Ο Θεσσαλονικιός λεγεωνάριος που συνόδευσε τον Καραμανλή για την ιστορική πτήση προς τη Μεταπολίτευση
Στα 93 του χρόνια σήμερα, ο Παναγιώτης Μπογδάνος θυμάται σαν χθες εκείνη την ημέρα και καταθέτει τις αναμνήσεις του μέσα από μια αφήγηση-ποταμό
Ιούλιος 1974. Στην Αθήνα η επτάχρονη δικτατορία της 21ης Απριλίου καταρρέει υπό το βάρος της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο έχοντας προηγουμένως κηρύξει γενική επιστράτευση. Περίπου 3.000 χλμ μακρύτερα, στο Παρίσι, πολλοί Έλληνες περνούν το κατώφλι της ελληνικής πρεσβείας για να παρουσιαστούν.
Ο οδηγός της πρεσβείας Παναγιώτης Μπογδάνος είναι ήδη υπ’ ατμόν σχεδόν τρία μερόνυχτα, όταν ο πρέσβης του λέει να πάρει μερικές ανάσες και να ξεκουραστεί. Ο 44χρονος πρώην λεγεωνάριος όμως δεν πτοείται από την κούραση και την πίεση των ημερών. Προτιμά να βγει απλώς μια βόλτα στο Παρίσι προτού επιστρέψει και πάλι στα καθήκοντά του. Τότε δεν γνώριζε ακόμη πως εκείνη η μέρα επρόκειτο να είναι μακρά αφού λίγες ώρες αργότερα θα συνόδευε με το αυτοκίνητο της πρεσβείας τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στο αεροδρόμιο για την ιστορική πτήση προς την Αθήνα, όπου λίγες ώρες αργότερα θα άνοιγε το κεφάλαιο της Μεταπολίτευσης για την Ελλάδα.
Στα 93 του χρόνια σήμερα, ο Παναγιώτης Μπογδάνος θυμάται σαν χθες εκείνη την ημέρα και καταθέτει τις αναμνήσεις του μέσα από μια αφήγηση-ποταμό στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων. «Με φωνάζει εκείνη τη μέρα ο πρέσβης και μου λέει να πάρω ρεπό. Επειδή είχαμε την επιστράτευση, ερχόντουσαν πολλοί Έλληνες για να παρουσιαστούν κι είχα να κοιμηθώ σχεδόν τρία μερόνυχτα. Του είπα ότι προτιμώ να βγω έξω, να πάρω αέρα, γιατί ήξερα πως αν ήμουν μέσα δεν θα με άφηναν ήσυχο. Συμφώνησε και μου ζήτησε να πάω μέχρι το αεροδρόμιο, στο Ορλύ, για να πάρω ένα δεματάκι γι’ αυτόν. Πήγα, το πήρα και μετά κάθισα να πιω μια μπύρα προτού επιστρέψω» εξιστορεί ο 93χρονος, τον οποίο το ΑΠΕ-ΜΠΕ συνάντησε σε εκδήλωση του Γενικού Προξενείου της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη για τη 14η Ιουλίου, φορώντας ένα κατάφορτο με παράσημα από τη θητεία του στη Λεγεώνα των Ξένων σακάκι.
Όταν γύρισε στην πρεσβεία, ο Γάλλος κλητήρας τού είπε να τηλεφωνήσει αμέσως στον πρέσβη που τον έψαχνε. «Παίρνω τον πρέσβη και μού λέει: “Το αυτοκίνητο έχει βενζίνη”; “Έχει”, απάντησα. “Το σπίτι του Καραμανλή το ξέρεις”; “Το ξέρω”, είπα». Προτού καλά καλά αφήσει το ακουστικό, το τηλέφωνο χτυπά κι αυτή τη φορά στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. «Οι γραμμές για την Ελλάδα ήταν κομμένες κι έπρεπε εμείς να δώσουμε το “οκ” στο τηλεφωνικό κέντρο (priorité état/κυβερνητική προτεραιότητα). Τη στιγμή εκείνη μπαίνει ο πρώτος σύμβουλος, ο κύριος Παπούλιας. Παίρνει το ακουστικό, μιλάει με τον Καραμανλή για λίγο και μόλις έκλεισε, μου λέει: “ανεβαίνω πάνω για λίγο κι ετοιμάσου να φύγουμε”. Έτσι κι έγινε. Μόλις μπήκαμε στο αυτοκίνητο, τον ρωτάω: “να βάλουμε τη σημαία;”. Μου απάντησε: “ναι, να τη βάλεις, πάμε να πάρουμε τον πρόεδρο”. Μετά ήρθε όμως ο πρέσβης και μου λέει: “Παναγιώτη μην τη βάζεις γιατί πρώτα απ’ όλα είμαστε καθυστερημένοι και δεύτερον για να μην δώσουμε στόχο στους δημοσιογράφους”».
Οι δημοσιογράφοι βέβαια είχαν ήδη κατακλύσει την περιοχή όπου έμενε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αφού οι εξελίξεις στην Ελλάδα ήταν καταιγιστικές. «Όταν φτάσαμε στο σπίτι του Καραμανλή, από τον έκτο όροφο ώς κάτω στον δρόμο είχαν έρθει δημοσιογράφοι από παντού» περιγράφει ο Παναγιώτης Μπογδάνος. «Ο Καραμανλής», συνεχίζει, «μπήκε στο αυτοκίνητο και κάθισε μπροστά, δίπλα μου. Πίσω καθόντουσαν ο πρέσβης και ο πρώτος σύμβουλος, ο κύριος Παπούλιας, κι ένα ακόμη άτομο. Σε όλη τη διαδρομή είχαμε από πλάι τους δημοσιογράφους με τις μοτοσικλέτες να μας ακολουθούν. Ο Καραμανλής ήταν σε όλη τη διαδρομή σιωπηλός, σκεφτόταν προφανώς όλα αυτά που συνέβαιναν. Φτάσαμε στο αεροδρόμιο πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι μας περίμεναν και η αίθουσα των επισήμων ήταν κλειστή. Ο Καραμανλής βγήκε από το αυτοκίνητο και περπατούσε πάνω-κάτω κι εγώ από πίσω. Η αστυνομία αντιλήφθηκε τι συνέβαινε από τα φλας των δημοσιογράφων κι αμέσως άνοιξε την αίθουσα. Ο Καραμανλής έκανε τις συνεννοήσεις με τον πρώτο σύμβουλο αφού ο πρέσβης ήταν της επταετίας. Κάποια στιγμή ήρθαν και ζήτησαν κάποιον εκπρόσωπο της πρεσβείας για τον έλεγχο ασφαλείας του αεροπλάνου. Καθώς δεν υπήρχε άλλος, ο πρώτος σύμβουλος μού ζήτησε να πάω εγώ, αλλά μου είπε να υπογράφω μόνο μετά τον Γάλλο ειδικό. Αυτό έκανα. Ο Γάλλος μού εξηγούσε διάφορα πράγματα και αφού υπέγραφε, υπέγραφα κι εγώ. Αφού έγινε ο έλεγχος και είχε έρθει και ο (Τάκης) Λαμπρίας που τον είχε καλέσει ο Καραμανλής, το αεροπλάνο αναχώρησε».
Ο Παναγιώτης Μπογδάνος λίγο μετά την αναχώρηση επέστρεψε στην πρεσβεία και ενημέρωσε το υπουργείο για την ώρα αναχώρησης και τον τύπο του αεροσκάφους, το οποίο είχε διαθέσει ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν για την άμεση επιστροφή του Καραμανλή, ο οποίος αφίχθη στο αεροδρόμιο του Ελληνικού στις 2 το πρωί της 24ης Ιουλίου κι έγινε δεκτός από ένα τεράστιο πλήθος πολιτών.
Με την κατάρρευση της χούντας άρχισαν να καταρρέουν και τα σύμβολά της. Μια τέτοια σκηνή περιγράφει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μπογδάνος, κλείνοντας το κεφάλαιο αυτό της πολυκύμαντης, όπως θα αφηγηθεί στη συνέχεια, ζωής του. «Στην πρεσβεία είχαμε μια μεγάλη εικόνα, ένα σήμα της επταετίας. Ο πρέσβης, αφού γυρίσαμε από το αεροδρόμιο, μού είπε: “Παναγιώτη, αυτό θα το βγάλεις και θα το σπάσεις”. Το έβγαλα και το άφησα έξω στην αυλή. Το πρωί έρχεται ένας που ήταν της ΚΥΠ και με ρωτάει πού είναι το σήμα. Του λέω πως είναι έξω στην αυλή κι έχω εντολή από τον πρέσβη να το κάνω κομμάτια. Παρεξηγήθηκε λιγάκι, τα έβαλε μαζί μου αλλά μετά γίναμε φίλοι».
Από ανθρακωρύχος στο Βέλγιο, στις τάξεις της Λεγεώνας των Ξένων
Ο Παναγιώτης Μπογδάνος είναι «Θεσσαλονικιός, μπαγιάτης» και πήρε τον δρόμο για την ξενιτιά εξαιτίας μιας ερωτικής απογοήτευσης. Πρώτος σταθμός ήταν το Βέλγιο, όπου δούλεψε στα ανθρακωρυχεία. «Η δουλειά εκεί ήταν σκληρή. Άκουγα τότε για τη Λεγεώνα (των Ξένων) αλλά δεν ήξερα ότι είχε πόλεμο. Όταν πήγα και παρουσιάστηκα, μου είπαν ότι πρέπει να κάνεις πέντε χρόνια στη Λεγεώνα και πως ήταν δύσκολα. Τους είπα πως δεν με ενδιαφέρει κι ότι θέλω να δουλέψω. Νόμιζα ότι ήταν δουλειά, δεν ήξερα ότι ήταν πόλεμος» εξομολογείται και περιγράφει πώς βρέθηκε να πολεμά στην Αλγερία.
«Πήγα στη Λεγεώνα το 1957. Είχα συμβόλαιο πέντε χρόνια. Τελείωσα το 1962. Από τη βόρεια Γαλλία όπου πήγα και αγκαζαρίστηκα, βρέθηκα στο Παρίσι -ήμουν 27 χρονών και βγήκα 32 από τη Λεγεώνα. Από το Παρίσι πήγαμε στη Μασσαλία και από τη Μασσαλία κατευθείαν στην Αλγερία. Εκεί μας έβαλαν σε διάφορα κέντρα εκπαίδευσης και μετά μας έβαλαν σε λόχους. Από εκεί και πέρα άρχισε ο αγώνας. Όταν πήγα ήταν ένας ακόμη Έλληνας, ο οποίος μου άνοιξε τα μάτια. “Αύριο θα περάσεις από τον διοικητή για να σου πει σε ποια διμοιρία θα είσαι. Πες του ότι στην Ελλάδα έκανες στο πυροβολικό”, μου είπε. Αυτός ήταν στο πυροβολικό και ήθελε να είμαστε μαζί, όπως κι έγινε. Πήγα εκεί και στην αρχή ήμασταν οι δυο μας. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα ήρθε καινούργιος υποδιοικητής. Ο λοχίας που είχαμε ήταν ένας Ιταλός και με ρώτησε αν θέλω να πάω οδηγός στον καινούργιο υποδιοικητή. Πήγα. Μετά αυτός έγινε ταμίας του συντάγματος και βγαίναμε έξω, όταν το σύνταγμα ήταν σε μάχες, να πάμε να τους πληρώσουμε όλους. Πάντοτε οι δυο μας. Αυτός, εγώ και η βαλίτσα με τα λεφτά για να πληρώσουμε όλο τον κόσμο. Μια μέρα, μου λέει: αν πέσουμε σε ενέδρα, μην σκεφτείς εμένα, να πάρεις τη βαλίτσα με τα λεφτά και να φύγεις. Αλλά ευτυχώς δεν είχαμε τέτοια πράγματα».
Οι μάχες όμως κάθε άλλο παρά εύκολες ήταν. «Είχαμε πολλές μάχες, πολλούς εχθρούς φυσικά. Μερικές φορές είχαμε ενέδρες, αλλά στήναμε κι εμείς ενέδρες. Στην Αλγερία όπου πολέμησα, τραυματίστηκα γιατί έπιασα έναν αντάρτη οπλισμένο κι εγώ πήγαινα για μπάνιο, ήμουν με το μαγιό, άοπλος. Αυτός με το περίστροφο στα χέρια. Κατόρθωσα και τον έπιασα, κάτι που δεν το περίμενε. Τον χτύπησα βέβαια για να τον αφοπλίσω. Περάσαμε κι άλλα, πολλά. Περνούσαμε μέσα από πολυβόλα και δεν είχαμε πού να κρυφτούμε αλλά ευτυχώς βγήκα νικητής».
Αφού απολύθηκε, επέστρεψε στο Παρίσι, όπου πήρε και τη γαλλική υπηκοότητα, όπως και η γυναίκα του, μια Ελληνίδα από τη Θεσσαλονίκη, την οποία γνώρισε στο Παρίσι. Στην αρχή έπιασε δουλειά σε μια γαλλική εταιρεία μεταφορών και μετά δούλεψε στην ελληνική πρεσβεία, όπου έκανε τα πάντα: τον οδηγό, τον φύλακα, τον αρχειοφύλακα, τα πάντα! «Όταν παραιτήθηκα κι έφυγα προσέλαβαν τρία άτομα για να κάνουν τη δική μου δουλειά» λέει με υπερηφάνεια για τη σκληρή δουλειά που είχε καταβάλει. Στη συνέχεια έπιασε δουλειά στην ιαπωνική πρεσβεία. «Μπορώ να σας πω ότι εκεί πέρασα καλύτερα γιατί στην ελληνική ήταν τα κόμματα. Μάλιστα, ο Ιάπωνας πρέσβης ερχόταν σπίτι μου με την οικογένειά του για φαγητό και κρατήσαμε επαφή και μετέπειτα. Ακόμη θυμάμαι που με πήρε τηλέφωνο το 2004 για να με συγχαρεί όταν η Ελλάδα κατέκτησε το EURO στο ποδόσφαιρο» τονίζει.
Στην Ελλάδα γύρισε μετά τη συνταξιοδότησή του (το 1996) για τη μητέρα του, όπως εξομολογείται, αλλά το Παρίσι δεν το ξέχασε ποτέ. «Δυο και τρεις φορές τον χρόνο πηγαινοερχόμουν στη Γαλλία με το αυτοκίνητο. Έχω όμως να πάω τώρα πριν από τον κορονοϊό. Όμως θα ξαναπάω» λέει με ενθουσιασμό.
Σήμερα, ο Παναγιώτης Μπογδάνος ζει κυρίως στη Χαλκιδική, όπου μετακόμισε μετά τον θάνατο της συζύγου του, ωστόσο πηγαινοέρχεται συχνά στη Θεσσαλονίκη και ποτέ δεν λείπει από το καθιερωμένο ετήσιο μνημόσυνο στα Συμμαχικά Κοιμητήρια του Ζέιτενλικ, όπου ανελλιπώς καταθέτει στεφάνι.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ – ΜΠΕ / Σοφία Παπαδοπούλου