Τα υπόγεια καταφύγια της Βέρμαχτ στο Ανατόλια μετατρέπονται σε χώρο βιωματικής μάθησης!
Κάθε τόπος έχει μνήμη, κάθε πιθαμή γης έχει και μια ιστορία να αφηγηθεί...
Κάθε τόπος έχει μνήμη, κάθε πιθαμή γης έχει και μια ιστορία να αφηγηθεί, υπάρχουν όμως χώροι με βαρύ φορτίο, όπου η διατήρηση της ιστορικής παρακαταθήκης, δεν είναι απλά το ζητούμενο, αλλά εκεί το παρελθόν είναι ακόμα έντονα παρόν. Ένας τέτοιος χώρος είναι τα υπόγεια καταφύγια -τέσσερα θολωτά δωμάτια- που κατασκεύασαν οι γερμανικές κατοχικές δυνάμεις στα θεμέλια του ιστορικού κτιρίου «Macedonia Hall», του Κολεγίου Ανατόλια, όταν την περίοδο 1941- 1944 ο γερμανικός στρατός κατέλαβε το σχολείο και το χρησιμοποίησε ως έδρα του Γενικού του Επιτελείου για τα Βαλκάνια. Μάλιστα στο κτιριακό σύμπλεγμα του Κολεγίου, που τότε συμπεριελάμβανε και τη διπλανή έκταση του σημερινού ΚΕΠΕΠ (Κέντρου Περίθαλψης Παίδων) ‘Αγιος Δημήτριος, προσήλθε ο στρατηγός Τσολάκογλου, για να υπογράψει τη συμφωνία συνθηκολόγησης και παράδοσης του ελληνικού στρατού.
Με το πέρασμα του χρόνου οι βαριές μεταλλικές πόρτες των καταφυγίων διαβρώθηκαν από τη σκουριά, αφήνοντας ωστόσο ορατά τα ίχνη τους. Πώς ιχνηλατείται, όμως, μία ιστορία όχι τόσο μακρινή, ώστε να μην μπορεί να αφήσει ανέγγιχτες τις ευαίσθητες χορδές των παιδιών σήμερα; Αλλά και πώς μπορεί να χωρέσει σε χαρτί κάποιου βιβλίου η ιστορία των 80 μαθητών και αποφοίτων του σχολείου, που μαζί με τους γονείς τους και τους καθηγητές τους εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης;
«Πώς μπορεί να καλυφθεί το κενό πίσω από τον χρόνο, για να μεταφερθεί η Ιστορία στις νέες γενιές;», ήταν το ερέθισμα για την πρωτοβουλία που έβαλε μπρος η διοίκηση του Κολεγίου να «ξαναζωντανέψει» τα υπόγεια καταφύγια, μετατρέποντάς τα σε χώρο βιωματικής μάθησης, όπου μαθητές 10-12 ετών θα μπορούν, αξιοποιώντας τις δυνατότητες της τεχνολογίας και της ψηφιακότητας, να περιηγηθούν στον χωροχρόνο και με όλες τους τις αισθήσεις να βιώσουν ιστορικά γεγονότα, όπως διαδραματίστηκαν στον πραγματικό τους χώρο.
Βασική ιδέα πίσω από το εγχείρημα είναι η διαχείριση της συλλογικής μνήμης και η πρόσληψη της ιστορίας από τις νεότερες γενιές, οι οποίες έχουν απόσταση – τόσο χρονική όσο και συναισθηματική – από τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα. Το πώς θα προχωρήσει η ιδέα από τη θεωρία στην πράξη αποτέλεσε βασικό ζητούμενο στο συνέδριο με θέμα «Filling the Void: Μελετώντας και μεταφέροντας την Ιστορία σε μία νέα γενιά», που διοργάνωσαν σήμερα το Κολέγιο Ανατόλια και το Γερμανικό Προξενείο της Γερμανίας στη Θεσσαλονίκη στη βιβλιοθήκη Bissell του ACT. Η Κατοχή ως καταλύτης της Ιστορίας στη Βόρεια Ελλάδα, ο σχεδιασμός των μνημείων και το ερώτημα αν η σύγχρονη τεχνολογία μπορεί να υποκαταστήσει τη βιωματική εμπειρία, ήταν οι τρεις ενότητες, όπου κλήθηκαν να τοποθετηθούν ακαδημαϊκοί και επιστήμονες από την Ελλάδα και τη Γερμανία.
«Βομβαρδίζοντας την άγνοια»
Κατά την εποχή της Κατοχής το Κολέγιο Ανατόλια ήταν το στρατηγείο της Βέρμαχτ για ολόκληρη την περιοχή των Βαλκανίων και ένας μεγάλος αριθμός αξιωματικών είχαν την έδρα τους στο σχολείο. Τα υπόγεια καταφύγια που κατασκεύασαν είχαν δύο χρήσεις, όπως εξήγησε ο Δρ. Πάνος Βλάχος, πρόεδρος του Κολεγίου Ανατόλια. Ένα τμήμα τους -το πιο ολοκληρωμένο κατασκευαστικά- χρησιμοποιούνταν ως καταφύγιο στους βομβαρδισμούς, ενώ οι υπόλοιποι χώροι αξιοποιήθηκαν για τη φύλαξη απορρήτων εγγράφων, τιμαλφών και πολύτιμων αντικειμένων, που οι Γερμανοί είχαν κατασχέσει από την περιοχή.
«Αυτό που θέλουμε εμείς σαν σχολείο και το σκεφτόμαστε καιρό είναι να χρησιμοποιήσουμε τα bunkers αυτά, τα υπόγεια καταφύγια, σαν έναν νέο χώρο μάθησης και μνήμης. Χρησιμοποιώντας τη νέα τεχνολογία θέλουμε να φέρουμε κοντά μας παιδιά των τελευταίων τάξεων του Δημοτικού, είτε των πρώτων τάξεων του Γυμνασίου, να τα συνδέσουμε με την ιστορία», ανέφερε ο Δρ. Βλάχος, προσθέτοντας ότι «μαθαίνοντας την ιστορία, όχι μόνο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά γενικότερα κρατώντας μία καλή και σωστή σχέση με την ιστορία, οι μαθητές θα γίνουν πιο προβληματισμένοι πολίτες, ώστε πιθανόν να αποφύγουμε στο μέλλον αυτό που βιώσαμε από έλλειψη αντίληψης του πού οδηγείται μία κοινωνία».
Σε ό,τι αφορά τον σχεδιασμό και το ύφος του εκπαιδευτικού χώρου που θα διαμορφωθεί διευκρίνισε πως «θα είναι ανοιχτός και να απευθύνεται στην ευρύτερη κοινότητα». «Σκοπεύουμε να έχουμε κατά τακτά διαστήματα επισκέψεις σχολείων. Θα αξιοποιήσουμε δυνατότητες που μας παρέχει η υψηλή τεχνολογία. Δε θα είναι μουσειακός χώρος. Θα προσπαθούν οι μαθητές με τη βοήθεια της τεχνολογίας να χτίσουν τις δικές τους ιστορίες, ερχόμενοι σε επαφή με κάποια κομμάτια της ιστορίας. Σκεφτόμαστε ακόμη να έχουμε και ολογράμματα αν μπορούμε, ώστε να υπάρχει διάδραση των μαθητών, που θα τους κινεί το ενδιαφέρον. Θα είναι στην ουσία για αυτούς μία διαδρομή, η οποία δε θα είναι ποτέ ίδια. Είναι κάτι το οποίο δεν έχουμε σχεδιάσει απόλυτα ακόμη. Το συνέδριο αποτελεί ένα εφαλτήριο για να γίνουμε και εμείς καλύτεροι γνώστες του τι πρέπει να γίνει», πρόσθεσε.
Σχετικά με το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης του εγχειρήματος, αλλά και τη χρηματοδότησή του σημείωσε: «Το σχολείο βρίσκεται σε μια μεγάλη προσπάθεια δημιουργίας νέων χώρων μάθησης, έχουμε επενδύσει πάρα πολλά χρήματα κι έχουμε φέρει τεχνογνωσία από τις Ηνωμένες Πολιτείες και ένα κομμάτι αυτού του σχεδιασμού στην επόμενη διετία- τριετία πιστεύω θα δούμε να γίνεται πραγματικότητα. Φέραμε ειδικούς από τη Γερμανία, ώστε να μπορέσουμε μαζί να δημιουργήσουμε αυτόν τον νέο χώρο μάθησης και μνήμης. Έχει γίνει και μια πρώτη αρχιτεκτονική μελέτη».
«Μία αφήγηση που αφυπνίζει όλες τις αισθήσεις»
Πώς, όμως, «αναβιώνει» σε έναν χώρο ένα βίαιο παρελθόν, με παιδαγωγικό τρόπο και όχι τραυματικό; Σύμφωνα με την αναπληρώτρια καθηγήτρια και πρόεδρο του Τμήματος Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ, Αλκμήνη Πάκα, το ζητούμενο είναι ο χώρος που θα διαμορφωθεί «να μπορέσει να απευθυνθεί σωστά και να εμπλέξει τους επισκέπτες, οι οποίοι θα είναι μαθητές, άρα να μεταφέρει ένα μήνυμα, το οποίο θα έχει μια παιδαγωγική λειτουργία ευαισθητοποίησης, συνειδητοποίησης, ενημέρωσης».
«Ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να γίνει βιωματικός ο χώρος είναι καταρχήν από τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν», πρόσθεσε η κ. Πάκα και εξήγησε: «Υπάρχουν τώρα πλέον τα εργαλεία, δηλαδή η τεχνολογία, τα ψηφιακά μέσα για τη δημιουργία μιας αίσθησης, στην οποία να μπορούμε να βυθιστούμε. Μπορούμε να μεταφέρουμε αίσθηση γεγονότων, περιβαλλόντων, ανθρώπινων ιστοριών, συμβάντων και το πολύ θετικό είναι ότι η έκθεση αυτή πρόκειται να γίνει μέσα σε έναν χώρο στον οποίο διαδραματίστηκαν τα γεγονότα. Είναι ο πραγματικός χώρος, που η έκθεση θέλει να αφηγηθεί την ιστορία του και μαζί βέβαια να ”απλώσει” και να μιλήσει και για την ιστορία του σχολείου, την ιστορία της εβραϊκής κοινότητας, της πόλης, τις εμπειρίες και τι σήμανε αυτή η περίοδος για το μετά».
«Τα μέσα είναι πολλά, η τεχνολογία πια έχει τη δυνατότητα να αναπαράξει περιβάλλοντα, να δημιουργήσει διαδραστικές εφαρμογές, να αναφερθεί σε όλες τις ανθρώπινες αισθήσεις, που είναι η όραση, η ακοή, που είναι ακόμη και η αφή και η οσμή και να κάνει αυτή την εμπειρία αξέχαστη, όπως είναι ο σκοπός των σημερινών μουσείων, δηλαδή να προσφέρει ψυχαγωγία, γνώση και ταυτόχρονα εμπειρία, η οποία προκαλεί τη σκέψη, δημιουργεί ερεθίσματα και μεταφέρει μηνύματα, τα οποία έχουν παρουσιαστεί με τον πιο εύληπτο και παραστατικό και πρωτότυπο τρόπο», επισήμανε η κ. Πάκα.
Πηγή: ΑΠΕ, Σμαρώ Αβραμίδου