά. Στη συνέχεια, τη σκυτάλη πήρε η Φένια Κοσσοβίτσα της Blonde, η οποία αναφέρθηκε κι αυτή στα cash rebates και την ανάγκη των επαγγελματιών να γνωρίζουν πότε ακριβώς θα γίνει η επιστροφή χρημάτων. «Η συνεργασία ανάμεσα στους πολίτες, τα ιδρύματα και τους επαγγελματίες του χώρου είναι επιτακτική, αν θέλουμε να δημιουργήσουμε ένα ομαλότερο κινηματογραφικό οικoσύστημα. Ο σκοπός, εξάλλου, των ομιλιών αυτών είναι αυτός ακριβώς: να διευρυνθεί ο ελληνικός οπτικοακουστικός τομέας», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Σε ερώτηση που αφορούσε τις μεγάλες παραγωγές που έλαβαν χώρα στη Θεσσαλονίκη το τελευταίο χρονικό διάστημα, οι οποίες δεν περιέλαβαν στα πλάνα τους την τοπική κινηματογραφική κοινότητα, ο κύριος Κεφάλας από τη Faliro House Productions απάντησε πως η μεγαλύτερη επιθυμία των παραγωγών είναι η ανάπτυξη του τοπικού οικοσυστήματος, επισημαίνοντας παράλληλα πως η Ελλάδα προσελκύει ενδιαφέρον που ξεπερνά τα όρια της Ευρωπαϊκής ένωσης.
Ο κύριος Κοντοβράκης συμπλήρωσε πως η Θεσσαλονίκη έχει φοβερή κινηματογραφική δράση, καθώς διαθέτει το μεγαλύτερο ελληνικό φεστιβάλ κινηματογράφου και το μοναδικό Μουσείο Κινηματογράφου στον ελληνικό χώρο, ωστόσο όλα αυτά τα συγκριτικά πλεονεκτήματα πέφτουν σε μια μαύρη τρύπα. «Τίποτα δεν μένει στην πραγματικότητα στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Το σινεμά πρέπει να γίνει οργανικό κομμάτι της πόλης, να αυξηθεί το ποσοστό της επιστροφής χρημάτων στις κινηματογραφικές παραγωγές και να μπούνε σε προτεραιότητα οι έλληνες τεχνικοί και επαγγελματίες. Οι επαγγελματίες οφείλουν να παίρνουν προφυλάξεις, να διορθώσουν το πρόβλημα της ροής χρημάτων στις κινηματογραφικές παραγωγές και το πρόβλημα της γραφειοκρατίας. Απαραίτητη, φυσικά, είναι η σωστή εκπαίδευση και η ανάπτυξη ενός πεδίου από ικανότητες και προσόντα στους εκκολαπτόμενους επαγγελματίες του χώρου», κατέληξε σχετικά.
Spotlight στη Λουκία Αλαβάνου και παρουσίαση teaser από το έργο που θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα στη Μπιενάλε
Την Κυριακή, 7 Νοεμβρίου, στο πλαίσιο του spotlight που πραγματοποιεί το τμήμα >>Film Forward στη Λουκία Αλαβάνου, παρουσιάστηκε στην αίθουσα Παύλος Ζάννας για πρώτη φορά teaser από το νέο πρότζεκτ της ελληνίδας εικαστικού, η οποία θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην 59η Μπιενάλε Βενετίας το 2022.
«Φέτος αποφασίσαμε να υποστηρίξουμε μια διαφορετική εικαστική δράση, την επίσημη ελληνική συμμετοχή στην 59η Μπιενάλε της Βενετίας, τη μεγαλύτερη εικαστική έκθεση στον κόσμο. Όπως γνωρίζετε, η Ελλάδα έχει πάντα ένα δικό της περίπτερο, το οποίο αποτελεί την εθνική της εκπροσώπηση. Φέτος, η εγκατάσταση είναι 100% κινηματογραφική, για αυτό και αποφασίσαμε να την υποστηρίξουμε, να είμαστε δίπλα σε αυτή την εθνική συμμετοχή στο περίπτερό μας. Η καλλιτέχνις που θα μας εκπροσωπήσει φέτος είναι η Λουκία Αλαβάνου», ανέφερε ο Ορέστης Ανδρεαδάκης, ο οποίος προλόγισε την εκδήλωση, καλώντας ταυτόχρονα την κ. Αλαβάνου στο βήμα, προκειμένου να παρουσιάσει το νέο της έργο.
«Αρχικά, σας ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση και τη συνεργασία. Στη Θεσσαλονίκη είδα το πρώτο VR φιλμ στη ζωή μου. Στην έκθεση-εγκατάσταση, στην Μπιενάλε, θα δούμε μια VR ταινία σε μορφή εγκατάστασης, δημιουργώντας ένα –και το λέω με κάποια ειρωνεία – σινεμά του μέλλοντος. Υπάρχουν δύο επίπεδα, της εγκατάστασης, που είναι βασισμένη δημιουργία «Η αποικία στα σύννεφα» του αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου, του οποίου το έργο με έχει αγγίξει πολύ βαθιά. Ο Ζενέτος, τη δεκαετία του ΄60, τη στιγμή που η Αθήνα καταστρεφόταν, οραματιζόταν μια πόλη η οποία χτίζεται στα σύννεφα. Σε αυτή την πόλη φαντάστηκε ότι υπάρχει, σε κάθε οικισμό, μια καρέκλα πάνω στην οποία πράττουμε τα πάντα, χωρίς να κάνουμε τίποτα», εξήγησε η Λουκία Αλαβάνου, κάνοντας μια πρώτη σύντομη εισαγωγή.
«Όταν φλέρταρα με την τεχνολογία του VR, ερωτεύτηκα αυτή την καρέκλα, ένιωσα ότι έβλεπε πάρα πολύ μπροστά, μιλούσε για έναν κόσμο του AR, του VR, του XR. Καθώς δούλευα μια ταινία VR, την τοποθέτησα εκεί. Μέσα στο περίπτερο στη Μπιενάλε θα έχουμε κάποια υβριδικά στοιχεία, τα οποία θα είναι επηρεασμένα από αυτή την καρέκλα. Θα μπαίνουμε μέσα και θα ακούμε ένα ηχητικό έργο, ενώ η εικόνα θα είναι μέσα στις κάσκες VR. Θα καθόμαστε στις 15 καρέκλες, σε αποστάσεις COVID, θα είμαστε μόνοι και μαζί συγχρόνως, ένα σινεμά του μέλλοντος, σε μια θέαση μοναχική και συλλογική. Θα φοράμε μια κάσκα VR και θα βλέπουμε όλοι το ίδιο, αλλά παράλληλα ο καθένας θα είναι μόνος του», συνέχισε η κ. Αλαβάνου.
«Η ταινία αυτή είναι 360 και 3D, γυρισμένη στο γκέτο της Νέας Ζωής, στον Ασπρόπυργο, ένα σημείο όπου δεν έχουν πρόσβαση άνθρωποι που δεν είναι Ρομά. Είμαι από τους πολύ λίγους που έχουν πάει εκεί, οπότε είναι ένα παρθένο κινηματογραφικό τοπίο. Διάβαζα τον Οιδίποδα επί Κολωνώ, ένα έργο που θεωρώ πάρα πολύ σύγχρονο και αναρωτήθηκα γιατί δεν είναι τόσο γνωστό. Πιστεύω, λοιπόν, ότι δεν έγινε τόσο γνωστό γιατί έχει να κάνει με το ταμπού των γηρατειών. Συνειδητοποίησα έπειτα ότι ο Οιδίποδας πέρασε ως νομάς, γέρος πλέον, από τη Θήβα στον Κολωνό. Βρήκα, λοιπόν, έναν ηλικιωμένο βασιλιά των τσιγγάνων στη Θήβα, ο οποίος μου λέει την ιστορία του και είναι πραγματικά ο Οιδίποδας. Οι τσιγγάνοι έχουν άλλωστε και φοβερές ερμηνευτικές ιδιότητες, οπότε αποφασίζω να γυρίσω την ταινία σε εκείνο το μέρος, με ερασιτέχνες Ρομά ηθοποιούς. Υπάρχει μια αφήγηση στα αγγλικά, είναι πολύ σουρεαλιστικό, δεν είναι θέατρο, δεν είναι δράμα με τη μορφή που το έχουμε συνηθίσει. Διαρκεί 20 λεπτά, μια διάρκεια που είναι αρκετά μεγάλη για ταινία VR, καθώς με την υπάρχουσα τεχνολογία είναι αρκετά τα 20 λεπτά με την κάσκα για τον θεατή. Πιθανώς, σε δύο χρόνια από τώρα να έχουμε τη δυνατότητα για ακόμη μεγαλύτερες ταινίες VR», σχολίασε η καλλιτέχνις.
«Η προετοιμασία κράτησε έναν χρόνο, καθώς δεν μπορούσα να γίνω αποδεκτή τον πρώτο χρόνο στην κοινότητα. Υπάρχει και ένας πολύ ενδιαφέροντας καθρεφτισμός της ιστορίας, καθώς ο Οιδίποδας είναι ένας ξένος που μπαίνει σε έναν οικισμό, οπότε ένιωσα μια ταύτιση. Δεν ήταν high art, ήταν low art σαν τους θιάσους που έπαιζαν στις κοινότητες. Με αυτή την ευκαιρία, ήθελα να μιλήσω για την κάμερα VR, η οποία δεν δείχνει ποτέ με το δάχτυλο. Αντιθέτως, φαίνονται τα πάντα, η κάμερα VR ξεμπροστιάζει. Δεν μπορείς, επίσης, να κάνεις κάδρο με την κάμερα VR, ανατρέπει δηλαδή τους βασικούς κανόνες της κινηματογραφικής αφήγησης. Μπαίνεις μέσα στο υποκείμενο και έτσι δημιουργείται μια ενδιαφέρουσα αλληγορία με τον τυφλό Οιδίποδα. Εξάλλου, είμαστε όλοι τυφλοί όταν βλέπουμε VR», προσέθεσε.
«Μιας και είμαστε στη Θεσσαλονίκη, να πω ότι ο Λεωνίδας Παπαζόγλου και όλοι αυτοί οι πλανόδιοι φωτογράφοι υπήρξαν μια τεράστια επιρροή. Αυτούς είχα στο μυαλό μου όταν δημιουργούσαμε τις σκηνές, γιατί όταν κάνεις φωτογραφία στο VR δεν στήνεις ένα κάδρο, αλλά τους ανθρώπους γύρω, έχει κάτι το βαθιά θεατρικό. Η μόνη μεγάλη παρέμβαση που έκανα στο έργο είναι στη σκηνή της Αντιγόνης, γιατί θύμωσα λίγο επειδή η Αντιγόνη δεν μιλάει πολύ, οπότε της προσέθεσα έναν μονόλογο. Σε αυτή τη σκηνή, από την απέναντι πλευρά του οικισμού έπεφταν αληθινοί πυροβολισμοί, ήχοι που έχουν καταγραφεί. Έχουμε ένα τεράστιο ηχητικό αρχείο, με τραγούδια και λέξεις σε μια γλώσσα που δεν έχει καταγραφεί, νιώθω ότι έχω στα χέρια μου κάτι πολύτιμο. Είναι σημαντικό να πω ότι σε αυτό τα έργο ο ήχος ήταν από τα πιο δύσκολα και ενδιαφέροντα στοιχεία, ήταν κατευθυντικός, δηλαδή μια τεχνολογία που ελάχιστα έχει εφαρμοστεί σε ταινίες VR στην Ευρώπη. Το sound design είναι 360, δηλαδή γυρνάς και γυρνάει και ο ήχος μαζί σου. Υπάρχει ένα τεράστιο ηχητικό αρχείο που καταγράψαμε με τον συνεργάτη μου, τον Μανώλη Μανουσάκη, μια αληθινά πολύ δύσκολη αποστολή από τεχνική σκοπιά», εξήγησε η κ. Αλαβάνου.
Στη συνέχεια παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το teaser του νέου πρότζεκτ διάρκειας μισού λεπτού, το οποίο καθήλωσε το κοινό με τον ιδιαίτερο συνδυασμό ήχου, εικόνας, αγγλικής αφήγησης και αισθητικής. Η χρηματοδότηση του πρότζεκτ είναι μια προσφορά από το Onassis Culture και το PCAI, ενώ την παραγωγή ανέλαβε η VRS, όπως ανέφερε η κ. Αλαβάνου. Στη συνέχεια, ακολούθησαν σύντομες ερωτήσεις του κοινού για τις συνθήκες των γυρισμάτων στον Ασπρόπυργο, αλλά και την τεχνοτροπία του VR. Αμέσως μετά, προβλήθηκαν έξι μικρού μήκους ταινίες της Λουκίας Αλαβάνου, στο πλαίσιο του spotlight στην Ελληνίδα εικαστικό που φιλοξενεί το τμήμα >>Film Forward του 62ου ΦΚΘ.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