Εύβοια: Προφυλακίστηκε ο γαμπρός του δολοφονημένου θύματος – Τι είπε στην απολογία του
Στη φυλακή οδηγείται ο 29χρονος γαμπρός του 65χρονου που δολοφονήθηκε άγρια στην Κύμη Ευβοίας
Επτά ώρες κράτησε η απολογία του 29χρονου γαμπρού του 65χρονου, που κατηγορείται για την άγρια δολοφονία του 66χρονου σε χωριό στην Κύμη Ευβοίας, μαζί με τα δύο παιδιά του θύματος.
Η προφυλάκισή του αποφασίστηκε με σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα την Δευτέρα (23/12).
Η απολογία του 29χρονου
Ο 29χρονος κατηγορούμενος σύμφωνα με το evia online, ο γαμπρός του 59χρονου θύματος στην αρχή της απολογίας του αναφέρεται σε στιγμές της ζωής του κατά το παρελθόν, τονίζοντας μεταξύ άλλων: ότι η μητέρα του είναι Ελληνίδα, ότι δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα του που τον εγκατέλειψε, ότι σε ένα ταξίδι στην Ελλάδα το 2018 γνώρισε τη γυναίκα του Μ. όπου και ξεκίνησε και η σχέση τους λίγο αργότερα.
Περιγράφει τη σύζυγό του ως μια δυναμική και χειριστική γυναίκα που κατεύθυνε την κοινή τους ζωή και ως άτομο που δεν επιθυμούσε να δουλέψει, και εστιάζει στην επιστροφή τους στο χωριό όπου πραγματοποίησαν πολιτικό γάμο.
Περιγράφει τον γιο του θύματος ως απόμακρο, ενώ αναφέρει χαρακτηριστικά ότι κοιμόταν στο πάτωμα καθώς δεν είχε κρεβάτι. Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, τονίζει ότι έφερε μαζί του συνολικά 19.000 δολάρια, ότι η κατάσταση του πεθερού του ήταν πάρα πολύ δύσκολη λόγω του γεγονότος ότι είχε κλειστεί στον εαυτό του, καθώς και ότι η γυναίκα του, του είχε εμπιστευθεί ότι είχαν μεγαλώσει με τον πατέρα τους και την γιαγιά τους γιατί οι γονείς τους είχαν χωρίσει επειδή ο πατέρας τους κακοποιούσε τη μητέρα τους.
Σημειώνει δε ότι όταν την ρώτησε γιατί η μητέρα δεν είχε πάρει μαζί τα παιδιά, του απάντησε ότι ο πατέρας της την είχε απειλήσει. Θυμάται κάποια στιγμή, τα δύο αδέλφια μιλούσαν στο δωμάτιο και μπαίνοντας μέσα είδε τον γιο να κλαίει. Όταν τον ρώτησε τι συμβαίνει ξεκίνησε να του λέει πως νιώθει πολύ άσχημα που τον είχε παρατήσει η μητέρα του.
Τι είπε για τις ημέρες πριν τη δολοφονία
«Τρεις με τέσσερις ημέρες πριν το συμβάν ο Δ. μας είπε ότι όταν ήταν μικρός ο πατέρας του τον είχε βιάσει. Όπως αντιλαμβάνεστε αυτή η είδηση ήταν σοκαριστική. Ήταν θυμωμένος και με την μητέρα του, διότι την θεωρούσε υπεύθυνη που τον είχε παρατήσει εκεί. Επαναλάμβανε όλες τις σκηνές που ο πατέρας του τον είχε κακοποιήσει είτε λεκτικά είτε σωματικά. Τον κλείδωνε στο αυτοκίνητο για να μην τον δει η μητέρα του, τον τραβούσε από το χέρι και τον έβαζε μέσα στο σπίτι και του φώναζε ότι είναι μια άχρηστη η μητέρα του και ότι δεν θα την ξαναέβλεπε. Εγώ ακούγοντας αυτά σοκαρίστηκα, η Μ. από την άλλη δεν έδειξε να εκπλήσσεται με όσα άκουγε και φαινόταν σα να μην τα άκουγε για πρώτη φορά. Η Μ. τότε, είπε ότι δεν του αξίζει να ζει, ότι τους έχει καταστρέψει τη ζωή, ότι δεν νοιάστηκε ποτέ σαν πατέρας και ότι γενικότερα το μόνο που ήξερε να κάνει είναι να τους υβρίζει, να μεθάει και να τους υποτιμά. Συνήθιζε να λέει ότι για τον πατέρα της εκείνη ήταν το αγόρι και ο Δ. το “κορίτσι”. Εκείνη τη στιγμή η Μ. είπε ξακάθαρα πως ο πατέρας τους έπρεπε να πεθάνει γιατί είχε μέσα του “το κακό”. Ο Δ. είπε πως ήθελε να τον σκοτώσει ο ίδιος για όλο το κακό που του είχε κάνει και ζήτησε τη βοήθεια τη δική μου και της Μ. για να φύγει το “κακό” από το σπίτι τους και τη ζωή τους. Προσπάθησα να τον ηρεμήσω, αλλά δεν ήταν εφικτό.»
Η δολοφονία
«Μετά από 3-4 μέρες από την αποκάλυψη αυτή πολύ πρωί ήρθε στο δωμάτιό μας ο Δ. και είπε ότι ήρθε η ώρα. Όταν τον ρώτησα τι εννοεί, μου είπε “θα το κάνω σήμερα”. Ξεκίνησε να τρέχει προς το δωμάτιο του πατέρα του μέχρι να σηκωθώ από το κρεβάτι και η Μ. τον ακολούθησε και μαζί και εγώ ξωπίσω. Κρατούσε ένα μαξιλάρι και αφού ανέβηκε στο στέρνο του πατέρα του, ξεκίνησε να τον πιέζει με δύναμη στο πρόσωπό του. Δεν θυμάμαι αν τον χτυπούσε κιολας. Θυμάμαι όμως ότι καθόταν με τα γόνατά του πάνω στο στέρνο του.
Είχα μείνει στο κατώφλι της πόρτας και δεν κινήθηκα.
Η Μ. έτρεξε και κρατούσε τον πατέρα της που στην αρχή αντιδρούσε. Μόλις ο Δ. κατάλαβε ότι ο πατέρας του είχε πεθάνει, η Μ. πήρε ένα μπουκάλι αγιασμό και το έριξε πάνω στον πατέρα της, λέγοντας πως έτσι θα φύγει το “‘κακό” και ο “δαίμονας” που κατοικούσε μέσα στον πατέρα της.»
Όσα ακολούθησαν μετά τη δολοφονία
«Η Μ. ανέφερε ότι πρέπει να σκεφτούμε πως θα δικαιολογηθεί το έγκλημα, ώστε να μην κατηγορηθεί ο αδερφός της. Είχε την άποψη ότι πρέπει να φανεί ως έγκλημα σε βάρος του Δ. Έφερε μαχαίρια από την κουζίνα και ένα περιοδικό. Ο Δ. μου ζήτησε να τον βοηθήσω αν τον μεταφέρουμε στις σκάλες για να τον ρίξουμε από κει για να φανεί σαν να είχε πέσει από τις σκάλες. Τον έγδυσε και τον βοήθησα να τον μεταφέρουμε στις σκάλες. Την τοποθέτηση των μαχαιριών και του περιοδικού τα έκανε η Μ. Αφού τελείωσαν με αυτά, η Μ. είπε πως έπρεπε να κάψουμε τα ρούχα για να ξορκίσει το “κακό’ με τη φωτιά. Πράγματι ανάψαμε φωτιά στο τζάκι, κάψαμε τα ρούχα του και το μαξιλάρι που είχε χρησιμοποιήσει ο Δ. Αφού κάηκαν τα ρούχα και το μαξιλάρι, ο Δ. και η Μ. έκαναν μπάνιο. Ο Δ. επέμενε για το θέμα του βιασμού, διότι έλεγε ότι ήταν αλήθεια, έστω και αναφερόμενος στην ανηλικότητά του. Συμφώνησα και εγώ, αφού δεν ήθελα εκείνη τη στιγμή να τους προδώσω.»
Δηλώνει μετανιωμένος ο 29χρονος
«Λυπάμαι πολύ για ότι έγινε. Με βαρύνει το γεγονός ότι δεν απέτρεψα το έγκλημα. Ακόμη και σήμερα δεν είμαι σε θέση να πω μετά βεβαιότητας ότι θα μπορούσα εκείνη τι στιγμή να κάνω κάτι, αφού ο Δ. ήταν εκτός εαυτού, λέγοντας συνέχεια μετά την πράξη του ότι αυτό που έκανε άξιζε στον πατέρα του και πως ένιωθε πλέον ήρεμος. Είμαι Χριστιανός Ορθόδοξος και πιστεύω πως είναι – πέραν από ποινικά κολάσιμο – και αμαρτία να αφαιρεί κάποιος μια ζωή. Λυπάμαι πραγματικά για το πως εξελίχθηκε η ζωή μου από την ημέρα που γνώρισα τη Μ. και έπρεπε να έχω καταλάβει πως κάτι περίεργο υπήρχε σε αυτή την οικογένεια. Έπρεπε να έχω καταλάβει πως κρυβόταν κάποιο μυστικό, αφενώς από την συμπεριφορά του Δ. που κλεινόταν με τις ώρες στο δωμάτιό του και στον εαυτό του και αφετέρου από τη συμπεριφορά της Μ. που είχε μόνιμα τάσης φυγής και άρνηση προς την εργασία.
Αισθάνομαι ένοχος για τη μη αποτροπή του εγκλήματος που εκτυλίχθηκε σε δευτερόλεπτα μπροστά στα μάτια μου. Ήταν όμως τέτοια η μανία του Δ. εκείνη την ώρα που δεν πρόλαβα να πράξω άλλως. Μάλιστα στους αστυνομικούς δεν μιλούσα σχεδόν καθόλου, παρά μόνον ένευα συγκαταβατικά συμφωνώντας με ό,τι ανέφεραν ο Δ. και η Μ.»