Ελλάδα: Αυξάνεται η ηλικία των εργαζομένων στον κλάδο της ένδυσης-κλωστοϋφαντουργων
Οι νεότεροι δεν «μπαίνουν» στο επάγγελμα
Άνω των 50 ετών είναι σημαντικό μέρος του εργατικού δυναμικού στον τομέα της ένδυσης και κλωστοϋφαντουργίας στην Ελλάδα, ειδικά στις παραγωγικές και τεχνικές ειδικότητες, με τους μεγαλύτερους σε ηλικία εργαζόμενους να συνταξιοδοτούνται και να αποχωρούν και τους νεότερους να επιλέγουν να μην εργαστούν στον κλάδο.
Το πρόβλημα εύρεσης εργατικού δυναμικού, ιδιαίτερα σε θέσεις παραγωγής και ειδικά στις μικρότερες ηλικίες, γίνεται ολοένα εντονότερο συνολικά στην Ευρώπη και όχι μόνο στη χώρα μας, παρότι οι θέσεις εργασίας στον χώρο προσφέρουν σταθερότητα, ασφάλιση και ικανοποιητικες αμοιβές, όπως επισημαίνει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιχειρήσεων Πλεκτικής – Ετοίμου Ενδύματος Ελλάδος (ΣΕΠΕΕ), Θεόφιλος Ασλανίδης.
Στο ερώτημα πάντως πόσοι εργαζόμενοι λείπουν σήμερα από τον κλάδο, απαντά πως δεν μπορεί να δοθεί ακριβής απάντηση, καθώς δεν έχουν γίνει σχετικές μελέτες.
«Στο πλαίσιο έρευνας της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Ένδυσης- Κλωστοϋφαντουργίας (EURATEX), που ολοκληρώθηκε το 2021, στην οποία συμμετείχαν 11 ευρωπαϊκές χώρες, το 54% του εργατικού δυναμικού στον κλάδο στην Ελλάδα ήταν εργαζόμενοι που ανήκαν στο ηλικιακό γκρουπ 25-49 ετών. Το 41% ήταν 50 έως 64 χρόνων και 2% πάνω από 65. Μόνο το 3% ήταν κάτω των 24 ετών. Επιπλέον, μέσα σε μια δεκαετία, από το 2010 ώς το 2020, το ποσοστό των εργαζομένων στην ηλικιακή κατηγορία 50-65 ετών αυξήθηκε στο 41% από 33%. Για τους 25-49 ετών, το ποσοστό, που ήταν 54% το 2010, μειώθηκε στο 50% το 2020, ενδεχομένως λόγω όσων “πέρασαν” στο επόμενο ηλικιακό γκρουπ» σημειώνει ο κ. Ασλανίδης, διευκρινίζοντας ότι τα στοιχεία αυτά, που αφορούσαν την περίοδο ώς το τέλος του 2020, συγκεντρώθηκαν και διατέθηκαν στη EURATEX από τον ΣΕΠΕΕ.
Η ανεπάρκεια εργατικού δυναμικού στον κλάδο, η οποία δεν αποκλείεται να ενταθεί περαιτέρω στο μέλλον, καθώς οι μεγαλύτεροι συνταξιοδοτούνται και οι νεότεροι δεν «μπαίνουν» στον χώρο στον επιθυμητό βαθμό, δεν είναι πάντως οριζόντια για όλες τις ειδικότητες. «Στο δημιουργικό κομμάτι, π.χ., στους σχεδιαστές ρούχων, πάντα θα υπάρχει ενδιαφέρον από νέους ανθρώπους, καθώς υφίστανται και οι υποδομές, δημόσιες και ιδιωτικές, που τους εκπαιδεύουν. Αυτό που λείπει είναι οι καθαρά παραγωγικές ειδικότητες, γαζώτριες, κοπτορράπτριες και κοπτορράπτες, κλωστοϋφαντουργοί και τεχνικοί- πλέκτες» εξηγεί. Πάντως, ο κλάδος είναι σε σημαντικό βαθμό αυτοματοποιημένος -«μιλάμε για έναν παραδοσιακό και ιστορικό, αλλά τεχνολογικά σύγχρονο κλάδο, που ενσωματώνει τις νέες τεχνολογίες»- ενώ η παραγωγή γίνεται κυρίως εκτός των συνόρων, στις γειτονικές βαλκανικές χώρες.
Ωστόσο, παρατηρεί ο κ. Ασλανίδης, το χαμηλό κόστος εργασίας στα Βαλκάνια (σ.σ. που κάποτε υπήρξε κίνητρο «μετανάστευσης» για τις παραγωγικές δρατηριότητες των εταιρειών του κλάδου), τείνει να εκλείψει ως θέλγητρο. «Το κόστος εργασίας στις γειτονικές χώρες ανεβαίνει πολύ γρήγορα, ιδίως έπειτα από την ένταξη ορισμένων εξ αυτών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν στο διάστημα 2000-2007, όταν παρατηρήθηκε το βασικό κύμα εξόδου (σ.σ. της παραγωγής ελληνικών βιοτεχνιών προς τα Βαλκάνια), η αναλογία του κόστους εργασίας με την Ελλάδα ήταν ένα προς πέντε, σήμερα είναι πλέον ένα προς δύο» καταλήγει ο γενικός διευθυντής του ΣΕΠΕΕ, ο οποίος έχει ως έδρα τη Θεσσαλονίκη.
Πηγή: ΑΠΕ