Θα χρειαστούν δισεκατομμύρια για να επιστρέψει η κανονικότητα στη Θεσσαλία
Οι ειδικοί πανεπιστημιακοί είχαν έγκαιρα προειδοποιήσει αλλά αυτοδιοίκηση και κυβέρνηση τους αγνόησαν επιδεικτικά – Προβλέπεται «ερημοποίηση» της περιοχής
Η παντελής έλλειψη αντιπλημμυρικών έργων και η διατάραξη και αλλοίωση, μέσω παρεμβάσεων, των φυσικών οδών παροχέτευσης και διαφυγής των υδάτων, κυρίως με «καναλοποίηση» των χειμάρρων, οδήγησαν στην μεγιστοποίηση της πλημμύρας που πλήττει τον Θεσσαλικό κάμπο, ο οποίος σύμφωνα με τους ειδικούς, δύσκολα θα επανέλθει σε συνθήκες κανονικότητας ενώ θα απαιτηθούν πολλά δισεκατομμύρια για την αποκατάσταση των ζημιών.
Οι ζημιές είναι ανυπολόγιστες και δομικές καθώς η πλημμύρα έχει διαλύσει όλο το δίκτυο υποδομών με βραχυπρόθεσμες και μεσομακροπρόθεσμες συνέπειες. Όπως αναφέρουν οι ειδικοί, υπήρχε η δυνατότητα πρόληψης και περιορισμού των ζημιών αν είχαν εισακουστεί και υιοθετηθεί έγκαιρα οι προτάσεις για αντιπλημμυρικά έργα που κατέθεσαν οι επιστήμονες και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Τους είχαν προειδοποίησαν για πύκνωση των πλημμυρικών φαινομένων λόγω κλιματικής αλλαγής, αλλά η Περιφέρεια Θεσσαλίας και η κυβέρνηση τους αγνόησαν επιδεικτικά.
Οι παρεμβάσεις στη φύση με την καναλοποίηση πολλών χειμάρρων, ώστε να αυξηθεί η εκμεταλλεύσιμη γη, επίσης έπαιξαν τεράστιο ρόλο ενώ αυτό που αναμένεται το επόμενο διάστημα είναι η ένταση της εγκατάλειψης της θεσσαλικής υπαίθρου και της ερημοποίησης της από ανθρώπους, που αναγκαστικά θα στραφούν προς τα αστικά κέντρα, προκειμένου να επιβιώσουν, λόγω της φτωχοποίησης από τις τεράστιες καταστροφές σε αγροτικές και κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις.
«Τους προειδοποιήσαμε και κάναμε προτάσεις αλλά μας αγνόησαν»
Ο Νικήτας Μυλόπουλος, καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και Διευθυντής του Εργαστηρίου Υδρολογίας και Ανάλυσης Υδατικών Συστημάτων, μιλώντας στην Parallaxiγια για την διάσταση και το μέγεθος της πλημμύρας είναι σαφής.
«Δεν υπήρξε καμία, μα καμία προετοιμασία κανένα έργο αντιπλημμυρικό η οχυρωματικό τα τελευταία χρόνια. Σε όλα τα επίπεδα, δηλαδή σε δημοτικό, περιφερειακό και κρατικό», τονίζει και αναφέρει ότι «από το 2017 υπήρχαν οι χάρτες πλημμυρικού κινδύνου, που ορίζανε τι έπρεπε να γίνει, αλλά κανείς δεν έδωσε σημασία και δεν έγινε τίποτα ενώ το 2022 είχαμε καταδίκη από την Ε.Ε. διότι δεν έγιναν έργα».
Σημειώνει δε πως πριν τρία χρόνια, υπήρξε το φαινόμενο Ιανός που έδειξε τι θα ακολουθούσε.
«Αυτά τα φαινόμενα πλημμυρικά σε κανονικές συνθήκες συμβαίνουν κάθε 1000 χρόνια, αλλά λόγω της κλιματικής αλλαγής αυτό έχει αλλάξει, έχουμε μία πύκνωση των ακραίων φαινομένων που γίνονται συχνότερα. Είχαν την νομική υποχρεώση αλλά και την προειδοποίηση από τον Ιανό, αλλά τελικά δεν υπήρξε καμία οχύρωση» και σημειώνει πως άμεσα πρέπει να προχωρήσουν τα έργα αποστράγγισης αυλάκια απορροής.
«Πολλά μπορούσαν να γίνουν και δεν έγιναν όπως ταμιευτήρες εκτόνωσης σειρά φραγμάτων και τάφρων, καθαρισμός χειμάρρων και φρεατίων χειμάρων κ.α.» αναφέρει και επισημαίνει ότι «είμαστε το εργαστήριο στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας που ασχολείται με αυτά τα πράγματα, αυτό είναι το αντικείμενο μας αλλά δυστυχώς κανείς από την Περιφέρεια και το κράτος δεν μας ενόχλησε και δεν ζήτησε προτάσεις».
Παράλληλα τονίζει ότι «εμείς έγκαιρα κάνουμε προτάσεις οι οποίες απορρίπτονται. Κάναμε προτάσεις όχι μόνο για έργα αλλά και για έρευνα ώστε να έχουμε επικαιροποιημένους αντιπλημμυρικού χάρτες. Αλλά δεν υπήρξε καμία απόκριση» ενώ σημειώνει ότι «η πρόληψη είναι αναγκαία διότι σώζει ανθρώπινες ζωές και προστατεύει τους κατοίκους, προλαβαίνει το κακό και φυσικά είναι πιο οικονομική».
«Καναλοποίησαν τους χειμάρρους για χωράφια»
Ο Γιώργος Μπλιώνης, διδάκτορας Βιολογίας, που έχει διδάξει Περιβαλλοντική Εκπαίδευση στο ΑΠΘ, και έχει μελετήσει τη λειτουργία των ρεμάτων και των χειμάρρων, αναφέρει ότι πολλοί χείμαρροι στη Θεσσαλία έχουν γίνει στενά κανάλια που δεν μπορούν να υποδεχτούν μεγάλες ποσότητες νερού.
«Δυστυχώς αυτές οι «καναλοποιήσεις» δεν άντεξαν και έτσι πολλές περιοχές βρέθηκαν κάτω από το νερό», τονίζει και αναφέρει ότι η «καναλοποίηση» των χειμάρρων είναι μία συνηθισμένη πρακτική στη Θεσσαλία, προκειμένου κομμάτια γης να αποδοθούν στις καλλιέργειες. «Αυτή η καναλοποίηση λειτουργούσε επαρκώς σε κανονικές συνθήκες, αλλά σε συνθήκες με μεγάλες ποσότητες νερού είναι ανεπαρκείς, γι αυτό πρέπει να δίνουμε σημασία στους μικρούς χειμάρρων», σημειώνει και συμπληρώνει ότι «το κύριο θέμα είναι να μην περιορίζεται η κοίτη των χειμάρρων. Τα σπίτια που γκρεμίστηκαν στην Καρδίτσα, είχαν κτιστεί στην «ευρεία» κοίτη του ποταμού».
Επίσης αναφέρει ότι οι ανθρώπινες παρεμβάσεις στη φύση έχουν επιδεινώσει τι συνθήκες όπως οι κοπές δένδρων στην κοίτη του Πηνείου. «Η φύση μας διδάσκει με σοφία αλλά εμείς την αγνοούμε. Χρειάζεται μία νέα αντίληψη και στα αντιπλημμυρικά φαινόμενα» τονίζει.
Η αποκατάσταση σίγουρα θα απαιτήσει τεράστια κονδύλια, αρκετών δισεκατομμυρίων.
Ο Θανάσης Κούγκολος, καθηγητής στο τμήμα Πολιτκών Μηχανικών ΑΠΘ, όπου διδάσκει Τεχνική Περιβάλλοντος και Εκτίμηση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, εκτιμά ότι στη Θεσσαλία λόγω της πλημμύρας θα υπάρξουν προβλήματα βραχυπρόθεσμα αλλά και μεσομακροπρόθεσμα.
Όπως αναφέρει, προς το παρόν οι ζημιές είναι ανυπολόγιστες, αλλά έχουν καταστραφεί σημαντικές και καίριες υποδομές που η αποκατάσταση τους, σίγουρα θα απαιτήσει τεράστια κονδύλια αρκετών δισεκατομμυρίων.
«Έχουν καταστραφεί τεχνικά έργα, αλλά οι υπολογισμοί λόγω και της κλιματικής αλλαγής, είναι πιο δύσκολοι για τις διαμέτρους των τεχνικών έργων. Θα υπάρξουν τεράστιες συνέπειες στην γεωργία αλλά και κοινωνικές συνέπειες με την εγκατάλειψη της υπαίθρου», υποστηρίζει και αναφέρει ότι επειδή κατάγεται από το χωριό το Παλιομονάστηρο Τρικάλων και γνωρίζει προσωπικά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο αγροτικός κόσμος της χώρας, η καταστροφή του κάμπου της Θεσσαλίας θα σημάνει την παραπέρα ερήμωση των χωριών και των κοινοτήτων που έχουν πνιγεί στα νερά.
«Η μητέρα μου ζει εκεί και γνωρίζω τι γίνεται. Η εγκατάλειψη των χωριών θα ενταθεί μεσοπρόθεσμα λόγω των πλημμυρών, διότι ο κόσμος δεν θα μπορεί να τα βγάλει πέρα», τονίζει και αναφέρει ότι οι πολίτες της Θεσσαλίας είναι αγανακτισμένοι
Επίσης ο Κώστας Μανωλίδης, καθηγητής Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, τονίζει πως η καταστροφή στο Πήλιο πολύ δύσκολα θα αποκατασταθεί.
«Ο Βόλος έχει καταστροφές κυρίως σε σπίτια και καταστήματα, το δίκτυο ύδρευσης έχει διαλυθεί και θα κάνει αρκετές ημέρες να λειτουργήσει, τα νερά έχουν φύγει αλλά έχουν αφήσει πολλή λάσπη και διάφορα υλικά στους δρόμους αλλά γέφυρες, ρείθρα και αναχώματα έχουν σπάσει» αναφέρει και σημειώνει πως «οι πιο σοβαρές ζημιές είναι στο Πήλιο, στα ορεινά και στα παραλία,όπου υπάρχει απόλυτη καταστροφή με διαλυμένο το οδικό δίκτυο με καθιζήσεις και κατολισθήσεις, σπασμένες γέφυρες και γκρεμισμένα σπίτια που είναι πολύ δύσκολο να διορθωθούν».
Κουρέτας: «Τεράστιες οι ευθύνες της Περιφέρειας Θεσσαλίας»
Στο μεταξύ ο υποψήφιος Περιφερειάρχης Θεσσαλίας και καθηγητής Φυσιολογίας Ζωικών Οργανισμών – Τοξικολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Δημήτρης Κουρέτας, κάνει λόγο για τεράστιες ευθύνες της Περιφέρειας για τις ανυπολόγιστες καταστροφές και τονίζει πως «στο ΕΣΠΑ 2022-2026 έχει εγγράψει 9.300.000 ευρώ για την αντιπλημμυρική προστασία σε όλη την Θεσσαλία, όταν διαθέτει 2.900.000 ευρώ για προβολή και διαφήμιση για τον ίδιο».
Συνεχίζοντας ο κ. Κουρέτας, τόνισε ότι οι παρεμβάσεις που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια ήταν «μπαλώματα» με αποτέλεσμα, αυτή τη στιγμή να «έχουμε μια από τις μεγαλύτερες καταστροφές διαχρονικά στην Ελλάδα. Έπεσε πολλή βροχή, αλλά αυτό δεν είναι δικαιολογία, γιατί όταν σχεδιάζεις κάτι, το κάνεις με ορίζοντα 30-40 ετών, γνωρίζοντας ότι υπάρχει η κλιματική αλλαγή».
Ο Δημήτρης Κουρέτας, σχολιάζοντας το τι πρέπει να γίνει την επόμενη μέρα, αναφέρθηκε στο ΠΕΠ (Περιφερειακό Πρόγραμμα) του 22-26 το οποίο εγκρίθηκε τον Απρίλιο του 23 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, επισημαίνοντας, ωστόσο, ότι ο Περιφερειάρχης Θεσσαλίας «είχε 1 χρόνο περιθώριο να κάνει σοβαρή διαβούλευση με όλους τους επιστημονικούς και κοινωνικούς φορείς, με το Πανεπιστήμιο για να καταγράψει τι ακριβώς έπρεπε να γίνει, κάτι που δεν έκανε. Εμείς αυτό θα κάνουμε αν ο κόσμος μας εμπιστευτεί. Θα πάρουμε τα χρήματα που έχουν πιστωθεί και θα ξεκινήσουμε μια εις βάθος διαβούλευση και να καταγράψουμε τι πρέπει να γίνει το επόμενο διάστημα».