Πρόωρες εκλογές λόγω δημοσιονομικής κρίσης;
Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τον υπ. Οικονομικών και τον καγκελάριο, απαιτείται συμπληρωματικός προϋπολογισμός για το 2023
Λίγο πριν από την εκπνοή του χρόνου, η γερμανική κυβέρνηση ανεβάζει στροφές στο Βερολίνο, για να κλείσει δημοσιονομικές τρύπες, μετά την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρσλρούης της 15ης Νοεμβρίου, σύμφωνα με την οποία τα κονδύλια ύψους 60 δις που είχαν μείνει αχρησιμοποίητα για την αντιμετώπιση της πανδημίας από το 2021, δεν μπορούν εκ των υστέρων να μεταφερθούν σε επόμενους προϋπολογισμούς (μέχρι και το 2023) για άλλον σκοπό, συγκεκριμένα το Ταμείο για το Κλίμα.
Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τον υπ. Οικονομικών και τον καγκελάριο, απαιτείται συμπληρωματικός προϋπολογισμός για το 2023, ο οποίος μάλιστα εγκρίθηκε με διαδικασία-εξπρές τη Δευτέρα σε επίπεδο υπουργικού συμβουλίου. Ο συμπληρωματικός προϋπολογισμός θα καταρτιστεί μετά και την πολιτική απόφαση για αναστολή του κανόνα του «χρεόφρενου» (που δεν επιτρέπει την ανάληψη νέων χρεών πέραν του 0,35% του γερμανικού ΑΕΠ) για το 2023. Αυτό κρίθηκε αναγκαίο για τη συμμόρφωση της κυβέρνησης στις συνταγματικές επιταγές, σύμφωνα με τον υπ. Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ.
Το ίδιο επανέλαβε τη Δευτέρα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφεν Χέμπεστραϊτ στο κυβερνητικό μπρίφινγκ, απαντώντας σε ερώτημα σχετικά με το ενδεχόμενο να ακολουθήσουν νέες συνταγματικές προσφυγές.
Σε κάθε περίπτωση, για να «περάσει» ο συμπληρωματικός προϋπολογισμός απαιτείται και η έγκριση του γερμανικού Κοινοβουλίου, το οποίο όμως θα πρέπει να κηρύξει κατάσταση έκτακτης δημοσιονομικής ανάγκης. Σύμφωνα με πληροφορίες του Reuters πιθανώς η ψηφοφορία στο γερμανικό Κοινοβούλιο (Βundestag) να γίνει στις 13 Δεκεμβρίου. Αμέσως μετά, στις 15 Δεκεμβρίου, θα πρέπει να περάσει και από το δεύτερο κοινοβουλευτικό σώμα, το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο (Bundesrat).
Και όλα αυτά,ενώ στον αέρα παραμένει ακόμη ο προϋπολογισμός του 2024.Το πρωί της Τρίτης αναμένεται να δώσει εξηγήσεις ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς ενώπιον της Ολομέλειας της γερμανικής βουλής, απαντώντας για περίπου είκοσι λεπτά σε ερωτήσεις βουλευτών.
Την ίδια ώρα και παρά την φαινομενική στήριξη των συγκυβερνώντων το μόνο βέβαιο είναι, όπως παρατηρεί η ιστοσελίδα tagesschau.de, ότι η η ομοσπονδιακή κυβέρνηση για τέταρτη συναπτή χρονιά θα αναλάβει περισσότερο δημόσιο χρέος από ό,τι προβλέπει το Γερμανικό Σύνταγμα. Ενδεικτικές του κλίματος που επικρατεί ήταν οι δηλώσεις του επικεφαλής της Κ.Ο. των Φιλελευθέρων Κρίστιαν Ντυρ στο δημόσιο δίκτυο ARD, o oποίος παραδέχτηκε ότι η γερμανική κυβέρνηση έχει «πρόβλημα δαπανών» και ότι απαιτείται «εξοικονόμηση πόρων».
Την ίδια ώρα οι Πράσινοι, μετά από ένα δύσκολο συνέδριο, συνεχίζουν να πιέζουν για την ανάγκη «πράσινων μεταρρυθμίσεων», ενώ από την πλευρά τους τα κόμματα της χριστιανοδημοκρατικής αντιπολίτευσης -που βρίσκονται πίσω από την επίμαχη προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο- δεν έχουν ακόμη ξεκαθαρίσει τη γραμμή που θα τηρήσουν στις σχετικές ψηφοφορίες στη γερμανική βουλή.
Mέσα σε ένα τέτοιο τεταμένο πολιτικό σκηνικό, ο επικεφαλής των Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών (CSU) και πρωθυπουργός της Βαυαρίας Μάρκους Ζέντερ ζητά πρόωρες ομοσπονδιακές εκλογές και μάλιστα ταυτόχρονα με τις ευρωεκλογές, στις 9 Ιουνίου του 2024, σύμφωνα με δημοσιεύματα στον γερμανικό Τύπο, μετά από δηλώσεις του σε δημοσιογράφους τη Δευτέρα στο Βερολίνο. Για τον Μάρκους Ζέντερ ο συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών-Πρασίνων-Φιλελευθέρων είναι ανίκανος πλέον να διαχειριστεί την δύσκολη κατάσταση και ως εκ τούτου δεν απομένει άλλη επιλογή πέρα από την προσφυγή στην κρίση του λαού.
Όπως δήλωσε στην εφημερίδα Bild: «Η γερμανική κυβέρνηση πηγαίνει από τη μια ήττα στην άλλη. Ειδικά όμως στην παρούσα συγκυρία, η χώρα χρειάζεται ηγεσία και σαφήνεια. Συνεπώς ο καγκελάριος θα πρέπει επιτέλους να αναλάβει δράση και να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από τον λαό. Οι πρόωρες εκλογές θα ήταν ο καλύτερος και δικαιότερος τρόπος».
Σύμφωνα με την Zeit (και άλλες εφημερίδες) ο Ζέντερ προχωρά μάλιστα και ένα βήμα παραπάνω, καταθέτοντας και συγκεκριμένη μετεκλογική πρόταση συνεργασίας, μια νέα εκδοχή μεγάλου συνασπισμού της Χριστιανικής Ένωσης με τους Σοσιαλδημοκράτες. Απορρίπτοντας σενάρια συνεργασίας με τους Πρασίνους ή/ και τους Φιλελευθέρους.