Η επανάσταση της Χαλκιδικής και οι ήρωές της στη λήθη της ιστορίας
Μαντεμοχώρια, Κασσάνδρα, Σιθωνία, Άγιο Όρος Χασικοχώρια, ηρωικοί -γνωστοί και άγνωστοι- αγωνιστές που έβαλαν το λιθαράκι τους στην πορεία προς την απελευθέρωση
Την Πέμπτη και την Παρασκευή (16 και 17 Μαΐου) η Χαλκιδική και ο Πολύγυρος τιμούν την την επέτειο Κήρυξης της Επανάστασης του 1821 στο νομό.
Μαντεμοχώρια, Κασσάνδρα, Σιθωνία, Άγιο Όρος Χασικοχώρια και πολλές άλλες περιοχές της Χαλκιδικής μαζί με τους ηρωικούς αγωνιστές, οι περισσότεροι εκ των οποίων απλοί άνθρωποι της εποχής, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην πορεία προς την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους.
Η συμβολή των αγωνιστών της Μακεδονίας και της Χαλκιδικής έχει προβληθεί ελάχιστα στην ιστορία της εθνεγερσίας του 1821, όπως και τα πρόσωπα που έδωσαν τη ζωή τους για την πατρίδα.
«Η έναρξη της επανάστασης της ηρωικής χερσονήσου στις 17 Μαΐου του 1821, με τα γεγονότα του Πολυγύρου και τα όσα συνταρακτικά ακολούθησαν με τα χιλιάδες θύματα και τις κοσμογονικές καταστροφές, θα πρέπει να καθιερωθεί ως ημέρα μνήμης» έχει γράψει στην parallaxi ο Γιάννης Κύρκος Αικατερινάρης.
Ο Εμμανουήλ Παππάς (Δοβίστα Σερρών 1772-1821) ακολουθώντας τις οδηγίες του Αλέξανδρου Υψηλάντη (Κωνς/πολη 1792-Βιέννη 1828), δηλαδή να προετοιμάσει το έδαφος και να ξυπνήσει τους κατοίκους της Μακεδονίας σε εξέγερση, φόρτωσε σε πλοίο όπλα και πυρομαχικά και ξεκίνησε στις 23 Μαρτίου από την Κωνσταντινούπολη και κατευθύνθηκε προς το Άγιο Όρος. Θεωρούσε ότι αυτό ήταν ο κατάλληλος τόπος για την έναρξη της εξέγερσης.
Όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν τελείως διαφορετικά απ’ ότι υπολόγιζε. Όπως εύστοχα σημείωσε ο Απ. Βακαλόπουλος (βλ. «History of Macedonia 1354-1833», του Institute for Balkan Studies, Θεσσαλονίκη, 1973, σε μετάφραση Peter Megann, σελ. 592), δεν είχαν γίνει επαρκείς προετοιμασίες για εξέγερση, ούτε καλλιεργήθηκε εκεί επαναστατική ατμόσφαιρα που θα εναρμονίζονταν, κατά κάποιο τρόπο, με την θρησκευτικό-λατρευτικό κόσμο της μοναστικής πολιτείας του Άθου.
Ο Απ. Βακαλόπουλος επικαλέστηκε ως προς αυτό και τις σχετικές αναφορές του Σπυρίδωνα Τρικούπη (βλ. «Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως», Αθήναι 1879, τομ. 1, σελ. 178) και σημείωσε ότι το βράδυ της 16 Μαΐου 1821, οι Τούρκοι στρατιώτες της μικρής φρουράς του Πολυγύρου άρχισαν να τρομοκρατούν την περιοχή, απειλώντας τους κατοίκους και πυροβολώντας τους νέους που συναντούσαν στο δρόμο τους. Οι τρομοκρατημένοι Έλληνες, περιμένοντας κάθε μέρα το ξέσπασμα της εξέγερσης και με αφορμή κι ορισμένα άλλα συμβάντα, πήραν τα όπλα την επαύριο -17 Μαΐου 1821- και προχώρησαν προς την τουρκική διοίκηση που στεγάζονταν στο «καρακόλι», όπου σκότωσαν τον διοικητή και 14 από τους άνδρες του, ενώ τραυμάτισαν άλλους τρεις. Το εξαιρετικής ιστορικής -και όχι μόνο- αξίας αυτό κτίριο, που βρίσκονταν στο ανατολικό τέρμα της σημερινής οδού 17ης Μαΐου 1821, ήταν κοντά στην κεντρική εκκλησία και στον οδικό άξονα της παλαιάς αγοράς. Δυστυχώς το τόσο ενδιαφέρον αρχιτεκτόνημα του ιστορικού κέντρου του Πολυγύρου -της συνοικίας Παπακύρκου παλαιότερα-, κατεδαφίστηκε μόλις πριν από 2-3 δεκαετίες…
Επικαλέστηκε ακόμη ο Βακαλόπουλος σ’ αυτή του την αφήγηση τον ιστορικό Ι. Κ. Βασδραβέλλη (βλ. «Οι Μακεδόνες εις τους υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνας 1796-1832», Θεσσαλονίκη 1950, 2η έκδ., σελ. 201) και σημείωσε ότι η εξέγερση εξαπλώθηκε από τον Πολύγυρο σε όλα τα χωριά της Χαλκιδικής και του Λαγκαδά. Μπορεί μάλιστα να κατανοήσει κανείς το μέγεθος, την ένταση και τις συνέπειες των γεγονότων που διαδραματίστηκαν τότε στη Χαλκιδική (σημ. Τον τότε καζά της Κασσάνδρας) και στην μετέπειτα περίοδο, από τον αριθμό των αιχμαλώτων και προσφύγων στη νότιο Ελλάδα, τις πυρπολήσεις οικισμών και αγιορείτικων μετοχιών, τις απώλειες ανθρώπινων ζωών αλλά και περιουσιακών στοιχείων…
Ένας από τους λόγους που επιλέχτηκε η Χαλκιδική ως τόπος έναρξης της εξέγερσης -παρά το αρνητικό δεδομένο της μικρής σχετικά απόστασής της από την Κωνσταντινούπολη- ήταν ότι ήταν δυσπρόσιτη λόγω της τοπογραφίας, του ανάγλυφου του εδάφους της και της διασποράς των οικισμών της σε μια μεγάλη και πολυδαίδαλη γεωγραφική έκταση. Μέτρησε ακόμη το γεγονός ότι κατοικούνταν από συμπαγή πληθυσμό, ελληνόφωνο, ομογενή και ορθόδοξο ως προς θρησκευτικό δόγμα.
Η Χαλκιδική στις φλόγες
Ο Αθανάσιος Η. Γκάντος, στο αφιέρωμά του «Η Ελληνική Επανάσταση στη Χαλκιδική, Η εποποιία του Εμμανουήλ Παπά (1821)» αναφέρει:
Τον Μάρτιο του 1821 η Κωνσταντινούπολη άρχισε να κατακλύζεται από ειδήσεις για την προέλαση του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία. Ο Παπάς δεν δίστασε να αναλάβει πρωτοβουλία. Κάτω από τα βλέμματα των ανυποψίαστων Τούρκων φόρτωσε το πλοίο του Λήμνιου φιλικού Χατζηβισβίζη με όπλα και πολεμοφόδια. Στις 23 Μαρτίου απέπλευσε με τη συνοδεία του υπασπιστή του, Χατζηπέτρου, τού γραμματέα του, Δημητρίου Οικονόμου, και του μεγαλύτερου γιου του, Ιωάννη, για το Άγιο Όρος.
Το Άγιο Όρος, με τα 20 μοναστήρια και τους 10.000 περίπου μοναχούς την εποχή εκείνη, αποτελούσε τον πνευματικό φάρο του υπόδουλου Ελληνισμού. Οι Αγιορείτες με τα κηρύγματα τους κρατούσαν υψηλό το φρόνημα των χριστιανών. Επίσης εκεί φυλάσσονταν βιβλία και άλλα κειμήλια πολύτιμα για την εθνική ιστορική μνήμη. Η ακτινοβολία του Όρους απλωνόταν στα Βαλκάνια και στη Ρωσία. Η ενίσχυση του από τους ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας και τους τσάρους ήταν γενναία. Παρόλα αυτά οι κατασχέσεις και οι δυσβάστακτοι φόροι των Τούρκων έφερναν συχνά τα μοναστήρια σε οικονομικό αδιέξοδο.
Ο Εμμανουήλ Παπάς αποβιβάστηκε στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου. Τον υποδέχθηκε θερμά ο ηγούμενος της, Ιωακείμ, ο οποίος ήταν μυημένος στη Φιλική Εταιρεία. Καθώς το κύμα του ενθουσιασμού επεκτάθηκε σε ολόκληρη την ιερή κοινότητα, ο Παπάς συναντήθηκε και με τους ηγουμένους των υπόλοιπων μονών. Παράλληλα εγκαινίασε δι’ αλληλογραφίας επικοινωνία με φιλικούς και οπλαρχηγούς της Χαλκιδικής και των Σερρών. Στο Άγιο Όρος η παραγωγή φυσιγγίων και άλλες πυρετώδεις προετοιμασίες εκτελούντο υπό καθεστώς απόλυτης μυστικότητας.
Η εξέγερση του Πολύγυρου
Στις 16 Μαΐου, μια ημέρα πριν από την καθορισμένη ημερομηνία της επίθεσης, η τοπική φρουρά του Πολυγύρου, εκτοξεύοντας απειλές για γενική σφαγή, άρχισε βιαιοπραγίες σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού. Οι κάτοικοι αντέδρασαν και νωρίς το πρωί της επόμενης ημέρας επιτέθηκαν και εξόντωσαν τη φρουρά. Στη συνέχεια στράφηκαν εναντίον των προελαυνόντων τουρκικών δυνάμεων της Παζαρούδας και των Χασικοχωρίων, που αριθμούσαν 1.000 άνδρες, και τις απώθησαν.
Η εξέγερση του Πολυγύρου είχε σοβαρό αντίκτυπο. Την ίδια ημέρα συγκλήθηκε έκτακτη σύνοδος με τη συμμετοχή λαϊκών και μοναχών στην πρωτεύουσα του Αγίου Όρους, τις Καρυές, η οποία αποφάσισε την άμεση κήρυξη της επανάστασης και τη σύλληψη του ζαμπίτη (διοικητή του Ορους), Χασεκή Χαλήλ μπέη. Επίσης συγκροτήθηκε εφορεία με αντιπροσώπους από όλες τις μονές για τη διοικητική μέριμνα του αγώνα. Ακολούθησε εκκλησιαστική τελετή χοροστατούντος του μητροπολίτη Μαρώνειας Κωνσταντίου, κατά την οποία, μέσα σε κλίμα φορτισμένο από συγκίνηση και ενθουσιασμό, ο Εμμανουήλ Παπάς αναγορεύθηκε αρχηγός και προστάτης της Μακεδονίας.
Στη Θεσσαλονίκη τα νέα από τον Πολύγυρο προκάλεσαν την οργή του Γιουσούφ μπέη και ένα κύμα τρομοκρατίας. Οι όμηροι ανασκολοπίσθηκαν, ενώ σημαίνοντα πρόσωπα, όπως ο μητροπολίτης Κίτρους Ιωσήφ και οι πρόκριτοι Χριστόδουλος Μπαλάνος και Αναστάσιος Κυδωνιάτης, αποκεφαλίσθηκαν. Επιπλέον, 2.000 Έλληνες της Θεσσαλονίκης τέθηκαν υπό κράτηση στην αυλή του μητροπολιτικού ναού και η πόλη παραδόθηκε στη λεηλασία.
Η σημαία της Επανάστασης της Χαλκιδικής
Στις 20 Ιανουαρίου 2021, 200 χρόνια μετά την έναρξη της Εθνικής Παλιγγενεσίας, το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο αναγνώρισε την πολεμική σημαία της επανάστασης των Κασσανδρινών το 1821, στην οποία κυριαρχεί το βαθύ γαλάζιο, με βυσσινί περίγραμμα, φέρει λευκό σταυρό στη μέση πάνω σε αντεστραμμένη ημισέληνο, ενώ στα δεξιά απεικονίζει το λάβαρο του Εμμανουήλ Παππά και δεξιά έναν κόκορα . Μετά το χαλασμό της Κασσάνδρας, η επαναστατική σημαία των Κασσανδρινών, έγινε γνωστή σε όλη τη Χαλκιδική. Ωστόσο με την πάροδο των χρόνων οι λεπτομέρειες που τη συνέθεταν άρχισε να σβήνει από τη συλλογική μνήμη .
Σημειώνεται ότι εκτός από τη επαναστατική σημαία των Κασσανδρινών του 1821, υπάρχει και το λάβαρο που υψώθηκε στη Μονή Εσφυγμένου, στις 31 Μαΐου 1821 και φυλάσσεται στην εν λόγω Μονή .
Ωστόσο, η έρευνα για τη επαναστατική σημαία της Χαλκιδικής ξεκίνησε πολλά χρόνια νωρίτερα . Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, ο Λυκειάρχης Κωνσταντίνος Κοντογιαννόπουλος, βασιζόμενος σε προφορικές μαρτυρίες, περιέγραψε την επαναστατική σημαία της Χαλκιδικής με τα ίδια περίπου σύμβολα, προσθέτοντας δεξιά μία κουκουβάγια.
Στο βιβλίο του Καθηγητή Ιστορίας Κωνσταντίνου Βαλακόπουλου «Ανέκδοτα Ιστορικά Στοιχεία Αναφερόμενα Στην Μακεδονία Πριν Και Μετά Το 1821«, που εκδόθηκε από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, το 1975, ο Ιστορικός – βασιζόμενος σε πηγές – περιγράφει τη σημαία των Κασσανδρινών χωρίς την κουκουβάγια . Ο Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος, βασίστηκε στην έκθεση Ολλανδού Προξένου στη Θεσσαλονίκη, Mattatie Abram, ο οποίος είχε οικονομικές δοσοληψίες με τους Κασσανδρινούς . Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ο Ολλανδός Πρόξενος, οι Κασσανδρινοί που γλίτωσαν από το Χαλασμό της Κασσάνδρας, διεσώθησαν από έναν Αυστριακό πλοίαρχο (αγνώστων στοιχείων) και μεταφέρθηκαν στις Σποράδες, έχοντας μαζί τους την επαναστατική σημαία της Χαλκιδικής . Η σημαία αργότερα βρέθηκε στα χέρια του Mattatie Abram, που την έστειλε στην πατρίδα του, μαζί με την έκθεση, στην οποία περιλαμβάνεται και ένα σκίτσο της σημαίας .
Πάνω σε αυτή την έρευνα βασίζεται ο απόστρατος Απόστολος Στρατής, ο οποίος ασχολήθηκε με την επαναστατική σημαία της Χαλκιδικής, από το 1977 και, αναφέροντας για τους συμβολισμούς, αναφέρει:
– Το βαθύ γαλάζιο αντιστοιχεί στα διαχρονικά χρώματα της Ελλάδας με κυρίαρχο στοιχείο τη θάλασσα. – Το βυσσινί περίγραμμά της, αντιστοιχεί στο ποτισμένο με ποταμό αίματος, χώμα της πατρίδας. – Στο μέσον φέρει τον σταυρό, που δηλώνει την πίστη στο δίκαιο του αγώνα, ενώ η αντεστραμμένη ημισέληνος δηλώνει τη μελλοντική πτώση της οθωμανικής εξουσίας. – Αριστερά του σταυρού, επί της ημισελήνου, υπάρχει η άγκυρα, με το ναυτικό πλεγμένο σκοινί, που συμβολίζει τη σταθερότητα του αγώνα. – Δεξιά του σταυρού είναι η σημαία – λάβαρο με δύο άστρα, του αρχηγού της επανάστασης Εμμανουήλ Παππά, που ως γνωστόν είχε χρισθεί αρχηγός της επανάστασης στη Βόρεια Ελλάδα από τον Υψηλάντη. – Ο κίτρινος κόκορας, με τη χαρακτηριστική του πρωινή λαλιά, «Ξυπνήστε» συμβολίζει την αφύπνιση του έθνους στον επικείμενο αγώνα του για την απελευθέρωση.
Οι τρεις επετειακοί – σταθμοί
17 Μαΐου 1821 / Η Επανάσταση του Πολυγύρου
Ο ξεσηκωμός του Πολυγύρου και τα αιματηρά γεγονότα που έλαβαν χώρα στις 17 Μαΐου 1821 γιορτάζονται με λαμπρότητα κάθε χρόνο τη μέρα αυτή στην πρωτεύουσα του Νομού με στολισμούς, φιλαρμονικές, δοξολογίες, πανηγυρικούς λόγους, με συμμετοχή των Δήμων και των Σχολείων από ολόκληρη τη Χαλκιδική. Και έτσι πρέπει να γίνεται γιατί από τον Πολύγυρο άναψε η πυρκαγιά της επανάστασης και οι φλόγες της πυρπόλησαν γρήγορα ολόκληρη τη Χαλκιδική. Ο Πολύγυρος έδωσε τον πρώτο νεκρό, αλλά και σ’ αυτόν χύθηκε το πρώτο εχθρικό αίμα. Σπουδαία πράγματι αρχή, αντίστοιχος είναι και ο εορτασμός.
10-13 Ιουνίου 1821 / Η μάχη των Βασιλικών
Είκοσι περίπου μέρες μετά έχουμε την προέλαση των επαναστατών προς τη Θεσσαλονίκη. Έτσι έπρεπε να γίνει. Η επανάσταση από μόνη της δεν αρκεί. Χρειάζεται να ακολουθήσει προέλαση, επίθεση και μάχη για τη απελευθέρωση των σκλαβωμένων αδελφών. Και αυτό έγινε. Και είχαμε τη φοβερή σύγκρουση του Χάψα και των συμπολεμιστών του στα Βασιλικά, στη λυσσαλέα εκείνη φονική μάχη με την αυτοθέλητη θυσία όλων των παλικαριών, μαζί και του καπετάνιου στο πεδίο της τιμής. Θυσία που μόνο με εκείνη του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι μπορεί να συγκριθεί.
Περικαλλές και μεγαλόπρεπο το μνημείο στο τόπο της θυσίας, κάτω από το μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας, κατά πώς ταιριάζει στους γενναίους. Μνημόσυνο και απλός ο εορτασμός με πανηγυρικό και κατάθεση στεφανιών κάθε χρόνο τη δεύτερη Κυριακή του Ιουνίου, με γενικό συντονιστή τον Παγχαλκιδικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης «Ο Αριστοτέλης», με πρωτοβουλία, φροντίδα, δαπάνη και αγώνα του οποίου αναγέρθηκε το μνημείο.
