Τη νύχτα που κατέβηκε η σβάστικα
Mία ασύλληπτη πράξη ηρωϊσμού στη μουδιασμένη τότε, κάτω από τις ερπύστριες των χιτλερικών αρμάτων
Ήταν μία ασύλληπτη πράξη ηρωϊσμού στη μουδιασμένη τότε, κάτω από τις ερπύστριες των χιτλερικών αρμάτων, Ελλάδα, που σκόρπισε ελπίδα και φως σε ολόκληρη την κατεχόμενη από τους Ναζί Ευρώπη, στέλνοντας σε κάθε άκρο της χώρας, σε κάθε σημείο της σκλαβωμένης στους Ναζί γηραιάς ηπείρου, το μήνυμα της αντίστασης και του αγώνα κατά του Χιτλεροφασισμού.
Ήταν ξημερώματα της 30ης Μαΐου 1941, όταν οι δύο ατρόμητοι 19χρονοι τότε νέοι, Μανώλης Γλέζος και Λάκης Σάντας, σκαρφάλωσαν στον Ιερό Βράχο και κατευθύνθηκαν προς τον Παρθενώνα, με στόχο να κατεβάσουν τη Γερμανική σημαία του Γ’ Ράιχ.
Είχε συμπληρωθεί ένας μήνας από την παράδοση της Αθήνας στους Γερμανούς κι εκείνες τις μέρες οι χιτλερικοί κατακτητές ολοκλήρωναν τις επιχειρήσεις τους στην Ελλάδα με την κατάληψη της Κρήτης.
Ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας συλλαμβάνουν το παράτολμο σχέδιο ένα ανοιξιάτικο σούρουπο, όταν από το Ζάππειο αντίκρισαν την Ακρόπολη να τη μολύνει ο χιτλερικός αγκυλωτός σταυρός. Αποφασίζουν να το υλοποιήσουν, φροντίζοντας μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια, αφού τυχόν αποτυχία σήμαινε θάνατο.
Οι δύο φοιτητές πηγαίνουν στην Εθνική Βιβλιοθήκη και διαβάζουν ό,τι σχετικό υπάρχει με τον Ιερό Βράχο: τις σπηλιές, τις τρύπες και κάθε λογής χάρτες της Ακρόπολης. Γρήγορα, αντιλαμβάνονται ότι η μόνη διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσουν για να μην γίνουν αντιληπτοί από τους Γερμανούς φρουρούς ήταν μέσω του Πανδρόσειου Άντρου.
Το πρωί της 30ης Μαΐου 1941, ο Γλέζος και ο Σάντας πληροφορήθηκαν από το ραδιόφωνο ότι η Κρήτη είχε πέσει. Οι Γερμανοί με προκηρύξεις κόμπαζαν για το κατόρθωμά τους. Ήταν η κατάλληλη στιγμή να δώσουν ένα αποφασιστικό χτύπημα στο γόητρο του κατακτητή. Θα δρούσαν το ίδιο βράδυ. Μόνα τους όπλα ένα φανάρι και ένα μαχαίρι.
Ώρα 9:30 το βράδυ. Η γερμανική φρουρά της Ακρόπολης βρίσκεται στα Προπύλαια. Ο Γλέζος και ο Σάντας πηδούν τα σύρματα, σέρνονται ως τη σπηλιά του Πανδρόσειου Άντρου και χρησιμοποιούν τις σκαλωσιές των αρχαιολόγων προκειμένου να ανεβούν.
Προχωρούν προς τον ιστό της σημαίας και για καλή τους τύχη εκείνη τη στιγμή δεν υπάρχει κανένας φρουρός που θα μπορούσε να τους ανακαλύψει. Με γρήγορες κινήσεις κατεβάζουν το σύμβολο του Γ’ Ράιχ το οποίο μάλιστα ήταν τεραστίων διαστάσεων. Διπλώνουν τη σημαία και ακολουθούν την ίδια διαδρομή προκειμένου να κατέβουν καταφέρνοντας να μη γίνουν αντιληπτοί για ακόμη μια φορά.
Νωρίς το πρωί της επομένης η γερμανική φρουρά μένει εμβρόντητη μπροστά στο θέαμα του κενού ιστού. Οι γερμανικές αρχές διατάζουν ανακρίσεις, εκτελούν τους άνδρες της φρουράς και απαλλάσσουν τους Έλληνες διοικητές των αστυνομικών τμημάτων της περιοχής από τα καθήκοντά τους.
Η σβάστικα θα αντικατασταθεί μόλις στις 11 το πρωί. Ωστόσο αυτές οι ώρες που ο ιστός παρέμεινε κενός, αποτέλεσαν το πιο ισχυρό τονωτικό για το ηθικό των υπόδουλων Ελλήνων.
Στην ουσία η υποστολή του ναζιστικού συμβόλου αποτέλεσε την πρώτη αντιστασιακή πράξη στην κατεχόμενη Αθήνα και την απαρχή της οργάνωσης του αντιστασιακού κινήματος.
Το περιστατικό έγινε γνωστό μέσα από δύο ταυτόχρονες συνεντεύξεις του Μανώλη Γλέζου στον “Ριζοσπάστη” και του Λάκη Σάντα στην εφημερίδα των Αθηνών “Ελευθερία” στις 25 Μαρτίου του 1945.
H αφήγηση του Μανώλη Γλέζου
Ο Μανώλης Γλέζος αφηγούνταν ως εξής μετά την απελευθέρωση την παράτολμη ενέργεια τους:
“…Φτάσαμε σε μια πορτίτσα ξύλινη, που ’φραζε το άνοιγμα που υπάρχει εκεί που αρχίζουν τα τείχη. Στην είσοδο, που κατά τους αρχαιότερους Αθηναίους μπαινόβγαινε το ιερό φίδι του Παρθενώνα. Ευτυχώς, το λουκέτο δεν ήταν κλειστό. Σπρώξαμε και μπήκαμε. Είχαμε φτάσει. Με κομμένες τις αναπνοές ρίξαμε ένα βλέμμα γύρω μας: δεξιά τα Προπύλαια, απέναντι ο Παρθενώνας, αριστερά το Ερεχθείο, ψηλά, μεγαλόπρεπα, φωτίζονταν υποβλητικά απ’ το φεγγάρι. Τα σπασμένα μάρμαρα σκόρπια παντού, κάτω απ’ το διόχρωμο εκείνο φως, παρουσιάζουν περίεργα σχήματα.
Προς το παρόν, κανένας Γερμανός δε φαινόταν. Σκυφτοί καθώς είμαστε, κρυβόμενοι πίσω απ’ τα μάρμαρα, προχωρούσαμε. Κάπου κάπου πετούσαμε μακριά κανένα πετραδάκι, ώστε να δημιουργείται θόρυβος έξω από κει πού ευρισκόμεθα εμείς, ώστε, αν υπήρχε κανένας σκοπός, να προσέξει προς τα εκεί και ν’ αποφύγουμε εμείς τον κίνδυνο.
Ως την ώρα δεν είδαμε ούτε ίχνος σκοπού. Εδώ, όμως, ήταν τα σκούρα: μήπως σ’ εκείνο το κυκλικό τειχάκι υπήρχε κανένας; Για πολλή ώρα, πίσω απ’ τη σκιά του βόρειου τείχους, σταματήσαμε. Έπειτα όμως, θαρραλέα προχωρήσαμε προς τη βάση του κοντού. Δεν υπήρχε κανένας.
Από πάνω μας κυμάτιζε το φασιστικό σύμβολο.
Λύσαμε το συρματόσχοινο κι αρχίσαμε να τραβάμε για να την κατεβάσουμε. Μα τα σύρματα δεν άκουγαν. Είχαν μπλεχτεί. Η σημαία δεν κατέβαινε. Τι έπρεπε να γίνει;
— Να κατέβει η σημαία! απαντούσε η φωνή της συνείδησης, η φωνή του σκλαβωμένου λαού! …Το μυαλό δούλευε γρήγορα. Άρπαξα το σιδερένιο κοντό κι άρχισα ν’ ανεβαίνω, έπιασα τη σημαία κι άρχισα να την τραβάω. Τίποτα όμως. Δεν έπεφτε Κουράστηκα και κατέβηκα. Δεύτερη απόπειρα έφερε τα ίδια αποτελέσματα.
— Τώρα, Λάκη, η σειρά σου, είπα στο σύντροφο μου. Όμως ούτε κείνος μπόρεσε. Για τρίτη φορά, τότε, αναρριχιέμαι με λύσσα – με δόντια και με χέρια κρεμάστηκα από τη σημαία. Και τώρα, όμως, τίποτα. Η σημαία, όμως, έπρεπε να κατεβεί.
Και κατέβηκε! Και να πώς: το σιδερένιο κοντάρι υποβασταζόταν από τρία συρματόσχοινα. Τα λύσαμε από κει που ήταν δεμένα και δίνοντας παλμικές κινήσεις στο κοντάρι τα ξεμπλέξαμε και η σημαία έπεσε επάνω μας και μας κουκούλωσε. Ξεκουκουλωθήκαμε και βάζοντάς την κάτω, αγκαλιαστήκαμε και χορεύαμε πατώντας τα φασιστικά σύμβολα!
Εκείνη την ώρα το φεγγάρι χανόταν πίσω απ’ το Αιγάλεω. Κόψαμε από ένα κομμάτι ο καθένας, εκεί κοντά στον αγκυλωτό σταυρό. Τα κομμάτια αυτά τα πήραμε μαζί μας, αλλά στον καιρό της τρομοκρατίας οι μανάδες μας τα ’καψαν”!
Η εξιστόρηση του Απόστολου Σάντα
Εξιστορώντας το εγχείρημα υποστολής της χιτλερικής σημαίας από τον βράχο της Ακρόπολης στον Ηλία Πετρόπουλο, ο Λάκης Σάντας είχε πει: “Κι έξαφνα ένα δειλινό που ήμαστε στο Ζάππειο και ο ήλιος έγερνε λούζοντας τον ορίζοντα με εκείνα τα χρώματα που μόνο ο αττικός ουρανός έχει, τα μάτια μας γύρισαν στον βράχο της Ακροπόλεως.
Μέσα στο υπέροχο φόντο της δύσης σταθήκαμε και κοιτούσαμε. Και τότε… το βλέμμα μας έπεσε πάνω στη σημαία τους που υπερήφανα κυμάτιζε ψηλά-ψηλά και η βαριά σκιά της πλάκωνε καταθλιπτικά όλη την Αθήνα, όλη την αττική γη. Να τι πρέπει να τους κάνομε! Ήρθε η σκέψη σαν σπίθα. Να τους την πάρουμε.
Να την γκρεμίσουμε και να την ξεσχίσουμε και να πλύνουμε έτσι τη βρωμιά από τον Ιερό Βράχο. Την είχαν στήσει αυτήν την ίδια την πολεμική τους σημαία οι Ναζί θριαμβευτικά ως τότε στη Βαρσοβία, στη Βιέννη, στην Αμβέρσα, στη Νορβηγία, στο Παρίσι και στο Βελιγράδι και απειλούσαν να τη στήσουν σε όλο τον κόσμο τότε. Μα εδώ είναι Ελλάδα. Είναι η μικρή χώρα που απ’ αυτή ξεπετάχτηκε η φλόγα του Πολιτισμού. Είναι η χώρα που δίνει το παράδειγμα πάντα στις κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας”.
Καταδίκη ερήμην σε θάνατο
Γλέζος και Σάντας καταδικάσθηκαν ερήμην σε θάνατο, οι άνδρες της φρουράς εκτελέστηκαν, οι Έλληνες διοικητές των αστυνομικών τμημάτων της περιοχής απαλλάχθηκαν από τα καθήκοντά τους, ενώ για τους φύλακες της Ακρόπολης δεν προέκυψε κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο Μανώλης Γλέζος συνελήφθη τρεις φορές από τους Γερμανούς, φυλακίστηκε και κατόρθωσε να δραπετεύσει, ενώ ο Λάκης Σάντας ξέφυγε από τους διώκτες του και κατετάγη στον ΕΛΑΣ.
Η μεταπολεμική καταδίωξη των δύο ηρώων
Μετά τον πόλεμο ο Γλέζος εργάστηκε ως δημοσιογράφος, αναλαμβάνοντας αρχισυντάκτης της εφημερίδας Ριζοσπάστης, ενώ αργότερα υπήρξε διευθυντής και της εφημερίδας Αυγής. Ωστόσο, γρήγορα συνελήφθη για τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, φτάνοντας μάλιστα να καταδικαστεί, απο το μετεμφυλιακό ανώμαλο καθεστώς σε θάνατο τρεις φορές. Οι συνεχείς δικαστικές του περιπέτειες προκάλεσαν συχνά την αντίδραση της ελληνικής και της διεθνούς κοινής γνώμης.Ο Μανώλης Γλέζος βραβεύτηκε το 1962 από την ΕΣΣΔ με το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης Λένιν. Την περίοδο της πρώτης μεταπολεμικά δίωξης του Γλέζου, ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας Σαρλ ντε Γκωλ τον χαρακτήρισε ως τον «πρώτο παρτιζάνο της Ευρώπης». Πέθανε στις 30 Μαρτίου 2020 σε ηλικία 98 ετών.
Ο Λάκης Σάντας μετά το ηρωΪκό κατόρθωμα με το φίλο του Μανώλη Γλέζο, εντάχθηκε το 1942 στην ΕΠΟΝ και το 1943 βγήκε στο βουνό ως αντάρτης του ΕΛΑΣ. Πήρε μέρος σε αρκετές μάχες στην Αιτωλοακαρνανία, τη Φθθιώτιδα και την Ατικοβοιωτία και το 1944 τραυματίστηκε. Μετά την απελευθέρωση γνώρισε κι αυτός διώξεις όπως όλοι οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης. Το 1946 εξορίζεται στην Ικαρία και το 1947 φυλακίζεται στην Ψυτάλλεια Ψυττάλεια, απ’ όπου το 1948 στέλνεται στη Μακρόνησο. Πέθανε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2011 σε ηλικία 89 ετών.
ΠΗΓΗ: Σπύρος Κουζινόπουλος / Φάρος του Θερμαϊκού