Brexit: Αναίρεση σημείων Συμφωνίας Αποχώρησης και τελεσίγραφο προς ΕΕ από Λονδίνο
Σύμφωνα με δημοσίευμα των Financial Times.
Πρόταση νόμου που «θα εξαλείπτει τη νομική ισχύ τμημάτων της Συμφωνίας Αποχώρησης» του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ σε σχέση με τη Βόρεια Ιρλανδία θα παρουσιάσει την Τετάρτη η βρετανική κυβέρνηση, σύμφωνα με δημοσίευμα των Financial Times.
Τα τμήματα αυτά άπτονται των κρατικών ενισχύσεων και του τελωνειακού καθεστώτος στη Βόρεια Ιρλανδία, σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, το οποίο επισημαίνει πως η κίνηση αυτή διακινδυνεύει την κατάρρευση των συνομιλιών για τη μελλοντική εμπορική σχέση Βρυξελλών-Λονδίνου.
Η πληροφορία προκαλεί έντονες αντιδράσεις εντός και εκτός Βρετανίας, με τον Πρωθυπουργό Τζόνσον να δέχεται επικρίσεις για αθέτηση μιας διεθνούς συμφωνίας η οποία υπογράφηκε από τον ίδιο πριν από λιγότερο από ένα χρόνο.
Πηγή των FT σημειώνει πως το νομοσχέδιο «σαφέστατα και συνειδητά» υπονομεύει τη Συμφωνία Αποχώρησης και ότι η βρετανική πλευρά δηλώνει ρητώς πως «επιφυλάσσεται του δικαιώματος να θέσει το δικό της καθεστώς, φέρνοντας το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου σε αντίθεση με τις υποχρεώσεις της χώρας υπό τη Συμφωνία Αποχώρησης και με πλήρη συνείδηση ότι αυτό θα παραβιάζει το διεθνές δίκαιο».
Το πρωτόκολλο για τη Βόρεια Ιρλανδία συνόδευε τη Συμφωνία Αποχώρησης που υπέγραψαν οι δύο πλευρές τον περασμένο Οκτώβριο, με σκοπό την αποφυγή επαναφοράς σκληρών συνόρων στην Ιρλανδία μετά από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου του Brexit στο τέλος του τρέχοντος έτους.
Το βρετανικό νομοσχέδιο αναιρεί αρχικά το άρθρο που προβλέπει πως οι επιχειρήσεις θα πρέπει να συμπληρώνουν τελωνειακές δηλώσεις όταν στέλνουν προϊόντα από τη Β. Ιρλανδία προς τη Μεγάλη Βρετανία (Αγγλία, Ουαλία και Σκωτία).
Επίσης, αναιρείται η υποχρέωση που έχει αναλάβει το Λονδίνο να ενημερώνει τις Βρυξέλλες για οποιαδήποτε απόφαση περί κρατικής ενίσχυσης επιχειρήσεων στη Βόρεια Ιρλανδία, υποχρέωση που οι Brexiteers υποστηρίζουν ότι αλλοιώνει την «ανάκτηση της ανεξαρτησίας» του Ηνωμένου Βασιλείου.
Το θέμα των κρατικών ενισχύσεων, μαζί με εκείνο των αλιευτικών δικαιωμάτων των Ευρωπαίων αλιέων στα βρετανικά ύδατα, αποτελούν αυτή τη στιγμή τα μεγαλύτερα εμπόδια στην επίτευξη προόδου στις συνομιλίες για τη μελλοντική εμπορική σχέση.
Οι συνομιλίες επαναρχίζουν την Τρίτη στο Λονδίνο, χωρίς να διαφαίνεται προοπτική προόδου, με τον επικεφαλής διαπραγματευτή της Βρετανίας λόρδο Φροστ να δηλώνει την Κυριακή ότι η χώρα του «δε θα δειλιάσει αυτή τη φορά» έναντι της προοπτικής ‘no deal’ και ότι δε θα γίνει «υποτελές κράτος».
Ο Πρωθυπουργός Τζόνσον, εξάλλου, αναμένεται να πει εντός της ημέρας ότι η μελλοντική εμπορική συμφωνία θα πρέπει να κλείσει έως τις 15 Οκτωβρίου, ειδάλλως το Ηνωμένο Βασίλειο δε βλέπει ποιο θα ήταν το νόημα της συνέχισης των συνομιλιών.
Θα προσθέσει ότι η κυβέρνησή του θα προχωρούσε προς την ολοκλήρωση της μεταβατικής περιόδου χωρίς συμφωνία, κοιτώντας επιμέρους βασικές συμφωνίες για τομείς όπως οι αεροπορικές συνδέσεις και οι μεταφορές προϊόντων.
Θα πει επίσης ότι ένα no deal θα ήταν «αίσια έκβαση» και πως σε μια τέτοια περίπτωση η Βρετανία θα διεξήγαγε στο μέλλον εμπόριο με την ΕΕ όπως κάνει η Αυστραλία, δηλαδή χωρίς μία περιεκτική συμφωνία και με βάση τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.
Η πρώτη αντίδραση στην αποκάλυψη των FT ήρθε από τον Υπουργό Εξωτερικών της Ιρλανδίας Σάιμον Κόβενι, ο οποίος μέσω Twitter σχολίασε: «Αν το Ηνωμένο Βασίλειο επέλεγε να μη σεβαστεί τις διεθνείς του υποχρεώσεις, θα υπονόμευε το διεθνές κύρος του. Ποιος θα ήθελε να συνάψει εμπορικές συμφωνίες με μια χώρα που δεν εφαρμόζει διεθνείς συνθήκες; Θα ήταν μια απεγνωσμένη και εν τέλει αυτοκαταστροφική στρατηγική. Θα ήταν ένας πολύ ασύνετος τρόπος να προχωρήσουμε».
Αντίστοιχες δηλώσεις έχουν γίνει από πολιτικούς της αντιπολίτευσης στη Βρετανία αλλά και από Ευρωπαίους αξιωματούχους. Η τοπική Πρωθυπουργός της Σκωτίας Νίκολα Στέρτζιον χαρακτήρισε την κυβέρνηση Τζόνσον «τσαρλατάνους».
Εκπρόσωπος της βρετανικής κυβέρνησης είπε ότι στόχος είναι να διασφαλιστεί η δυνατότητα τήρησης των υποχρεώσεων του Λονδίνου έναντι του λαού της Βόρειας Ιρλανδίας, όπως η προστασία της ειρηνευτικής συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής, αλλά και η διαφύλαξη της εσωτερικής αγοράς και της ακεραιότητας του Ηνωμένου Βασιλείου.
Πηγή: skai.gr