14 Νοεμβρίου 1821 / Ο «Χαλασμός» της Κασσάνδρας
Ο «Χαλασμός» χιλιοτραγουδήθηκε, μοιρολογήθηκε, υμνήθηκε ως γεγονός μέγιστης αυτοθυσίας και λεβεντιάς στην υπεράσπιση του πατρίου εδάφους, αλλά και ως τόπος μαρτυρίου των χιλιάδων ανυπεράσπιστων παιδιών, γυναικών και γερόντων, που έπεσαν στα χέρια του εχθρού και υπέστησαν φρικτό θάνατο από τα φοβερά βασανιστήρια. Έτσι στην Νέα Ποτίδαια κάθε χρόνο, με παρουσία όλων των Αρχών της χερσονήσου, γιορτάζεται με λαμπρότητα η επέτειος, με εκδηλώσεις παρόμοιες με εκείνες του Πολυγύρου.
Τα γνωστά και άγνωστα πρόσωπα που έδωσαν τη ζωή τους για την πατρίδα
Ο Εμμανουήλ Παπάς γεννήθηκε το 1773 στο χωριό Δοβίστα (σημερινό Εμμανουήλ Παπάς), 1 16 χιλιόμετρα από την πόλη των Σερρών. Οι γονείς του, Δημήτριος και Βασιλική, κατάγονταν από αριστοκρατικές οικογένειες. Ο πατέρας του χειροτονήθηκε ιερέας και έλαβε το εκκλησιαστικό αξίωμα του οικονόμου. Έτσι προέκυψε το οικογενειακό όνομα Παπάς. Ο Εμμανουήλ σε νεαρή ηλικία εισήχθη στη Σχολή των Σερρών, σπουδαίο εκπαιδευτήριο που λειτουργούσε από το 1735. Αργότερα νυμφεύθηκε μια συντοπίτισσά του, τη Φαίδρα, με την οποία απέκτησε δώδεκα παιδιά, εννέα γιους και τρεις κόρες. Ο Παπάς δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά στον τομέα του εμπορίου.
Την εποχή εκείνη οι Σέρρες αποτελούσαν εμπορικό κέντρο διεθνούς εμβέλειας. Καθημερινά στην πόλη πραγματοποιούνταν συναλλαγές μεγάλης ποικιλίας προϊόντων μεταξύ εκπροσώπων ευρωπαϊκών οίκων και Ελλήνων και Τούρκων εμπόρων. Εκτός αυτού στις Σέρρες ήταν σημαντική η αγροτική παραγωγή, κυρίως του βαμβακιού. Ο Παπάς, χάρη στο εμπορικό του δαιμόνιο, κατόρθωσε να γίνει ο πιο πετυχημένος επιχειρηματίας στην ακμάζουσα πόλη. Μάλιστα ίδρυσε καταστήματα στην Κωνσταντινούπολη και στη Βιέννη.
Τα κέρδη από τις επιχειρήσεις του χάρισαν μια μυθική περιουσία. Ενώ εκτός από τις εμπορικές του δραστηριότητες ενδιαφέρονταν πολύ για το καλό των συμπατριωτών του. Εξελέγη πολλές φορές στο συμβούλιο της δημογεροντίας των Σερρών. Κατόρθωσε, χάρη στον πλούτο και στην επιρροή του στους Τούρκους, να εκδικάζονται οι διαφορές μεταξύ χριστιανών από τον μητροπολίτη των Σερρών και όχι από τον Τούρκο καδή. Επίσης πολλές ήταν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ο Παπάς επενέβη και έσωσε συντοπίτες του από τη θανατική καταδίκη. Ξεχωριστό ήταν το φιλανθρωπικό του έργο. Διέθεσε μεγάλο μέρος της περιουσίας του για τη λειτουργία κοινωφελών ιδρυμάτων.
Η επιτυχής πορεία του Παπά στις Σέρρες διακόπηκε μετά τον θάνατο του Ισμαήλ μπέη. Ο γιος και διάδοχος αυτού στη διοίκηση της πόλης, Γιουσούφ μπέης, αρνήθηκε να εξοφλήσει το τεράστιο χρέος του στον Παπά. Ο τελευταίος το 1816 μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και πέτυχε να εκδοθεί φιρμάνι το οποίο υποχρέωνε τον Γιουσούφ μπέη να του αποδώσει το μεγαλύτερο μέρος του χρέους. Εκείνος, εξοργισμένος, έκαψε το σπίτι του Παπά και απείλησε τη ζωή του ιδίου και της οικογενείας του.
Ο Στάμος Κάψας γεννήθηκε στα Παζαράκια (Κρυοπηγή) Χαλκιδικής στα τέλη του 18ου αιώνα. Μετοίκησε σε νεαρή ηλικία στη Συκιά Χαλκιδικής προς αναζήτηση εργασίας. Στις 23 Μαρτίου του 1821 ο Εμμανουήλ Παπάς αποβιβάστηκε στη χερσόνησο του Άθω μεταφέροντας όπλα και πολεμοφόδια με τη βοήθεια Αινιτών και Ψαριανών καπεταναίων. Εκεί συναντήθηκε με το Στάμο Χάψα και προχώρησαν στη συγκρότηση του επαναστατικού στρατού, προκειμένου να σταματήσουν τις Οθωμανικές δυνάμεις που έρχονταν από Δράμα και Κωνσταντινούπολη, στα Μακεδονικά Τέμπη. Η φήμη του έχει φτάσει μέχρι τη Θεσσαλονίκη, όπου οι Θεσσαλονικείς περιμένουν να τον υποδεχτούν ως απελευθερωτή. Τότε του προσάπτεται και το προσωνύμιο καπετάν Χάψας, με την έννοια ότι έχαφτε τους Τούρκους.
Έπεσε ένδοξα, αυτός και οι εξήντα εφτά σύντροφοι του (οι εξήντα τρεις από την Συκιά Χαλκιδικής) στις 10 Ιουνίου 1821.
Ο Κωνσταντίνος Θεοφίλου Δουμπιώτης, μέλος της οικογένειας οπλαρχηγών, γεννήθηκε γύρω στο 1793 στα Δουμπιά της Χαλκιδικής.
Υπηρέτησε την οθωμανική διοίκηση της Χαλκιδικής ως σουμπάσης στα Μαδεμοχώρια. Μαζί με τα αδέλφια του Βασιλικό (1794-1853), Νικόλαο (1796-1851), Πολυχρόνη (1806-1832) και τον Κασσανδρινό Αναστάσιο Χυμευτό, συμμετείχε στην επανάσταση του 1821 στη Χαλκιδική ως ένας από τους υπαρχηγούς του Εμμανουήλ Παπά. Μετά την καταστροφή της χερσονήσου τον Νοέμβριο του 1821 μετέβη στη Νάουσα, όπου πολέμησε με τον Καρατάσο. Μετά την καταστροφή της Νάουσας μέσω Ασπροποτάμου και Ζαγοράς κατέφυγε στη Σκόπελο.
Η πρώτη γραπτή αναφορά του ονόματός του εντοπίζεται σε έγγραφο του Μαΐου του 1822 από τη Σκόπελο. Ο Κωνσταντίνος συμμετείχε με τον Καρατάσο και άλλους Μακεδόνες οπλαρχηγούς σε πολλές μάχες στη νότιο και κεντρική Ελλάδα, όπως στη Σκιάθο το 1823, στο Νεόκαστρο της Πελοποννήσου το 1825, στη διαφύλαξη της Ύδρας 1824-25, στο Τρίκερι το 1823 και το 1827, στην Αταλάντη το 1827, στα Βρυσάκια Χαλκίδος 1822, στην Αράχωβα το 1832, στη Θήβα. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου το 1825 πολέμησε με την παράταξη του Κωλέττη στην Πελοπόννησο. Τον Μάρτιο του 1825 με πρόταση του Κωλέττη ονομάστηκε στρατηγός. Για κάποιο χρονικό διάστημα, μεταξύ 1826-1828, σύμφωνα με κατηγορίες που του αποδόθηκαν, έδρασε ως πειρατής. Φυλακίστηκε από τον Καποδίστρια στις φυλακές της Αίγινας τα έτη 1828-1829.
Από το 1822 έως και το 1828 ήταν εγκατεστημένος στην Γλώσσα Σκοπέλου, όπου για κάποιο χρονικό διάστημα διετέλεσε πολιτάρχης συμπεριφερόμενος ωστόσο αυταρχικά στους κατοίκους, οι οποίοι το 1826 ζήτησαν από την τότε κυβέρνηση την απαλλαγή του.
Μετά την αποφυλάκισή του, τον Φεβρουάριο του 1829, έγινε πεντακοσίαρχος στο τάγμα του Τσάμη Καρατάσου και το Νοέμβριο του 1831 διορίστηκε διοικητής του 14ου τάγματος. Το ίδιο έτος ακολούθησε αρχικά τον Τσάμη Καρατάσο στο κίνημα που διοργάνωσε έναντι του Αυγουστίνου Καποδίστρια, ωστόσο λίγο αργότερα επανήλθε στον τακτικό στρατό. Τον Ιανουάριο του 1832 πολιορκήθηκε από τον Πετσάβα στην Δαύλεια. Συμμετείχε μαζί με τον Κολοκοτρώνη στην επανάσταση κατά της Αντιβασιλείας το 1833, συνελήφθη και αυτός μαζί του ωστόσο χάρη στην παρέμβαση του Κωλέττη απελευθερώθηκε και γλίτωσε την δίκη. Μετά την διάλυση των ταγμάτων το 1836 τοποθετήθηκε ως ανθυπολοχαγός στη Β΄ τετραρχία Χαλκίδας με λοχαγό τον Κριεζώτη. Στη Χαλκίδα εγκαταστάθηκε μόνιμα μαζί με την οικογένειά του σε σπίτι δίπλα από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Αποστρατεύτηκε το 1840 και πέθανε το 1848 στη Χαλκίδα. Η προσφορά του στον αγώνα αναγνωρίστηκε καθώς αναγορεύτηκε σε αξιωματικό τέταρτης τάξεως. Ήταν ο μοναδικός Χαλκιδικιώτης μαζί με τον Αποστολάρα που πήραν βαθμούς πεντακοσίαρχων στο νεοσύστατο στράτευμα. Το όνομα του Κωνσταντίνου Δουμπιώτη αναφέρεται στους φακέλους 58 αγωνιστών. Με τη σύζυγό του Σουλτάνα απέκτησε τρία κορίτσια, τα δύο γεννήθηκαν μετά το 1847[1]. Παράλληλα υιοθέτησε και ένα αγόρι, τον Μιλτιάδη, ο οποίος ακολούθησε το επάγγελμα του στρατιωτικού, το 1882 ήταν λοχαγός και συμμετείχε στον πόλεμο του 1897, απεβίωσε το 1911. Γιος του Μιλτιάδη ήταν ο υπίατρος Δημήτριος Δουμπιώτης (1874-1917), υπάλληλος του ελληνικού προξενείου στο Μοναστήρι, μακεδονομάχος υπεύθυνος για την περιοχή της Καστοριάς κατά τον Μακεδονικό αγώνα το 1908. Ο Δημήτριος συμμετείχε στους Βαλκανικούς πολέμους και απεβίωσε σε νεαρή ηλικία το 1917 στην Αθήνα. Γιος του Δημήτρη ήταν ο Κοσμάς-Αλέξαδρος-Μιλτιάδης, διπλωματικός υπάλληλος (1917-1991).
Ο Αποστολαράς Βασιλείου ήταν μια μεγάλη μορφή της Ελληνικής επανάστασης τόσο στη Χαλκιδική όσο και στη νότιο Ελλάδα. Επικεφαλής εκατό περίπου στρατιωτών συμμετείχε με τον Καρατάσο σε σημαντικές μάχες κατά των Τούρκων από το 1822 έως το 1827. Με την έλευση του Καποδίστρια προβιβάστηκε και το 1829 ήταν ο μόνος Χαλκιδικιώτης που τιμήθηκε με το βαθμό του ταγματάρχη του 16ου Τάγματος. Το 1832 προβιβάστηκε σε χίλιαρχο. Το 1833 συμμετείχε στο κίνημα του Κολοκοτρώνη κατά της αντιβασιλείας συνελήφθη μαζί του και φυλακίστηκε στο Ναύπλιο όπου και απεβίωσε το χειμώνα του 1833. Κατετάγη στην 4η τάξη στρατιωτικών, αναφέρει ο Νίκος Εμμ. Παπαοικονόμου στο πόνημα του «Προσωπογραφία αγωνιστών του 1821 από τη Χαλκιδική»
Παράλληλα, αναφέρει:
«Απλοί γεωργοί του 1821, από το μικρό, έως το πιο μεγάλο χωριό, μετατράπηκαν σε αξιόλογους στρατιωτικούς άνδρες οι οποίοι μετά την απελευθέρωση και τη δημιουργία του Ελληνικού κράτους δεν αρκέστηκαν στις δάφνες των αγώνων της επανάστασης, αλλά συνέχισαν την υπηρεσία τους και στον τακτικό στρατό που συγκρότησε ο Καποδίστριας. Σύμφωνα με μια πρώτη εκτίμηση η Χαλκιδική είναι ίσως ο πρώτος νομός στην Ελλάδα σε αριθμό στρατιωτών και αξιωματικών από όλα σχεδόν τα χωριά της, που συμμετείχαν στον πρώτο τακτικό στρατό το 1928».
Επίλογος
Η επανάσταση της Χαλκιδικής έληξε οριστικά με την παράδοση του Αγίου Όρους, τον Ιανουάριο του 1822. Οι όροι που επιβλήθηκαν στους μοναχούς ήταν βαρύτατοι. Μεταξύ αυτών ήταν η αποστολή ομήρων στην Κωνσταντινούπολη, η εγκατάσταση τουρκικής φρουράς και η καταβολή διπλάσιων των καθυστερημένων φόρων. Το τέλος της επανάστασης έβρισκε τη Χαλκιδική ερειπωμένη. Συνολικά 78 χωριά και 59 αγιορείτικα μετόχια καταστράφηκαν.
Ο ηρωικός αγώνας όμως δεν πήγε χαμένος. Οι επαναστάτες επί έξι περίπου μήνες απασχόλησαν μεγάλο αριθμό τουρκικών δυνάμεων. Έτσι δόθηκε ο απαραίτητος χρόνος για να εδραιωθεί η Επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο. Εξίσου σημαντικός ήταν ο ηθικός αντίκτυπος. Η επανάσταση της Χαλκιδικής ενέπνευσε ολόκληρες γενιές Μακεδόνων στους μετέπειτα αγώνες για ελευθερία. Ειδικότερα, ο Εμμανουήλ Παπάς άφησε λαμπρή παρακαταθήκη. Αποτελεί διαχρονικό πρότυπο αγνού μαχητή. Διέθεσε το σύνολο της περιουσίας του (500.000 περίπου γρόσια) για τις ανάγκες της Επανάστασης. Ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι δεν δίστασε να θυσιάσει την ίδια του την οικογένεια.
Με την έναρξη της εξέγερσης η σύζυγος και τρία από τα παιδιά του, που βρίσκονταν στις Σέρρες, φυλακίστηκαν υπό την απειλή της εκτέλεσης. Τελικά με παρέμβαση του μητροπολίτη Σερρών η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια. Η οικογένεια του πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος.
Πέντε από τους εννέα γιους του θυσιάστηκαν στον βωμό της ελευθερίας. Συγκεκριμένα, ο Αλέξανδρος έχασε τη ζωή του στο Μεσολόγγι, μαχόμενος με το σώμα του Μάρκου Μπότσαρη, ο Αθανάσιος συνελήφθη σε μάχη στην Αταλάντη και αποκεφαλίστηκε στη Χαλκίδα, ο Δημήτριος συνελήφθη στο Νεόκαστρο και απαγχονίστηκε. Την ίδια τύχη είχε και ο Γεώργιος. Ο Ιωάννης, ο οποίος είχε συμπαρασταθεί στον πατέρα του στη Χαλκιδική, έπεσε μαχόμενος στο Μανιάκι, δίπλα στον Παπαφλέσσα.
Έτσι θα τιμήσει η Χαλκιδική τη φετινή επέτειο
Αναλυτικά το πρόγραμμα για τον εορτασμό για την επέτειο Κήρυξης της Επανάστασης του 1821 στη Χαλκιδική, που θα εορτασθεί στον Πολύγυρο:
Πέμπτη 16 Μαΐου
– Από τις 7.00 το πρωί της 16ης Μαΐου και ως τη δύση του ηλίου της 18ης Μαΐου θα σημαιοστολιστούν όλα τα Δημόσια κτίρια, το Δημαρχείο της πόλης, τα κτίρια των Ν.Π.Δ.Δ. και Ν.Π.Ι.Δ., των Οργανισμών, των Τραπεζών, των εμπορικών και άλλων ιδιωτικών καταστημάτων, καθώς και τα σπίτια των κατοίκων της πρωτεύουσας. – Από τις 8.00 βράδυ της 16ης Μαΐου και μέχρι το πρώτο φως του Σαββάτου 18 Μαΐου θα φωταγωγηθούν όλα τα Δημόσια κτίρια, το Δημαρχείο, τα κτίρια των Ν.Π.Δ.Δ. και Ν.Π.Ι.Δ., των Οργανισμών και των Τραπεζών της πρωτεύουσας.
Παρασκευή 17 Μαΐου
– Στις 7.00 το πρωί θα σημάνουν χαρμόσυνα οι καμπάνες του Μητροπολιτικού Ι. Ναού Αγίου Νικολάου. Αρχιερατική Θεία Λειτουργία. – Στις 9.30 η Φιλαρμονική του Δήμου Πολυγύρου θα περάσει από τους δρόμους της πόλης, παιανίζοντας θριαμβευτικά εμβατήρια. – Στις 10.30 θα τελεσθεί στον Μητροπολιτικό Ι. Ναό Αγίου Νικολάου επίσημη Δοξολογία, στην οποία θα χοροστατήσει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κασσανδρείας, Σεβασμιώτατος, κ.κ. Νικόδημος. – Ο πανηγυρικός της ημέρας θα εκφωνηθεί από εκπαιδευτικό του ΕΠΑΛ Πολυγύρου, Ιωάννη Βασιλάκη. – Στις 11.15 θα πραγματοποιηθεί Επιμνημόσυνη Δέηση στο χώρο του Μνημείου των Ηρώων και αμέσως μετά θα ακολουθήσει η κατάθεση στεφάνων – Στη συνέχεια θα τηρηθεί ενός λεπτού σιγή στη μνήμη αυτών που έπεσαν για την πατρίδα και θα ακολουθήσει η ανάκρουση του Εθνικού μας Ύμνου. – Στις 11.30 θα διεξαχθεί η παρέλαση των μαθητών στην κεντρική οδό της πόλης, μπροστά από τους εκπροσώπους της εκκλησίας, της πολιτείας, της Τ. Α., των φορέων της πόλης και των κατοίκων της.
Πηγές:
Η Ελληνική Επανάσταση στη Χαλκιδική Η εποποιία του Εμμανουήλ Παπά (1821) Αθανάσιος Η. Γκάντος
Η Επανάσταση του 1821 στη Χαλκιδική και ο Εμμανουήλ Παπάς – Φάρος του Θερμαϊκού
1821-2021 200 χρόνια μετά την επανάσταση