Λίγο πριν τα 50 άφησε τη Θεσσαλονίκη κι έγινε ο προστάτης 17 κατοίκων σε χωριό της Δράμας

Ο Μιχάλης Σταυρίδης εξηγεί στην parallaxi πως αποφάσισε μαζί με την οικογένειά του να τα παρατήσει όλα και να μετακομίσει σε ένα ακριτικό ορεινό χωριό. Την Πρασινάδα.

Θωμάς Καλέσης
λίγο-πριν-τα-50-άφησε-τη-θεσσαλονίκη-κι-έ-1396662
Θωμάς Καλέσης

Δεν είναι μια εύκολη απόφαση. Για τους περισσότερους ανθρώπους η μετεγκατάσταση από ένα αστικό κέντρο σε ένα μικρό χωριό της περιφέρειας θέλει μπόλικη σκέψη, αρκετή συζήτηση με κοντινά πρόσωπα κι ένα ζύγισμα καταστάσεων για το τι θέλεις τελικά από τη ζωή σου.

Ειδικά τώρα που ολόκληρες κοινότητες ή μικρά γραφικά χωριουδάκια δείχνουν μαραζώνουν από την εγκατάλειψη του κεντρικού κράτους, από την πλήρη απουσία της Πολιτείας.

Από την άλλη βέβαια υπάρχουν και αυτοί που δεν χρειάστηκε να το πολυσκεφτούν. Που χρειάστηκαν μόνο πέντε δευτερόλεπτα σκέψης και πέρασαν αμέσως στην πράξη. Βλέπετε στη ζωή καμιά φορά παίζουν πιο σημαντικό ρόλο, ο αυθορμητισμός, το ένστικτο. Να κάνεις τελικά, αυτό που πραγματικά θέλεις και αποζητά η ψυχούλα σου.

Όπως για παράδειγμα ο Μιχάλης Σταυρίδης. Ένας άνθρωπος, ο οποίος στην αρχή της υγειονομικής κρίσης το 2020, όντας 49 ετών, αποφάσισε να κάνει το μεγάλο βήμα. Να αφήσει πίσω την πολύβουη Θεσσαλονίκη, να αφήσει μια καλή δουλειά με την οποία μέχρι τότε ασχολούνταν στον κλάδο του εμπορίου, το διαμέρισμά του στο κέντρο της πόλης, να πάρει την οικογένειά του (τη σύζυγό του Ζέτα Εμμανουηλίδου και το παιδί του) και να μετακομίσει στην Πρασινάδα. Ένα ορεινό χωριό της Δράμας, το οποίο απαριθμεί σήμερα 17 μόνιμους κατοίκους. Στην πλειοψηφία τους άνω των 80 ετών.

Ο Μιχάλης Σταυρίδης και η Ζέτα Εμμανουηλίδου στην Πρασινάδα Δράμας

«Πριν πάρουμε την οριστική απόφαση, είχα κάνει μία απλή νύξη στη σύζυγό μου να μετακομίσουμε στην επαρχία, όμως ούτε πίεσα την κατάσταση, ούτε τίποτα. Έτσι, φτάσαμε στο 2020 όταν η ίδια τελικά μου ζήτησε να ζήσουμε κάπου πολύ καλύτερα. Να βελτιώσουμε την ποιότητα της ζωής μας.

Ήδη ο κορονοϊός και οι απανωτές καραντίνες είχαν επηρεάσει την επαγγελματική μου δραστηριότητα και καθημερινά βυθιζόμουν στο άγχος και στο στρες. Πολλές φορές δεν ήξερα που πατούσα και που βρισκόμουν. Έμοιαζα να έχω χάσει τον εαυτό μου. Έτσι, δεν χρειάστηκε να πούμε περισσότερα. Τα μαζέψαμε άρον – άρον και ήρθαμε εδώ. Στο χωριό που γεννήθηκα. Στην ορεινή Πρασινάδα», τονίζει αρχικά στην parallaxi ο ίδιος.

Η απόφαση δείχνει μάλλον να δικαίωσε τόσο τον ίδιο, όσο και την οικογένειά του. Πλέον ο Μιχάλης, είναι ο άνθρωπος προστάτης του χωριού. Κύρια ασχολία για τους περισσότερους μήνες του χρόνου, αποτελεί η υλοτομία, ενώ κάποιες άλλες ημέρες απασχολείται ως υπεύθυνος συντήρησης στα φράγματα του ποταμού Νέστου. Ωστόσο, ως ο μικρότερος σε ηλικία άνδρας του μικρού χωριού, προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια χρειαστεί. Μια χείρα βοηθείας σε όσους το έχουν ανάγκη.

«Δεν μου είναι κόπος. Με χαροποιεί ιδιαίτερα το να μπορώ να προσφέρω στον τόπο μου σε όσους με χρειάζονται. Και κάνω ό,τι μπορώ. Επισκευάζω πλυντήρια, φτιάχνω ψυγεία, κρατάω καθημερινά το εντευκτήριο του ποντιακού μας συλλόγου και κάνω καθημερινά καφέ για τουλάχιστον δύο άτομα, αλλά και για κάθε επισκέπτη που περνάει από το χωριό και χρειάζεται κάτι. Δεν λέω πως όλα είναι εύκολα. Κάποιες φορές έχω χρειαστεί να κάνω και το… ασθενοφόρο. Σωματικά μοιάζει κουραστικό, όταν όμως είσαι κοντά στη φύση, όταν σηκώνεσαι το πρωί και ανασαίνεις τον καθαρό αέρα, τα πάντα τα αντιμετωπίζεις με διαφορετικό τρόπο. Ακόμη και η κούραση είναι διαφορετική από αυτή που βιώνεις όταν ζεις σε ένα μεγάλο αστικό κέντρο», προσθέτει.

«Τα πάντα στο χωριό είναι διαφορετικά. Όπως διαφορετικές είναι και οι προτεραιότητες σου. Δουλεύεις στη γη, στον πρωτογενή τομέα, έρχεσαι καθημερινά σε επαφή με τη φύση. Και όταν όλα αυτά ολοκληρώνονται απολαμβάνεις διπλά τους καρπούς. Και αυτούς που βγαίνουν από τις καλλιέργειες και αυτούς που προέρχονται από τους κόπους σου. Είναι σημαντικό να μπορείς να ξεχωρίσεις το άγχος που προέρχεται για να το αν θα πάρεις πράγματα παραγωγής σου από αυτό του να στηθείς σε μια ουρά ενός σούπερ – μάρκετ για να περιμένεις πότε θα έρθει η σειρά σου.

Στη μια περίπτωση το άγχος είναι δημιουργικό. Στην άλλη είναι απλά ενός σκότωμα χρόνου χωρίς σταματημό. Γιατί όταν θα φύγεις από το σούπερ – μάρκετ, θα πας να στριμωχτείς σε ένα λεωφορείο κι έπειτα πίσω από ένα γκισέ για να πληρώσεις τους λογαριασμούς σου. Τώρα που πλέον απολαμβάνει και η οικογένειά μου τη ζωή στο χωριό, δεν αλλάζω με τίποτα αυτόν τον τρόπο ζωής και προτρέπω και άλλους να το ακολουθήσουν.

Όσους μπορούν. Ασφαλώς και όπως προείπα, τίποτα δεν είναι εύκολο. Ούτε σου έρχονται ουρανοκατέβατα τα πράγματα. Οι μετακινήσεις σε κακοτράχαλους δρόμους, η έλλειψη βασικών υπηρεσιών, ακόμη και η απουσία ανθρώπων της ηλικίας σου, είναι ζητήματα που πρέπει να τα δουλέψεις.  Όμως η ποιότητα της ζωής εδώ, είναι κάτι που δεν ανταλλάσσεται με τίποτα» συμπληρώνει και ακούγεται πράγματι γεμάτος.

Πάντως ανάμεσα στις δυσκολίες που αντιμετώπισε μέχρι να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, δεν αφορούσε άμεσα τον ίδιο, αλλά την μικρή του κόρη και την καθημερινή της μετάβαση στο σχολείο. «Η αλήθεια είναι ότι χρειάζεται να κάνει καθημερινά περίπου 40 χιλιόμετρα πήγαινε – έλα με ταξί που ναυλώνει η Περιφέρεια προκειμένου να πάει σχολείο στη Χρυσούπολη. Δεν λέω ότι είναι εύκολο, όμως θα σου πω και αυτό. Ότι μιλάμε για ένα παιδί διαφορετικό. Στη Θεσσαλονίκη, ήταν κορίτσι εσωστρεφές, κλειστό χωρίς πολλές – πολλές κουβέντες.

Τώρα μιλάμε για ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο. Μιλάμε για ένα παιδί κοινωνικό, μια μασκότ του χωριού αν χρειάζεται να το χαρακτηρίσω κάπως. Και φυσικά και η ίδια δεν θέλει με τίποτα να φύγει από εδώ. Η καθημερινή της επαφή με τη φύση, οι βόλτες μας στο δάσος, την έχουν αλλάξει εντελώς. Φυσικά και δεν θα έλεγα όχι στο να έρθει και κάποιο άλλο παιδί για να κάνουν παρέα, ωστόσο είναι γεγονός πως αν τη ρωτήσεις και η ίδια θα σου πει ότι δεν θα ήθελε να επιστρέψει πίσω στη Θεσσαλονίκη. Σε μια πόλη που δεν βρίσκεις μια αλάνα να μπορέσεις να αφήσεις το παιδί να  παίξει».

Ο ίδιος όμως; Θα σκεφτόταν ποτέ ξανά να επιστρέψει σε ένα μεγάλο αστικό κέντρο; Στην παλιά του ζωή; Όχι, με τίποτα δεν θα επέστρεφα σε αυτό το χάος. Σε αυτό το άγχος, στο στρες, στην αγωνία της καθημερινότητας. Στον χαμένο ποιοτικό χρόνο της ζωής μόνο και μόνο για να πάρεις ένα αλεύρι κι ένα γάλα. Εδώ, οι ρυθμοί είναι διαφορετικοί, ναι, αλλά τους κανονίζεις εσύ ανάλογα με τις ανάγκες σου. Και ειλικρινά δεν μας λείπει τίποτα. Τίποτα απολύτως».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα