Ελλάδα

«Τις ακούω να μου μιλάνε»-Η Γιολάντα έχασε δύο κολλητές φίλες της στα Τέμπη και συγκλονίζει

Η 20χρονη φοιτήτρια μιλά στην parallaxi για την απώλεια των δύο αγαπημένων της φίλων, που επέβαιναν στο Intercity 62.

Μαρίνα Τομπάζη
τις-ακούω-να-μου-μιλάνε-η-γιολάντα-έχ-1128309
Μαρίνα Τομπάζη

Με τη Γιολάντα συναντηθήκαμε την πρώτη μέρα του Μαρτίου στο ΠΑΜΑΚ. Καθίσαμε δίπλα από το αμφιθέατρο 11, που πλέον έχει πάρει το όνομα της 20χρονης αδικοχαμένης της φίλης, Φραντσέσκας Μπέζα, που επέβαινε στο Intercity 62 το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου 2023. «Πέρυσι, τέτοια μέρα πάλι έβρεχε», μου θυμίζει.

Τα δύο κορίτσια, μαζί με τη Μάρθη Ψαροπούλου, που έχασε τη ζωή της στα 19 ταξιδεύοντας με το ίδιο τρένο, έζησαν τα πάντα μαζί. Έχουν κλάψει παρέα, μοιράστηκαν τον ενθουσιασμό του πρώτου έρωτα, πήγαν διακοπές, έδωσαν Πανελλήνιες και μπήκαν στο Πανεπιστήμιο, σκεφτόντουσαν ποια θα βαφτίσει ποιανής το παιδί και κάνανε όνειρα. «Οι φίλες μου το τρένο το πρόλαβαν για δύο λεπτά», μου λέει.

Καθώς συζητάμε, η Γιολάντα μου δείχνει το σταυρό που φοράει. Της τον έδωσε η γιαγιά της Φραντσέσκας πριν από λίγες μέρες. «Είναι της Φραν, έτσι την φωνάζαμε εμείς. Εγώ δεν πιστεύω, αλλά τώρα που πήγαμε στα Τέμπη, τον έπιανα και την ένιωθα κοντά μου. Έχω και ρούχα τους, ειδικά της Μάρθης. Η ντουλάπα μου ήταν η ντουλάπα της και αντίστροφα».

Η ζωή της Γιολάντας, όπως και όλων των ανθρώπων που έχασαν κάποιον αγαπημένο τους εκείνη τη νύχτα, αλλά και των επιζώντων που κατάφεραν να βγουν από τα βαγόνια της επιβατικής αμαξοστοιχίας, χωρίζεται στα Τέμπη. Στο πριν και στο μετά. Στη ζωή της ξεγνοιασιάς και στο σκοτάδι, τον πόνο. «Έχουμε 57 νεκρούς, αλλά σκέψου και όλους τους άλλους που έμειναν πίσω. Και αυτοί νεκροί είναι. Ζωντανοί νεκροί. Μαύρισε και το δικό μου σπίτι και των φίλων μου. Τα κορίτσια ήταν η παρηγοριά μου και ξέρω ότι και για όλους τους υπόλοιπους, τα άτομα που κλαίνε και πονάνε ήταν η δικιά τους παρηγοριά, η ζωή τους», αναφέρει. 

Το έγκλημα στα Τέμπη είναι ένα έγκλημα που διαπράττεται κάθε μέρα. Και όπως τονίζει κατηγορηματικά και η ίδια «δεν ήταν δυστύχημα, ούτε “θυσία”, δεν έγινε μόνο από ανθρώπινο λάθος και το τρένο δεν ήταν μοιραίο. Είναι έγκλημα -έγκλημα προδιαγραμμένο- για το οποίο είχαν πλήρη γνώση».

«Ό,τι και να κάνουν, δεν μπορούν να κρυφτούν από την αλήθεια. Δεν μπορείς να χτίσεις μια πραγματικότητα βασισμένη στο ψέμα», προσθέτει. «Κοστολόγησαν τις ζωές των φίλων μου και όλων των υπολοίπων όσο ένα εισιτήριο. Τριάντα ευρώ μαξ. Πεθαίνει κόσμος στο βωμό του κέρδους τόσο βίαια και αυτοί αμαυρώνουν τα ονόματα των νεκρών μας. Το ψέμα όμως, έχει κοντά πόδια».

«Είναι δυνατόν το 2023 να ξέρεις που είναι η παραγγελία σου και να μην ξέρεις που βρίσκονται δύο τρένα, στο ασφαλέστερο υποτίθεται μέσο της Ελλάδας; Μέσα σε δώδεκα λεπτά ξυπνάς, πλένεις τα δόντια σου, ντύνεσαι, τρως, φεύγεις και εμείς για δώδεκα λεπτά δεν ξέραμε ότι δύο τρένα κινούνταν στην ίδια ράγα».

ΚΩΣΤΑΣ ΤΖΟΥΜΑΣ/EUROKINISSI

Η Γιολάντα συνεχίζει: «Πρωθυπουργός γίνεσαι επειδή θέλεις να έχεις τον έλεγχο μιας χώρας. Δεν είσαι σε μια χώρα Sims ή Playmobil ή σε ένα διαδικτυακό παιχνίδι. Γίνεσαι πρωθυπουργός μιας χώρας υπαρκτής, με αληθινούς πολίτες, ζωντανούς. Βγήκες για να αναλάβεις τις ευθύνες και όχι για να πετάς το μπαλάκι αλλού».

«Ο καθένας όμως, όπως στρώνει, κοιμάται. Δεν μπορείς να συγκαλύψεις ένα έγκλημα, όταν έχεις τόσες φωνές να σε κυνηγάνε. Πώς γίνεται έναν χρόνο μετά να αναλογιζόμαστε για το εάν έχει ο Καραμανλής ευθύνες; Είναι δυνατόν ο υπουργός Μεταφορών να μην φέρει ευθύνες; Αν δεν είναι ένοχος γιατί παραμένει προστατευμένος; Για εμάς πλέον όλοι αυτοί είναι κουκκίδες. Τους έχουμε ξεπεράσει, είμαστε μίλια μπροστά. Δεν μπορεί κανείς να μας κρατήσει πίσω», συμπληρώνει.

«Πώς μπορείς να πατάς στην φωνή της μάνας και του πατέρα; Σβήνουν τα ονόματα, γιατί δεν θέλουν να βλέπουν ότι ο κόσμος αγωνίζεται και έρχονται αντιμέτωποι με τις συνέπειες των πράξεων τους. Εμείς θα τα γράφουμε μέχρι να πεθάνουμε»

«Πιστεύω ότι θα έρθουν και άλλα Τέμπη. Όταν ο σιδηρόδρομος λειτουργεί με τις ίδιες προδιαγραφές, πώς γίνεται να περιμένουμε ότι δεν θα γίνει κάτι άλλο; Δικαίωση είναι να μην επαναληφθεί, να αλλάξει ο σιδηρόδρομος. Δολοφόνησαν τόσα άτομα και δεν άλλαξε τίποτα. Μπάζωσαν τα πάντα τρεις ημέρες μετά, στερώντας από τις οικογένειες να πάρουν έστω τη στάχτη του παιδιού τους», μου εξηγεί.

«Λένε να μην φεύγουν τα παιδιά σε άλλες χώρες και αυτούς που μένουν εδώ τους καίνε, τους πνίγουν και τους δολοφονούν. Ανθρώπους με τόσα όνειρα. Γιατί όλοι εκεί μέσα είχαν όνειρα, από τον πιο μεγάλο μέχρι τον πιο μικρό. Είχαν κάποιον να περιμένουν πίσω που θα τους αγκάλιαζε, θα τους φιλούσε, θα ήταν εδώ τώρα μαζί τους. Μπορεί να πήραν αυτούς, αλλά δεν πήραν εμάς και θα μας βρουν μπροστά τους, γιατι εμείς γίναμε οι φωνές τους και ό,τι δεν πρόλαβαν να τους πουν αυτοί, θα το πούμε εμείς.

Στην τελική την αλήθεια λέμε. Τους δολοφόνησαν. Κάηκαν ζωντανοί. Είναι όλο εγκληματικό και εξακολουθεί αυτή η εγκληματική ρότα με το να πετάνε δακρυγόνα σε επιζώντες και συγγενείς, με το να μας λένε να πενθούμε βουβά, να έχουμε κλειστά φέρετρα και αστυνομία στις κηδείες. Δεν αμαυρώνω εγώ το όνομα των νεκρών με τον αγώνα μου, αλλά αυτοί με τη συγκάλυψη».

Η συζήτηση πήγε στις Εκλογές. Η Γιολάντα δεν μου έκρυψε πως όταν είδε τα αποτελέσματα έκλαψε. «Ντρεπόμουν να σταθώ μπροστά από το μνήμα των φίλων μου. Άργησα πολύ να πάω μετά τις εκλογές. Πήγα μετά από δύο εβδομάδες. Καθόμουν στα μνήματά τους και τις έλεγα “φύγατε και δεν άλλαξε απολύτως τίποτα”».

Κουβεντιάζοντας, την ρώτησα κάπως δειλά, για το πώς διαχειρίζεται το αίσθημα της απώλειας. «Θεωρώ σημαντικό να βγει προς τα έξω το πένθος και όχι για λύπηση, δεν χρειαζόμαστε τον οίκτο. Θέλουμε υποστήριξη, να νοιώσουμε ότι δεν είμαστε μόνοι», μου απάντησε αρχικά.

«Είναι θάνατος ξαφνικός, βίαιος, άδικος και βγαίνει ο Καραμανλής και μας λέει να πενθούμε βουβά. Εγώ δεν ξέρω πώς να πενθήσω τους ανθρώπους μου. Πώς πενθείς κάποιον που δεν έχεις αποχαιρετήσει; Αγκάλιασα απλά τα φέρετρα. Πώς μπορώ να πενθήσω όταν δεν τις είδα για τελευταία φορά, δεν μπόρεσα να τις αγγίξω, δεν τις έσφιξα το χέρι, δεν είδα τα μαλλιά τους, τα πρόσωπα τους, δεν τις είπα για μια φορά πόσο τις αγαπώ. Αλλά, πρέπει κάθε μέρα να ακούς, να βλέπεις ντοκουμέντα που στο αναζωπυρώνουν ξανά και ξανά. Για εμένα το πένθος πρέπει να είναι ευθεία γραμμή. Φυσικά έχει τα πάνω και τα κάτω του, αλλά δεν πρέπει να είναι από εξωτερικούς παράγοντες. Είχα γράψει πριν καιρό “Να δίνει ο πόνος δύναμη για αγώνα, να ζήσουμε για εμάς και για όσους μας λείπουν διπλά”. Δεν πρέπει να μείνουμε στη λύπη, γιατί πολλές φορές η λύπη προκαλεί απραξία. Εγώ μιλάω συνέχεια για τα Τέμπη και σε όλους. Βγαίνω, πηγαίνω στις πορείες και πάντα κρατάω πανό με τα ονόματα των κοριτσιών. Είμαι κοντά στις οικογένειές τους. Και όλοι αυτοί οι γονείς δεν προλαβαίνουν να πενθήσουν, γιατί πρέπει να αγωνιστούν για τα αυτονόητα. Για τη δικαίωση. Και βγαίνει ο πρωθυπουργός της χώρας και λέει ότι οι συγγενείς εργαλειοποιούν τα Τέμπη; Είναι δυνατόν να εργαλειοποιεί μια μάνα, ένας πατέρας, το θάνατο του παιδιού του; Όλα όσα κάνουν δεν είναι εργαλειοποίηση, είναι δίψα για δικαίωση. Οι άλλοι το μόνο που κάνουν είναι να κουνούν το δάχτυλο».

«Τα τραπέζια των οικογενειών είναι λειψά και οι παρέες ημιτελείς γιατί λείπουν οι δολοφονημένοι»

Καθώς στρίβει ένα τσιγάρο, μου λέει: «Δεν μπορείς να τον φέρεις πίσω τον νεκρό, αλλά μπορείς να φροντίσεις να μην ξεχαστεί ποτέ, να μην πεθάνει το όνομα του, το τι άτομο ήταν, τι του άρεσε, τι αγαπούσε. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι υπάρχουν, γιατί εμείς είμαστε η φωνή τους, το οξυγόνο που τους στερήσανε. Εμένα μου στερήσανε τις φίλες μου, μου στερήσανε την όρεξη για ζωή, να συνεχίσω να κυνηγάω το μέλλον μου. Είναι τρομακτικό, αλλά θα πολεμήσεις, θα κλάψεις, θα φωνάξεις, θα πας στα μνήματα, θα ανάψεις το καντήλι, θα αγκαλιάσεις τη μάνα, γιατί είμαστε όλοι οικογένεια πλέον και ο πόνος που μοιράζεσαι γίνεται πόνος μίσος και η χαρά γίνεται διπλή. Ο καθένας αγωνίζεται διαφορετικά. Άλλος με το να βγαίνει στα κανάλια, άλλος με το να πηγαίνει στις πορείες, άλλος με το να ανάβει το καντήλι του παιδιού του, του πατέρα, της μητέρας, των αδελφών του, των φίλων του, της κοπέλας, του αγοριού του. Το θεωρώ χρέος μου να αγωνιστώ. Το οφείλω για τις φίλες και για τους γονείς τους. Και οι φίλες μου θα θέλανε να συνεχίζω τη ζωή μου, να αγωνίζομαι. Πιστεύω ότι τις δικαιώνω, γιατί όλα αυτά που αναγνώριζαν σε εμενα και θαύμασαν, δεν τα θαύμαζαν αδίκως και δεν θα τις αφήσω να ξεχαστούν.

Κάνει μια μικρή παύση και κοιτάζοντας με, με βεβαιώνει πως την παρηγορεί να βλέπει τον κόσμο που πολεμάει. «Άτομα που δεν με ξέρουν έρχονται να με αγκαλιάζουν και κλαίνε μαζί μου. Δεν καταλαβαίνουν πόσο σημαντική είναι η συμβολή τους, ακόμα και μια αγκαλιά να σου κάνουν, σου δίνουν δύναμη».

Με τη Γιολάντα μιλήσαμε για τη Μάρθη και την Φραντσέσκα. Χαμογελάει και μου λέει πως φαντάζεται τις φίλες της χαρούμενες· Τη Μάρθη κρατώντας ένα τσιγάρο στο χέρι, να δίνει όλη της την καρδιά στα πρόσωπα που αγαπά. Την Φραντσέσκα μου την περιγράφει ως την ήρεμη δύναμη, που προσπαθεί να μπαίνει στο μυαλό της, κάθε φορά που πρέπει να πάρει μια απόφαση.

«Τις στέλνω μηνύματα, τις παίρνω τηλέφωνο, αλλά ξέρω πως δεν θα μου απαντήσουν. Έχω κάνει μια ομαδική συνομιλία που είμαστε οι τρεις μας και τις μιλάω, αλλά δεν θα τα δουν ποτέ, δεν θα με βρίσουν, δεν θα με συμβουλεύσουν ξανά. Κάθε μέρα βλέπω φωτογραφίες, βίντεο, ακούω φωνητικά. Μου λείπει αυτό το “όλα θα πάνε καλά” που μου έλεγε η Φραν… Και ο κόσμος να καταστρεφόταν, αν μου το έλεγε, εγώ ήξερα ότι όντως θα πάνε».

Eurokinissi

Η Γιολάντα με τη Μάρθη έχουν γεννηθεί με μία ημέρα διαφορά. Από το δημοτικό γιόρταζαν τα γενέθλιά τους μαζί. Πέρυσι όμως, ήταν η πρώτη φορά που όλα ήταν διαφορετικά. «Είχαμε κάνει μια τούρτα που πάνω είχε μια φωτογραφία μας, την έχω και σε τατουάζ. Σκεφτόμουν που είναι, γιατί δεν είναι εδώ, γιατί δεν μου λένε χρόνια πολλά. Πλέον πάμε στα μνήματα με τούρτες, σβήνουμε κεράκια και τραγουδάμε.

Κάθε φορά που είμαι στο Πανόραμα θα περάσω από τα κοιμητήρια. Και αν δεν κατέβω, θα πατήσω μια κόρνα. Οι τάφοι όλων των ανθρώπων που χάθηκαν είναι πάντα περιποιημένοι, έχουν λουλούδια, φωτογραφίες, γράμματα. Είναι γεμάτοι ζωή αυτοί οι τάφοι, όσο οξύμωρο και να ακούγεται».

«Όλα τα άτομα που ήταν εκεί μέσα ήταν ψυχές όμορφες, με αγάπη να δώσουν και να πάρουν, γιατί και εμείς αξίζαμε να πάρουμε την αγάπη τους και αυτοί τη δίκη μας»

«Νιώθω πάρα πολύ τυχερή που ήταν φίλες μου και που τις αγάπησα, αλλά και που με αγάπησαν και αυτές. Δεν μπορεί κανείς να μου το πάρει αυτό. Με στήριξαν, μου έμαθαν πολλά. Πιστεύω πως είμαι αυτές πια, δρω και σκέφτομαι όπως εκείνες. Από τα πιο απλά, όπως το πώς θα πιάσω το τσιγάρο μου», μου εξηγεί.

«Τα κορίτσια για εμένα ήταν σαν οικογένεια, που σε αγαπά ανιδιοτελώς. Η μία συμπλήρωνε την άλλη σαν παζλ, σαν αλυσίδα που μετά αν σπάσει δεν είναι τίποτα το ίδιο. Είμαι σίγουρη πως και όλοι οι υπόλοιποι ήταν εξίσου σημαντικοί για κάποιον άλλον. Οι άνθρωποι πεθαίνουν μόνο αν τους ξεχάσεις και αυτοί δεν πρόκειται να ξεχαστούν ποτέ».

«Δεν μπορείς να ξεφύγεις από όλο αυτό. Βλέπω τη Μάρθη να ξαπλώνει στο κρεβάτι μου. Τις ακούω να μιλάνε. Είμαι στο αμάξι και πάλι τις βλέπω, γιατί ήταν συνοδηγός η Φραν και από πίσω καθόταν η Μάρθη και τραγουδούσαμε. Στο Πανεπιστήμιο δεν πατούσα για ένα χρόνο, γιατί έβλεπα την Φραντσέσκα να με περιμένει». Ενώ η Γιολάντα μοιράζεται μαζί μου αυτές της τις σκέψεις, εγώ νιώθω πως τα δύο κορίτσια είναι στο χώρο, κάθονται απέναντί μας και μας κοιτάζουν. Της το λέω και εκείνη μου απαντάει πως δεν είναι η πρώτη φορά που της το έχουν πει.

«Πηγαίνω στο σπίτι της Φραντσέσκας, είναι εκεί το καντηλάκι της και απλά σκέφτομαι πως θα έρθει και αυτή. Όταν μπήκα στο δωμάτιο της, ήταν ακριβώς έτσι όπως το είχε αφήσει· Ένα πεταμένο τζιν πάνω στην καρέκλα… Ένα δωμάτιο που προμηνύει ότι κάποιος θα επιστρέψει.

Θυμάμαι μια φορά που είδα κάτι πολύ χαρακτηριστικά παπούτσια της, κάτι μωβ Nike. Ρωτάω τη μαμά της αν μπορώ να τα δω και βάζω τα δάχτυλα μου για να τα τραβήξω. Είχαν πιάσει ιστούς. Έχεις έρθει αντιμέτωπος με την κηδεία, αλλά κάτι τόσο απλό είναι η απόδειξη ότι δεν είναι εδώ. Δεν θα ξαναβάλει τα παπούτσια του, δεν θα ακούσει ξανα την αγαπημένη του μουσική, δεν θα πει “σ’αγαπώ” στη μαμά του, δεν θα κλάψει, δεν θα ξαναχαμογελάσει, δεν θα κάνει τίποτα, γιατί απλά είναι νεκρός».

Τελειώνοντας τη συζήτησή μας, η Γιολάντα μου λέει: «Είμαι 20 χρονών και έχω κληθεί να πηγαίνω σε κηδείες, μνημόσυνα, στο νεκροταφείο, αντί να είμαι με τις φίλες μου και να περνάω καλά. Δεν ξέρω πως μπορώ να πενθήσω όλη μου την παιδική ηλικία, τα εφηβικά μου χρόνια, την ενήλικη μου ζωή, ενώ δεν έχω πει αντίο.

Μου κατέστρεψαν τη ζωή. Να έχεις τύψεις που ζεις, που ξυπνάς, που βλέπεις μέρες φωτός. Νιώθω τύψεις που εγώ έχω τη μαμά μου και η μαμά μου έχει εμένα. Σε έχουν βάλει σε μια λούπα να αυτομαστιγώνεσαι. Γιατί να ζω εγώ και όχι οι φίλες μου; Γιατί να έχει εμένα η μαμά μου και να μην έχουν τις φίλες μου οι μαμάδες τους;»

Κάθε λέξη που αντάλλαξα με τη Γιολάντα ήταν και μια γροθιά στο στομάχι. «Ξέρεις τι είναι να σου στέλνει μήνυμα η μαμά της καλύτερης σου φίλης και να σε ρωτάει ποια φωτογραφία πιστεύεις ότι θα της άρεσε περισσότερο, για να τη βάλει στο μνήμα;». Θα σκέφτομαι για πάντα αυτά της τα λόγια. Μια ωμή συνειδητοποίηση πως μια ολόκληρη γενιά ξεκληρίστηκε. Μια γενιά που την ανάγκασαν να βυθιστεί στο πένθος. Της πνίξανε τη νιότη, της κάψανε το μέλλον.

Καθώς φεύγαμε, σταθήκαμε για μια τελευταία φορά μπροστά από την πλακέτα της Φραντσέσκας. Δύο κόκκινα φιογκάκια στολίζουν την πόρτα της αίθουσας με το όνομά της.

«ΦΡΑΝΤΣΕΣΚΑ ΜΠΕΖΑ

ΕΤΩΝ 20

INTERCITY 62

ΤΕΜΠΗ 28.02.2023

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!»

Και δεν θα ξεχαστεί. Καμία από τις ψυχές που δολοφονήθηκαν εκείνη τη νύχτα. Γιατί το έγκλημα στα Τέμπη δεν είναι απλά μια μαύρη επέτειος κάθε 28 Φλεβάρη. Τα Τέμπη είναι εδώ κάθε μέρα. Και για αυτό δεν πρέπει να λησμονηθούν, ούτε να συγκαλυφθούν.

#TAGS
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα