24 Μαρτίου 1999: Το ΝΑΤΟ βομβαρδίζει το Κοσσυφοπέδιο
Το ιστορικό που οδήγησε στον βομβαρδισμό του Κοσσυφοπεδίου
Γυρίζουμε το ημερολόγιο 25 χρόνια πίσω. 24 Μαρτίου 1999. Το Κοσσυφοπέδιο, κοινώς Κόσοβο, έρχεται αντιμέτωπο με εικόνες πολέμου: αεροπορικές επιδρομές του ΝΑΤΟ ρίχνουν βόμβες και πυραύλους σε βάσεις των Σέρβων στο Κοσσυφοπέδιο και έπειτα από μέρες, περνούν και στην Σερβική επικράτεια.
Τι οδήγησε το ΝΑΤΟ να πάρει τέτοια θέση έναντι κυρίαρχου κράτους και ποια η έκβαση της σύγκρουσης; Ας ρίξουμε μια ματιά στα γεγονότα που κατέληξαν σε βομβαρδισμό.
Ιστορικό υπόβαθρο
Το Κοσσυφοπέδιο, που στα μεσαιωνικά χρόνια ήταν το “κέντρο” της Σερβίας και ήταν η έδρα του Σερβικού Ορθόδοξου Πατριαρχείου, θα περνούσε στους Οθωμανούς το 1389 μετά την ήττα στη Μάχη του Κοσσυφοπεδίου εκείνου του έτους. Αν και με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων έγινε τμήμα του σερβικού βασιλείου, στην περιοχή πια η πλειονότητα ήταν μουσουλμάνοι Αλβανοί παρά Σέρβοι. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η περιοχή καταλήφθηκε από τις δυνάμεις της Αυστροουγγαρίας και της Βουλγαρίας. Η Αντάντ απώθησε τις Κεντρικές Δυνάμεις από το Κοσσυφοπέδιο το 1918, οπότε η περιοχή έγινε και πάλι κομμάτι της σερβικής επικράτειας.
Η εικόνα τον 20ό αιώνα ήταν πια εντελώς διαφορετική. Το 1945, ο Γιόζιπ Μπροζ Τίτο ιδρύει την Ομοσπονδιακή Λαϊκή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, δίνοντας στην περιοχή καθεστώς αυτονομίας. Οι ισορροπίες έμελλαν να αλλάξουν σταδιακά από το 1986, όταν εξελέγη επικεφαλής της Ένωσης Κομμουνιστών Σερβίας, ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, με κύριο αίτημα την επαναφορά της σερβικής κυριαρχίας στην περιοχή.
Το 1988, ο Μιλόσεβιτς εξελέγη πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Σερβίας. Τότε, αφαίρεσε το καθεστώς αυτονομίας και, παράλληλα, έστειλε στρατεύματα στην περιοχή. Η κατάσταση θα χειροτέρευε ακόμη περισσότερο, με την εθνικιστική ρητορική να παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, μέχρι τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, το 1992.
Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσόβου (UCK)
Τέσσερα χρόνια αργότερα έκανε την εμφάνισή του ο Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσόβου (UCK), ο οποίος, τον Ιούλιο του 1998, εξαπέλυσε επιθέσεις ευρείας κλίμακας με θεαματικά αποτελέσματα μέχρι τη σερβική αντεπίθεση. Και οι δύο προσπάθειες εύρεσης ειρηνευτικής λύσης απέτυχαν. Η σερβική πλευρά δεν δέχθηκε μια συμφωνία που προέβλεπε την αυτονομία του Κοσόβου και την παρουσία του ΝΑΤΟ.
Ο UCK πολλαπλασίασε τις επιθέσεις του κατά σερβικών στόχων το 1997 με την απόκτηση οπλισμού από την Αλβανία, προκαλώντας την αντίδραση της Σερβίας με την εκδήλωση μεγάλης στρατιωτικής επιχείρησης σε περιοχές που έλεγχαν οι αντάρτες τον Φεβρουάριο και Μάρτιο του 1998. Δεκάδες άμαχοι σκοτώθηκαν και η στρατολόγηση στον UCK αυξήθηκε δραματικά.
Τον Ιούλιο του 1998, ο UCK εξαπέλυσε αυτές τις ευρείας κλίμακας επιθέσεις σε ολόκληρο το Κόσοβο, αποκτώντας τον έλεγχο σχεδόν της μισής επαρχίας, προτού νικηθεί από τη σερβική αντεπίθεση αργότερα εκείνο το καλοκαίρι. Τα σερβικά στρατεύματα έδιωξαν χιλιάδες Αλβανούς από τα σπίτια τους και κατηγορήθηκαν για σφαγές αμάχων.
Η ανάμειξη του ΝΑΤΟ
Η τελευταία αυτή επίθεση των Σέρβων ήταν που πυροδότησε το ΝΑΤΟ. Τότε, το ΝΑΤΟ απείλησε τη Σερβία με αεροπορικές επιδρομές και ο Μιλόσεβιτς συμφώνησε να επιτρέψει την επιστροφή χιλιάδων προσφύγων στις εστίες τους. Όμως, οι μάχες επαναλήφθηκαν σύντομα και οι συνομιλίες μεταξύ Αλβανών και Σέρβων του Κοσόβου για την εξεύρεση πολιτικής λύσης στο Ραμπουγιέ της Γαλλίας τον Φεβρουάριο του 1999 στέφθηκαν από αποτυχία.
Στις 18 Μαρτίου, περαιτέρω ειρηνευτικές συνομιλίες στο Παρίσι κατέρρευσαν, μετά την άρνηση της σερβικής αντιπροσωπείας να υπογράψει συμφωνία που προέβλεπε αυτονομία του Κοσόβου και ανάπτυξη στρατευμάτων του ΝΑΤΟ στην περιοχή για την επιβολή της συμφωνίας. Δύο ημέρες αργότερα, ο σερβικός στρατός εξαπέλυσε νέα επίθεση στο Κόσοβο και στις 24 Μαρτίου το ΝΑΤΟ απάντησε με αεροπορικές επιδρομές.
Οι βομβαρδισμοί επικεντρώθηκαν αρχικά σε στρατιωτικές θέσεις των Σέρβων στο Κόσοβο και από τις 27 Μαρτίου και στο έδαφος της Σερβίας, σε στρατιωτικούς και πολιτικούς στόχους, δηλαδή κυβερνητικά κτίρια και υποδομές. Την ίδια μέρα το σερβικό αντιεροπορικό πυροβολικό κατέρριψε ένα αμερικανικό «αόρατο» αεροπλάνου τύπου F-117 στα σύνορα Κοσόβου-ΠΓΔΜ (στη σημερινή Βόρεια Μακεδονία).
Στις 3 Απριλίου πύραυλοι του ΝΑΤΟ έπληξαν για πρώτη φορά το Βελιγράδι και στις 23 Απριλίου βομβαρδίστηκε το κτίριο της σερβικής τηλεόρασης, με αποτέλεσμα 16 άτομα να σκοτωθούν και πολλά να τραυματιστούν.
Στις 7 Μαΐου αμερικανικό αεροσκάφος βομβάρδισε την πρεσβεία της Κίνας στο Βελιγράδι, προκαλώντας την οργή του Πεκίνου, καθώς τρεις υπάλληλοι της πρεσβείας σκοτώθηκαν και 20 τραυματίστηκαν. Την επόμενη μέρα, οι ΗΠΑ αναγνώρισαν ότι η επίθεση έγινε σε λάθος στόχο. Ο πρόεδρος Κλίντον αναγκάστηκε να ζητήσει συγγνώμη από το κινέζο ομόλογό του.
Οι βομβαρδισμοί και οι συνεχιζόμενες σερβικές επιθέσεις οδήγησαν εκατοντάδες χιλιάδες Αλβανούς του Κοσόβου, στη ΠΓΔΜ και το Μαυροβούνιο. Πολλοί από αυτούς τους πρόσφυγες μεταφέρθηκαν στις ΗΠΑ και σε άλλα κράτη του ΝΑΤΟ. Στις 14 Απριλίου το ΝΑΤΟ επιβεβαίωσε τη βομβιστική επίθεση συμμαχικών αεροσκαφών εναντίον πομπής αλβανών προσφύγων, στο Κόσοβο, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τουλάχιστον 64 άτομα κι άλλα 20 να τραυματισθούν βαριά.
Το φινάλε
Οι εχθροπραξίες θα τελείωναν με τη Συμφωνία του Κουμάνοβο. Ο απολογισμός: χιλιάδες άμαχοι νεκροί και από τις δύο πλευρές, και πάνω από ένα εκατομμύριο εκτοπισμένοι.
Σήμερα, η κατάσταση παραμένει περίπλοκη, με το Κόσοβο να ανακηρύσσει την ανεξαρτησία του, τον Φεβρουάριο του 2008, μονομερώς, με μόνο 98 από τα 193 κράτη-μέλη του ΟΗΕ να το αναγνωρίζουν.
Πηγή: kathimerini.gr