Έγκλημα στα Τέμπη: Μια λαοθάλασσα που έπνιξε το «δε βαριέσαι, δε θα αλλάξει τίποτα»
Πάνω από 40.000 κόσμου έδειξαν ότι μπορούν να «κατατροπώσουν» τον κυνισμό
Τέτοια συγκέντρωση είχαμε χρόνια πολλά να δούμε. Από τις μέρες του Αλέξη, ίσως.
Εικόνα: Ευθύμης Βλάχος
Μια λαοθάλασσα που ξεχύθηκε στους δρόμους, έβγαλε την οργή τόσων μηνών, φώναξε για το άδικο. Για ένα φονικό, που όσο κι αν προσπαθούν να μας πείσουν πως ήταν η κακιά στιγμή, μπορείς να το πεις προμελετημένο. Απλά έτυχε να μην είμαι εγώ κι εσύ…
Όσο περνά ο καιρός, η οργή θα μεγαλώνει. Θα γιγαντωθεί με τη δίκη, που θα αρχίσει τον Ιούνιο. Σύμφωνα με υπολογισμούς οι χθεσινές συγκεντρώσεις «κατέβασαν» πάνω από 40.000 κόσμου στη Θεσσαλονίκη.
Νωρίς στην Αριστοτέλους άκουσα κόσμο να ανηφορίζει προς το άγαλμα Βενιζέλου και να λέει: «Πόσα χρόνια έχω να κατέβω σε πορεία», σαν μια εσωτερική φωνή που σπρώχνει, που δεν μπορεί να κρατήσει άλλο μέσα του τον πόνο και την οργή.
Ο μεγάλος εχθρός είναι το «δε βαριέσαι, δε θα αλλάξει τίποτα». Όλοι μας το έχουμε εκστομίσει κάποια στιγμή, ή έστω το έχουμε σκεφτεί. Γιατί να πάω; Μήπως την επόμενη μέρα πάλι τα ίδια δε θα γίνουν; Θα συνεχίσω τη δουλειά μου κι αυτοί τη δική τους…
Η παρουσία του πλήθους ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Μια λαοθάλασσα, ένα ποτάμι οργής, ασυγκράτητο, που ξεχείλισε, έτοιμο να παρασύρει τα πάντα. Η νεολαία, τα σχολεία. Τα παιδικά μυαλά που δεν ξέρω αν μπορούν να συνειδητοποιήσουν πλήρως τι έχει συμβεί, είναι όμως ένα βίωμα πλέον γι’ αυτά. Μιλάμε πια για τη γενιά των Τεμπών. Είναι μέσα στην ψυχή τους.
Η χθεσινή πορεία μπορεί να είναι μια απάντηση. Απέναντι στον κυνισμό της πολιτικής που έχει εμποτιστεί πια στα πάντα. Απέναντι στο «όποιος δεν προσαρμόζεται, πεθαίνει». Απέναντι στο «δεν μπορούσαμε να πούμε τι γινόταν στα τρένα, γιατί δε θα έμπαινε κανείς». Απέναντι στο «πρέπει να θυσιαστούν κάποια παιδιά, για να γίνει ένα μεγάλο έργο».
Δεν ψάχνουμε την ουτοπία. Απαιτούμε το αυτονόητο. Απαιτούμε το αυτονόητο δικαίωμα στη ζωή. Χωρίς να πρέπει να θυσιαστεί κανείς.
Ας μην γίνουμε κυνικοί ούτε εμείς. Μην αλλοτριωθούμε δια του αντικατοπτρισμού. Το «δεν θα άλλάξει τίποτα» είναι ο κυνισμός του βολεμένου, του νοικοκυραίου που «πρέπει να κοιτάει» μόνο το σπίτι του, να εκφράσει τα συλλυπητήρια συνεχίζοντας από την επόμενη την ωραία του ζωή, ψηφίζοντας τους ίδιους. Μέχρι όμως να καταλάβει ότι το επόμενο θύμα του κυνισμού αυτού, θα είναι ο ίδιος.
Αυτή η συγκέντρωση μπορεί να είναι μια ηχηρή απάντηση. Αναγκάζει το σύστημα να μαζευτεί. Πιέζει καταστάσεις, «απειλεί», ζορίζει βεβαιότητες που έχουν αλλοιώσει το DNA της δημοκρατίας μεταπολιτευτικά. Μόνο έτσι πλέον μπορεί να εκφραστεί αληθινά ο λαός. Μόνο ο δρόμος και ο μαζικός αγώνας μπορεί να σκοτώσει τον κυνισμό.
Κι αυτή χθες, ναι, τώρα που το σκέφτομαι, ήταν μια ηχηρή απάντηση και ένα μήνυμα, ότι το κάθε άτομο ξεχωριστά κι όλοι μαζί είναι το μόνο που φοβούνται. Η δύναμη του κόσμου φάνηκε και στη συγκέντρωση υπογραφών για το ψήφισμα που θα κατατεθεί στη Βουλή από τη Μαρία Καρυστιανού. Ξεπέρασε το 1 εκατομμύριο και συνεχίζει. Είπαμε, είναι πια το μόνο που φοβούνται.