Αλ Φαγέντ: Οι βιασμοί, το διεφθαρμένο ιατρικό σύστημα, η συγκάλυψη και το «τέρας» της εξουσίας
Ακόμα μία φορά που η εξουσία κατάφερε να συγκαλύψει το έγκλημα και οι γυναίκες σιώπασαν επειδή φοβήθηκαν.
Πολύκροτα σκάνδαλα σεξουαλικής κακοποίησης βγαίνουν στην επιφάνεια, το ένα μετά το άλλο τους τελευταίους μήνες, με τον πρώην ιδιοκτήτη του λονδρέζικου πολυκαταστήματος Harrods, Μοχάμεντ αλ Φαγέντ, να προστίθεται στη λίστα των freak offs του P. Diddy και της αποτρόπαιας υπόθεσης Πελικό.
Οι αποκαλύψεις δείχνουν ότι τουλάχιστον 60 γυναίκες είχαν πέσει θύματα βιασμού και σεξουαλικής κακοποίησης του μεγιστάνα Αλ Φαγέντ, μερικές εκ των οποίων ήταν πρώην εργαζόμενες του πολυτελούς καταστήματος, ενώ άλλες ήταν ανήλικες την εποχή των γεγονότων. Από τους δικηγόρους, πιστεύεται ότι περισσότερες από 200 γυναίκες υπήρξαν στην πραγματικότητα τα θύματά του.
Ο πρώην ιδιοκτήτης του Harrods, ο οποίος πέθανε πέρυσι σε ηλικία 94 ετών, έχει χαρακτηριστεί ως «σεξουαλικό τέρας» από δικηγόρους που εκπροσωπούν τα φερόμενα θύματά του.
Τους βιασμούς και τις σεξουαλικές κακοποιήσεις έφερε στην επιφάνεια το BBC, που κατέγραψε μαρτυρίες από περισσότερες από 20 γυναίκες, πρώην εργαζόμενές του Αλ Φαγέντ που ομολόγησαν ότι «επέλεγε» ο ίδιος τα θύματα που θα πήγαινε στη σουίτα του.
“Μέχρι σήμερα, ανταποκριθήκαμε σε περισσότερα από 200 αιτήματα και μηνύματα από όλο τον κόσμο. Επιβεβαιώνουμε πως εκπροσωπούμε πλέον 60 επιζήσασες στο πλαίσιο των ενεργειών μας, και πως άλλες θα ακολουθήσουν”, υπογράμμισαν οι δικηγόροι των θυμάτων.
Οι ίδιοι έκαναν επίσης λόγο για “αξιόπιστες αποδείξεις” σεξουαλικών επιθέσεων σε άλλες επιχειρήσεις που ανήκαν στον μεγιστάνα εκτός από τα Harrods, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και η αγγλική ομάδα Φούλαμ, την οποία αγόρασε το 1997. “Περιμέναμε πως κακοποιήσεις θα είχαν σημειωθεί παντού όπου είχε πάει ο Μοχάμεντ αλ Φαγέντ. Αυτό είναι δυστυχώς αλήθεια”, κατέληξαν.
Σύμφωνα με τις καταγγελίες, τα σεξουαλικά εγκλήματα έλαβαν χώρα στα γραφεία του στo Harrods του Λονδίνου ή σε ξενοδοχεία και προσωπικές του βίλες στα ταξίδια στο εξωτερικό όπως στο Παρίσι, Σεν Τροπέ και Αμπού Ντάμπι.
Οι δράσεις του φαίνεται να αποτελούσαν μάλιστα «κοινό μυστικό», σύμφωνα με τον διευθυντή τμήματος Harrods, από το 1994 μέχρι το 2004.
Οι ανατριχιαστικές καταγγελίες των θυμάτων
Το BBC έφερε στο φως το σκοτεινό παρελθόν του Αλ Φαγέντ, μέσα από ντοκιμαντέρ του, «Al Fayed: Predator at Harrods» («Αλ Φαγέντ: Ένα αρπακτικό στα Harrods»), αφού ήρθε σε επικοινωνία με μερικά από τα θύματά του.
Η επιχειρηματική σταδιοδρομία του μεγιστάνα ξεκίνησε από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου πουλούσε ανθρακούχα ποτά σε περαστικούς. Η επιχειρηματική του αυτοκρατορία ωστόσο, άρχισε να χτίζεται, μετά τον γάμο του με την αδερφή ενός εκατομμυριούχου Σαουδάραβα έμπορου όπλων, ο οποίος τον βοήθησε να σφυρηλατήσεις νέες επαγγελματικές σχέσεις.
Η χλιδάτη ζωή του στο Ηνωμένο Βασίλειο ξεκίνησε το 1974 και αποτελούσε ήδη δημόσιο πρόσωπο όταν ανέλαβε τα ηνία στo Harrods, το 1985, με συχνές εμφανίσεις ως καλεσμένες σε ψυχαγωγικές τηλεοπτικές εκπομπές.
Οι πρώτες καταγγελίες ξεκινούν λίγο μετά την ανάληψη της εξουσίας του στο πολυκατάστημα, σύμφωνα με την καταγγελία της Σοφίας, η οποία εργάστηκε ως προσωπική του βοηθός από το 1988 μέχρι και το 1991 και ισχυρίζεται ότι επιχείρησε να τη βιάσει περισσότερες από μία φορές.
«Ήταν άθλιος», μαρτυρά η ίδια.
Σύμφωνα με τις πρώην στέλεχος του προσωπικού, ο ιδιοκτήτης του Harrods φαίνεται να ακολουθούσε συγκεκριμένο μοτίβο.
Επισκεπτόταν τακτικά τους τεράστιους ορόφους του 8όροφου πολυκαταστήματος, όπου εντόπιζε τις νεαρές εργαζόμενες του που θεωρούσε ο ίδιος ελκυστικές και στη συνέχεια τις προωθούσε για να εργαστούν στα δικά του γραφεία, που βρίσκονταν στον επάνω όροφο.
Επιβεβαιώνοντας τις παραπάνω δηλώσεις περί κοινού μυστικού, η Άλις, πρώην εργαζομένη, δήλωσε και αυτή ότι ήταν ξεκάθαρο σε όλους αυτό που συνέβαινε:
«Όλοι βλέπαμε ο ένας τον άλλον να περνάει από εκείνη την πόρτα σκεπτόμενος, ‘εσύ καημένη, είσαι εσύ σήμερα’ και νιώθοντας εντελώς ανίσχυροι να το σταματήσουμε», λέει η ίδια.
Η Ρέιτσελ, η οποία μίλησε επώνυμα στο BBC, ήταν προσωπική βοηθός του Αλ Φαγέντ στο Harrods, κατά τη δεκαετία του 1990.
Η ίδια ισχυρίζεται ότι ένα βράδυ μετά τη δουλειά, ο μεγιστάνας την κάλεσε στο χλιδάτο διαμέρισμά του, στο Park Lane, το οποίο κοιτούσε το Hyde Park και προστατευόταν από προσωπικό ασφαλείας και μέσα διέθετε ένα γραφείο που στελεχώνεται από υπαλλήλους του Harrods.
«Θυμάμαι ότι ένιωθα το σώμα του πάνω μου, το βάρος του. Μόνο που τον ακούω να κάνει αυτούς τους θορύβους. Και… απλά μετέφερα τη σκέψη μου κάπου αλλού», όπως είπε η ίδια .
Οι 4 από τις 13 γυναίκες που λένε στο BBC ότι ο Αλ Φαγέντ τους επιτέθηκε σεξουαλικά, καταγγέλλουν βιασμό.
Η Σοφία, περιέγραψε την σεξουαλική επίθεση που δέχθηκε ως έναν αναπόδραστο εφιάλτη: «Δεν μπορούσα να φύγω. Δεν είχα σπίτι και οικογένεια για να επιστρέψω, έπρεπε να πληρώσω το ενοίκιό μου. Ήξερα ότι έπρεπε να το περάσω αυτό και δεν ήθελα. Ήταν φρικτό και το κεφάλι μου ήταν ανακατεμένο», λέει η ίδια.
Η Τζέμα, η οποία εργάστηκε ως ένας από τους προσωπικούς βοηθούς του Φαγέντ μεταξύ 2007-09, λέει ότι η συμπεριφορά του έγινε πιο τρομακτική κατά τη διάρκεια ταξιδιών εργασίας στο εξωτερικό και ότι κορυφώθηκε με τον βιασμό της στη Villa Windsor στο Παρίσι.
Η ίδια περιγράφει ότι ένα βράδυ ξύπνησε ξαφνιασμένη στην κρεβατοκάμαρά της, με τον Φαγέντ να κάθεται δίπλα από το κρεβάτι της φορώντας μόνο μια μεταξωτή ρόμπα.
Όταν προσπάθησε να πάει στο κρεβάτι μαζί της, η Τζέμα του είπε: «’Όχι, δεν σε θέλω’. Και συνέχισε απλώς να προσπαθεί να μπει στο κρεβάτι, σε αυτό το σημείο ήταν κάπως από πάνω μου και [εγώ] πραγματικά δεν μπορούσα να κινηθώ καθόλου. Ήμουν κάπως μπρούμυτα στο κρεβάτι και εκείνος απλώς πίεσε τον εαυτό του πάνω μου», όπως εξηγεί.
Η ίδια εξομολογείται ότι έκλαψε μετά το βιασμό της, ενώ εκείνος σηκώθηκε και της είπε επιθετικά να πλυθεί με Dettol, προφανώς για να σβηστεί κάθε ίχνος του.
Ακόμη 8 άλλες γυναίκες είπαν στο BBC, ότι δέχθηκαν σεξουαλικές επιθέσεις από τον επιχειρηματία, στα ακίνητά του στο Παρίσι, με τις 5 από αυτές να περιγράφουν τα περιστατικά ως απόπειρες βιασμού.
Η Κέιτ ήταν μόλις 16 ετών όταν άρχισε να εργάζεται στα Harrods. Μια μέρα ο Μοχάμεντ Αλ Φαγιέντ την κάλεσε στο διαμέρισμά του και σύμφωνα με την ίδια, την βίασε.
«Προσπάθησε να με πιέσει να κάνω σεξ μαζί του. Προσπάθησε να είναι γοητευτικός… αλλά εγώ συνέχισα να λέω όχι», λέει η ίδια. Τότε η διάθεση του ιδιοκτήτη των Harrods άλλαξε και ξεκίνησε να απειλεί την Κέιτ. «Θύμωσε, οι πόρτες ήταν κλειδωμένες και δεν μπορούσα να βγω έξω. Με βίασε».
Το διεφθαρμένο ιατρικό σύστημα
Πολλές από τις γυναίκες που έπεσαν θύματα του Αλ Φαγέντ, ενώ εργάζονταν για το πολυκατάστημα πολυτελείας, θυμούνται τους γιατρούς να πραγματοποιούν στενές ιατρικές εξετάσεις στο προσωπικό.
«Υπήρχε ένα ολόκληρο σύστημα για να διευκολυνθεί αυτό», λέει ο Dean Armstrong KC, ένας από τους δικηγόρους που εκπροσωπεί ορισμένα από τα φερόμενα θύματα.
Πώς λειτουργούσε όμως αυτό το σύστημα;
Λίγο αφότου άρχισε να εργάζεται στο Harrods η Κέιτ, θυμάται τον Φαγέντ να της κάνει ακατάλληλες ερωτήσεις σχετικά με το αν είχε αγόρι ή αν ήταν σεξουαλικά ενεργή.
Δεν θυμάται την απάντησή της, αλλά υποστηρίζει ότι ο Φαγέντ είχε άλλους τρόπους να βρει τις απαντήσεις που ήθελε.
«Ήταν οργανωμένο για εμένα να δω τη Δρ Ann Coxon από μια ιατρική εταιρεία. Μου πουλήθηκε ως προνόμιο της εργασίας στο γραφείο του προέδρου».
Η Δρ Coxon ζήτησε από την Κέιτ να κάνει ένα τεστ για σεξουαλικά μεταδιδόμενες λοιμώξεις, συμπεριλαμβανομένου του HIV, ενώ η ίδια της είχε εξηγήσει ότι δεν ήταν ακόμα σεξουαλικά δραστήρια.
Ο Φαγέντ ξανακάλεσε την Κέιτ στο γραφείο του και αυτή τη φορά άρχισε να συζητά μαζί της προσωπικές λεπτομέρειες από την ιατρική της εξέταση, αμφισβητώντας μάλιστα πως δεν είχε προηγούμενες σεξουαλικές επαφές.
Η Κέιτ πιστεύει ότι οι ιδιωτικές πληροφορίες που δόθηκαν στον Φαγέντ ήταν ζωτικής σημασίας για να καταστεί δυνατή η κακοποίηση που υπέστη: «Η Δρ Κόξον του είχε δώσει τις ξεκάθαρες απαντήσεις που χρειαζόταν».
Η Δρ Wendy Snell, γιατρός του Harrods εκείνη την εποχή, διενεργούσε παρόμοιες εξετάσεις, σύμφωνα με τις γυναίκες που καταγγέλλουν ότι δέχθηκαν σεξουαλική επίθεση.
Η τελευταία δεν βρίσκεται πια εν ζωή, όμως αρκετές γυναίκες σκοπεύουν να υποβάλλουν επίσημη καταγγελία για την Δρ Κοξόν, η οποία παραμένει εγγεγραμμένη στο Γενικό Ιατρικό Συμβούλιο.
Η Λίντσει, η οποία εργαζόταν στα Harrods τη δεκαετία του 1990 και λέει ότι ο Φαγιέντ προσπάθησε να τη βιάσει, πιστεύει ότι οι ιατρικές της εξετάσεις οργανώθηκαν από έναν από τους ανώτερους προσωπικούς του βοηθούς.
«Ο Μοχάμεντ είχε τέτοιου είδους τρόπο λειτουργίας κάθε μέρα. Τηλεφωνούσε σε έναν ανώτερο βοηθό και ρωτούσε ποιες κοπέλες δούλευαν εκείνη την ημέρα και μετά μια από εμάς θα καλούνταν στο γραφείο του», λέει η Ταμάρα, η οποία εργαζόταν επίσης στο γραφείο του προέδρου τη δεκαετία του 1990.
Η κλήση θα γινόταν με το πρόσχημα να κατεβάσουν τον χαρτοφύλακα του Φαγιέντ στον ανελκυστήρα, λένε οι γυναίκες.
Η Ταμάρα είπε ότι, στην πραγματικότητα, «θα ήσουν μόνη σε αυτό το γραφείο και θα ήταν η ευκαιρία του να σε ψηλαφίσει, να σε κακοποιήσει».
Σύμφωνα με την έρευνα που έχει πραγματοποιηθεί από τους δικηγόρους των θυμάτων, είναι ξεκάθαρο πλέον πως ορισμένοι από τους ανώτερους βοηθούς και γιατρούς έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε αυτό που αποκαλούν «σύστημα προμηθειών», αλλά ότι και άλλοι συμμετείχαν στη διατήρηση της σιωπής γύρω από τα εγκλήματά του.
Μεγάλο ρόλο στη συγκάλυψη έπαιξαν και οι προσωπικοί του φρουροί, οι οποίοι, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των γυναικών, τις συνόδευαν μέχρι και το διαμέρισμα του Φαγέντ.
Η Σάρα λέει ότι αφού αντιστάθηκε στην απόπειρα επίθεσης του Φαγέντ, ένας από τους στενούς φρουρούς του εμφανίστηκε από το πουθενά όταν επέστρεφε σπίτι από το δείπνο με τον φίλο της.
Ο Στιβ, ο οποίος εργαζόταν ως προσωπική του ασφάλεια στα μέσα της δεκαετίας του ’90, αποκάλυψε ότι υπήρχε όντως ένα δωμάτιο ελέγχου στο υπόγειο τότι μπορούσαν να δουν μόνο τους διαδρόμους που οδηγούσαν στο διαμέρισμά του στο Park Lane.
“Θα βλέπαμε μόνο τα κορίτσια να μπαίνουν στην πόρτα και μετά να κλείνουν την πόρτα πίσω του. Και το πρωί τα βλέπουμε να φεύγουν ή ακόμα και μετά από μια ώρα. Κάποιες ακόμα φορούν στολές Harrods”, είπε.
Ο Άλαν αναφέρεται στην περίπτωση του Τζον Μακναμάρα, ενός πρώην ανώτερου αξιωματικού της Μητροπολιτικής Αστυνομίας που ήταν τότε επικεφαλής της ασφάλειας στο Harrods, ο οποίος χτύπησε την πόρτα μιας γυναίκας και την απείλησε.
Αρκετοί οργανισμοί μέσων ενημέρωσης έχουν δημοσιοποιήσει ισχυρισμούς για σεξουαλική κακοποίηση σε βάρος του Αλ Φαγέντ κατά το παρελθόν, αλλά μέχρι και πρόσφατα, κατέληξαν όλοι άκαρποι.
Ένα άρθρο του 1995 στο Vanity Fair – το οποίο έκανε ισχυρισμούς για σεξουαλική ανάρμοστη συμπεριφορά, ρατσισμό και παρακολούθηση του προσωπικού, αλλά όχι για σεξουαλική επίθεση – κατέληξε σε μήνυση συκοφαντίας από τον Φαγέντ.
Ο μεγιστάνας συμφώνησε αργότερα να εγκαταλείψει την υπόθεση εφόσον όλα τα στοιχεία που είχε συγκεντρώσει το περιοδικό για την παραβατική σεξουαλική του συμπεριφορά στο πλαίσιο της προετοιμασίας για μια δίκη, ήταν απόρρητα.
Το 1997, το The Big Story του ITV ανέφερε περαιτέρω σοβαρές καταγγελίες, συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής παρενόχλησης και του ψηλαφίσματος που ανέφερε πριν ένα από τα θύματα και πέφτει στην κατηγορία της σεξουαλικής επίθεσης.
Μία από τις γυναίκες στην έρευνα του BBC, η «Έλι» ήταν 15 ετών το 2008 όταν κατήγγειλε επίθεση στην αστυνομία – ισχυρισμός που έγινε πρωτοσέλιδο – αλλά δυστυχώς, δεν οδήγησε σε καμία κατηγορία.
Η καθυστερημένη «συγγνώμη» του Harrods
Ο ρόλος του πολυτελούς καταστήματος Harrods σε αυτήν την υπόθεση παραμένει μυστήριος.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι όσες γυναίκες μίλησαν στο BBC, την περίοδο που εργάζονταν για το πολυκατάστημα, όταν ο Φαγέντ ήταν ιδιοκτήτης του, παραδέχθηκαν ότι αισθάνθηκαν εκφοβισμό στον χώρο εργασίας τους.
Πολλές από τις γυναίκες αισθάνθηκαν ότι ήταν σε θέση να μιλήσουν δημόσια, μονάχα μετά τον θάνατό του, το 2023.
Μετά την έκταση που έδωσε στην υπόθεση το ντοκιμαντέρ του BBC, το πολυκατάστημα ανέφερε σε ανακοίνωση μετά από μερικές ημέρες, ότι είναι “σοκαρισμένοι από τις καταγγελίες” και ζήτησε συγγνώμη από τα φερόμενα θύματα του πρώην ιδιοκτήτη.
“Αυτές ήταν ενέργειες ενός ατόμου που ήταν αποφασισμένος να καταχραστεί την εξουσία του”, αναγράφεται στην ίδια ανακοίνωση.
Το Harrods δημιούργησε επίσης μια σελίδα στον ιστότοπό του, καλώντας πρώην υπαλλήλους του να μιλήσουν.
Η Fulham FC, η ομάδα που ανήκε στον Φαγιέντ μεταξύ 1997 και 2013, δήλωσε επίσης ότι είναι «βαθιά προβληματισμένη» από τις δεκάδες καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση εναντίον του επιχειρηματία.
Ακόμα μία φορά που η εξουσία κατάφερε να συγκαλύψει το έγκλημα
Και πού καταλήγουμε τελικά;
Μέσα από την αποκάλυψη των εγκλημάτων της σεξουαλικής εκμετάλλευσης του μεγαλοπαραγωγού Χάρβεϊ Γουάνστιν, το κίνημα #MeToo εδώ και 7 χρόνια “φωνάζει” στις γυναίκες – θύματα να μιλήσουν, να σπάσουν τα δίκτυα σιωπής που καλύπτουν οποιονδήποτε άνδρα σε εξουσία προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τη δύναμή του.
Κι όμως το κλίμα τρομοκρατίας επικρατεί στις ψυχές των γυναικών ακόμα και όταν ο κακοποιητής τους είναι θαμμένος κάτω από το χώμα.
Και το πιο εξοργιστικό δεν είναι αυτό.
Πώς οι γυναίκες να βρουν τη δύναμη να μιλήσουν όταν γνωρίζουν ότι υπάρχουν: πρώτον, άλλες τόσες, όμοιες με αυτές, που σιωπούν γιατί ΚΑΙ αυτές φοβούνται και δεύτερον, άλλοι πόσοι, ισχυροί, σε θέσεις εξουσίας, που συγκαλύπτουν τα εγκλήματα ενός εκλιπόντος;
Και μετά αναρωτιόμαστε, “Γιατί τώρα;”.
Γιατί τελικά, ακόμα και νεκρός να είναι ο βιαστής ή κακοποιητής, ο φόβος των θυμάτων, η ασυδοσία της εξουσίας και η κουλτούρα του βιασμού, σκεπάζουν σαν μαύρο σύννεφο, οποιαδήποτε ανάγκη για λύτρωση και δικαίωση.
Η ντροπή και ο φόβος δένουν τα χέρια των θυμάτων, ενώ παράλληλα η διαφθορά τους κλείνει το στόμα.