Ο κ. Θανάσης έχασε το σπίτι του στον σεισμό και το κοντέινερ που ζούσε στις πλημμύρες
«Μου είπαν να πάω σε ξενοδοχείο. Ποιος όμως αφήνει το σπίτι του; Θέλω μόνο έναν κήπο, να βάλω λουλούδια, να τα κάνω όλα όπως ήταν πριν...»
Ηταν 3.15 το βράδυ όταν ο Θανάσης Λόης ξύπνησε από έναν θόρυβο. Στην αρχή, μέσα στο σκοτάδι, δεν μπορούσε να καταλάβει τι το ασυνήθιστο συνέβαινε μέσα στο μικροσκοπικό του κοντέινερ. Ενστικτωδώς, έκανε την κίνηση να σηκωθεί από το κρεβάτι. Αντί όμως τα πόδια του να ακουμπήσουν στο πάτωμα, βυθίστηκαν στο νερό.
«Η στάθμη έφτανε μέχρι το γόνατο. Κατάλαβα αμέσως τι έχει γίνει. Εκείνη τη στιγμή δεν σκέφτηκα να πάρω μαζί μου τίποτα, ήθελα μόνο να βγω έξω. Πήγα να ανοίξω την πόρτα, αλλά δεν μπορούσα, το νερό απέξω δημιουργούσε αντίσταση. Για λίγα λεπτά ήμουν εγκλωβισμένος. Εβαλα όλη μου τη δύναμη και κατάφερα να ανοίξω την πόρτα. Το νερό έξω είχε φτάσει στο 1,5 μέτρο. Αρχισα να χτυπάω στα άλλα κοντέινερ και φώναξα στη γειτόνισσά μου «σήκω, πνιγόμαστε»! Εψαχνα να βρω το σκυλάκι μου, τον Ρεξ, αλλά ήταν αδύνατο να τον εντοπίσω». Λίγη ώρα αργότερα το κοντέινερ που φιλοξενούσε τα τελευταία 2,5 χρόνια τον κύριο Λόη θα αναποδογύριζε, παραδίνοντας όλα του τα υπάρχοντα στη λάσπη και στα ορμητικά νερά. Ενα ενιαίο δωμάτιο με μια κουζίνα και ένα μπάνιο, «φοιτητικό» όπως το αποκαλούσε ο ίδιος στα 68 του χρόνια, με έναν αυτοσχέδιο κήπο στο πίσω του μέρος. Κι όμως, ήταν το σπίτι του.
«Εδώ στην Πηνειάδα ήμουν χαρούμενος, είναι ένα μέρος με κόσμο, με ζωή. Ηρθα στο πατρικό μου σπίτι, που ήταν άδειο. Ασχολήθηκα με την αυλή, είχα τα κηπευτικά μου, τα ζώα μου… Είχα φτιάξει μια μικρή φάρμα. Τα έχασα όμως όλα στον σεισμό της Ελασσόνας, τον Μάρτιο του 2021».
Ο κύριος Λόης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πηνειάδα. Οταν τελείωσε το σχολείο, έφυγε στην Αθήνα για σπουδές. Εργάστηκε ως αστυνομικός για 24 χρόνια. Το 2009, όταν πλέον συνταξιοδοτήθηκε, αποφάσισε να επιστρέψει πίσω στο χωριό του και να ασχοληθεί με την ξυλογλυπτική.
«Το μόνο που δεν ήθελα ήταν να μένω σ’ ένα διαμέρισμα και να βλέπω τηλεόραση. Εδώ στην Πηνειάδα ήμουν χαρούμενος, είναι ένα μέρος με κόσμο, με ζωή. Ηρθα στο πατρικό μου σπίτι, που ήταν άδειο. Ασχολήθηκα με την αυλή, είχα τα κηπευτικά μου, τα ζώα μου… Είχα φτιάξει μια μικρή φάρμα, έβαλα σε αυτήν μέχρι και πτηνά, ορτύκια, φασιανούς, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Τα έχασα όμως όλα στον σεισμό της Ελασσόνας, τον Μάρτιο του 2021».
Ηταν 3 του μήνα, νωρίς το μεσημέρι, και ο κύριος Λόης έκανε όπως κάθε μέρα εργασίες στον κήπο, όταν η γη άρχισε να κουνιέται. Μπροστά στα μάτια του είδε ένα πετρόχτιστο κτίσμα απέναντι από το σπίτι του να γκρεμίζεται. «Τρομοκρατήθηκα και μόνο από την εικόνα. Το δικό μου το σπίτι δεν γκρεμίστηκε, οι ζημιές όμως ήταν τεράστιες. Για έναν μήνα δεν είχα πού να κοιμηθώ, κάποια βράδια έμεινα έξω, στην αυλή. Ακόμα θυμάμαι το κρύο και την υγρασία, ήταν ανυπόφορα. Φιλοξενήθηκα από εδώ και από εκεί, μέχρι που μας έφεραν τα κοντέινερ». Tο επίκεντρο του σεισμού ήταν 10 χιλιόμετρα δυτικά του Τυρνάβου και, σύμφωνα με το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, το μέγεθός του ήταν 6 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ.
«Το σπίτι κρίθηκε επισκευάσιμο αλλά μη κατοικίσιμο. Το κόστος της επισκευής είναι τεράστιο, όπως τεράστια είναι και η γραφειοκρατία για την αποζημίωση».
Αρχικά ο κ. Λόης πίστεψε πως θα μπορούσε να ξαναφτιάξει το σπίτι του. «Το σπίτι κρίθηκε επισκευάσιμο αλλά μη κατοικίσιμο. Το κόστος της επισκευής είναι τεράστιο, όπως τεράστια είναι και η γραφειοκρατία για την αποζημίωση. Ισως να μπορέσουν να το φτιάξουν και να το χαρούν κάποια στιγμή τα παιδιά μου, για εμένα όμως αυτό είναι ένα όνειρο που έχω εγκαταλείψει». Μαζί με το δικό του σπίτι άλλα 14 κρίθηκαν μη κατοικήσιμα, ενώ άλλα 4 γκρεμίστηκαν. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους που έμειναν ξαφνικά άστεγοι έφυγαν για τα Τρίκαλα και τη Λάρισα. Ο κύριος Λόης μαζί με άλλες 3 οικογένειες αποφάσισαν να παραμείνουν στο χωριό. Τους έφεραν τα κοντέινερ.
«Οι αγρότες που είχαν 200 και 300 στρέμματα με καλαμπόκια και βαμβάκι περίμεναν τη συγκομιδή τους. Τι θα κάνουν; Πώς θα ζήσουν αυτοί οι άνθρωποι; Πώς θα πληρώσουν; Ερχεται και χειμώνας».
«Ζούσαμε λίγο έξω από το χωριό, δίπλα στην παιδική χαρά. Είπα τότε στον εαυτό μου πως θα παραμείνω δυνατός, πως δεν θα το αφήσω να με πάρει από κάτω. Προσπάθησα να μείνω απασχολημένος, καταπιάστηκα πάλι με τα κηπευτικά. Πίσω από τα κοντέινερ έφτιαξα έναν χώρο σαν πάρκο, έκανα ένα κηπάκι, στόλισα περίπου 70 γλάστρες. Να τα βλέπει ο κόσμος να χαίρεται. Αν δεν ασχοληθείς με κάτι, τότε δεν περνάει η ώρα σου. Το να πάω να ζήσω με τα παιδιά μου δεν μου πέρασε καν από το μυαλό. Η κόρη μου είναι στην Αθήνα και ο γιος μου στη Λάρισα, όταν όμως είσαι φιλοξενούμενος για πάνω από μία μέρα, τότε γίνεσαι βάρος, και εγώ αυτό δεν το θέλω».
«Θέλω μόνο έναν κήπο, να βάλω λουλούδια και να τα κάνω όλα όπως ήταν πριν»
Η πλημμύρα εξαφάνισε από το οπτικό πεδίο των κατοίκων το μισό χωριό, καθώς κάλυψε μέχρι και τα κεραμίδια των σπιτιών τους. Τις πρώτες μέρες δεν είχαν ούτε νερό, ενώ εξακολουθούν να μην έχουν ρεύμα. Εκατόν ογδόντα άτομα συγκεντρώθηκαν στο σχολείο και στην εκκλησία, ενώ ελικόπτερα τους έφερναν νερά και ξηρά τροφή. «Το πρώτο πρωινό τα είχα χαμένα. Δεν με ένοιαζε τόσο για τα πράγματα που έχασα, αλλά ανησυχούσα υπερβολικά για τον Ρεξ. Είναι η μασκότ του χωριού. Τον έχω μαζί μου 5,5 χρόνια, απ’ όταν ήταν κουτάβι. Είχα και άλλα σκυλιά στο παρελθόν, κανένα όμως δεν ήταν τόσο πιστό, είναι πάντα δίπλα μου. Το βράδυ της πλημμύρας τον έχασα, δεν ήξερα πού έχει πάει. Ηρθε μόνος του το πρωί και με βρήκε. Είμαστε και πάλι μαζί, χωρίς σπίτι για δεύτερη φορά».
Ο κύριος Λόης βλέπει πως η επόμενη μέρα θα είναι δύσκολη όχι μόνο για αυτόν, αλλά και για τους συγχωριανούς του. Οπως λέει στην «Κ», το 95% της αγροτικής παραγωγής έχει καταστραφεί, το ίδιο και ο γεωργικός εξοπλισμός. «Είδαμε μηχανήματα 3 τόνων να τα παίρνει η πλημμύρα. Οι αγρότες που είχαν 200 και 300 στρέμματα με καλαμπόκια και βαμβάκι περίμεναν τη συγκομιδή τους. Τι θα κάνουν; Πώς θα ζήσουν αυτοί οι άνθρωποι; Πώς θα πληρώσουν; Ερχεται και χειμώνας». Σε πιο άμεσα ζητήματα, η μυρωδιά όπως λέει είναι ανυπόφορη στην περιοχή, ενώ το νερό αποτελεί ακόμα πρόβλημα. «Μυρίζει πετρέλαιο και υγραέριο… Και μπορεί οι βρύσες να έχουν τρεχούμενο νερό, είναι όμως τόσο βρόμικο που κανείς δεν τολμάει ούτε να πλυθεί με αυτό. Ρεύμα ακόμα δεν έχουμε. Φορτίζουμε τα κινητά στα αυτοκίνητα».
Ενώ σιγά σιγά οι κάτοικοι επιστρέφουν διστακτικά στα σπίτια τους και προσπαθούν να διαχειριστούν τις ζημιές τους, ο κύριος Λόης, που δεν έχει πού να επιστρέψει, παραμένει στο σχολείο. «Με ρώτησαν αν θέλω να με πάνε σε ένα ξενοδοχείο στα Τρίκαλα. Ποιος όμως αφήνει το σπίτι του; Εμένα εδώ είναι το σπίτι μου. Θέλω μόνο έναν κήπο, να βάλω λουλούδια και να τα κάνω όλα όπως ήταν πριν».
ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ / Συνέντευξη στην Μαρίνα Καρπόζηλου