Ενδοοικογενειακή βία: Μόνο 2 στους 100 συλληφθέντες μπαίνουν στη φυλακή
Από τις αρχές του χρόνου έχουν συλληφθεί 5.303 άτομα για υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας – αριθμός αυξημένος κατά 70% σε σχέση με το 2023
Μόλις περί τους 120 δράστες περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας σε σύνολο 5.303 συλλήψεων από τις αρχές του χρόνου έχουν οδηγηθεί στις φυλακές.
Δηλαδή, ποσοστό μικρότερο του 2,2% πρωταγωνιστών επιθέσεων κατά των συζύγων ή συντρόφων τους δεν αφήνονται ελεύθεροι.
Η μη προφυλάκιση του ποινικολόγου Απόστολου Λύτρα (η οποία απασχολεί ήδη την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου) για τον άγριο ξυλοδαρμό της συζύγου του αποτελεί τον κανόνα και όχι την εξαίρεση της δικαστικής μεταχείρισης των πρωταγωνιστών τέτοιου είδους επεισοδίων.
Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία των αρμοδίων κρατικών υπηρεσιών που παρουσιάζουν «ΤΑ ΝΕΑ» και από τα οποία διαπιστώνεται ότι σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις – και με βάση τις νομικές ερμηνείες ορισμένων δικαστικών λειτουργών – οδηγούνται στη φυλακή οι φυσικοί αυτουργοί επιθέσεων εντός των οικογενειών, με επίκληση συχνά του γεγονότος ότι οι δράστες είναι γνωστού τόπου διαμονής, της θεώρησης ότι δεν είναι ύποπτοι φυγής καθώς και ότι δεν είναι υπότροποι – όπως φαίνεται να συνεκτιμήθηκε και στην υπό έλεγχο απόφαση για τον γνωστό ποινικολόγο.
Από την πλευρά τους νομικοί επισημαίνουν ότι οι «απελευθερώσεις» δραστών αντιστοίχων βίαιων ενεργειών έρχονται στη συνέχεια παρομοίων δικαστικών αποφάσεων για τη μη προφυλάκιση των δραστών περίπου 9.000 επιθέσεων με σωματικές βλάβες που καταγράφονται ετησίως, παρότι οι περισσότερες από αυτές είναι σε βαθμό κακουργήματος και επισύρουν ποινές φυλάκισης από πέντε έως 20 χρόνια.
Σοκάρουν οι αριθμοί
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ., από τις αρχές του χρόνου έχουν συλληφθεί 5.303 άτομα για υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας – αριθμός αυξημένος κατά 70% σε σχέση με το 2023. Το 20%-30% των δραστών έχουν προκαλέσει σωματικές βλάβες σε συζύγους, συντρόφους ή άλλους συγγενείς τους, ενώ στους υπόλοιπους αποδίδονται κατηγορίες για εξυβρίσεις ή απειλές, χωρίς χειροδικίες.
Ετσι, παρά το τεράστιο πλήθος των καταγγελιών και το γεγονός ότι οι περισσότεροι δράστες οδηγούνται ενώπιον των δικαστικών αρχών, εξαιρετικά μικρό ποσοστό αυτών προφυλακίζονται με βάση τις πρωτόδικες αποφάσεις. Μάλιστα, ορισμένοι από τους 120 προφυλακισθέντες είχαν κατηγορίες και για άλλα αδικήματα που μπορεί να συνεκτιμήθηκαν στην απόφαση να οδηγηθούν στα σωφρονιστικά καταστήματα. Κι αυτό, παρότι με τον νέο Ποινικό Κώδικα που τέθηκε σε ισχύ από την 1η Μαΐου μπορούν να οδηγούνται στη φυλακή και άτομα που καταδικάζονται για πλημμελήματα με ποινές φυλάκισης άνω των δύο ετών. Στις περισσότερες συντριπτικά περιπτώσεις, ωστόσο, οι δράστες καταδικάζονται σε μικρές ποινές και αφήνονται ελεύθεροι ή οι δίκες αναβάλλονται επ’ αόριστον, γεγονός που παρέχει στους πρωταγωνιστές των επεισοδίων τα χρονικά περιθώρια για να επιτεθούν εκ νέου στα θύματά τους, με συχνά δραματική κατάληξη.
Η γυναικοκτονία στο Μενίδι
Αυτό ακριβώς συνέβη στην περίπτωση της άτυχης 40χρονης από το Μενίδι που έπεσε νεκρή από τα χέρια του 50χρονου πρώην συζύγου της πριν από έναν μήνα. Η δίκη του μετέπειτα δολοφόνου είχε αναβληθεί λόγω μη έγκαιρης σύνταξης της ιατροδικαστικής έρευνας και απουσίας μαρτύρων.
Σημειώνεται ότι στον Κορυδαλλό κρατούνταν μέχρι προ μερικών εβδομάδων για τέτοιου είδους συμβάντα πέντε Ελληνες και τρεις αλλοδαποί, οι περισσότεροι ηλικίας 30-40 ετών. Ενας από αυτούς έχει κατηγορηθεί και για απόπειρα ληστείας και παράνομη οπλοφορία. Οι πέντε από αυτούς έχουν ήδη καταδικασθεί, ενώ οι τρεις είναι υπόδικοι. Σύμφωνα με πληροφορίες από αστυνομικές και δικαστικές πηγές, τα περιστατικά που οδήγησαν τα οκτώ αυτά άτομα στη φυλακή σημειώθηκαν σε Πειραιά, Αχαΐα, Σάμο, Κοζάνη και Μενίδι.
Σημειώνεται, τέλος, ότι σύμφωνα με νεότερο έγγραφο που συνέταξε στις 3 Ιουνίου το αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ., υπάρχουν αναφορές για την «πρόληψη της δευτερογενούς επαναλαμβανόμενης θυματοποίησης, εκφοβισμού και αντεκδίκησης». Ετσι, στο έγγραφο ζητείται από τους αρμόδιους αστυνομικούς «να πραγματοποιείται τηλεφωνική επικοινωνία σε ορισμένο χρονικό διάστημα, εντός πενθημέρου και εντός ενός μηνός, από την υποβολή της καταγγελίας προκειμένου να παρακολουθείται η εξέλιξη της υπόθεσης».
Πηγή: Premium έκδοση ΤΑ ΝΕΑ / Β. Λαμπρόπουλος