Αντισώματα έναντι του SARS-CoV-2 ανιχνεύονται για τουλάχιστον τέσσερις μήνες μετά τη λοίμωξη COVID-19
Μέχρι σήμερα η παρουσία αντισωμάτων έναντι του ιού SARS-CoV-2 στον ορό ασθενών μετά από λοίμωξη COVID-19 αποτελεί πεδίο διαφωνιών στη διεθνή ιατρική βιβλιογραφία.
Νέα ευρήματα που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα στο διεθνούς φήμης περιοδικό Science Immunology δείχνουν ότι όσοι έχουν νοσήσει από τη λοίμωξη COVID-19 συνεχίζουν να παράγουν προστατευτικά αντισώματα εναντίον βασικών τμημάτων του ιού για τουλάχιστον τρεις έως τέσσερις μήνες μετά την ανάπτυξη των πρώτων συμπτωμάτων τους.
Μέχρι σήμερα η παρουσία αντισωμάτων έναντι του ιού SARS-CoV-2 στον ορό ασθενών μετά από λοίμωξη COVID-19 αποτελεί πεδίο διαφωνιών στη διεθνή ιατρική βιβλιογραφία. Υπάρχουν αναφορές ότι τα αντισώματα μειώνονται σημαντικά έναν μήνα μετά το πέρας των συμπτωμάτων, ενώ άλλες σημειώνουν ότι τα αντισώματα παραμένουν στον ορό τουλάχιστον έξι μήνες μετά τη νόσηση. Κοινός παρανομαστής σε όλες τις έρευνες της κινητικής των αντισωμάτων ήταν πάντως η μείωσή τους με την πάροδο του χρόνου.
Αναλυτικά τα ευρήματα των ερευνών
Οι καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευάγγελος Τέρπος και Θάνος Δημόπουλος (πρύτανης ΕΚΠΑ), συνοψίζουν αυτά τα ευρήματα:
Στην πρώτη μελέτη, ερευνητές από το Γενικό Νοσοκομείο Μασαχουσέτης της Βοστώνης εξέτασαν 343 ασθενείς για την παρουσία αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2 έως και τέσσερις μήνες μετά την ανάπτυξη των πρώτων συμπτωμάτων. Αυτοί οι ασθενείς είχαν σοβαρή νόσο που απαιτούσε εισαγωγή στο νοσοκομείο.
Τα αντισώματα που μελετήθηκαν ήταν τριών ειδών και στρέφονταν έναντι της πρωτεΐνης Spike του ιού: (1) αντισώματα G (IgG) που έχουν τη δυνατότητα να χορηγούν παρατεταμένη ανοσία, (2) αντισώματα Α (IgA) που προστατεύουν από τη μόλυνση σε επιφάνειες βλεννογόνων, όπως του αναπνευστικού και γαστρεντερικού σωλήνα, ενώ βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα σε δάκρυα, βλέννα, και άλλες σωματικές εκκρίσεις και (3) αντισώματα M (IgM) που παράγονται πρώτα από όλα τα άλλα αντισώματα για την καταπολέμηση της λοίμωξης.
Η μελέτη ανέδειξε ότι και οι τρεις τύποι αντισωμάτων ανιχνεύονται ήδη από τη δωδέκατη ημέρα μετά τη μόλυνση από τον ιό. Τα IgA και IgM αντισώματα εξαφανίζονται μέσα σε περίπου δύο μήνες από την έναρξη των συμπτωμάτων. Ωστόσο, τα καλά νέα είναι ότι τα αντισώματα IgG ανιχνεύθηκαν μέχρι και τέσσερις μήνες μετά τα πρώτα συμπτώματα, και μάλιστα αυτά τα αντισώματα ήταν εξουδετερωτικά, δηλαδή μπορούσαν να αδρανοποιήσουν τον ιό. Οι τέσσερις μήνες ήταν και ο μέγιστος χρόνος αναζήτησης των αντισωμάτων, κάτι που σημαίνει ότι αυτά τα αντισώματα μπορούν να παραμένουν στο σώμα αυτών που νόσησαν από SARS-CoV-2 και για ακόμη μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Η δεύτερη μελέτη κατέληξε σε παρόμοια συμπεράσματα. Η ερευνητική ομάδα από το Πανεπιστήμιο του Τορόντο μελέτησε την παρουσία αντισωμάτων έναντι της πρωτεΐνης spike του SARS-CoV-2, τόσο στο αίμα όσο και στο σάλιο 439 ασθενών που είχαν αναπτύξει λοίμωξη COVID-19, σε χρονικό διάστημα τριών έως 115 ημερών πριν την εξέταση. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα αντισώματα κατά του SARS-CoV-2 ανιχνεύθηκαν εύκολα στο αίμα αλλά και στο σάλιο.
Τα επίπεδα των IgG αντισωμάτων έφτασαν στο ψηλότερο επίπεδό τους περίπου δύο εβδομάδες έως έναν μήνα μετά τη μόλυνση, και στη συνέχεια παρέμειναν σταθερά για περισσότερο από τρεις μήνες. Όπως και η ομάδα της Βοστώνης, η καναδική ομάδα παρατήρησε ταχεία πτώση των IgA και IgM αντισωμάτων. Τα ευρήματα αυτής της δεύτερης μελέτης δείχνουν, επίσης, ότι οι δοκιμές των αντισωμάτων IgG στο σάλιο μπορεί να είναι ένας εύκολος τρόπος για να παρακολουθείται η επίκτητη ανοσία ενός ατόμου έναντι της COVID-19.
Γιατί είναι σημαντικά αυτά τα ευρήματα
Επειδή τα αντισώματα IgA και IgM μειώνονται γρήγορα μετά την εμφάνιση της λοίμωξης COVID-19, η ανίχνευσή τους θα μπορούσε να βοηθήσει στη διάκριση μεταξύ μίας μόλυνσης που έγινε μέσα στους τελευταίους δύο μήνες και μίας που πιθανότατα εμφανίστηκε ακόμη νωρίτερα. Τέτοιες λεπτομέρειες είναι σημαντικές για την κάλυψη των κενών στην κατανόηση της λοίμωξης COVID-19 και την παρακολούθηση της εξάπλωσης του ιού στην κοινότητα.
Γνωρίζουμε ότι υπάρχουν σπάνιες αναφορές ατόμων που μετά από λοίμωξη COVID-19 μολύνθηκαν από διαφορετικό στέλεχος του SARS-CoV-2 λίγες εβδομάδες αργότερα. Η μικρή συχνότητα τέτοιων αναφορών υποδηλώνει ότι η επίκτητη ανοσία μετά από λοίμωξη SARS-CoV-2 είναι γενικά προστατευτική.
Εξακολουθούν να υπάρχουν πολλά ανοιχτά ερωτήματα, όπως ο χρόνος παραμονής των εξουδετερωτικών IgG αντισωμάτων, η ανοσία που παρέχουν και ο ρυθμός παραγωγής τους από τα διάφορα εμβόλια που βρίσκονται σε κλινικές δοκιμές, όπως αναφέρουν οι καθηγητές του ΕΚΠΑ.
«Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά θα απαιτήσει τη διεξαγωγή μεγαλύτερων μελετών με μεγαλύτερο χρόνο παρακολούθησης των εξουδετερωτικών αντισωμάτων. Ο δρόμος για τη νίκη έναντι του SARS-CoV-2 περνά σίγουρα μέσα από την κατανόηση των μηχανισμών ανοσίας έναντι του ιού», προσθέτουν.
Πηγή: ΑΠΕ/ΜΠΕ