Επίτιμος διδάκτορας του ΕΚΠΑ ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος
Τι είπε στην ομιλία η εμβληματική προσωπικότητα του χώρου της κινηματογραφικής κριτικής
Εμβληματική προσωπικότητα του χώρου της κινηματογραφικής κριτικής, άνθρωπος ιδιαίτερα καλλιεργημένος, ευγενικός και προσιτός, ένα δάσκαλος για τους νεότερους, ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του ΕΚΠΑ.
Σε μια λαμπρή τελετή στη Μεγάλη Αίθουσα του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, την Τετάρτη, ο πρύτανης του ΕΚΠΑ, καθηγητής Γεράσιμος Σιάσος, τον χαρακτήρισε «εξέχουσα προσωπικότητα του ελληνικού πολιτισμού. Είναι ο άνθρωπος με το ασίγαστο πάθος του για τον κινηματογράφο, προσφέροντας μια βαθύτερη κατανόηση της τέχνης», ενώ η καθηγήτρια και σκηνοθέτρια Εύα Στεφανή παρουσίασε το έργο του. Η τελετή έκλεισε με την ομιλία του Γιάννη Μπακογιαννόπουλου με θέμα «Το αίνιγμα της κριτικής», όπου τόνισε: «Ο κριτικός πρέπει να προσεγγίζει το έργο με ολοκληρωτική συμμετοχή, με μεγάλη αγάπη και ταπεινοσύνη. Αφήνεται στις εικόνες, στους ήχους, στις ιδανικές μορφές».
Τα σημαντικότερα σημεία της ομιλίας του Γιάννη Μπακογιαννόπουλου:
Γιατί υπάρχει κριτική
Η κριτική είναι ένας λόγος πάνω σε έναν άλλο λόγο. Και ο πρώτος λόγος είναι ένας λόγος πλήρης, είναι ο λόγος της καλλιτεχνικής έκφρασης: η εικόνα, ο ήχος και το σύστημά τους. Η ταινία είναι ένας μικρόκοσμος που ζει μια αυτόνομη ζωή και απέναντί του βρίσκεται ο θεατής που διασταυρώνεται μαζί του. Τι σημασία μπορεί να έχει ανάμεσα ο δεύτερος λόγος, αυτή η μετά – γλώσσα της κριτικής; Και μάλιστα ένας λόγος με λέξεις που αναφέρονται σε εικόνες και ήχους;
Πώς γεννιέται η κριτική
Η κριτική γεννιέται μέσα από μια απουσία μέσα σε μια απουσία του σώματος του κινηματογράφου, σε ένα πεδίο στέρησης. Γιατί στερημένος από το σώμα γράφεις τον λόγο, το κείμενο. Όμως δείχνει προς το χώρο της απόλαυσης, την ταινία. Παράδοξη θέση. Πολλοί είπαν άχρηστη, άρα άχρηστος λόγος. Όμως η πραγματικότητα και η ιστορία όρισαν το αντίθετο.
Βέβαια, η σχέση των κριτικών με τους με τους καλλιτέχνες ήταν πάντοτε πολύ παράξενη -σχέση έρωτα και μίσους- και πολλοί καλλιτέχνες αρνούνται παντελώς τη χρησιμότητα της κριτικής. Υπάρχει συγχρόνως αδιαφορία και φοβερή εξάρτηση από τον κριτικό – είναι ένα περίεργο αίσθημα.
Για παράδειγμα, με τον Νίκο Κούνδουρο είχα στενή φιλία από την εποχή του «Δράκου». Ο Κούνδουρος, όμως, είχε την παιδιάστικη επιθετικότητα και λοιδορούσε πολλά πράγματα. Για τους κριτικούς έλεγε πως ήταν άχρηστοι, οι ευνούχοι του παλατιού. Όμως σε ένα ομαδικό τραπέζι στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αποφάσισα να τον συνεφέρω: Τότε γιατί φιλάς επιμελώς τις κριτικές για τις ταινίες σου και τις εντάσσεις στα βιβλία που γράφουν για σένα; Σιωπή!…
Ο ιδανικός κριτικός
Η κριτική υπάρχει επειδή υπάρχει το πρωτότυπο έργο. Άρα είμαστε δεδομένα υποδεέστεροι. Ποτέ μου δεν ισχυρίστηκα ότι είμαι καλύτερος ή προηγούμαι από οποιονδήποτε αληθινό καλλιτέχνη. Ακόμα και κάποιον που τον κριτικάρω αρνητικά θεωρώ ότι είναι ίσως σπουδαιότερος από μένα, γιατί αυτός φτιάχνει, γεννάει την ταινία. Εντάξει, μπορεί να διαθέτω ευαισθησία και γνώση, αλλά αυτά είναι δευτερογενή.
Άρα ο κριτικός πρέπει να προσεγγίζει το έργο με ολοκληρωτική συμμετοχή, με μεγάλη αγάπη και ταπεινότητα. Αφήνεται στις εικόνες, στους ήχους, στις ιδανικές μορφές. Εμποτίζεται. Πηγαίνει προς το έργο και ακολουθεί την κίνησή του, χρονική, ρυθμική, κίνηση σαν της ζωής. Το φιλμ τελειώνει. Από ‘κει και πέρα αρχίζει και παίρνει τις αποστάσεις του, κάνει βηματάκια πίσω. Ένω “μηρυκάζει” το φιλμ, αρχίζει να προβάλλει την κρίση του και τη σκέψη του πάνω στο έργο και κάποια στιγμή να τη διατυπώνει. Όχι ένα απλό συμπέρασμα αλλά μια σύνθεση, έναν άλλο μικρόκοσμο του λόγου που να έχει επίσης, αν είναι δυνατόν, τον παλμό της ζωής. Να φτιάξει ένα κείμενο που να είναι μεστό και να μπορεί να ενδιαφέρει αυτόν που το διαβάζει.
Γιατί έχει σημασία και η ποιότητα της γραφής, ο κριτικός δεν είναι μόνο το τι λες αλλά είναι και η ομορφιά του κειμένου σου. Υπάρχουν κριτικοί στρυφνοί που δεν διαβάζονται με τίποτα και άλλοι κριτικοί που διαβάζονται με απόλαυση.
Προϋποθέσεις για την κριτική
Και για να μην κατηγορηθώ ότι μιλώ για συναισθήματα, όνειρα και… “μεταφυσική”, θα αναφέρω συνοπτικά τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την κριτική. Οι βοηθητικές γνώσεις από τις επιστήμες. Πρώτα η ψυχολογία και ειδικότερα η ψυχανάλυση. Ανάλυση των ηρώων της ταινίας αλλά και η διαπίστωση του υποκειμένου. Του δημιουργού, ίσως και του κριτικού, του άλλου “λόγου”. Ύστερα η κοινωνιολογία, η ιστορία, η οικονομία, η εξέλιξη των παραδοσιακών τεχνών, αλλά και των αισθητικών θεωριών. Τέλος, γραμματική και συντακτικό, παραγωγή και οικονομία, σενάριο, μοντάζ. Και βέβαια, η Ιστορία του. Δύο χιλιάδες ταινίες διαχρονικά, για να μην ανακαλύπτουμε κάτι παμπάλαιο και κοινότοπο, εκστασιασμένοι ως κάτι καινούργιο.
Νέο σινεμά
Εδώ και κάποια χρόνια εντείνεται ο συσχετισμός επιτάχυνση επί κατανάλωση. Η αξία και η απόλαυση απέναντι στο έργο συνδέονται με τον φετιχισμό του νέου, τη νέα ειδωλολατρία του αιώνα. Συνεχώς νέα προϊόντα, με όλο και πιο βραχεία ζωή. Σαν ακατάσχετη φυγή πανικού προς τα μπρος. Επειδή όμως αυτό το «νέο» δεν είναι πια αποτέλεσμα φυσικής ωρίμανσης, στη διαλεκτική σχέση του καλλιτέχνη με τον κόσμο, είναι ένα νέο τεχνητό και πλασματικό. Όμως, ούτε και ο αποδέκτης του είναι ώριμος, ούτε κι αυτός προλαβαίνει πια να αποκωδικοποιήσει, να αισθανθεί το αληθινό νέο απέναντι στο πλασματικό. Έτσι, ο δέκτης απορρίπτει, κατά μέσον όρο, το πραγματικό νέο και υιοθετεί το πλασματικό νέο. Δηλαδή απολαμβάνει την επανάληψη που προικίζεται με ένα τρικ για να μοιάζει ριζοσπαστικά νέα. Αλλάζει η επιφάνεια πάνω στο ίδιο, κατά βάθος στερεότυπο. Είναι δυνατόν να γυριστεί ένας σπουδαίος τρίτος Νοσφεράτου, όταν έχει προηγηθεί το αριστούργημα του Μουρνάου και ο αξιόλογος Νοσφεράτου του Χέρτσογκ;
Ιντερνετ και κριτική
Το ίντερνετ είναι ένας απέραντος κόσμος που ολοένα αναπτύσσεται και συγχρόνως είναι μια αχανής, απόλυτη δημοκρατία. Δηλαδή, για πρώτη φορά ανεβαίνει η φωνή πολύ περισσότερων ανθρώπων και γίνεται ισότιμη με τη φωνή της λεγόμενης επίσημης κριτικής που είχε πριν την εξουσία στα μίντια -ιδίως στην Αμερική ήταν πολύ δυνατή, η κριτική ανέβαζε και κατέβαζε ταινία μέσα σε μια εβδομάδα. Αυτό το πράγμα έχει ξεπεραστεί γιατί παίρνει κανείς πληροφορίες από παντού. Και ο διάσημος κριτικός έχει το μπλογκ του και απαντάει στους ανθρώπους που του γράφουν και δεν ντρέπεται να απαντήσει, δεν κάνει τον έξυπνο ότι μιλά από τον θώκο του. Σε όλα τα μεγάλα έντυπα έχουν δίπλα στις κριτικές και blogs (όπως οι New York Times) και οι κριτικοί έχουν τις ζω-ντανές συζητήσεις τους σε βίντεο.
Υπάρχει όμως κίνδυνος. Όλες οι πληροφορίες, χρήσιμες ή άχρηστες, παραγωγικές ή ανόητες, σερβίρονται μαζί, χύμα. Αν λοιπόν πέφτεις μονίμως, λίγο πολύ από σύμπτωση ή από συνήθεια, στα «κακά κανάλια», sites που είναι πολύ κουτσομπόλικα, πολύ προσωπικά, πληρωμένα πολλές φορές από τις εταιρείες, εκεί σου κάνει κακό ο ανεπεξέργαστος, πολύ μεγάλος όγκος των πληροφοριών, και σε ενίοτε λανθασμένων πληροφοριών.
Η κριτική κινηματογράφου σήμερα
Η κριτική κινηματογράφου βρίσκεται σήμερα σε κρίση από την τεράστια ποσοτική και ποιοτική ανάπτυξη των μέσων κοινωνικής επικοινωνίας και ενημέρωσης. Η πίεση είναι αφόρητη προς το στιγμιαίο, το ακαριαία αντιληπτό και κατανοητό. Άρα προς το επιφανειακό, το επιπόλαιο, αυτό που γυαλίζει και εντυπωσιάζει αμέσως, το σλόγκαν. Από τις λέξεις, το μοντάζ εικόνων, περάσαμε στο σήμα-σύνθημα, στις αφαιρέσεις των φωνηέντων, στο greeklish, στη βροντερή, γιγάντια, μονή εικόνα. Περάσαμε στα αστεράκια, στις βαθμολογίες, στα κυριαρχικά τοπς, όλα αυτά που ορίζουν το νέο κανόνα της επικοινωνίας και της αξίας στα σόσιαλ μίντια.
Ποια αξία; Δύο ισχυροί πόλοι.
Τα τελευταία χρόνια, στο σινεμά, ο νέος παράγων αξίας είναι η απλοϊκή ιδεολογία. Τα ψυχολογικά και κοινωνικά κινήματα επιβάλλουν επιτακτικά τη νέα θεματολογία. Φεμινισμός ως τα άκρα (me too κλπ), διεθνείς ανατροπές, πόλεμοι, κινήματα που γεννούν προσφυγιά και αναμείξεις και συγκρούσεις φυλών, πολιτισμών, ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών, κινήματα LGBT.
Όλα αυτά στρατοπεδεύουν στο προσκήνιο, με σχηματικές έως προσχηματικές μορφές, διαμορφωμένες βιαστικά στα γραφεία σεναρίων, σε σεμινάρια με έτοιμες φόρμουλες, χωρίς βαθύτερη ψυχική ωρίμαση και μορφολογική επεξεργασία, χωρίς τη θεμελιώδη αναγκαιότητα. Αποτέλεσμα: Επανάληψη του ιδίου, ταυτολογία, τελικά απονέκρωση.
Απέναντι στην ευτελή κριτική, έχουμε τον τύπο της επίπονα βαρύγδουπης, τάχατες επιστημονικής μελέτης. Απέναντι στη Σκύλα, έχουμε τη Χάρυβδη. Η σοβαροφάνεια, η γραφειοκρατία της δήθεν συστηματικής σκέψης, κλείνει τον ορίζοντα μέσα σε σχήματα από άπειρες, νεκρές βιβλιογραφικές παραπομπές, άκαμπτα θεωρητικά αξιώματα, συλλογή από τσιτάτα που σφυροκοπούν τον αναγνώστη, ως θέσφατα σε ακατάσχετη φιλολογική, ταυτολογική φλυαρία. Αυτοί οι μελετητές πνίγουν την κριτική στη λεπτομέρεια, στη βερμπαλιστική ηδονή της ανάλυσης, στον βομβαρδισμό με ένα κρυπτικό λεξιλόγιο, με πλήθος νεόκοπες λέξεις σε κεντρομόλο αυταπόδειξη. Η υπεροψία της υπο-θετικά επιστημονικής κριτικής ξεχνάει το ζωντανό σώμα της ταινίας και η ανάλυση χωρίς χαρά και φαντασία, γίνεται νεκροψία.
Απέναντι σε αυτή την απαισιόδοξη εικόνα που παρουσίασα, θέλω να αντιτάξω την πίστη μας στην αληθινή τέχνη. Ο Παπαδιαμάντης γράφει: Το ΄να παιδί καλό παιδί. Τ’ άλλο δεν είχε μάνα. Γράφει ο Σολωμός στον Πόρφυρα: Άστραψε φως κι εγνώρισαν ο νιός τον εαυτό του. Ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου.
Κλείνοντας, θ’ αναφερθώ στον πολύ σπουδαίο, νέο Ρουμάνο σκηνοθέτη, Ράντου Ζούντε και στον σημαδιακό τίτλο της ταινίας του, «Μην περιμένετε πολλά από το τέλος του κόσμου». Λέτε να φτάσει η ανθρωπότητα να είναι εκστατικός θεατής στο ολοκαύτωμα του τέλους της; Η αληθινή, συνεπής τέχνη θα αντισταθεί.
Ποιος είναι ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος
Ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, που γεννήθηκε στην Αθήνα το 1934, σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε stage κινηματογράφου δίπλα στον ιδρυτή της Γαλλικής Ταινιοθήκης Ανρί Λανγκλουά, στο Παρίσι, την εποχή της νουβέλ βαγκ και του περιοδικού Cahiers du Cinéma, του Ζ. Ζενέ, του Σ. Μπέκετ και του Ε. Ιονέσκο στο θέατρο και των Μπαρτ, Φουκό, Λακάν και Ντεριντά στο προσκήνιο της γαλλικής σκέψης.
Κινηματογράφησε και συμμετείχε σε ταινίες ντοκιμαντέρ. Υπήρξε μέλος της κινηματογραφικής λέσχης του «Αστυ» που ιδρύθηκε το 1950 από την ΕΚΚΑ, από την Ελένη Βλάχου, τον Μάριο Πλωρίτη και την Αγλαΐα Μητροπούλου. Αργότερα εργάστηκε ως δημοσιογράφος και κριτικός κινηματογράφου σε διάφορα περιοδικά, στην «Καθημερινή», στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση. Με την περίφημη «Κινηματογραφική λέσχη» της ΕΡΤ -ορόσημο μέχρι σήμερα για τους σινεφίλ- μας σύστησε όλους τους σπουδαίους σκηνοθέτες και τις ταινίες τους. Μεταξύ 1993-2004 διετέλεσε ειδικός σύμβουλος Kινηματογραφίας του υπουργείου Πολιτισμού. Εχει γράψει εκατοντάδες άρθρα και μελέτες σε συλλογικά βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά, καθώς και κινηματογραφικά λήμματα σε εγκυκλοπαίδειες.
Πηγή: efsyn.gr, flix.gr