Δεκάδες χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο στα βορειοελλαδικά οινοποιεία

Το "χύμα" κρατάει τα σκήπτρα, αλλά η ετικέτα ανεβαίνει.

Parallaxi
δεκάδες-χιλιάδες-επισκέπτες-κάθε-χρό-244822
Parallaxi

Σε δυναμική ταξιδιωτική τάση, η οποία συνδυάζει τις απολαύσεις του ουρανίσκου με τη φυσιολατρεία και την τοπική γαστρονομική παράδοση, εξελίσσεται τα τελευταία χρόνια ο οινοτουρισμός στη Βόρεια Ελλάδα, με τα 25 επισκέψιμα οινοποιεία της περιοχής να υποδέχονται κάθε χρόνο δεκάδες χιλιάδες επισκέπτες.

Μάλιστα, φέτος, ο αριθμός των επισκεπτών, Ελλήνων και ξένων, δεν αποκλείεται να φτάσει τα 100.000 άτομα, έναντι 80.000 πέρυσι και περίπου 50.000 το 2010. Δεδομένου δε ότι, όπως λένε οι επαγγελματίες του κλάδου, οι εξαγωγές ελληνικού κρασιού ξεκινούν από την …Ελλάδα (οι τουρίστες που τα δοκιμάζουν κατά τις διακοπές τους, πιθανώς θα τα αναζητήσουν, εφόσον τους αρέσουν, και στην πατρίδα τους), η αισθητή αύξηση της επισκεψιμότητας στα οινοποιεία δημιουργεί θετική προοπτική και για τις πωλήσεις στο εξωτερικό. Σε κάθε περίπτωση, τα μηνύματα για τις φετινές εξαγωγές των οινοπαραγωγών του βορειοελλαδικού αμπελώνα είναι θετικά.

Τα παραπάνω επισημαίνει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και το “Πρακτορείο 104,9 FM”, o διευθυντής της Ένωσης Οινοπαραγωγών Αμπελώνα Βορείου Ελλάδος (ΕΝΟΑΒΕ), Γιάννης Αλμπάνης, υπενθυμίζοντας ότι η επόμενη μέρα ανοιχτών οινοποιείων θα έιναι η 12η Νοεμβρίου, ευρωπαϊκή ημέρα οινοτουρισμού. Σύμφωνα με τον κ.Αλμπάνη πάντως, συνεπεία και της οικονομικής κρίσης, το χύμα κρασί εξακολουθεί να κυριαρχεί στην Ελλάδα, με μερίδιο αγοράς 65%, έναντι περίπου 35% για το εμφιαλωμένο επώνυμο (παρότι οι ξένοι έχουν αρχίσει ν΄ αναζητούν -σε μεγαλύτερους αριθμούς σε σχέση με το παρελθόν- κρασιά με ετικέτα, δείχνοντας προτίμηση σε τοπικές ποικιλίες όπως το ασύρτικο).

Στο μεταξύ, αν η κρίση και η συνακόλουθη πτώση αγοραστικής δύναμης “έσπρωξε” τους Ελληνες καταναλωτές στο χύμα, δεν τους ώθησε και στην κατανάλωση φθηνών εισαγόμενων κρασιών, καθώς -όπως παρατηρεί ο κ.Αλμπάνης- παραμένουν προσηλωμένοι στην ελληνική παραγωγή. “Από περίπου 95% που ήταν η κατανάλωση ελληνικού επώνυμου κρασιού, πήγε στο 93% την τελευταία διετία, δηλαδή η εισχώρηση φθηνών εισαγόμενων κρασιών ήταν πολύ μικρή” σημειώνει ο διευθυντής της ΕΝΟΑΒΕ, σύμφωνα με τον οποίο τα οινοποιεία -ανεξαρτήτως μεγέθους- στην Ελλάδα ανέρχονται σήμερα σε περίπου 1000, εκ των οποίων 230 στον ελληνικό Βορρά, ενώ παρά την κρίση, οι επενδύσεις σε κτηριακά, πάγια, εξοπλισμό και κυρίως προβολή συνεχίζονται, καθώς “πρέπει να εξελίσσεσαι όταν είσαι στο παιχνίδι”. Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης με τον κ.Αλμπάνη:

ΕΡ. Επειδή λένε πως οι εξαγωγές κρασιού ξεκινούν από την Ελλάδα, θέλω να σας ρωτήσω πόσους επισκέπτες υποδέχονται κάθε χρόνο τα βορειοελλαδικά οινοποιεία και πώς έχει εξελιχθεί η επισκεψιμότητα διαχρονικά, π.χ., σε σχέση με 2010;

ΑΠ.(…)Υπολογίζουμε για το 2017 ότι στα 25 επισκέψιμα οινοποιεία- μέλη μας θα έχουμε περίπου 100.000 επισκέπτες, όταν πέρυσι φτάσαμε σε περίπου 80.000 επισκέπτες και το 2010 ίσως ήμασταν ακόμη και στη μέση. Φαίνεται η μεγάλη δυναμική του οινοτουρισμού, η οποία δεν εξαρτάται μόνο από την προσπάθεια του γραφείου μας καθεαυτήν, αλλά ασφαλώς και από τις προσπάθειες των οινοποιών και τις επενδύσεις που πραγματοποιούν. Ο οινοτουρισμός είναι εικόνα, γνώση, εμπειρία… Θέλουμε να συνδυάσουμε την τοπική γαστρονομία, τη φυσιολατρεία, να προσφέρουμε ολοκληρωμένη εμπειρία για τον κάθε επισκέπτη. Κι έχουμε θετικά σημεία ότι πάμε προς το καλύτερο.

ΕΡ. Η πορεία του ελληνικού κρασιού στο εξωτερικό εξαρτάται ασφαλώς και από την ποιότητα που δοκιμάζουν οι ξένοι τουρίστες στην Ελλάδα και ιδίως στα τουριστικά θέρετρα,όπου ακόμη και σήμερα προσφέρεται ώς επί το πλείστον χύμα κρασί. Τι ποσοστό έχει σήμερα το χύμα; Αρχίσαμε να βλέπουμε στροφή προς το εμφιαλωμένο;

ΑΠ. Το ποσοστό του χύμα φτάνει περίπου στο 65%, σε σχέση με το εμφιαλωμένο, που είναι 35%. Υπάρχει ακόμη δρόμος να διανύσουμε. Λίγο η οικονομική κρίση, λίγο η ελλιπής εκπαίδευση των καταναλωτών, που χρειάζεται κι αυτή η δουλειά, έχουμε μείνει λίγο πίσω στο επώνυμο εμφιαλωμένο. Αντίστοιχα με το ελληνικό κοινό λειτουργούν και οι ξένοι. ‘Ερχονται στην Ελλάδα και βρίσκουν τα εστιατόρια που έχουμε, τα ξενοδοχεία all inclusive, οπότε συναντούν μπροστά τους σε μεγάλους όγκους το χύμα κρασί. Ωστόσο υπάρχουν καταναλώσεις, ειδικά το καλοκαίρι, έχω πληροφορίες από οινοποιεία ότι φέτος πήγαν καλά οι πωλήσεις στα τουριστικά μέρη, άρα υπάρχουν συνειδητοποιημένοι καταναλωτές, κυρίως ξένοι τουρίστες, που ανακαλύπτουν το ελληνικό κρασί και την ποιότητά του και γίνονται πρεσβευτές στη χώρα τους. ‘Εχουν γίνει προσπάθειες προβολής συντονισμένα την τελευταία δεκαετία και κερδίσαμε όχι τόσο σε όγκους, δηλαδή δεν πετύχαμε να ανεβάσουμε πολύ τις εξαγωγές, όσο σε ενημέρωση των καταναλωτών, που συνειδητοποιημένα πλέον επιλέγουν το ελληνικό (εμφιαλωμένο επώνυμο) κρασί στο εστιαστόριο και θα ξοδέψουν περισσότερα χρήματα για να το αγοράσουν.

ΕΡ.Πώς πάνε μέχρι στιγμής φέτος οι εξαγωγές βορειοελλαδικού αμπελώνα; Διατηρήσαμε τα κεκτημένα μας στις αγορές του εξωτερικού; Ποιες ποικιλίες έχουν μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα και απήχηση εκτός συνόρων;

ΑΠ. Θα δώσω μια απάντηση περισσότερο ποιοτική, παρά ποσοτική, καθώς δεν έχουμε συλλέξει ακόμη τα στοιχεία. Σίγουρα κρατάμε τα κεκτημένα μας, είναι δεδομένο. Εχουμε πληροφορίες ότι τα οινοποιεία που είναι ήδη τοποθετημένα στο εξωτερικό, πάνε φέτος λίγο καλύτερα (…)Τα σημεία και τα μηνύματα είναι θετικά, θα βγει η χρονιά και θα δούμε κατά πόσο θα τα επιβεβαιώσουμε σε μετρήσιμα αποτελέσματα. ‘Οσον αφορά τις ποικιλίες, ο κλάδος έχει εκπονήσει στρατηγικό σχέδιο και έχει βγει στο εξωτερικό προβάλλοντας τέσσερις τοποποικιλίες: ασύρτικο, μοσχοφίλερο, αγιωργίτικο και ξινόμαυρο. Σίγουρα το πιο αναγνωρίσιμο είναι σήμερα το ασύρτικο, που συνδέεται και με τη Σαντορίνη και την υψηλή επισκεψιμότητα στο νησί. Τα λευκά (ελληνικά) κρασιά έχουν μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα από τα ερυθρά, αλλά το θέμα είναι να “πατήσουμε πόδι” στις ξένες αγορές. Αν ο κόσμος αρχίσει να αναγνωρίζει έστω και μία ετικέτα, θα αρχίσουμε να μπαίνουμε πιο δυναμικά. Ας είναι λοιπόν τα λευκά ο “πολιορκητικός κριός” μας και τα ερυθρά θα ακολουθήσουν.

ΕΡ. Βλέπουμε εσχάτως στα ράφια των σούπερ μάρκετ ολοένα περισσότερα εισαγόμενα κρασιά σε χαμηλές τιμές, από χώρες όπως η Ν.Ζηλανδία ή η Νότια Αφρική. Πώς έχει επηρεάσει αυτό την κατανάλωση επώνυμου ελληνικού κρασιού;

ΑΠ. (…) Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στατιστικά, οι Ελληνες σε πολύ μεγάλο ποσοστό προτιμούν τα ελληνικά κρασιά. Από το 95% που ήταν (το μερίδιο των ελληνικών κρασιών), αυτά πήγαν στο 93% την τελευταί διετία, δηλαδή η εισχώρηση φθηνών εισαγόμενων κρασιών ήταν πολύ μικρή. Το προφίλ του ‘Ελληνα καταναλωτή έχει μεν αλλάξει οικονομικά, έχει πέσει η αγοραστική του δύναμη, οπότε απευθύνεται και σε χύμα κρασιά, αλλά η τάση των φθηνών εισαγόμενων δεν είναι τόσο απειλητική. Τα στοιχεία επιβεβαιώνουν την απόλυτη αγάπη των Ελλήνων καταναλωτών στο ελληνικό κρασί.

ΕΡ. Στη διάρκεια της κρίσης, συνεπεία και της μετακίνησης πολλών ανθρώπων στην ελληνική ύπαιθρο, είδαμε πολλά μικρά οινοποιεία να δημιουργούνται. Πόσα είναι τελικά και πώς έχει επηρεάσει η δημιουργία τους τη δομή της αγοράς;

ΑΠ. Τα οινοποιεία ανεξαρτήτως μεγέθους, έστω και όσα κάνουν δήλωση παραγωγής για μια μικρή ποσότητα κρασιού, συνολικά πρέπει να αγγίζουν τα 1000 πανελλαδικά. Υπάρχει μεγάλη αύξηση την τελευταία δεκαετία, παρότι υπάρχει κρίση, ίσως γιατί πολλοί άνθρωποι οδηγήθηκαν σε αναζήτηση λύσεων για να βελτιώσουν την οικονομική τους κατάσταση. Στη Βόρεια Ελλάδα ο αριθμός τους είναι γύρω στα 230, μεγάλος αριθμός συνολικά. Τα μεγάλα και γνωστά είναι βέβαια πολύ λιγότερα, αλλά σε κάθε περιοχή υπάρχει και ένας αμπελουργός που κάνει δικό του κρασί. Αυτό δεν έχει επηρεάσει αισθητά τους όγκους, γιατί είναι μικροί οινοποιοί συνήθως, αλλά έχει επιδράσει θετικά για τους καταναλωτές, γιατί τους δίδονται περισσότερες επιλογές, αυξάνεται ο υγιής ανταγωνισμός και η παραγωγικότητα της χώρας, αφού άνθρωποι που δεν είχαν άλλες επιλογές στράφηκαν στο επιχειρείν κι όλα αυτά νομίζω μόνο θετικά αξιολογούνται. Μέσα στην κρίση αντί να μαραζώνουμε, φεύγουμε μπροστά και αναπτύσσομαστε.

ΕΡ.Υπάρχουν στοιχεία σε σχέση με το ύψος των επενδύσεων, που έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία 10 χρόνια στα οινοποιεία της Β.Ελλάδας;

ΑΠ. Δεν θα σας πω νούμερο, αλλά το σίγουρο είναι ότι την προηγούμενη και την προπροηγούμενη δεκαετία έγινε μεγάλη επενδυτική προσπάθεια. Τα οινοποιεία μας, κτιριακά και σε εξοπλισμό, έγιναν ήδη διαμάντια, αλλά όταν υπάρχει ανάπτυξη στην παραγωγή, δεν μπορεί να σταματήσει κι η επενδυτική δραστηριότητα. Παρά την κρίση λοιπόν, υπάρχουν επενδύσεις, η μεγάλη επένδυση είναι κυρίως σε δράσεις προβολής: είτε μεμονωμένα είτε μέσω των τοπικών ενώσεων είτε και της εθνικής διεπαγγελματικής, επενδύονται πολλά χρήματα στην προβολή (…) χάρη στην οποία σιγά- σιγά αλλάζει η νοοτροπία του καταναλωτή, του ξένου αγοραστή, που αναγνωρίζει το προϊόν και είναι έτοιμος να το πληρώσει ακριβότερα. Θέλει βέβαια λίγο χρόνο κι υπομονή όλο αυτό. Επενδύσεις σε πάγια, εξοπλισμούς, κτιριακά, επίσης γίνονται. Το βλέπω. Πηγαίνουμε στα οινοποιεία και βλέπουμε επεκτάσεις στα κτηριακά, καινούργια μηχανήματα, καινούργιο εποπλισμό, πρέπει να εξελίσσεσαι όταν είσαι στο παιχνίδι.

ΕΡ.’Ολα δείχνουν ότι ο ΕΦΚ στο κρασί θα καταργηθεί. Θα ήθελα το σχόλιό σας…

ΑΠ. Καταρχάς, είναι ευπρόσεκτη αυτή η εξέλιξη, την αναμένουμε. ‘Ολοι νομίζω ότι είμαστε θετικοί, πιστεύουμε ότι θα γίνει, αυτά τα μηνύματα έχουμε. ‘Οσον αφορά τον φόρο καθεαυτόν, ο φόρος μπήκε για να αντλήσει το κράτος έσοδα, αλλά νομίζω ούτε ένα τρίτο του στόχου έχουμε πιάσει και παράλληλα δημιουργήθηκαν κι άλλα προβλήματα, όπως παραοικονομία, χρηματοοικονομικά προβλήματα στους μικρούς παραγωγούς, που έπρεπε να προκαταβάλουν φόρους για προϊόντα, που δεν έχουν ακόμη πουλήσει. Η γραφειοκρατία μπήκε στον κλάδο με την τήρηση φορολογικών αποθηκών. Το κρασί δεν είναι ένα απλά ένα προϊόν, είναι πολιτισμός, κουλτούρα, κι όλη αυτή η θετική ενέργεια που το περιβάλει γκριζάρισε με τη γραφειοκρατία, τα τελωνεία κτλ. Περιμένουμε λοιπόν την κατάργηση του ΕΦΚ με αγωνία, για να επανέλθουμε στους προηγούμενους ρυθμούς, με μεγαλύτερο ανταγωνισμό και λιγότερους φόρους._

Πηγή: ΑΠΕ, Αλεξάνδρα Γούτα

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα