Έρχεται έκρηξη του πληθωρισμού στο 11%

Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής

Parallaxi
έρχεται-έκρηξη-του-πληθωρισμού-στο-11-895511
Parallaxi

Υπέρ της λήψης περιορισμένων μέτρων για τη στήριξη της κοινωνίας απέναντι στις εκρηκτικές ανατιμήσεις τάσσεται ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού Φραγκίσκος Κουτεντάκης. Στην παρουσίαση της Έκθεσης για την πορεία της οικονομίας το 4ο τρίμηνο του 2021, ανέφερε τα δύο σενάρια για τον πληθωρισμό το 2022: Το δυσμενές κάνει λόγο για 11,01%, ενώ το ήπιο σενάριο στο 7,43%.

Σύμφωνα με αυτά:

Το ήπιο σενάριο προβλέπει για το 2022 μέσο εναρμονισμένο πληθωρισμό στη χρονιά 7,43%. Σημειώνεται ότι ο εναρμονισμένος πληθωρισμός είναι αυτός που συγκρίνει ακριβώς τα ίδια προϊόντα και υπηρεσίες στις χώρες της ΕΕ. Να σημειωθεί ότι πριν τον πόλεμο η πρόβλεψη ήταν για μέσο πληθωρισμό 6,99%. Θα μας τίναζε στον αέρα δηλαδή, έτσι κι αλλιώς…

Το δυσμενές σενάριο προβλέπει αντίστοιχα μέσο εναρμονισμένο πληθωρισμό στην Ελλάδα 11,1% το 2022. Είναι πρόβλεψη για μέσο πληθωρισμό στο σύνολο της χρονιάς.

Η ανάπτυξη θα επιβραδύνει σημαντικά σύμφωνα και με τα δύο σενάρια. Σύμφωνα με την πρόβλεψη, πριν τον πόλεμο προβλεπόταν ανάπτυξη για το 2022, στο 3,58%. Τώρα το ήπιο σενάριο προβλέπει ότι η αύξηση του ΑΕΠ το 2022, θα είναι στο 2,75% κάτω δηλαδή από το 3% και περίπου στο ένα τρίτο του πληθωρισμού. Ουσιαστικά λέει, ότι η αύξηση του ΑΕΠ θα οφείλεται στον πληθωρισμό.

Το δυσμενές σενάριο για την ανάπτυξη προβλέπει άνοδο του ΑΕΠ 2,21%. Τα μεγέθη θα κυμανθούν, ανάλογα με την έκταση των διαταραχών στις διεθνείς τιμές ενέργειας και τροφίμων καθώς και την επιδείνωση του κλίματος εμπιστοσύνης και την αναταραχή των χρηματοπιστωτικών αγορών. Ωστόσο, η τελική επίπτωση θα εξαρτηθεί από την διάρκεια του πολέμου, την έκβασή του και την αντίδραση της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Πιο αναλυτικά, για τα μέτρα στήριξης που ετοιμάζεται να ανακοινώσει μέχρι την Πέμπτη η κυβέρνηση, ο κ. Κουτεντάκης σημείωσε πως δεν θα πρέπει να είναι βασική επιδίωξη τα οριζόντια μέτρα ειδικά στο θέμα των καυσίμων και αυτό διότι, όπως τόνισε, θα ευνοούνταν άνθρωποι που δεν το έχουν ανάγκη, ενώ ταυτόχρονα επιβαρύνεται σημαντικά ο προϋπολογισμός, χωρίς να είναι σίγουρο ότι τα μέτρα θα φέρουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα για την κοινωνία.

Ανέφερε επίσης ότι μεγαλύτερη αναγκαιότητα προκύπτει για μέτρα στήριξης αναφορικά με το ηλεκτρικό ρεύμα, το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο θέρμανσης και έπονται τα καύσιμα.

Για την πορεία της οικονομίας στην έκθεση αναφέρεται:

«Οι έκτακτες συνθήκες δημιουργούν σημαντικές προκλήσεις για τη χώρα μας. Οι προβλέψεις του Γραφείου Προϋπολογισμού για την οικονομική μεγέθυνση του 2022 ήταν στο 3,58% πριν την έναρξη της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και περιορίζονται στο 2,75% στο ήπιο σενάριο και 2,21% στο δυσμενές σενάριο ανάλογα με την έκταση των διαταραχών στις διεθνείς τιμές ενέργειας και τροφίμων καθώς και την επιδείνωση του κλίματος εμπιστοσύνης και την αναταραχή των χρηματοπιστωτικών αγορών. Ωστόσο, η τελική επίπτωση θα εξαρτηθεί από την διάρκεια του πολέμου, την έκβασή του και την αντίδραση της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο».

Σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις από τον πόλεμο επισημαίνεται:

«Αναμένεται να οδηγήσουν σε έντονες δημοσιονομικές πιέσεις τόσο από την πλευρά των εσόδων (λόγω οικονομικής επιβράδυνσης) όσο και από την πλευρά των δαπανών (πίεση για κάλυψη ενεργειακού κόστους). Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, ακόμα και αν αποφασιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο μια παράταση της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και για το 2023 ή μια ενδεχόμενη εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες, οι δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας μας είναι περιορισμένες. Οι πρωτοφανείς επεκτατικές πολιτικές που ασκήθηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας έχουν προκαλέσει μια σωρευτική δημοσιονομική επιδείνωση της τάξης των 30 δισ. ευρώ. Ο συνδυασμός μειωμένων φορολογικών εσόδων και αυξημένων δαπανών, παρότι αναγκαίος στις έκτακτες συνθήκες, δεν είναι βιώσιμος μεσοπρόθεσμα. Το ύψος του πρωτογενούς ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης και του δημόσιου χρέους σε συνδυασμό με την απουσία επενδυτικής βαθμίδας καθιστούν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα ιδιαίτερα ευάλωτα σε ενδεχόμενες διαταραχές στις χρηματοπιστωτικές αγορές, παρά τη στήριξη από την ΕΚΤ».

Τονίζεται επίσης:

«Με βάση τα παραπάνω θεωρούμε ότι η επαναφορά της δημοσιονομικής ισορροπίας αποτελεί μείζονα προτεραιότητα. Συνεπώς, όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, οι όποιες επεκτατικές παρεμβάσεις πρέπει να είναι προσωρινές και να περιοριστούν αποκλειστικά στην απορρόφηση του αυξημένου ενεργειακού κόστους με στόχευση στις ευάλωτες ομάδες. Αντίθετα, θα πρέπει να αποφευχθούν οριζόντιες παρεμβάσεις καθώς και μόνιμα μέτρα δημοσιονομικής χαλάρωσης που δεν σχετίζονται με το ενεργειακό κόστος. Κατανοούμε ότι η έντονη πολιτική πόλωση που επικρατεί δεν ενθαρρύνει τη δημοσιονομική υπευθυνότητα. Όμως η παράδοση της δημοσιονομικής πλειοδοσίας δεν καθιστά λιγότερο επιτακτική την ανάγκη προετοιμασίας απέναντι σε προκλήσεις με άγνωστη διάρκεια και έκβαση. Η δημοσιονομική ασφάλεια της χώρας απαιτεί μια ελάχιστη πολιτική συναίνεση πάνω στους κύριους άξονες στρατηγικής που θα ενισχύσει το κλίμα οικονομικής εμπιστοσύνης, θα βελτιώσει το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών, και κατ’ επέκταση θα καταστήσει περισσότερο διαχειρίσιμες τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Διαφορετικά, αν η χώρα μας οδηγηθεί σε νέα αύξηση του δημόσιου χρέους, κινδυνεύει να αντιμετωπίσει δυσάρεστες δημοσιονομικές καταστάσεις».

Για την πορεία της οικονομίας το 2021 αναφέρεται στην έκθεση:

«Ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας το 2021 διαμορφώθηκε σε 8,3% από -9,0% το 2020 και το πραγματικό ΑΕΠ είναι οριακά μικρότερο από το επίπεδο του 2019 (181 δισ. ευρώ έναντι 183,6 δισ. ευρώ σε σταθερές τιμές 2015). Το ποσοστό ανεργίας του Δεκεμβρίου 2021 (12,8%) είναι αισθητά μειωμένο σε σχέση με το προηγούμενο έτος (15,5%) ενώ το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (10,6 δισ. ευρώ) παραμένει σε ονομαστικούς όρους κοντά στο επίπεδο του 2020 αλλά σημαντικά υψηλότερο από το 2019 (2,7 δισ. ευρώ). Ο πληθωρισμός με βάση των εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή συνεχίζει να αυξάνεται (6,3% τον Φεβρουάριο 2022) εξαιτίας των μεγάλων αυξήσεων στις τιμές της στέγασης (26,3%), των μεταφορών (8,8%) και των ειδών διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών (7,2%).

πηγή:ieidiseis

Δείτε επίσης:

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα