Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας στην Ελλάδα: Το ατυχές παρελθόν, το φιλόδοξο μέλλον

Μία ενδιαφέρουσα συζήτηση για ένα θέμα που μας αφορά όλους.

Parallaxi
ανανεώσιμες-πηγές-ενέργειας-στην-ελλ-494432
Parallaxi
Πηγή: pexels

Μετά από ένα διάστημα αρκετών ετών κατά το οποίο η «απανθρακοποίηση» και η ανάπτυξη των έργων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) είχε ουσιαστικά παγώσει, φαίνεται ότι το επόμενο διάστημα θα υπάρξει κινητικότητα στον τομέα αυτό. Από την Νέα Υόρκη και τη Σύνοδο του ΟΗΕ για το Κλίμα, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έδωσε νέα πνοή στην προσπάθεια ανακοινώνοντας ότι πριν το τέλος του έτους θα δημοσιοποιηθεί μια φιλόδοξη Εθνική Στρατηγική για την Ενέργεια και το Κλίμα.

Για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας μίλησαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ δυο κορυφαίοι ακαδημαϊκοί στον τομέα τους, ο Θεοχάρης Τσούτσος από το Πολυτεχνείο της Κρήτης και ο Σταύρος Παπαθανασίου από το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο.

Ενδιαφέρον για επενδύσεις στο πεδίο αυτό υπάρχουν από το 2005 από Έλληνες και ξένους επενδυτές. Στην αιολική ενέργεια υπάρχουν εγχώριοι επενδυτές και λειτουργοί έργων, ενώ ταυτόχρονα δραστηριοποιούνται και ξένες εταιρείες ή θεσμικοί επενδυτές. Το ίδιο συμβαίνει και με τα φωτοβολταϊκά και τους υπόλοιπους τομείς.

Όπως επισημαίνουν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ οι ειδικοί, βασικοί ανασταλτικοί παράγοντας την τελευταία δεκαετία υπήρξαν η οικονομική κρίση που προκάλεσε «αποεπενδύσεις» και στον τομέα των ΑΠΕ, αλλά και η γραφειοκρατία σε συνδυασμό με το δαιδαλώδες νομικό καθεστώς που διαχρονικά αποθαρρύνουν τους επενδυτές στη χώρα.

«Την τελευταία δεκαετία επιβραδύνθηκε ο ρυθμός των νέων επενδύσεων στις ΑΠΕ, ειδικά στις εφαρμογές μεγάλης κλίμακας, εν τούτοις συνέχισαν να εγκαθίστανται νέες μονάδες, κατά κανόνα μικρής και μεσαίας. Σύμφωνα με πρόσφατα δεδομένα της EUROSTAT το μερίδιο των ΑΠΕ στην πρωτογενή κατανάλωση ενέργειας αυξήθηκε από 9,8% το 2010 στο 16,3% το 2017 βοηθούσης και της πτώσης της ζήτησης λόγω κρίσης. Με δεδομένη την πτώση του κεφαλαιουχικού κόστους των ΑΠΕ, αυτή η μεταβολή θα μπορούσε να είναι πιο θεαματική. Στην Κρήτη η διείσδυση των ΑΠΕ έχει φτάσει το 28%, σε ετήσια βάση, ενώ έχουμε παραδείγματα όπου η ημερήσια ζήτηση καλύπτεται περισσότερο από 50% από τα φωτοβολταϊκά. Κύρια εμπόδια είναι η γενική υποχώρηση των επενδύσεων στη χώρα μας, ο σκεπτικισμός τοπικών κοινωνικών ομάδων, αλλά και η πολύπλοκη γραφειοκρατική διαδικασία δανειοδότησης που επιβαρύνθηκε από τις συνεχείς αλλαγές στο νομικό και φορολογικό πλαίσιο» επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Θεοχάρης Τσούτσος, που ηγείται του Εργαστηρίου Ανανεώσιμων και Βιώσιμων Ενεργειακών Συστημάτων του Πολυτεχνείου της Κρήτης.

«Παράλληλα», τονίζει, «στο διάστημα αυτό αναπτύχθηκαν εργαλεία στο πλαίσιο ερευνητικών προγραμμάτων που διευκολύνουν στη λήψη επενδυτικής απόφασης, όπως της βιώσιμης χωροθέτησης των μεγάλων μονάδων (αιολικά, φωτοβολταϊκά, ηλιοθερμικά, βιομάζας κλπ), εκπαιδευτικό υλικό, τεχνικής-οικονομικής αξιολόγησης, κλπ ακολουθώντας διεθνή standards. Το σημερινό τοπίο είναι πιο αισιόδοξο, όμως κατά τη γνώμη μου απαιτήθηκε σημαντικός χρόνος ωρίμανσης, τόσο των πολιτών, αλλά και των επενδυτών στον τομέα των ΑΠΕ. Επιπλέον, τα επιτόκια έχουν πλησιάσει πολύ τα ευρωπαϊκά και το χρηματοοικονομικό κόστος εκλογικεύτηκε. Θα πάρει χρόνο, αλλά οι ΑΠΕ σε συνδυασμό με την εξοικονόμηση είναι μονόδρομος για την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας, την αναγκαία ενεργειακή αυτονομία ιδιαίτερα σε νησιωτικά συστήματα, στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και στην επίτευξη των ευρωπαϊκών και εθνικών δεσμευτικών στόχων».

Από την πλευρά του ο Σταύρος Παπαθανασίου που είναι καθηγητής του τομέα Ηλεκτρικής Ισχύος του ΕΜΠ θέτει ακόμα μία παράμετρο: «Επιπρόσθετος λόγος, που επέτεινε το πρόβλημα, υπήρξε το μεγάλο έλλειμμα που δημιουργήθηκε στον Ειδικό Λογαριασμό ΑΠΕ από την πολύ γρήγορη ανάπτυξη των φωτοβολταϊκών την περίοδο 2010-2013, σε συνδυασμό με τις υψηλές εγγυημένες τιμές και τη μη αναπροσαρμογή του ΕΤΜΕΑΡ (Ειδικό Τέλος Μείωσης Εκπομπών Αέριων Ρύπων) σε επαρκώς υψηλά επίπεδα, πρόβλημα που αποτέλεσε απειλή για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας και οδήγησε σε πολύ οδυνηρές λύσεις, πράγμα και οπωσδήποτε επηρέασε την υλοποίηση νέων έργων ΑΠΕ».

Ένας από τους παράγοντες που προκαλούν καθυστερήσεις στα έργα των Ανανεώσιμων Πηγών είναι οι έντονες αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών, που υποστηρίζουν συχνά ότι οι ανεμογεννήτριες ή τα αιολικά πάρκα αλλοιώνουν τον χαρακτήρα της περιοχής τους και ιδιαίτερα για τις τουριστικές περιοχές ότι απειλούν με οικονομική καταστροφή τον τόπο τους. Ως αποτέλεσμα προσφεύγουν στα δικαστήρια.

«Είναι ακατανόητο το πώς μπορεί μια κοινωνία ταυτόχρονα να επιδιώκει την απανθρακοποίηση, αλλά και να αρνείται την ανάπτυξη εκείνων των έργων που θα την επιτρέψουν. Η περαιτέρω ανάπτυξη της ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ, στα επίπεδα που απαιτούν οι στόχοι που τίθενται για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, επιβάλλει την υλοποίηση αιολικών και φωτοβολταϊκών σταθμών, στον βαθμό που σήμερα αυτές είναι οι κύριες τεχνολογίες που επιτρέπουν την ευρείας κλίμακας ηλεκτροπαραγωγή, λόγω διαθεσιμότητας δυναμικού, τεχνολογικής ωριμότητας, αλλά και οικονομικής ανταγωνιστικότητας πλέον. Αλλά επίσης και των αναγκαίων συνοδευτικών υποδομών, όπως κυρίως τα ηλεκτρικά δίκτυα υψηλής τάσης», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παπαθανασίου.

Και προσθέτει: «Βεβαίως από την άλλη πλευρά δεν νοείται ανάπτυξη έργων χωρίς την τήρηση προδιαγραφών και περιορισμών, που οφείλουν να αποτυπώνονται στον χωροταξικό σχεδιασμό και να γίνονται σεβαστές κατά την υλοποίηση των έργων. Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να αγνοούμε το γεγονός ότι οι όποιες φωνές εναντιώνονται στην υλοποίηση τέτοιων έργων, όσο ηχηρές και αν φαίνονται μερικές φορές, δεν συνιστούν παρά μια εντελώς μειοψηφική τάση στην ελληνική κοινωνία. Και δεν υπάρχει λόγος να τους αποδίδεται σημασία μεγαλύτερη από αυτή που τους αναλογεί».

Ο Θεοχάρης Τσούτσος εξηγεί ότι στην Ελλάδα «δεσπόζει το γνωστό σύνδρομο “στην αυλή του γείτονα” (ΝIMBY). Το ίδιο συναντά κανείς και στη διαχείριση των απορριμμάτων. H Ελλάδα είναι από τις τελευταίες στην Ευρώπη στο θέμα αυτό. Αντιμετωπίζουμε κρίση εμπιστοσύνης, όπως σε πολλές άλλες εκφάνσεις μας, μεταξύ της κοινωνίας, του κράτους και των επενδυτών. Κάποιοι επενδυτές προσπάθησαν να επενδύσουν αποκλειστικά στη μεγάλη κλίμακα για λόγους οικονομικούς, αγνοώντας τα μικρότερα και διεσπαρμένα έξυπνα συστήματα. Σήμερα διαθέτουμε εργαλεία με μεγάλη ακρίβεια, ώστε να γνωρίζουμε πώς θα ελαχιστοποιηθούν οι όποιες περιβαλλοντικές επιπτώσεις που συνδέονται με την εγκατάσταση, την ανάπτυξη δικτύων, τις ανταγωνιστικές δραστηριότητες, κλπ. Ακόμη και για την αισθητική αν και οι ανεμογεννήτριες σήμερα είναι σχεδιαστικά αισθητικά πολύ κομψές».

«Βέβαια, είναι άδικη η σύγκριση των ανθρωπογενών παρεμβάσεων με τη φύση, που προφανώς πάντα είναι ωραιότερη», λέει ο κ. Τσούτσος και προσθέτει: «Η δίκαιη αποτίμηση θα πρέπει να γίνεται σε σύγκριση ενός συμβατικού σταθμού μαζούτ ή λιγνίτη με ένα αντίστοιχης ισχύος αιολικό ή ηλιοπαραγωγής. Κι εκεί η σύγκριση είναι σαφώς υπέρ των ΑΠΕ, παρά τη μυθολογία που έχει αναπτυχθεί. Αν εξαιρούσαμε την ανθρωπογενή παρέμβαση στο περιβάλλον, όπως όλες οι σύγχρονες υποδομές (δομημένο περιβάλλον, δίκτυα κινητής ενέργειας μεταφορών, μεγάλες τουριστικές εγκαταστάσεις, ακόμη και μικροκατασκευές κλπ), θα επιστρέφαμε στην εποχή των σπηλαίων. Έστω και με κανόνες απλής οικιακής οικονομίας, θα προτιμούσαμε έναν ανανεώσιμο, καθημερινά πόρο, όπως τον ήλιο, τα κύματα και τον άνεμο, αντί να πληγώνουμε τη γη. Ο λιγνίτης και οι υδρογονάνθρακες, ας παραμείνουν εκεί χωρίς να τους κλέψουμε από τις επόμενες γενιές, μέχρι να βρούμε τεχνολογίες που δεν θα επιβαρύνουν τον πλανήτη. Όπως γνωρίζετε στα περισσότερα νησιά μας το πραγματικό κόστος ηλεκτροπαραγωγής είναι δυσβάστακτα υψηλό. Αν χρησιμοποιούσαμε ΑΠΕ θα μπορούσε να φτάσει κάτω από το μισό, ακόμη και με τις σημερινές τεχνολογίες. Βέβαια απαιτούνται εργαλεία και αυτό που στο εργαστήριο ονομάζουμε “βιώσιμη χωροθέτηση”, ένα πολυπαραμετρικό σύστημα αξιολόγησης που λαμβάνει υπόψη όχι μόνο το αιολικό δυναμικό, αλλά ένα πλήθος περιορισμών, όπως το ευαίσθητο οικολογικό σύστημα, την απόσταση από τις γραμμές μεταφοράς, το οδικό δίκτυο, τις αρχαιολογικές περιοχές, τις εγκαταστάσεις άμυνας».

Και οι δυο ακαδημαϊκοί πάντως διακρίνουν μια μεταστροφή της ελληνικής κοινωνίας σε σχέση με περιβαλλοντικά ζητήματα αλλά και έντονο ενδιαφέρον των νέων στα αμφιθέατρα των πανεπιστημίων σε σχέση με την κλιματική αλλαγή.

«Σταδιακά εμπεδώνεται στο σύνολο της κοινωνίας η αντίληψη ότι η προστασία του περιβάλλοντος είναι καθήκον όλων μας, το οποίο οφείλουμε να εκπληρώνουμε με συνειδητή και αδιάλειπτη προσπάθεια. Είναι μάλιστα ενδιαφέρον ότι σταδιακά αντιλαμβανόμαστε πως η προστασία του περιβάλλοντος δεν σχετίζεται μόνο με τη ρύπανση, το πράσινο και άλλες τέτοιες “παραδοσιακές” οπτικές, αλλά έχει άμεση συσχέτιση και με τον τρόπο με τον οποίο παράγουμε ενέργεια, δηλαδή τις πηγές και τεχνολογίες που χρησιμοποιούμε. Όπως βεβαίως και με τον τρόπο που καταναλώνουμε ενέργεια και την ανάγκη ενεργειακής αποδοτικότητας και εξοικονόμησης. Γνώσεις αναφορικά με την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, που μέχρι πριν από μία ή δύο δεκαετίες ήταν “εξωτικές” ή αποτελούσαν προνόμιο ειδικών του χώρου, σήμερα είναι σε σημαντικό βαθμό κοινό κτήμα των Ελλήνων που διατηρούν ένα στοιχειώδες ενδιαφέρον για τα θέματα αυτά. Το μάθημα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, το οποίο διδάσκω στη Σχολή μας, συγκεντρώνει μεγάλο ενδιαφέρον και το παρακολουθεί σημαντικός αριθμός φοιτητών, πολύ μεγαλύτερος από ό,τι συνηθίζεται στα μαθήματα επιλογής των τελευταίων εξαμήνων. Και πάντοτε στο αμφιθέατρο γίνονται γόνιμες συζητήσεις περί ΑΠΕ, οι οποίες έχουν ως αφετηρία την κλιματική αλλαγή», λέει ο κ. Παπαθανασίου.

Ο κ. Τσούτσος προσθέτει πως «από την εποχή της αδιαφορίας για την κλιματική αλλαγή, είναι σαν να έχει μεσολαβήσει αιώνας. Έχει διαμορφωθεί μια δυναμική για τον περιορισμό της με ευρεία αναγνώριση και συμμετοχή από θεσμικούς φορείς, αλλά και ομάδες πολιτών. Επισημαίνω ότι ακόμη και οι σκεπτικιστές, θεωρούν ότι η αλλαγή αυτή υπάρχει, αλλά δεν είναι ανθρωπογενής. Βοήθησε και η έκταση των φυσικών καταστροφών, οι καμπάνιες των ΜΚΟ, πρόσφατα η Γκρέτα. Παράλληλα υπήρξε πίεση στην τουριστική αγορά, ειδικά από επισκέπτες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης προς τον οικοτουρισμό. Ακόμη και ο χρηματοπιστωτικός τομέας ανακάλυψε τις πράσινες επενδύσεις. Τα επόμενα χρόνια θα δούμε στη συμπεριφορά του επιχειρηματικού τομέα σημαντική αλλαγή που ευνοούνται από την πρόσφατη Ευρωπαϊκή Πολιτική».

Στην ευαισθητοποίηση των νέων και όχι μόνο πολιτών έχει συμβάλλει και η δράση της Γκρέτα Τούνμπεργκ, της νεαρής ακτιβίστριας που δίνει αγώνα για την κλιματική αλλαγή, προκαλώντας ανάμεικτα συναισθήματα παγκοσμίως. «Δείτε την απήχηση της Γκρέτα στο νεανικό, ιδιαίτερα κοινό. Είναι πλέον μία οικολογική Super-Hero. Γενικά, παρά την επιμέρους κριτική για το φαινόμενο αυτό, ο ρόλος της είναι θετικός για την κινητοποίηση των κοινωνικών ομάδων σε όλο τον πλανήτη. Η πρόκληση σήμερα είναι πώς αυτό θα κεφαλοποιηθεί, θα γίνει πραγματική δράση και δυναμική για την αλλαγή συμπεριφοράς, κουλτούρας για ουσιαστική συνέργια με τις πολιτικές για την προστασία του περιβάλλοντος και του πλανήτη. Στα μαθήματα του εργαστηρίου μας -σας θυμίζω ότι στο ελληνικό πανεπιστήμιο η παρακολούθηση είναι εθελοντική-, οι σπουδαστές ανταποκρίνονται με ιδιαίτερη ευαισθησία και συμμετοχή, ενώ έχουν αναπτύξει και συναφείς φοιτητικές εθελοντικές πρωτοβουλίες, ή συμμετέχουν σε MKO κλπ», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Τσούτσος.

Οι βραχυπρόθεσμοι εθνικοί στόχοι για τις ΑΠΕ

Κατά την ομιλία του στη Σύνοδο Κορυφής του ΟΗΕ για το Κλίμα στη Νέα Υόρκη, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έθεσε σαφείς στόχους για τη χώρα:

-νέα Εθνική Πολιτική για την Ενέργεια και το Κλίμα που θα περιλαμβάνει την πλήρη κατάργηση των πλαστικών μίας χρήσης σε ολόκληρη την χώρα από το 2021

-το κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι το 2028 και την αύξηση της ενέργειας από Ανανεώσιμε Πηγές στο 35% έως το 2030.

«Είμαστε πλήρως δεσμευμένοι στην εφαρμογή της Συμφωνίας των Παρισίων και της Ατζέντας των Ηνωμένων Εθνών για το 2030, με τους 17 στόχους της για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (SDGs). Η κυβέρνησή μου υποστηρίζει σθεναρά το στρατηγικό μακροπρόθεσμο όραμα για μια οικονομία της ΕΕ που δεν θα επιβαρύνει το κλίμα έως το 2050» δήλωσε ακόμα ο πρωθυπουργός.

«Είναι βέβαιο ότι η απανθρακοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής μέσα από την αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ δεν θα επιτευχθεί χωρίς να τεθούν φιλόδοξοι στόχοι, η επίτευξη των οποίων θα συνιστά πρόκληση. Υπό την έννοια αυτή, είναι λογικό να τίθενται υψηλοί στόχοι διείσδυσης ΑΠΕ, καθώς η πραγματικότητα διδάσκει ότι συνήθως -αλλά όχι πάντα- η πραγματοποίηση που επιτυγχάνεται υπολείπεται του σχεδιασμού. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η υλοποίηση τέτοιας κλίμακας επενδύσεων σε τόσο σύντομο χρόνο προϋποθέτει μια ριζική ποιοτική μεταβολή του περιβάλλοντος σχεδιασμού και ανάπτυξης των έργων στη χώρα μας. Αυτό παραμένει διαχρονικό ζητούμενο, καθώς από δεκαετιών μας απασχολεί το ερώτημα του γιατί αδυνατούμε να επιτύχουμε τους στόχους που θέτουμε στον τομέα αυτό, χωρίς όμως να έχουμε ακόμα καταφέρει να δώσουμε ως χώρα πειστική και βιώσιμη απάντηση», τονίζει ο κ. Παπαθανασίου.

Για να αποκτήσουν οι στόχοι αυτές ρεαλιστικές πιθανότητες υλοποίησης ο Θεοχάρης Τσούτσος προτείνει ποιες θα πρέπει να είναι οι προτεραιότητες της κυβέρνησης το επόμενο διάστημα στον τομέα αυτό:

Οικονομικά: δημιουργία του one-stop-shop για τις ΑΠΕ και τη βιώσιμη ενέργεια, αποσαφήνιση επενδυτικών διαδικασιών, υιοθέτηση κανόνων βιώσιμης χωροθέτησης, επιδότηση της ηλεκτροκίνησης με έμφαση στο ενεργειακό μίγμα (πχ αν κάποιος χρησιμοποιεί οικιακό φωτοβολταϊκό, να δικαιούται μεγαλύτερη επιδότηση), υποστηρικτικά μέτρα για μικρής κλίμακας εφαρμογές

Έρευνα: ενίσχυση twinning με φορείς υψηλής τεχνολογίας, απλοποίηση γραφειοκρατικών διαδικασιών στα ΑΕΙ και Ινστιτούτα, προγράμματα για νέους επιστήμονες εστιασμένα στις ΑΠΕ. Αν αποτελούν εθνική προτεραιότητα τότε θα πρέπει να αποδεικνύεται κ στην πράξη

Τεχνολογία: ανάπτυξη σχημάτων πιστοποίησης τεχνικού προσωπικού στις νέες τεχνολογίες -για εγκατάσταση και συντήρηση-, ενίσχυση της ικανότητας των υπαρχόντων δικτύων για να διαχειριστούν τη στοχαστικότατα της ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ

Θεσμικά-συμβουλευτικά: Δημιουργία τεχνοκρατικού Task Force στο ΥΠΕΚΑ, παράλληλα με τις υπάρχουσες δομές που ήδη εργάζονται σε σχέση με τις υποχρεώσεις της Ελλάδας για τη συμμόρφωση με τις κοινοτικές οδηγίες. Φυσικά με τον εθνικό φορέα που είναι το ΚΑΠΕ, αλλά δίνοντας ρόλο και σε άλλους δραστήριους φορείς όπως ΕΛΕΤΑΕΝ, ΣΕΦ, ΕΟΠΠΕΠ, ΣΕΒ, τράπεζα Πειραιώς, Ένωση Επιμελητηρίων, ΤΕΕ (ενδεικτικά αναφέρω) επιλεγμένους δραστήριους πανευρωπαϊκά ερευνητές που θα εξετάσουν κρίσιμες περιοχές με δυναμική ειδικά εν όψει του επομένου προγραμματικού πλαισίου 2021-2027 (αποδοτικότητα επενδύσεων, κεφαλαιοποίηση των διάσπαρτων ερευνητικών αποτελεσμάτων, σύνδεση ΑΠΕ με τον τουρισμό, τη νησιωτικότητα και τα εναλλακτικά καύσιμα, αναστροφή του brain drain και επαναπατρισμό των χιλιάδων εξαιρετικών και νέων επιστημόνων που έφυγαν στο εξωτερικό τα τελευταία χρόνια).

Η Κρήτη προωθεί την βιώσιμη κινητικότητα

Από τον Αύγουστο του 2016 το Ρέθυμνο καινοτομεί, αφού είναι η μοναδική ελληνική νησιωτική πόλη, η οποία είναι μέρος του ευρωπαϊκού προγράμματος βιώσιμης κινητικότητας νησιωτικών πόλεων. «To Ρέθυμνο είναι ένα καλό πεδίο για την ανάπτυξη, δοκιμή και εφαρμογή νέων και καινοτομικών μεθόδων βιώσιμης κινητικότητας. Κι αυτό λόγω του κρίσιμου μεγέθους του, της ευρείας συναίνεσης της τοπικής κοινωνίας, καθοδηγούμενης από τις τοπικές αρχές προσχώρησε σε κάποια έργα υποδομής όπως οι ποδηλατόδρομοι και οι βιοκλιματικές αναπλάσεις», υποστηρίζει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Θεοχάρης Τσούτσος. Στο πλαίσιο αυτό προέκυψε η συνεργασία του Εργαστηρίου Ανανεώσιμων και Βιώσιμων Ενεργειακών Συστημάτων με τους τοπικούς φορείς υπό την ομπρέλα του δήμου στη διαμόρφωση στρατηγικής για τη βιώσιμη μετακίνηση. Αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας ήταν η συμμετοχή της πόλης μετά από διαγωνισμό στο ΗΟRΙΖΟΝ 2020 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Όπως λέει ο κ. Τσούτσος η συμμετοχή στο πρόγραμμα «είχε ως άμεσο αποτέλεσμα να δημιουργηθούν σταθμοί παρακολούθησης ποιότητας περιβάλλοντος και κυκλοφοριακού φόρτου, να προμηθευτούν τα πρώτα ηλεκτρικά οχήματα για τη χώρα μας που χρησιμοποιούνται σε δήμο, όπως το ηλεκτρικό λεωφορείο, μελέτες που θα βοηθήσουν στην ωρίμανση της επόμενης γενιάς τεχνικών έργων. Ήδη είναι ορατή η αλλαγή στην κυκλοφοριακή συμπεριφορά των πολιτών στις διαβάσεις ως αποτέλεσμα της τοπικής καμπάνιας. Το εργαστήριό μας, σε συνεργασία με τις διευθύνσεις πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας, ήδη έχει “εκπαιδεύσει” πάνω από 2.000 μαθητές μαζί με τον ΙΟΑΣ Π. Μυλωνάς για θέματα οικολογικής μετακίνησης και ασφάλειας. Μάλιστα, το Ρέθυμνο, συμμετέχει στο πανευρωπαϊκό πολιτικό συμβούλιο του CIVITAS, ενώ αποτελεί -μαζί με το εργαστήριό μας- ιδρυτικό μέλος του ελληνοκυπριακού δικτύου CIVINET-CY-GR. Ως επιβράβευση των ανωτέρω, έχει αρχίσει από το Εργαστήριο η υλοποίηση ενός νέου Ηorizon 2020 με εφαρμογή στον δήμο Πλατανιά, σε συνεργασία με κορυφαίους Ευρωπαϊκούς φορείς για τη δημιουργία νέων ευρωπαϊκών προτύπων για την ανάπτυξη Στρατηγικών Σχεδίων Βιώσιμης Αστικής Κινητικότητας με έμφαση και πεδίο εφαρμογής μικρούς δήμους στην Ευρώπη».

Πηγή: Φαίη Δουλγκέρη/ ΑΠΕ

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα