Γερμανία: Διανύει και επισήμως περίοδο ύφεσης
Αρνητικός ο δείκτης ανάπτυξης για δεύτερο συνεχές τρίμηνο.
H γερμανική οικονομία έρχεται αντιμέτωπη με το φάντασμα της ύφεσης.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει δημοσίευμα της DW, «την Πέμπτη η Στατιστική Υπηρεσία αναθεώρησε επί τα χείρω τους υπολογισμούς της για την ανάπτυξη στο πρώτο τρίμηνο του 2023, καταγράφοντας αρνητικό πρόσημο και συγκεκριμένα -0,3%. Ήδη στο τελευταίο τρίμηνο του 2022 ο δείκτης ήταν αρνητικός και μάλιστα κατά 0,5%. Δύο συνεχή τρίμηνα με αρνητικό πρόσημο είναι ο ορισμός της «τεχνικής ύφεσης» για τους οικονομολόγους».
Διαβάστε αναλυτικά παρακάτω το σχετικό δημοσίευμα της DW σε επιμέλεια Γιάννη Παπαδημητρίου για την υφιστάμενη κατάσταση και τις κινήσεις των καταναλωτών στη χώρα:
Ο κόσμος δεν ξοδεύει
«Το καλοκαίρι προμηνύεται δύσκολο» δηλώνει στην DW ο Χόλγκερ Μπαρ, επικεφαλής οικονομολόγος της τράπεζας Deka Bank. Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η συνεχής μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Στο πρώτο τρίμηνο του 2023 η μείωση έφτασε το 1,2%. «Είτε μιλάμε για τρόφιμα και ποτά, είτε για ένδυση και υπόδηση, είτε για επίπλωση και εσωτερική διακόσμηση, τα ιδιωτικά νοικοκυριά δαπανούν λιγότερα χρήματα τους τελευταίους μήνες», λέει ο Μπαρ. Μείωση καταγράφουν και οι πωλήσεις αυτοκινήτων. Αυτό μπορεί να οφείλεται και σε ειδικούς λόγους, όπως η κατάργηση της κρατικής επιδότησης για υβριδικά οχήματα, αλλά και η μείωση της αντίστοιχης επιδότησης για τα ηλεκτροκίνητα οχήματα στις αρχές του 2023.
Το γενικότερο πρόβλημα είναι βέβαια η άνοδος του πληθωρισμού. Όπως επισημαίνει ο Γιοργκ Κρέμερ, επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank, «οι μαζικές αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας τον χειμώνα θα έχουν συνέπειες για τη συμπεριφορά του καταναλωτή, καθώς οι όποιες μισθολογικές αυξήσεις δεν μπορούν να αντισταθμίσουν την απώλεια της αγοραστικής δύναμης».
Ακόμη και στις περιπτώσεις που τα συνδικάτα κατάφεραν να επιβάλουν σημαντικές αυξήσεις, αυτές καταβάλλονται σταδιακά, συχνά σε χρονικό ορίζοντα δύο ετών. Κατά συνέπεια δεν αναπληρώνεται η μείωση του πραγματικού εισοδήματος.
Αύξηση των επενδύσεων, αλλά…
Αντιθέτως, αισιόδοξα είναι τα μηνύματα από το μέτωπο των επενδύσεων, που καταγράφουν αύξηση κατά 4%. Αισθητή είναι η αύξηση της οικοδομικής δραστηριότητας, την οποία οι ειδικοί αποδίδουν κατά κύριο λόγο στις ιδιαίτερα ευνοϊκές καιρικές συνθήκες των τελευταίων μηνών. Από την άλλη πλευρά ωστόσο, οι αυξήσεις στα οικοδομικά υλικά και η συνεχής άνοδος των επιτοκίων δυσχεραίνουν την πρόοδο των εργασιών. Πολλές οικοδομές μένουν στα χαρτιά ή ολοκληρώνονται με καθυστέρηση. «Θεωρώ ότι μας περιμένει μία μακρά περίοδος ισχνών αγελάδων και ίσως τον επόμενο χρόνο να δούμε κάποια περιθώρια βελτίωσης», απαντά ο Κάρστεν Μπζέσκι, επικεφαλής οικονομολόγος του γερμανικού παραρτήματος της τράπεζας ING, σε σχετικό ερώτημα της Deutsche Welle.
«Δυσοίωνο προμηνύεται το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους», εκτιμά από την πλευρά του ο επικεφαλής οικονομολόγος της VP Bank Τόμας Γκίτσελ. Ο ίδιος θεωρεί ότι «σε αυτό το διάστημα θα εξαντληθεί και το τελευταίο catch-up effect, δεν θα υπάρχει πλέον κανένα περιθώριο αναπλήρωσης για την πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης και της οικοδομικής δραστηριότητας», οπότε θα συνεχιστεί και η συρρίκνωση της γερμανικής οικονομίας.
Μείωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης
Σε αυτή την κατεύθυνση συνηγορεί και η μείωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης στη Γερμανία, για πρώτη φορά μετά από έξι μήνες, όπως αποτυπώνεται από την Τετάρτη στον δείκτη του Οικονομικού Ινστιτούτου Ifo του Μονάχου. Για τον Γιοργκ Κρέμερ και το επιτελείο της Commerzbank αυτό σημαίνει ότι «πληθαίνουν οι κίνδυνοι για την οικονομική ανάκαμψη. Κατά την άποψή μας – και σε αντίθεση με τις προβλέψεις των περισσότερων οικονομολόγων – στο δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους είναι πιο πιθανό να δούμε τεχνική ύφεση, παρά ανάκαμψη».
Τροχοπέδη στην ανάπτυξη αποτελούν όμως και τα υψηλά επιτόκια, με τα οποία οι κεντρικοί τραπεζίτες επιχειρούν να αναχαιτίσουν τον πληθωρισμό. Την Τετάρτη η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Κριστίν Λαγκάρντ, μιλώντας στην τελετή για τα 25 χρόνια από την ίδρυση της Τράπεζας στη Φρανκφούρτη, ξεκαθάρισε ότι θα επιμείνει σε αυτή την πολιτική, προκειμένου να ανταποκριθεί στην κύρια αποστολή της ΕΚΤ, δηλαδή τη σταθερότητα των τιμών και τη διατήρηση του πληθωρισμού γύρω στο 2% ετησίως. «Θα εκπληρώσουμε την αποστολή μας» δηλώνει χαρακτηριστικά η Κριστίν Λαγκάρντ».
Πηγή: DW/ Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου