Η 11η Σεπτεμβρίου άνοιξε το δρόμο στην αμερικανική ακροδεξιά

Οι ακροδεξιοί και οι υποστηρικτές της λευκής υπεροχής (white supremacists) είναι υπεύθυνοι για τη συντριπτική πλειοψηφία των θανάτων που σχετίζονται με εξτρεμιστές, αλλά μόνο ένα μικρό μέρος των αντιτρομοκρατικών πόρων αφιερώνεται σε αυτούς. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου η αμερικανική κυβέρνηση ενήργησε γρήγορα για να αποτρέψει περαιτέρω επιθέσεις ισλαμικών εξτρεμιστών στις ΗΠΑ. Δισεκατομμύρια δολάρια δαπανήθηκαν σε […]

Parallaxi
η-11η-σεπτεμβρίου-άνοιξε-το-δρόμο-στην-α-812108
Parallaxi
Εικόνα: Στιγμιότυπο YouTube

Οι ακροδεξιοί και οι υποστηρικτές της λευκής υπεροχής (white supremacists) είναι υπεύθυνοι για τη συντριπτική πλειοψηφία των θανάτων που σχετίζονται με εξτρεμιστές, αλλά μόνο ένα μικρό μέρος των αντιτρομοκρατικών πόρων αφιερώνεται σε αυτούς.

Μετά την 11η Σεπτεμβρίου η αμερικανική κυβέρνηση ενήργησε γρήγορα για να αποτρέψει περαιτέρω επιθέσεις ισλαμικών εξτρεμιστών στις ΗΠΑ. Δισεκατομμύρια δολάρια δαπανήθηκαν σε νέα τμήματα επιβολής του νόμου και παραχωρήθηκαν τεράστιες εξουσίες σε υπηρεσίες για την παρακολούθηση ανθρώπων στις ΗΠΑ και στο εξωτερικό καθώς ο Τζορτζ Μπους ανακοίνωσε τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας.

Όμως, ενώ το FBI, η CIA, η αστυνομία και το νεοσύστατο Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας σαρώναν τη χώρα και τον κόσμο ψάχνωντας για ριζοσπαστικοποιημένους μουσουλμάνους, μια υπάρχουσα απειλή αγνοήθηκε: Οι λευκοί εξτρεμιστές, υπέρμαχοι της λευκής υπεροχής, που βρισκόντουσαν ήδη στις ΗΠΑ και των οποίων ο αριθμός και η επιρροή αυξάνονται κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες.

Σύμφωνα με την Anti-Defamation League, το 2020 οι ακροδεξιοί εξτρεμιστές ήταν υπεύθυνοι για 16 από τις 17 εξτρεμιστικές δολοφονίες στις ΗΠΑ, ενώ το 2019, 41 από τις 42 εξτρεμιστικές δολοφονίες συνδέονταν με την ακροδεξιά.

Μεταξύ 2009 και 2018, η ακροδεξιά ήταν υπεύθυνη για το 73% των θανάτων που σχετίζονται με εξτρεμιστές στις ΗΠΑ, ενώ οι ακροδεξιοί εξόντωσαν το 2018 περισσότερους ανθρώπους από κάθε χρόνο από το 1995 και ύστερα, όταν μια βόμβα που είχε τοποθετηθεί από αντικυβερνητικό εξτρεμιστή σκότωσε 168 άτομα σε ένα ομοσπονδιακό κτίριο στην Οκλαχόμα Σίτι.

Παρά τη στατιστική κυριαρχία των δολοφονιών από ακροδεξιούς και λευκούς ρατσιστές στις ΗΠΑ, οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών έχουν αφιερώσει πολύ περισσότερους πόρους στην υποτιθέμενη απειλή από την ισλαμική τρομοκρατία.

Μόνο τα τελευταία χρόνια, ένας ένοπλος σκότωσε 23 ανθρώπους στο Ελ Πάσο του Τέξας, αφού πρώτα φέρεται να δημοσίευσε στο διαδίκτυο ένα μανιφέστο με λευκά εθνικιστικά και αντικυβερνητικά θέματα. Σε αυτό έγραψε ότι σχεδίαζε να πραγματοποιήσει επίθεση «ως απάντηση στην ισπανική εισβολή στο Τέξας».

Τον Φεβρουάριο του 2019, ένας υπολοχαγός της ακτοφυλακής των ΗΠΑ, ο οποίος αυτοχαρακτηριζόταν ως «λευκός εθνικιστής», συνελήφθη αφού είχε συγκεντρώσει όπλα και είχε καταρτίσει μια λίστας υποψήφιων θυμάτων από το χώρο των μέσων ενημέρωσης και της κυβέρνησης. Καταδικάστηκε σε 13 χρόνια φυλάκιση το 2020.

Το 2017 εννέα αφροαμερικανοί πολίτες, μέλη της εκκλησίας, δολοφονήθηκαν στο Τσάρλεστον της Νότιας Καρολίνας από έναν 22χρονο που ομολόγησε στο FBI ότι ήλπιζε να επαναφέρει τον φυλετικό διαχωρισμό ή να ξεκινήσει έναν πόλεμο μεταξύ των φυλών.

Εικόνα: Στιγμιότυπο YouTube

Παρ’ όλα αυτά, διαδοχικές κυβερνήσεις έχουν περάσει το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων δύο δεκαετιών, ρίχνοντας το μεγαλύτερο μέρος των πόρων τους στην έρευνα των μουσουλμάνων, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στο εξωτερικό. Το 2019 το FBI δήλωσε ότι το 80% των αντιτρομοκρατικών πρακτόρων του ήταν επικεντρωμένο στη διεθνή τρομοκρατία, με το 20% να ασχολείται με την εγχώρια τρομοκρατία.

Καθώς η κυβέρνηση κυνηγούσε την ισλαμική τρομοκρατία, τα πολιτικά δικαιώματα των μουσουλμάνων στην Αμερική παραβιάστηκαν και πολλοί αθώοι μουσουλμάνοι υπέφεραν. Περισσότεροι από χίλιοι άνθρωποι συνελήφθησαν τους μήνες μετά την 11η Σεπτεμβρίου και χιλιάδες άλλοι ανακρίθηκαν καθώς τεμένη και μουσουλμανικές συνοικίες τέθηκαν υπό παρακολούθηση. Ο αριθμός των εγκλημάτων μίσους κατά των Μουσουλμάνων στις ΗΠΑ αυξήθηκε αμέσως μετά την επίθεση και έκτοτε κάθε χρόνο παραμένει πολύ υψηλότερος από τα ποσοστά πριν από το 2001.

«Υπήρχε έλλειψη προσοχής από τις αρχές αλλά μερικές από τις πραγματικές παρεμβάσεις που έκαναν οι αρχές ήταν ισλαμοφοβικές. Με αυτόν τον τρόπο προώθησαν μέρος αυτής της ισλαμοφοβίας, του αντι-μεταναστευτικού αισθήματος », λέει η Miller-Idriss.

Εικόνα: Στιγμιότυπο YouTube

Ο Μάικλ Γκέρμαν, ένας πρώην ειδικός πράκτορας του FBI που ειδικεύτηκε στην εγχώρια τρομοκρατία και τις μυστικές επιχειρήσεις, λέει ότι η ανισότητα στην προσοχή που δίνεται στους φερόμενους μουσουλμάνους δρώντες και στους λευκούς ρατσιστές αυξανόταν ήδη πριν από την 11η Σεπτεμβρίου.

Μετά από αυτήν την επίθεση, ωστόσο, οι νέοι νόμοι, συμπεριλαμβανομένου του Patriot Act, έδωσαν στην κυβέρνηση επιπλέον εξουσίες να παρακολουθεί και να στοχοποιεί Αμερικανούς, ενώ στο υπουργείο Δικαιοσύνης παραχωρήθηκε περισσότερη εξουσία να ερευνά άτομα που δεν είχαν ποινικό μητρώο.

Ο Γκέρμαν, ο οποίος είναι συνεργάτης του Προγράμματος Ελευθερίας και Εθνικής Ασφάλειας του Κέντρου Μπρέναν, δήλωσε ότι αυτές οι δυνάμεις επικεντρώνονταν κυρίως στους Μουσουλμάνους Αμερικανούς, ενώ έδιναν λίγη προσοχή στους υποστηρικτές της λευκής υπεροχής.

«Υπήρχε μια ανισότητα μεταξύ του τρόπου με τον οποίο το FBI στόχευε μουσουλμάνους Αμερικανούς που απλώς έλεγαν πράγματα που δεν άρεσαν στην κυβέρνηση ή συνδέονταν με άτομα που δεν άρεσε στην κυβέρνηση ή η κυβέρνηση υποψιαζόταν μόνο και μόνο επειδή ήταν μουσουλμάνοι, παρ’ ότι ποτέ δεν είχαν διαπράξει κάποιο βίαιο έγκλημα, δεν είχαν συνδεθεί ποτέ με καμία τρομοκρατική ομάδα, σε αντίθεση με την αποτυχία να τεκμηριώσει ακόμη και δολοφονίες που διαπράχθηκαν από λευκούς ρατσιστές», λέει ο Γκερμαν.

Μετά τις επιθέσεις στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου, «ένας τεράστιος αριθμός πόρων κατευθυνόταν στην Κοινή Ομάδα Τρομοκρατίας και στην αντιτρομοκρατική εργασία, αλλά όλα αυτά επικεντρώνονταν σε πιθανές τρομοκρατικές ενέργειες που θα διέπρατταν μουσουλμάνοι».», λέει ο Γερμάν.

Ένας έλεγχος του υπουργείου Δικαιοσύνης το 2010 αποκάλυψε ότι μεταξύ 2005 και 2009, κατά μέσο όρο λιγότεροι από 330 πράκτορες του FBI, από το σύνολο των σχεδόν 2.000 αντιτρομοκρατικών πρακτόρων, είχαν ανατεθεί στην έρευνα εσωτερικής τρομοκρατίας.

Η απόφαση να μην επικεντρωθεί τόσο στους white suprimecists ή στην εγχώρια τρομοκρατία δεν ήταν μόνο στρατηγική, λέει ο Γκέρμαν. Η επιρροή του χρήματος και των μεγάλων επιχειρήσεων έπαιξαν επίσης ρόλο, καθώς οι βιομηχανίες άσκησαν πιέσεις στους νομοθέτες και ακόμη και στο ίδιο το FBI για να κυνηγήσουν αντι-καπιταλιστικές και περιβαλλοντικές ομάδες διαμαρτυρίας.

«Το FBI χρειάζεται πόρους. Και για να πάρει πόρους, πρέπει να πείσει τα μέλη του Κογκρέσου. Και το Κογκρέσο λειτουργεί πιο αποτελεσματικά όταν υπάρχουν πλούσιοι χορηγοί που συμβάλλουν στις καμπάνιες τους», λέει ο Γκέρμαν.

«Επομένως, το FBI πρέπει να καλλιεργήσει μια βάση υποστήριξης στην πλούσια κοινότητα και πώς μπορεί να το κάνει αυτό; Πηγαίνοντας στα διοικητικά συμβούλια και λέγοντάς τους, ξέρετε, το FBI χρειάζεται περισσότερους πόρους.

Και τότε φυσικά, αυτό δίνει σε αυτά τα εταιρικά συμβούλια μεγάλη επιρροή στο τι κάνει το FBI. «Τι κάνατε όταν έλεγαν ότι υπάρχουν μειονοτικές κοινότητες στις ΗΠΑ που στοχοποιούνται από τους λευκούς ρατσιστές»

Απαντούσαν: «Ξέρετε αυτοί οι αντι-καπιταλιστές ή οικολόγοι διαδηλωτές αποτελούν μια μεγάλη ενόχληση και ξέρετε, υπάρχει πιθανότητα να γίνουν βίαιοι ».

Όταν η κυβέρνηση και οι υπηρεσίες πληροφοριών προσπάθησαν να επεκτείνουν τις υπηρεσίες τους μετά την 11η Σεπτεμβρίου, αυτό έδωσε στις εταιρείες άλλο ένα διαπραγματευτικό χαρτί για να σπρώξουν ακόμη πιο κάτω στη λίστα προτεραιοτήτων τους λευκούς εξτρεμιστές και τους ακροδεξιούς.

Εικόνα: Στιγμιότυπο YouTube

«Οι μεγάλες εταιρείες κατέχουν πολλές ιδιωτικές πληροφορίες για τους Αμερικανούς και η πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες έγινε σημαντική για το FBI. Συνεπώς, η ικανοποίηση αυτών των εταιρειών έγινε μέρος της αποστολής».

Παράλληλο με αυτό το ζήτημα είναι το γεγονός ότι υπάρχουν «παρατεταμένα προβλήματα ρατσισμού μέσα στο FBI», λέει ο Γκέρμαν, με τον οργανισμό να είναι ακόμα κατά κύριο λόγο μια λευκή και ανδρική οργάνωση.

«Αυτό είναι το ένα άκρο του φάσματος, οι άνθρωποι που είναι είτε ρητά είτε σιωπηρά ρατσιστές. Επειδή οι λευκοί εξτρεμιστές δεν απειλούν την κοινότητά τους, δεν τους βλέπουν ως απειλή.

Ο λευκός, άνδρας, πράκτορας που πηγαίνει στο σπίτι του σε μια λευκή προαστιακή κοινότητα δεν βλέπει πράγματι πολλούς λευκούς skinheads να προκαλούν προβλήματα στην κοινότητά του. Έτσι, γίνεται για αυτόν μια μικρότερη απειλή».

Το 2020 άρχισαν να υπάρχουν ενδείξεις ότι πλέον δινόταν περισσότερη προσοχή στην ακροδεξιά. Το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας είπε ότι οι λευκοί εξτρεμιστές ήταν «η πιο επίμονη και θανατηφόρα απειλή στην πατρίδα» καθώς ανακοίνωσε μια έκθεση σχετικά με απειλές στις ΗΠΑ.

Αλλά αυτό ήρθε λίγες μέρες αφότου ο Ντόναλντ Τραμπ είχε πει στην εξτρεμιστική ομάδα Proud Boys να «σταθούν δίπλα του» κατά τη διάρκεια ενός προεδρικού debate.

Ο Τραμπ ήταν πολύ απρόθυμος να καταδικάσει τη βία των white supremacists, και τα σχόλιά του «και για τις δύο πλευρές» μετά τις ταραχές στο Σάρλοτσβιλ θεωρήθηκαν νομιμοποιητικά της ακροδεξιάς. Τον Απρίλιο του 2020, καθώς η πανδημία μαίνονταν στα μεσοδυτικά, είπε στους υποστηρικτές του να «ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΟΥΝ ΤΟ ΜΙΣΙΓΚΑΝ!», αφού ο Γκρέτσεν Γουίτμερ, ο Δημοκρατικός κυβερνήτης της πολιτείας επέβαλε μέτρα παραμονής στο σπίτι. Εκατοντάδες ένοπλοι ταραξίες εισέβαλαν στο Καπιτώλιο του Μίσιγκαν. Τον Οκτώβριο του 2020, το FBI κατηγόρησε έξι άτομα που σχεδίαζαν να απαγάγουν τον Γουίτμερ, ο οποίος ήταν για μήνες στόχος των επιθέσεων του Τραμπ.

Εικόνα: Στιγμιότυπο YouTube

Η εξέγερση στο Μίσιγκαν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια ζοφερή προεπισκόπηση των γεγονότων της 6ης Ιανουαρίου, όταν ένα ακροδεξιό κίνημα που αναπτυσσόταν εδώ και χρόνια ξεχύθηκε στην Ουάσιγκτον και επιτέθηκε στο Καπιτώλιο.

Ο Τζο Μπάιντεν έχει υπάρξει λιγότερο διστακτικός από τους προκατόχους του στο να προσδιορίσει τον κίνδυνο για τους Αμερικανούς πολίτες. Τον Ιούνιο ο Μπάιντεν είπε ότι οι white supremacists είναι η «πιο θανατηφόρα απειλή» για τους Αμερικανούς και αργότερα τον ίδιο μήνα η διοίκησή του αποκάλυψε ένα σαρωτικό σχέδιο για την αντιμετώπιση του προβλήματος.

Ο PW Singer, ένας σχεδιαστής στρατηγικής που έχει υπηρετήσει ως σύμβουλος στον αμερικανικό στρατό, σε υπηρεσίες πληροφοριών και στο FBI και είναι συνεργάτης του New American, ενός think tank δημόσιας πολιτικής, λέει ότι η αυξανόμενη απειλή των white supremacists στις ΗΠΑ ήταν πολύ περίπλοκη για να κατηγορηθούν μόνο οι κυβερνητικές υπηρεσίες πληροφοριών για έλλειψη προσοχής – «αλλά σίγουρα δεν βοήθησαν στο να τη σταματήσουμε».

«Σκεφτείτε το σαν μια ασθένεια που πλήττει το πολιτικό σώμα. Το άτομο δεν ήταν μόνο σε ενεργητική άρνηση, αποφεύγοντας σκόπιμα τα απαραίτητα μέτρα για την καταπολέμησή της, αλλά οι κανονικές άμυνες που χρησιμοποιήθηκαν έναντι άλλων παρόμοιων απειλών δεν αναπτύχθηκαν».

Ο Τραμπ μπορεί να έφυγε, αλλά η διαφθορά ορισμένων Ρεπουμπλικάνων προς τους δεξιούς εξτρεμιστές φαίνεται απίθανο να σταματήσει. Πολύ πρόσφατα ο Άουγουστ Μου Μπρουκς, ένας Ρεπουμπλικανός βουλευτής από την Αλαμπάμα, υπερασπίστηκε έναν υποστηρικτή του Τραμπ που απειλούσε για τοποθέτηση βόμβας στο Καπιτώλιο.

«Παρόλο που τα κίνητρα αυτού του τρομοκράτη δεν είναι ακόμη δημοσίως γνωστά, γενικά μιλώντας, καταλαβαίνω την οργή των πολιτών προς τον δικτατορικό σοσιαλισμό και την απειλή του για την ελευθερία και την ίδια την αμερικανική κοινωνία», έγραψε ο Μπρουκς στο Twitter, λίγες ώρες αφότου ο άντρας έχοντας σταθμεύσει κοντά στο Καπιτώλιο και το ανώτατο δικαστήριο, είπε στην αστυνομία ότι είχε βόμβα.

«Ο τρόπος να σταματήσει η επέλαση του σοσιαλισμού είναι να παλέψουν οι πατριώτες Αμερικανοί στις εκλογές του 2022 και του 2024. Μιλώντας ανοιχτά, το μέλλον της Αμερικής κινδυνεύει», είπε.

Είναι ένα επικίνδυνο παιχνίδι, αλλά με την άνοδο του Τραμπισμού και του ακροδεξιού εξτρεμισμού στη συμβατική πολιτική- που έχει τις ρίζες της στο κίνημα “Tea Party” που δαιμονοποίησε τον Μπαράκ Ομπάμα-είναι πιθανό οι Ρεπουμπλικάνοι να συνεχίσουν.

«Αυτό που κάποτε ήταν το απαράδεκτα ακραίο έχει γίνει αποδεκτό μέρος της πολιτικής και των Μέσων», λέει ο Σίνγκερ.

«Είναι μια σκληρή αλήθεια που πάρα πολλοί δεν είναι πρόθυμοι να αποδεχτούν. Δεν ξεκίνησε στις 6 Ιανουαρίου, αλλά χρόνια πριν, όταν αυτές οι εξτρεμιστικές απόψεις αρχικά έγιναν ανεκτές και στη συνέχεια εργαλειοποιήθηκαν ως χρήσιμες για κλικ και αργότερα για ψήφους».

*Το παρόν άρθρο αποτελεί μετάφραση του άρθρου με τίτλο “Close to home: how US far-right terror flourished in post-9/11 focus on Islam” του Adam Gabbatt, που δημοσιεύτηκε στις 06/09/2021 στο The Guardian. 

Πηγή: The Guardian

Δείτε επίσης:

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα