Πώς διαπιστώνεται η πλαστογραφία έργων τέχνης – Μεγαλύτερο αδίκημα η εν γνώσει απόκτησή τους
Τι δηλώνει ο ομότιμος καθηγητής και πρώην Διευθυντής του 3ου Εργαστηρίου Ζωγραφικής της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ, Γιώργος Τσακίρης
«Καμία έκπληξη» δεν προκάλεσε στην κοινότητα των εικαστικών η είδηση με τους 123 πλαστούς πίνακες ζωγραφικής, που υποτίθεται ότι ήταν φιλοτεχνημένοι από διάσημους Έλληνες καλλιτέχνες και επρόκειτο να πουληθούν σε διαδικτυακή δημοπρασία. «Δεν πέσαμε από τα σύννεφα, είναι κάτι που συνέβη ξανά στο παρελθόν και θα συμβεί και πάλι στο μέλλον», δηλώνει ο ομότιμος καθηγητής και πρώην Διευθυντής του 3ου Εργαστηρίου Ζωγραφικής του Τμήματος Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ Γιώργος Τσακίρης.
Ο ίδιος μιλά στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων για τις τεχνικές που χρησιμοποιούν οι πλαστογράφοι και για τα έργα που συνήθως επιλέγουν να αντιγράφουν, αλλά και για τις αντίστοιχες τεχνικές που εφαρμόζουν οι ειδικοί και εύκολα μπορούν να διαπιστώσουν τη γνησιότητα ή μη ενός έργου.
«Είναι σύνηθες φαινόμενο και κατά καιρούς έχουν πέσει θύματα μεγάλοι συλλέκτες, μεταξύ των οποίων γνωστοί σταρ του κινηματογράφου του Hollywood, που έστησαν ολόκληρα …μουσεία επενδύοντας σε έργα που στο τέλος αποδείχτηκαν πλαστά», είπε αρχικά ο κ. Τσακίρης. Αναφερόμενος στην ελληνική αγορά ωστόσο, τη χαρακτήρισε πολύ μικρή. «Είναι συγκεκριμένα τα έργα που πλαστογραφούνται εδώ. Είναι έργα καλλιτεχνών που έχουν αναγνωρισιμότητα, καλλιτεχνών που είναι επώνυμοι, αλλά από την άλλη και το έργο τους έχει μία ευκολία στον πλαστογράφο, δηλαδή επίπεδες φόρμες», είπε χαρακτηριστικά και εξήγησε: «Το ευάλωτο αγοραστικό κοινό, δεν “τσιμπάει” σε καλλιτέχνες που δεν μπορεί να τους κατανοήσει ή τέλος πάντων δεν τους βλέπει εύκολα σε επισκέψεις που κάνει στα νοσοκομεία, στα ιατρεία και σε δημόσιους χώρους, οι οποίοι ανέκαθεν είχαν έργα κάποιων συγκεκριμένων καλλιτεχνών, οι οποίοι και απέκτησαν μια ιδιαίτερη συμπάθεια από το ευρύ κοινό».
Μάλιστα, υποστηρίζει ότι δεν έχει παρατηρηθεί να πλαστογραφούνται έργα Ελλήνων καλλιτεχνών με μεγάλη διεθνή αναγνώριση. «Ενώ κάποιος θα περίμενε να πλαστογραφούνται τα έργα του Γιάννη Κουνέλη, που είναι γνωστός σε όλο τον κόσμο ή του Taki, των οποίων τα έργα είναι εύκολα κατασκευάσιμα, δεν διαπιστώνουμε αυτό, γιατί πάρα πολλές φορές ο Έλληνας, ο οποίος στερείται ιδιαίτερης γνώσης επάνω στην τέχνη, βαυκαλίζεται ή ικανοποιείται έστω και αγοράζοντας ένα πλαστό έργο».
Μεγαλύτερο αδίκημα η εν γνώσει απόκτηση πλαστού έργου
Τα έργα τέχνης μπορούν να γίνουν κάποια από τα ακριβότερα αντικείμενα, σύμφωνα με τον κ. Τσακίρη, αφού όπως είπε χαρακτηριστικά, «σε ένα έργο τέχνης διαστάσεων 30×30 εκατοστά, μπορείς να …τοποθετήσεις 400 εκατομμύρια ευρώ». Για το λόγο αυτό, οι συλλέκτες αισθάνονται μεγαλύτερη ασφάλεια όταν τα έργα συνοδεύονται από τα απαραίτητα πιστοποιητικά γνησιότητας.
Αναφέρθηκε όμως και στις περιπτώσεις που οι αγοραστές δεν εξαπατώνται ακριβώς, αλλά σκοπίμως αποκτούν πλαστά έργα, προκειμένου να εξασφαλίσουν χαμηλότερη τιμή. «Κάποιοι Έλληνες -και δη οι νεόπλουτοι, ενώ ξέρουν ότι υπάρχει το ενδεχόμενο το έργο να είναι πλαστό, το αποκτούν μόνο και μόνο για να το έχουν στο σπίτι τους και “να κάνουν το κομμάτι τους” στην ομήγυρή τους», αναφέρει, λέγοντας ότι στις περιπτώσεις αυτές το αδίκημα είναι μεγαλύτερο.
Ωστόσο, όπως τονίζει, ο ζωγραφικός χαρακτήρας ενός καλλιτέχνη είναι όπως ο γραφικός χαρακτήρας του καθενός και είναι εύκολα αναγνωρίσιμος. «Δηλαδή είναι ορατό το πώς ζωγραφίζω και το πώς κρατάω το πινέλο μου. Επίσης, επειδή πλέον έχουμε προχωρήσει αρκετά, μας δίνει ακόμα περισσότερες πληροφορίες η υλικότητα του αντικειμένου, που δείχνει τον χρόνο παραγωγής», σημείωσε, λέγοντας πως είναι ευκόλως κατανοητό το πόσο …φρέσκο είναι ένα έργο.
Βέβαια παραδέχεται πως υπάρχουν τεχνικές …παλαίωσής τους, όμως οι ειδικοί στις περισσότερες περιπτώσεις μπορούν να ανακαλύψουν την πλαστογραφία, αφού αν χρειαστεί, έργα τέχνης υφίστανται μέχρι και ακτινογραφία για να εξεταστούν τα επίπεδα των χρωμάτων, το υπόστρωμα του κάθε έργου, καθώς και άλλες πληροφορίες καθοριστικές για τη χρονολόγηση και αξιολόγησή τους.
Τέλος, συστήνει στους υποψήφιους αγοραστές έργων τέχνης να απευθύνονται σε γκαλερί που διαχρονικά υποστηρίζουν την τέχνη κι όχι σε οποιονδήποτε που δηλώνει ότι μπορεί να τους προμηθεύσει με έργα.