Από το Κίεβο στο Καλοχώρι – Το ταξίδι σωτηρίας της οικογένειάς του πατήρ Αντρίυ
«Θέλω να πάω στο Κίεβο να δω το σπίτι μας μόλις τελειώσει ο πόλεμος» εξομολογείται.
Όταν οι πρώτες εκρήξεις άρχισαν να ακούγονται στο Κίεβο και οι εικόνες των βομβαρδισμών έκαναν την εμφάνισή τους στα τηλεοπτικά δίκτυα, ο εννιάχρονος Ματθαίος, ρώτησε τον πατέρα του, τον ιερέα (Andriy Todosiychuk) : «μπαμπά, μπορείς να αλλάξεις αυτό το κανάλι; σε παρακαλώ, δεν μου αρέσει αυτή η ταινία…». Εκείνος απάντησε «ναι, φυσικά» και άρχισε να σκέφτεται ότι το Κίεβο, όπου μένει όλη η οικογένεια, δεν ήταν πια ένας ασφαλής τόπος γι’ αυτούς…
Οι αρχικές του σκέψεις ήταν να φύγουν οικογενειακώς για κάποια άλλη περιοχή της Ουκρανίας, ωστόσο το ταξίδι της διαφυγής ήταν δύσκολο, οι διαδρομές επικίνδυνες, τα καύσιμα λιγοστά και οι δρόμοι που περνούν από τα ποτάμια είχαν καταστραφεί. Η οικογένεια Τοντοσίτσουκ συνάντησε στο διάβα της πάνω από 45 ουκρανικά οδοφράγματα, στα οποία οπλισμένοι στρατιώτες πραγματοποιούσαν διαρκείς ελέγχους. Τα τέσσερα παιδιά της ήταν πια τρομοκρατημένα και τότε ήταν που ο πατήρ Αντρίυ με τη σύζυγό του, αποφάσισαν να έρθουν στην Ελλάδα, μια ορθόδοξη χώρα, όπως λέει, ώστε τα παιδιά να μην δουν αυτόν τον πόλεμο και να ξεκινήσουν με ασφάλεια μια νέα ζωή.
Το ταξίδι της οικογένειας από το Κίεβο ως τη Θεσσαλονίκη, περιγράφει ο ίδιος στο ΑΠΕ – ΜΠΕ, εκφράζοντας ευγνωμοσύνη σε όσους της παρείχαν απλόχερα βοήθεια. Κάποιες στιγμές σταματά τη συνομιλία, μέχρι να συνέλθει από τη συναισθηματική φόρτιση ενώ στο ερώτημα τι θα ήθελε να κάνει μόλις τελειώσει ο πόλεμος απαντά: «θέλω να πάω στο Κίεβο να δω το σπίτι μας».
Το ταξίδι ξεκινάει
«Εγώ μένω στην Ουκρανία, στο Κίεβο, υπηρετώ στο μοναστήρι Ντεσετίνι (Desyatynnyy). Στις 24 Φεβρουαρίου, στις 5 τα ξημερώματα, είδα κάποιες βόμβες να εκρήγνυνται στο αεροδρόμιο Μπορισπίλ (Boryspil). Η αδελφή μου που μένει στην περιοχή του αεροδρομίου μαζί με τη μητέρα μας, μου τηλεφώνησε και ζήτησε βοήθεια. Πήγα αμέσως και τις πήρα και φτάσαμε στο Κίεβο. Την επόμενη μέρα, 25η Φεβρουαρίου, είδα στο δρόμο μπροστά από το σπίτι μου πολλά τανκς. Το χρώμα τους ήταν άσπρο. Βλέποντας την κατάσταση αυτή αποφασίσαμε να φύγουμε για το Τσερνίγιεφ, ένα μικρό χωριό κοντά στο Τσερνίγκοφ. Έχουμε ανίψια και συγγενείς εκεί», διηγείται ο πατήρ Αντρίυ.
Το ταξίδι ξεκίνησε με 12 επιβάτες και κάποιες αποσκευές στο αυτοκίνητο τύπου βαν της οικογένειας. Σε αυτό επέβαιναν ο πατήρ Αντρίυ με τη σύζυγο και τα παιδιά του, η μητέρα του και η μητέρα της γυναίκας του, η αδελφή του, ο σύζυγός της και τα δύο παιδιά τους. «Στο δρόμο είδαμε πολλά τανκς, πολλούς στρατιώτες, πολλούς Ουκρανούς και κάποιους Ρώσους, με λευκά χρώματα στη στολή τους. Την επόμενη μέρα είδαμε πολλούς στρατιώτες και πολλά τανκς να πηγαίνουν στο Τσερνίγιεφ. Το χωριό βομβαρδίστηκε, χτυπήθηκαν καταστήματα, οι στρατιώτες πήραν νερό, τρόφιμα και χρήματα από τα σούπερ μάρκετ. Βλέποντας αυτή την κατάσταση, αποφασίσαμε να πάμε στην πόλη Τσερνιβτσί στη δυτική Ουκρανία από όπου κατάγεται ο πατέρας μου και έχουμε σπίτι. Η μητέρα μου αρνήθηκε, είπε ότι δεν θέλει να φύγει και αποφάσισε να μείνει εκεί. Και η αδελφή μου συμφώνησε» περιγράφει.
Ο προορισμός αλλάζει και οι δρόμοι της οικογένειας χωρίζουν
Η διαδρομή ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνη και στο αυτοκίνητο υπήρχαν μόνο δέκα λίτρα καύσιμα για μια διαδρομή 500 – 600 χιλιομέτρων που χρειαζόταν τουλάχιστον 40 με 50 λίτρα. Ο δρόμος προς τον ποταμό Δνείπερο είχε καταστραφεί και ο πατήρ Αντρίυ δεν ήξερε από ποιο σημείο να περάσει. Η εξαμελής πλέον οικογένεια κατευθύνθηκε στο Κανίβ και από τη γέφυρα της πόλης πέρασε στην απέναντι πλευρά, ενώ το επόμενο πρόβλημα ήταν ο ποταμός Δνείστερος. Και εκεί βρέθηκε ασφαλές πέρασμα και η διαδρομή συνεχίστηκε. «Έπρεπε συνεχώς να δείχνουμε τα έγγραφά μας, να απαντούμε στις ερωτήσεις πολλών ανθρώπων που ήταν οπλισμένοι με καλάσνικοφ, και αυτό ήταν μια ψυχοφθόρος κατάσταση που τα παιδιά μου έζησαν με τρόμο. Οδηγούσα για 14 ώρες συνεχώς. Δεν σταμάτησα πουθενά. Μόνο οδηγούσα. Ο προορισμός μου ήταν το Τσερνιβτσί και κατευθυνόμουν εκεί χωρίς να σταματήσω, χωρίς να κοιμηθώ, χωρίς να φάω. Μόνο οδηγούσα» αναφέρει.
Ενδιάμεσοι σταθμοί η Ρουμανία και η Βουλγαρία
Τονίζει, ωστόσο, ότι η ψυχολογική κατάσταση των παιδιών ήταν τέτοια που η οικογένεια αποφάσισε, για λόγους ασφάλειας, να ξεκινήσει μια καινούρια ζωή σε μια άλλη χώρα και έτσι επέλεξε την Ελλάδα. Επόμενος σταθμός του ταξιδιού ήταν η Ρουμανία και συγκεκριμένα η πόλη Σουτσεάβα, στα βορειοανατολικά της χώρας. «Ο λαός της Ρουμανίας μάς βοήθησε με κάθε τρόπο και αυτό ήταν σαν να ερχόταν η βοήθεια από τα χέρια του Θεού» σημειώνει ο πατήρ Αντρίυ και δηλώνει φανερά συγκινημένος. Στη συνέχεια, η οικογένεια Τοντοσίτσουκ βρήκε καταφύγιο σε ένα μοναστήρι στη Ρουμανία όπου της προσφέρθηκαν φιλοξενία, στέγη, φαγητό αλλά και χρήματα για καύσιμα. «Ο μοναχός μάς πρότεινε, μάλιστα, να μείνουμε εκεί. Τον ευχαριστήσαμε και του απαντήσαμε ότι κατευθυνόμαστε στην Ελλάδα, σε ένα άλλο μοναστήρι» προσθέτει. Μετά από μια ακόμη διανυκτέρευση στη Ρουμανία που τους προσφέρθηκε δωρεάν, το ταξίδι συνεχίστηκε στη Βουλγαρία.
«Όταν έφτασε η νύχτα θέλαμε να νοικιάσουμε ένα δωμάτιο για να κοιμηθούμε. Ο άνθρωπος που βρισκόταν στην υποδοχή, μας είπε ότι δεν υπάρχει δωμάτιο για μας, γιατί είμαστε Ουκρανοί και το ξενοδοχείο δεν εξυπηρετεί Ουκρανούς. Έκλαψα και του ζήτησα να πληρώσω για τη διαμονή μιας νύχτας, με την υπόσχεση ότι την επόμενη μέρα θα φεύγαμε. Εκείνος επικοινώνησε με τη διοίκηση του ξενοδοχείου, συζήτησαν και τελικά μας έδωσαν ένα δωμάτιο για μια νύχτα και για 50 ευρώ. Ήταν εντάξει, αφού είχαμε ένα κρεβάτι για να κοιμηθούμε και την επόμενη μέρα να πάμε στην Ελλάδα» σημειώνει.
«Όταν μπήκαμε στην Ελλάδα…»
«Όταν μπήκαμε στην Ελλάδα, οι Έλληνες αστυνομικοί μας βοήθησαν πολύ. Μιλήσαμε με πολλούς δημοσιογράφους στα σύνορα της Ελλάδας με τη Βουλγαρία» αναφέρει ο πατήρ Αντρίυ. Μετά από επαφές με το προξενείο της Ουκρανίας, η οικογένειά του έμεινε μια βραδιά στη Θεσσαλονίκη, στη συνέχεια μετέβη στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, στα Νέα Ρόδα Χαλκιδικής, κοντά στο Αγιον Όρος. Επέστρεψε αργότερα στη Θεσσαλονίκη ώστε να προετοιμαστούν τα απαραίτητα έγγραφα και τις ημέρες αυτές διαμένει σε διαμέρισμα που προσέφερε δωρεάν στο Καλοχώρι μια ελληνίδα.
«Εκτιμούμε πολύ το γεγονός ότι η Ελλάδα άνοιξε την καρδιά της για μας. Και όλα είναι καλά εδώ. Οι Έλληνες μας βοηθήσατε πολύ, οι άνθρωποι στο Καλοχώρι μας βοήθησαν πολύ. Όσα χρειαζόμασταν μας δόθηκαν: πράγματα, τρόφιμα, τα πάντα. Η Ελλάδα βοηθάει πραγματικά την Ουκρανία και την ευχαριστούμε τόσο πολύ για όλα» προσθέτει. Δεν παραλείπει, άλλωστε, να αναφερθεί στους μοναστηριακούς δεσμούς που διατηρεί και βοήθησαν τον ίδιο και την οικογένειά του, τόσο στο Ρουμανικό μοναστήρι όπου βρήκε καταφύγιο όσο και στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας.
Σήμερα πια, ο πατήρ Αντρίυ επικοινωνεί διαρκώς με τη μητέρα και την αδελφή του στην Ουκρανία όπου, όπως λέει, η κατάσταση δεν είναι καλή ενώ προσεύχεται στο Θεό να σταματήσει ο πόλεμος. Για τα παιδιά του, την 12χρονη Πολυξένη, τον 9χρονο Ματθαίο, την 7χρονη Σοφία και την 6χρονη Χριστίνα εκτιμά ότι θα φοιτήσουν σε ελληνικά σχολεία, ώστε να λάβουν την ελληνική εκπαίδευση και ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία. Μεταφέρει, τέλος στο ΑΠΕ – ΜΠΕ, με ανακούφιση τη φράση του Ματθαίου: «θα πάμε στην Ουρανούπολη, να πάμε να παίξουμε με τις πάπιες. Η θάλασσα εκεί είναι υπέροχη και όλος ο τόπος μοιάζει με τον παράδεισο…».
Πηγή: ΑΠΕ
Διαβάστε επίσης: