Συγγενείς θυμάτων Τεμπών: Κάνουν τα πάντα για να συγκαλύψουν το έγκλημα
Μιλά στην Parallaxi η Μαρία Καρυστιανού, που έχασε την 20χρονη κόρη της στο τραγικό πολύνεκρο δυστύχημα
Έχουν περάσει 8 μήνες από το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, όπου 57 άνθρωποι, οι περισσότεροι νέοι, έχασαν τη ζωή τους και δεκάδες άλλοι τραυματίστηκαν σοβαρά, σωματικά και ψυχικά, και ακόμα η ελληνική δικαιοσύνη βρίσκεται στο στάδιο της ανάκρισης και της διερεύνησης.
Το τραγικό δυστύχημα, που κυριολεκτικά συντάραξε τη χώρα και κινητοποίησε δεκάδες χιλιάδες πολίτες να βγουν στους δρόμους, ζητώντας δικαιοσύνη και τιμωρία των υπευθύνων, ακόμα ως υπόθεση παραμένει εγκλωβισμένη στα γρανάζια της άκαμπτης ελληνικής δικαιοσύνης.
Μόλις δύο από τους 15 άμεσα κατηγορούμενους, όλοι στελέχη των ελληνικών σιδηροδρόμων έχουν προφυλακιστεί, δηλαδή ο σταθμάρχης που εκτελούσε τη βάρδια την νύχτα της 28ης Φεβρουαρίου και ο επιθεωρητής σταθμάρχης. Όλοι οι υπόλοιποι έχουν αφεθεί ελεύθεροι και όπως αναφέρει η Μαρία Καρυστιανού, πρόεδρος του Συλλόγου Ατόμων Πληγέντων Δυστυχήματος Τεμπών 28-2-2023, «όχι μόνο αφέθηκαν ελεύθεροι αλλά γύρισαν και στις θέσεις τους, έχοντας τη δυνατότητα να συγκαλύψουν το έγκλημα».
Η Μαρία Καρυστιανού, που έχασε την 20χρονη κόρη της στο τραγικό πολύνεκρο δυστύχημα είναι κατηγορηματική: Από την 1η Μαρτίου κάνουν τα πάντα για να συγκαλύψουν το έγκλημα και να ξεχαστεί ως γεγονός. Εμείς όμως δεν ξεχνάμε και θα κάνουμε τα πάντα για να αποδοθεί δικαιοσύνη.
Κινητοποίηση ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης
Την Κυριακή 19 Νοεμβρίου ο «Σύλλογος Τέμπη 27-2-2023», μαζί με τον «Σύλλογο SOS Τροχαία Εγκλήματα», διοργανώνουν στις 12 το μεσημέρι, στην πλατεία Αριστοτέλους, κινητοποίηση ενημέρωσης για τους ανθρώπους – θύματα που έχουν χάσει της ζωή τους σε κάποιο τροχαίο δυστύχημα.
Η κινητοποίηση πραγματοποιείται με αφορμή την «Παγκόσμια Ημέρας Μνήμης Θυμάτων Τροχαίων Συγκρούσεων» και την διεκδίκηση δικαιοσύνης και όπως τονίζει η Μαρία Καρυστιανού, δυστυχώς η δικαιοσύνη σε πολλές περιπτώσεις, ακόμα και σε τραγωδίες όπως αυτή των Τεμπών, δεν λειτουργεί.
Αναφερόμενη ειδικά στην υπόθεση των Τεμπών, τονίζει πως όχι μόνο η απόδοση δικαιοσύνης αργεί, αλλά καταγράφεται και μία πιεστική διαδικασία συγκάλυψης του εγκλήματος.
«Η δικαιοσύνη για τα Τέμπη δεν λειτουργεί όπως πρέπει. Η ανάκριση δεν προχωρά, με αποτέλεσμα να χάνουμε πολύτιμα στοιχεία. Μας δημιουργούν εμπόδιο ώστε να μη δικαιωθούμε, υπάρχουν νόμοι που δεν εφαρμόζονται από τους εφαρμοστές των νόμων. Έχουν την εξουσία να κάνουν ότι θέλουν, δεν τους ελέγχει κανείς», τονίζει και αναφέρει ότι «δεν είναι μόνο οι ανακριτές και οι δικαστές αλλά και ο Άρειος Πάγος που κωφεύει και εθελοτυφλεί».
Θεωρεί ότι η δικαστική εξουσία δέχεται πολιτικές πιέσεις ώστε για την υπόθεση της τραγωδίας των Τεμπών να υπάρξει συγκάλυψη και οι υπεύθυνοι, σιδηροδρομικοί, στελέχη των εταιριών και των υπουργείων αλλά και οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι, να μείνουν στο απυρόβλητο.
Ασκούν πιέσεις στους ανακριτές
«Ασκείται μεγάλη πίεση στον ανακριτή. Οι θέσεις των διευθυντών είναι πολιτικές θέσεις. Όταν ο υπουργός τους έλεγε ότι δεν υπάρχουν λεφτά για την ασφάλεια και αυτοί το δεχόντουσαν, είναι κακούργημα. Πως επέτρεπε η Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων (ΡΑΣ) που είναι ο Ρυθμιστικός Φορέας για τις σιδηροδρομικές μεταφορές στην Ελλάδα, την λειτουργία αυτών των τρένων; Άνθρωποι έμπαιναν στα τρένα και όχι φρούτα και λαχανικά. Πως η διοίκηση της ΡΑΣ έπαιρνε το ρίσκο για τα δικά μας παιδιά και τώρα όλοι είναι χαλαροί και δεν τους έχει καλέσει καθόλου σε απολογία ο ανακριτής;» αναρωτιέται και καταγγέλλει ότι «υπάρχει συγκάλυψη σε έντονο βαθμό. Ξέραμε ότι θα είναι δύσκολο να πετύχουμε δικαιοσύνη, αλλά τόσο απροκάλυπτη συγκάλυψη, δεν το περιμέναμε. Υπάρχουν υπομνήματα που μπαίνουν στο συρτάρι».
«Γι αυτό το έγκλημα όλοι ξέρουμε ποιοι φταίνε, αλλά ο ο ανακριτής δεν μπορεί να τους βρει» τονίζει και αναφέρεται στο πόρισμα των Ευρωπαίων εισαγγελέων για το δυστύχημα των Τεμπών.
Στο συρτάρι της Βουλής το πόρισμα των ευρωπαίων εισαγγελέων
Μετά το δυστύχημα των Τεμπών, οι Ευρωπαίοι εισαγγελείς ξεκίνησαν και ολοκλήρωσαν έρευνα για την υπόθεση της περιβόητης σύμβασης 717 για την τηλεδιοίκηση στον ΟΣΕ, έργο για το οποίο η Ελλάδα πήρε χρηματοδότηση σε ποσοστό 85% από κοινοτικά κονδύλια.
Τα συμπεράσματα της έρευνας αποτυπώθηκαν σε ένα πόρισμα, ένα σχέδιο κατηγορητηρίου,1 06 σελίδων, στο οποίο ως ύποπτοι αναφέρονται δυο πολιτικά πρόσωπα και 26 μη πολιτικά πρόσωπα. Παρότι η απολογία των μη πολιτικών προσώπων έχει προχωρήσει τα πολιτικά πρόσωπα που αναφέρονται ως ύποπτοι τέλεσης του αδικήματος της παράβασης καθήκοντος και της απιστίας εις βάρος της ΕΕ, παραμένουν προστατευμένα στη σκιά της υπόθεσης.
«Έρχεται η Ευρώπη με μία δικογραφία – έκθεση μετά από 3-4 μήνες και κατονομάζει του υπαίτιους για το οικονομικό έγκλημα για το σύστημα τηλεδιοίκησης, το οποίο οδήγησε στο να μη λειτουργεί η ασφάλεια, και το κάνει η Ευρώπη, και εμείς εδώ ακόμη ψάχνουμε το πλημμέλημα. Αυτό το πόρισμα είναι από τον Μάιο στη Βουλή και κάθεται και τώρα αναμένουμε να βγει με την εξεταστική επιτροπή που ζήτησε ο Ν. Ανδρουλάκης» τονίζει η Μ. Καρυστιανού και επισημαίνει πως «η ελληνική δικαιοσύνη δεν έχει ασχοληθεί με το εν λόγω πόρισμα αλλά ούτε και ο ανακριτής κ. Μπακαίμης το έχει ζητήσει».
Το δυστύχημα ήταν δολοφονία με δόλο διότι γνώριζαν για τον κίνδυνο.
Σε ότι αφορά την δικαστική διαδικασία, τονίζει πως «το σύστημα ασχολήθηκε με την υπόθεση των Τεμπών μόλις 30 ημέρες».
«Μετά έγινε και γίνεται προσπάθεια να το ξεχάσουμε. Αλλά δεν ξεχνάμε ότι συγκρούστηκαν μετωπικά δύο τρένα και σκοτώθηκαν 57 άνθρωποι και άλλοι πόσοι είναι ακόμα σοβαρά τραυματισμένοι σωματικά και ψυχικά. Δεν το ξεχνάμε όσο και να θέλουν», αναφέρει και σημειώνει πως «νομικά περιμένουμε ακόμα να πειστούν, ότι δεν υπήρχε καμία ασφάλεια των τρένων. Χωρίς συντηρήσεις και με πολλά προβλήματα. Και θεωρούσαν φυσιολογικό να αλλάζουν πορεία αυτών των τρένων τρεις φορές την ημέρα, χωρίς να υπάρχει κανένα σύστημα ασφάλειας. Μιλάμε για 4 δρομολόγια και 1000 ανθρώπους που χρησιμοποιούσαν τα τρένα. Τόσα χρόνια όλοι αυτοί εκτίθενται στον κίνδυνο να γίνει ατύχημα και να πεθάνουν. Το δυστύχημα ήταν δολοφονία με δόλο διότι γνώριζαν για τον κίνδυνο. Και όταν το κάνεις κατ’ εξακολούθηση, αυτό είναι κακούργημα και όχι πλημμέλημα».
Αν ζούσα σε άλλη χώρα και είχα αυτή τη δυνατότητα η κόρη μου θα ζούσε
Μετά από 8 μήνες, όπως υπογραμμίζει, η νομική διαδικασία δεν προχωρά αλλά δείχνει τελματωμένη και αδιέξοδη, αλλά όπως τονίζει η υπόθεση δεν θα αφεθεί στη λήθη.
«Ακόμα φωνάζουμε και περιμένουμε την δικαίωση. Έγινε ένα τρομερό έγκλημα από τα χειρότερα και όλοι αυτοί, οι υπεύθυνοι, είναι στα σπίτια τους. Ακόμα τρέχουμε για την ανακριτική διαδικασία. Τέτοια σαπίλα δεν την αντέχω. Δεν θα κάνω πίσω. Όπου χρειαστεί, ότι μπορώ να κάνω, θα το κάνω για να αποδοθεί δικαιοσύνη», τονίζει και αναφέρει ότι νιώθει ντροπή για τις εξελίξεις.
«Ντρέπομαι γιατί είμαι κάτοικος αυτής της χώρας. Στενοχωριέμαι γιατί είχα τη δυνατότητα να ζω σε άλλη χώρα, και αν ζούσα αλλού, η κόρη μου σήμερα θα ζούσε. Και πρέπει να ζήσω με αυτό βάρος στη συνείδηση μου», αναφέρει με πόνο και υποστηρίζει πως «προσπαθούν να κάνουν τα πάντα για να μη βρούμε τίποτα, να μη κάνουμε τίποτα, αλλά εμείς θα το φτάσουμε μέχρι το τέλος και το τέλος δεν είναι τα ελληνικά δικαστήρια, και όσοι δεν έχουν κάνει τη δουλειά τους, θα έχουν συνέχεια με μας».
Πόσο κοστίζει η ανθρώπινη ζωή, για όσους δεν ανήκουν στην ελίτ…
Μιλώντας για την ανάκριση αναφέρει ότι «μέχρι σήμερα έχουν κληθεί ως απολογούμενοι 15 άνθρωποι γι αυτό έγκλημα και έχουν αφεθεί ελεύθεροι οι 13. Αφέθηκαν επίσης να δουλεύουν στον ίδιο χώρο. Από εκεί ξεκινάει η συγκάλυψη. Έχουν αφεθεί ελεύθεροι και αυτό είναι το χειρότερο σκάνδαλο. Κανένας δεν έχει φύγει από τη θέση του και κανείς δεν είναι σε παύση εργασίας εκτός από τους δύο που είναι φυλακή».
Όπως επίσης τονίζει, «υποτίθεται περιμένουμε να κληθούν υψηλόβαθμα στελέχη των σιδηροδρόμων και της ΡΑΣ και δεν έχουν κληθεί ακόμα οι πολιτικοί, όπως ο πρώην υπουργός Μεταφορών Κ. Καραμανλής».
«Τίποτα δεν είναι φυσιολογικό από την 1η Μαρτίου μέχρι σήμερα», τονίζει και αναφέρει χαρακτηριστικά ότι “ο ανακριτής επέτρεψε τη λειτουργία του σιδηροδρόμου και βρήκαν χρήματα σε τρεις μέρες να μπαζώσουν το χώρο του δυστυχήματος”.
«Ο κόσμος πρέπει να μάθει πόσο κοστίζει η ανθρώπινη ζωή για όσους δεν ανήκουν στην ελίτ. Τα πράγματα πρέπει να αλλάξουν», τονίζει και αναφέρει ότι είναι αποφασισμένη να προσπαθήσει μέχρι το τέλος, ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη για τα θύματα του δυστυχήματος των Τεμπών.