Υπάρχει κίνδυνος παραγραφής για το έγκλημα στα Τέμπη;
Δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα, αλλά προς αποφυγή παρερμηνείας θα γίνει και νομοθετική παρέμβαση, δηλώνει την ίδια ώρα ο Παύλος Μαρινάκης
Υπάρχει κίνδυνος να παραγραφούν πιθανά αδικήματα μελών στην κυβέρνησης στην υπόθεση του εγκλήματος των Τεμπών; Οι γνώμες των νομικών διίστανται, ενώ η ίδια η κυβέρνηση απορρίπτει κατηγορηματικά κάθε τέτοιο ενδεχόμενο.
Πώς έχει το όλο ζήτημα; Πριν από τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019 το άρθρο 86 παρ. 3 του Συντάγματος προέβλεπε ότι η Βουλή μπορεί να ασκήσει δίωξη κατά μέλους της κυβέρνησης «μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος».
Μετά το πέρας αυτής της προθεσμίας το αδίκημα θεωρούνταν παραγραμμένο και κατά συνέπεια καμία δίωξη δεν θα μπορούσε να ασκηθεί από τη Βουλή. Με άλλα λόγια το προηγούμενο Σύνταγμα προέβλεπε -όπως λένε οι νομικοί- αποσβεστική προθεσμία δίωξης κατά μελών της κυβέρνησης.
Το 2019 η προαναφερόμενη διάταξη του Συντάγματος καταργήθηκε. Το νέο Σύνταγμα δεν προβλέπει καμία αποσβεστική προθεσμία δίωξης, που σημαίνει ότι για την παραγραφή αδικημάτων μελών της κυβέρνησης ισχύει ό,τι προβλέπει ως χρόνο παραγραφής τους ο Ποινικός Κώδικας. Ό,τι δηλαδή ισχύει και για τους απλούς πολίτες.
Εν τούτοις τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Παρ’ όλο που πέρασαν πέντε χρόνια από τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019, η κυβέρνηση δεν έφερε νέο -εκτελεστικό της συνταγματικής διάταξης- νόμο «Περί ποινικής ευθύνης υπουργών», με αποτέλεσμα να είναι ακόμα σε ισχύ ο Ν. 3126/2003 ο οποίος, με βάση το Σύνταγμα που ίσχυε τότε, στο άρθρο 3 παρ. 2 αναφέρει: «Το αξιόποινο των πράξεων των υπουργών, που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ.1, εξαλείφεται με το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, εάν ως τότε η Βουλή δεν έχει αποφασίσει να ασκήσει ποινική δίωξη κατά του υπουργού, σύμφωνα με όσα ορίζονται στον νόμο αυτόν».
Ακόμα πιο περίεργο είναι το γεγονός ότι η κυβέρνηση με μια απλή τροπολογία θα μπορούσε να καταργήσει αυτή τη διάταξη στον νόμο του 2003 παραπέμποντας στα προβλεπόμενα της συνταγματικής μεταρρύθμισης του 2019. Δεν το έχει κάνει μέχρι τώρα αν και προχθές, ύστερα από ερώτηση της «Εφ.Συν.», ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε πως είναι στις προθέσεις της να υπάρξει «συγκεκριμένη νομοθετική παρέμβαση για να μην υπάρχει και καμία, μα καμία αμφιβολία» περί δυνατότητας παραγραφής. Ίδωμεν.
Είναι αλήθεια πως το Σύνταγμα είναι ο υπέρτατος νόμος του κράτους. Είναι όμως εξίσου αλήθεια πως τα δικαστήρια δικάζουν με βάση τους νόμους των οποίων μπορούν να κρίνουν τη συνταγματικότητα.
Κατά συνέπεια -αν δεν υπάρξει έγκαιρα νομοθετική ρύθμιση- εφόσον κάποιο μέλος της κυβέρνησης παραπεμφθεί στο Ειδικό Δικαστήριο για την υπόθεση των Τεμπών, θα δικαστεί με τον νόμο του 2003 κι έχει δικαίωμα να επικαλεστεί παραγραφή του αδικήματος αν η παραπομπή του γίνει μετά την ολοκλήρωση της Β’ τακτικής συνόδου της παρούσας Βουλής που λήγει τον Ιούλιο.
Μπορεί το δικαστήριο να δικαιώσει τον κατηγορούμενο υπουργό σε μια τέτοια περίπτωση; Υπάρχει κίνδυνος να ισχύσει παραγραφή του αδικήματος;
Η «Εφ.Συν.» ανοίγει το θέμα σε μια προσπάθεια να διευκρινιστεί πλήρως αλλά και να πιεστεί η κυβέρνηση να νομοθετήσει ώστε τέτοιος κίνδυνος να μην υφίσταται ούτε ως απλή πιθανότητα. Για τον λόγο αυτό απευθυνθήκαμε σε κορυφαίους συνταγματολόγους της χώρας οι οποίοι και καταθέτουν τις απόψεις τους στη βάση τριών ερωτημάτων:
- Υπάρχει κίνδυνος παραγραφής αδικημάτων μελών της κυβέρνησης λόγω απουσίας εκτελεστικού νόμου μετά τη συνταγματική αλλαγή του 2019;
- Βλέπετε σκοπιμότητα στο γεγονός ότι εδώ και πέντε χρόνια αυτός ο νόμος δεν υπάρχει;
- Τι πρέπει να γίνει ώστε να κλείσει οριστικά κάθε ενδεχόμενο παραγραφής;
«Ισχύει ευθέως το Σύνταγμα»
Προκόπης Παυλόπουλος
Για το θέμα επικοινωνήσαμε με τον πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ακαδημαϊκό και επίτιμο καθηγητή της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ Προκόπη Παυλόπουλο. Η άποψή του είναι κατηγορηματική. Δεν υφίσταται θέμα παραγραφής: «Σε αυτές τις περιπτώσεις ισχύει ευθέως το Σύνταγμα και όχι αντίθετες διατάξεις του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Αυτό επιβάλλεται λόγω της αυξημένης τυπικής ισχύος του Συντάγματος έναντι του κοινού νόμου», μας δήλωσε χαρακτηριστικά.
«Τίποτε δεν αποκλείει ο κατηγορούμενος υπουργός να επικαλεστεί τον επιεικέστερο για την περίπτωσή του νόμο»
Γιάννης Δρόσος, Ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών
Αρμοδιότητα για την άσκηση δίωξης κατά μελών της κυβέρνησης έχει μόνον η Βουλή. Μέχρι την αναθεώρηση του 2019 μπορούσε να ασκήσει την αρμοδιότητα αυτή μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος. Εξειδικεύοντας τη συνταγματική αυτή διάταξη ο νόμος περί ευθύνης υπουργών (Ν. 3126/2003) προέβλεψε ότι το αξιόποινο πράξεων των υπουργών εξαλείφεται μετά την παρέλευση της παραπάνω προθεσμίας, αν μέχρι τότε η Bουλή δεν έχει αποφασίσει να ασκήσει ποινική δίωξη κατά υπουργού.
Η προθεσμία αυτή καταργήθηκε με την αναθεώρηση του 2019, επομένως ο Ν. 3126/2003 είναι ως προς το σημείο αυτό ευθέως αντίθετος με το Σύνταγμα. Ως αντισυνταγματικός, ο νόμος αυτός κανονικά δεν μπορεί να παράγει έννομα αποτελέσματα, τούτο και για τον απλό λόγο ότι δεν μπορεί ο κοινός νομοθέτης να αναιρεί τον συνταγματικό νομοθέτη και εν προκειμένω να προσφέρει στους υπουργούς έδαφος επιείκειας που το Σύνταγμα πλέον τους το αρνείται.
Πρόκειται όμως για ποινικό νόμο και τίποτε δεν αποκλείει, σε περίπτωση άσκησης δίωξης σε υπουργό μετά την παρέλευση της προθεσμίας που κατάργησε η αναθεώρηση του 2019 αλλά διατηρεί ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, ο κατηγορούμενος υπουργός να επικαλεστεί τον επιεικέστερο για την περίπτωσή του νόμο, δηλαδή τον μη τυπικά καταργημένο νόμο που εξακολουθεί να προβλέπει την παραγραφή του αδικήματος σε βραχύτερη προθεσμία.
Αυτό προβάλλοντας ότι αφού κατά το άρθρο 86 παρ. 1 του Συντάγματος η άσκηση της δίωξης του υπουργού γίνεται «ως νόμος ορίζει», ο ποινικός νόμος «ορίζει» να προβλέπεται επιεικέστερη για τον διωκόμενο υπουργό δικονομική μεταχείριση. Σε αυτή την περίπτωση το Ειδικό Δικαστήριο που θα δικάσει τον υπουργό θα κληθεί να κρίνει αν αυτή η επιεικέστερη διάταξη θεωρείται αυτομάτως καταργημένη με την αναθεώρηση του άρθρου 86 του Συντάγματος ή όχι. Σε περίπτωση που τη θεωρήσει καταργημένη και αντ’ αυτής εφαρμόσει τις όποιες διατάξεις της ποινικής δικονομίας, τίποτε δεν αποκλείει να κληθεί να κρίνει το θέμα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αν ο μη καταργημένος ευνοϊκότερος δικονομικός νόμος είναι ή όχι εφαρμοστέος στην προκείμενη περίπτωση. Αρχικά τουλάχιστον, μάλλον από κοινοβουλευτική ραστώνη, ίσως και από κυβερνητική αλαζονεία, δεν ασχολήθηκε η Βουλή με την προσαρμογή του νόμου περί ευθύνης των υπουργών στη νέα συνταγματική διάταξη. Μετά την έκρηξη του σκανδάλου των υποκλοπών και, αργότερα, με τις ερευνώμενες ευθύνες υπουργών για το έγκλημα των Τεμπών, το πράγμα αλλάζει. Εχουν ανοίγει διαδικασίες που μπορεί να οδηγήσουν υπουργούς στο εδώλιο.
Δεν είναι, νομίζω, τόσο λόγοι ασφάλειας δικαίου όσο, κυρίως, λόγοι ακεραιότητας του πολιτικού συστήματος και ειδικότερα λόγοι τιμής της κυβερνητικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που επιβάλλουν να καταργηθεί πάραυτα η αντίθετη προς τη βούληση του συνταγματικού νομοθέτη διάταξη του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Αν όχι, θα πρόκειται για συνειδητή κυβερνητική επιλογή να παραμείνει ως έχει ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, ώστε να παρέχει έδαφος ευνοϊκής νομικής ασάφειας για τους τυχόν κατηγορούμενους υπουργούς της σημερινής πλειοψηφίας που ίσως βρεθούν ποινικώς διωκόμενοι.
«Το Ειδικό Δικαστήριο πρέπει να άρει οριστικά οποιαδήποτε αμφιβολία»
Σπύρος Βλαχόπουλος, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου με έμφαση στο Συνταγματικό Δίκαιο στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών
Η ειδική αποσβεστική προθεσμία για τα υπουργικά αδικήματα καταργήθηκε με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019. Μάλιστα, ήταν σαφής η βούληση της αναθεωρητικής Βουλής για άμεση κατάργηση της προβληματικής αυτής ρύθμισης, χωρίς η κατάργηση να εξαρτάται από τη θέσπιση πρόσθετης διάταξης στον νόμο περί ευθύνης υπουργών. Υπό τα δεδομένα αυτά, εάν δεχόμασταν ότι δεν έχει καταργηθεί η ειδική αποσβεστική προθεσμία επειδή δεν έχει τροποποιηθεί ρητώς ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, θα ανατρέπαμε την ιεραρχία των πηγών του δικαίου, σύμφωνα με την οποία το Σύνταγμα είναι σαφώς ανώτερο του νόμου. Η αντίθετη άποψη δεν θα ήταν μόνο νομικά εσφαλμένη, αλλά και θα κλόνιζε ακόμη περισσότερο την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος και την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους θεσμούς και τη Δημοκρατία.
Δεν νομίζω ότι υπήρξε σκοπιμότητα για τη μη ρητή τροποποίηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Νομίζω ότι η μη αλλαγή του νόμου αυτού οφείλεται σε δύο κυρίως παράγοντες. Πρώτον, στη γενικότερη αδράνεια του κοινού νομοθέτη να ανταποκριθεί στις ανάγκες που προκύπτουν από τη συνταγματική αναθεώρηση. Στο σημείο αυτό να θυμίσω ότι με την ίδια συνταγματική αναθεώρηση του 2019 θεσπίστηκε και ο θεσμός της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας, η δυνατότητα δηλαδή των πολιτών με συλλογή υπογραφών να προτείνουν την ψήφιση ενός νόμου. Ωστόσο σήμερα, πέντε και πλέον χρόνια μετά, δεν έχει ψηφιστεί ο εκτελεστικός του Συντάγματος νόμος. Και δεύτερον, όσον αφορά το θέμα μας, έχω την εντύπωση ότι οι πολιτικοί αποφεύγουν να αγγίξουν «δύσκολα» θέματα όπως αυτό της ευθύνης των υπουργών, έστω και εάν στη συγκεκριμένη βέβαια περίπτωση τα πράγματα είναι πιο απλά γιατί τη λύση την είχε δώσει η συνταγματική αναθεώρηση του 2019.
Κατ’ αρχάς και παρότι η κατάργηση της ειδικής αποσβεστικής προθεσμίας προκύπτει από το ίδιο το Σύνταγμα, νομίζω ότι για λόγους ασφάλειας του δικαίου η κατάργηση αυτή θα πρέπει να αποτυπωθεί ρητώς και στον ίδιο τον νόμο περί ευθύνης υπουργών. Δεν είναι ασφαλώς ορθό να εμφανίζεται στον νόμο μια ρύθμιση, η οποία έχει καταργηθεί εδώ και χρόνια από την αναθεωρητική Βουλή. Για να μη δημιουργούνται όμως παρερμηνείες, καλό είναι στις προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου να επισημαίνεται ότι η κατάργηση αυτή έχει ήδη επέλθει με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019.
Οπως όμως σε κάθε περίπτωση, έτσι και εδώ η Δικαιοσύνη είναι αυτή που θα επιλύσει οριστικά το ζήτημα. Οταν δηλαδή φτάσει μια υπόθεση στο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 86 του Συντάγματος που δικάζει τα ποινικά αδικήματα των υπουργών, τότε το Δικαστήριο αυτό θα πρέπει κατά την άποψή μου να δεχθεί όσα προαναφέρθηκαν περί κατάργησης της ειδικής αποσβεστικής προθεσμίας με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019, αίροντας πλέον οριστικά οποιαδήποτε αμφιβολία.
«Τυχόν παραπομπή πρέπει να ολοκληρωθεί από τη Βουλή στην παρούσα σύνοδο, δηλαδή μέχρι τον Ιούνιο»
Ξενοφών Κοντιάδης, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Τον Νοέμβριο του 2019 αναθεωρήθηκε το άρθρο 86 του Συντάγματος με ευρύτατη πλειοψηφία 274 ψήφων, τη μεγαλύτερη από κάθε άλλη διάταξη που τροποποιήθηκε. Με την αναθεώρηση καταργήθηκε η σύντομη αποσβεστική προθεσμία που προβλεπόταν για την ποινική δίωξη μελών και πρώην μελών της κυβέρνησης και υφυπουργών για αδικήματα κατά την τέλεση των καθηκόντων τους. Συγκεκριμένα, η καταργηθείσα διάταξη προέβλεπε ότι «η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1 αρμοδιότητά της [δηλ. την ποινική δίωξη των υπουργών] μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος».
Ωστόσο, πέντε χρόνια μετά δεν έχει καταργηθεί η αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 3 Ν. 3126/2003, που αποτελεί εκτελεστικό του Συντάγματος νόμο, κατά την οποία «το αξιόποινο των πράξεων των υπουργών, που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 1, εξαλείφεται με το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, εάν ώς τότε η Βουλή δεν έχει αποφασίσει να ασκήσει ποινική δίωξη κατά του υπουργού, σύμφωνα με όσα ορίζονται στον νόμο αυτόν». Αυτό συνεπάγεται ότι αν ασκηθούν διώξεις κατά υπουργών για αδικήματα που σχετίζονται με την υπόθεση των Τεμπών μετά το τέλος της τρέχουσας συνόδου της Βουλής, δηλαδή μετά τον Ιούνιο, αυτοί θα μπορούν να επικαλεστούν την ευνοϊκή για αυτούς ρύθμιση του νόμου για να υποστηρίξουν ότι έχει εξαλειφθεί το αξιόποινο.
Τίθεται κατ’ αρχάς το ερώτημα αν η αποσβεστική προθεσμία που προβλέπεται στον νόμο συνεχίζει να ισχύει μετά την κατάργηση της αντίστοιχης συνταγματικής ρύθμισης ή έχει καταργηθεί σιωπηρά. Η γνώμη μου, όπως και άλλων συνταγματολόγων (ενδεικτικά Χ. Τσιλιώτης και Ι. Κουτσούκος με άρθρα τους στην ιστοσελίδα syntagmawatch.gr), είναι ότι η νομοθετική ρύθμιση της αποσβεστικής προθεσμίας έχει καταργηθεί από τη στιγμή που καταργήθηκε στο Σύνταγμα. Αλλωστε η βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν σαφής ως προς την κατάργηση της προνομιακής αυτής μεταχείρισης των υπουργών.
Ωστόσο, κατά τον αντίλογο η μη εφαρμογή νόμου που μειώνει ή εξαλείφει το αξιόποινο αντίκειται στο άρθρο 7 του Συντάγματος και στην ΕΣΔΑ. Συνεπώς, θα κληθεί το Ειδικό Δικαστήριο να κρίνει τι ισχύει στο πλαίσιο μιας αντιδικίας και άρα η επίλυση της ερμηνευτικής διαφωνίας παραμένει αβέβαιη.
Το δεύτερο ερώτημα είναι γιατί ο κοινός νομοθέτης δεν κατάργησε την επίμαχη ρύθμιση του νόμου, ώστε να εναρμονιστεί με το αναθεωρημένο Σύνταγμα. Ηταν αμέλεια; Ηταν σκόπιμο ώστε να διατηρηθεί το «παράθυρο διαφυγής» για μέλη της κυβέρνησης; Επισημαίνεται πάντως και η αμέλεια της αντιπολίτευσης να φέρει στη Βουλή σχετική πρόταση. Την απάντηση οφείλει να δώσει η κυβέρνηση.
Το τελευταίο ερώτημα είναι τι μπορεί να γίνει τώρα για να διασφαλιστεί ότι η παραπομπή και η δίκη μελών της κυβέρνησης δεν θα σκοντάψει στην αποσβεστική προθεσμία. Η απάντηση είναι ότι θα πρέπει οπωσδήποτε η παραπομπή τους να ολοκληρωθεί από τη Βουλή στην παρούσα σύνοδο, δηλαδή μέχρι τον Ιούνιο. Τυχόν περαιτέρω κωλυσιεργίες, σε συνάρτηση με την «αμέλεια» να καταργηθεί η επίμαχη νομοθετική ρύθμιση, επισύρουν μομφή για συγκάλυψη ευθυνών.
«Δεν πρόκειται για τη μοναδική ασέβεια προς την αναθεώρηση που έχει επιδείξει η Νέα Δημοκρατία»
Γιώργος Κατρούγκαλος, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου, αν. εμπειρογνώμονας ΟΗΕ, πρώην υπουργός
Η βούληση της αναθεωρητικής Βουλής δεν αφήνει, κατά τη γνώμη μου, κανένα περιθώριο επιβίωσης του πριν από την αναθεώρηση νομοθετικού καθεστώτος που διευκόλυνε την ατιμωρησία επίορκων υπουργών με την πρόβλεψη συντομότατης αποσβεστικής προθεσμίας. Και αυτό διότι, όπως προκύπτει πλήρως από τα πρακτικά τόσο της προτείνουσας όσο και της αναθεωρητικής Βουλής, η κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας έγινε με μοναδικό σκοπό να ισχύουν οι κοινές διατάξεις της παραγραφής και στα αδικήματα των υπουργών.
Τόνιζα στη Γενική Εισήγηση της Πλειοψηφίας (Έκθεση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, 2019, σ. 22): «Το πρώτο μέτρο που πρέπει να υιοθετήσουμε –και στο οποίο θεωρώ ότι πρέπει να συμφωνήσουν όλες οι πολιτικές πτέρυγες που έχουν τοποθετηθεί επί της συνταγματικής αναθεώρησης– είναι η κατάργηση της ρύθμισης της αποσβεστικής προθεσμίας, ούτως ώστε να έχουμε την εφαρμογή των κοινών διατάξεων του Ποινικού Δικαίου για την παραγραφή. Επαναλαμβάνω ότι αυτό έπρεπε ήδη να γίνει στην αναθεώρηση του 2001».
Τα ίδια τόνισε στη συνέχεια πανηγυρικά και ο ειδικός εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ για το συγκεκριμένο άρθρο, Γ. Παπαφιλίππου (Έκθεση, σ. 194): «Με την πρότασή μας λοιπόν καταργείται η μη τιμητική για το πολιτικό σύστημα διάταξη και θα μπορεί η ποινική δίωξη κατά υπουργού να ασκηθεί οποτεδήποτε εντός του κατά το κοινό δίκαιο χρόνου της παραγραφής του αδικήματος. Ό,τι δηλαδή ισχύει για όλους τους πολίτες». Ανάλογου περιεχομένου ήταν και οι τοποθετήσεις των εισηγητών των άλλων κομμάτων.
Με άλλα λόγια, η κατάργηση του πέμπτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 86 του Συντάγματος, όπως είχε προστεθεί στην αναθεώρηση του 2001, δεν σημαίνει ότι παρόμοια ρύθμιση μπορεί να επανεισαχθεί νομοθετικά ή ότι μπορεί να εφαρμοστεί η υφιστάμενη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 3126/2003. Η τελευταία, μετά την αναθεώρηση, εν όψει της ρητής βούλησης του αναθεωρητικού νομοθέτη πρέπει να θεωρηθεί καταργημένη ή, εν πάση περιπτώσει, μη εφαρμοστέα ως αντισυνταγματική. Επιπλέον, όταν –επιτέλους– εκδοθεί ο εκτελεστικός νόμος, αυτός θα εφαρμοστεί και στις υποθέσεις που αφορούν αδικήματα που τελέστηκαν μετά την αναθεώρηση και πριν από τη θέση σε ισχύ του. Δεν υπάρχει έδαφος εφαρμογής εδώ της ευμενέστερης ποινικής διάταξης, γιατί αυτή, όπως αναφέρθηκε, είναι συνταγματικά επιβεβλημένο να θεωρηθεί μη εφαρμοστέα. Άλλωστε, η εξομοίωση του χρόνου παραγραφής για τα υπουργικά κακουργήματα είχε γίνει ήδη με τον Ν. 3961/2011, αν και βεβαίως υποκριτικά, γιατί υπονομευόταν από τη συντομότατη αποσβεστική προθεσμία.
Είναι προφανές ότι υπάρχει σκοπιμότητα από κυβερνητικής πλευράς. Και τούτο γιατί δεν πρόκειται για τη μοναδική ασέβεια προς την αναθεώρηση που έχει επιδείξει η Νέα Δημοκρατία. Δεν έχει καταρτίσει, προφανώς ύστερα από δεύτερες σκέψεις, εκτελεστικό νόμο για την υλοποίηση και δύο άλλων σημαντικών μεταρρυθμίσεων: της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας (παρ. 6 του άρθρου 73 του Συντάγματος) και της πλήρους εξομοίωσης των στρατιωτικών δικαστών με τους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς (παρ. 5 του άρθρου 96). Οι συνταγματικές αυτές ρυθμίσεις παραμένουν κενό γράμμα, λόγω της αβελτηρίας της κυβέρνησης. Δύο φορές μπορεί να είναι σύμπτωση, τρεις φορές είναι σίγουρα πολιτική απόφαση.
Οπως προανέφερα, η ψήφιση σχετικού εκτελεστικού νόμου, αν και δεν είναι απαραίτητη για την εφαρμογή της βούλησης του αναθεωρητικού νομοθέτη, είναι χρήσιμη για λόγους ασφαλείας δικαίου. Δεν μπορώ, πάντως, να φανταστώ δικαστή που θα εφαρμόσει τόσο πρόδηλα αντισυνταγματική ρύθμιση όσο αυτή της αποσβεστικής προθεσμίας. Θέλω δε να ελπίζω ότι ακόμη και η Νέα Δημοκρατία δεν θα υποπέσει στο ατόπημα να ισχυριστεί ότι η τελευταία επιβιώνει.
Η (κουτο)πονηρία της νομοθετικής αδράνειας
Ακρίτας Καϊδατζής, Αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ
Αν δεν ασκηθεί δίωξη μέχρι το πέρας της δεύτερης συνόδου της επόμενης από τη διάπραξή του βουλευτικής περιόδου, υπουργικό αδίκημα δεν μπορεί πλέον να δικαστεί και μένει ατιμώρητο. Αυτό έλεγε το άρθρο 86 του Συντάγματος μετά την αναθεώρηση του 2001. Το ίδιο επανέλαβε ο εκτελεστικός νόμος περί ευθύνης υπουργών που εκδόθηκε λίγο αργότερο (Ν. 3126/2003). Ηταν μια άθλια ρύθμιση για την εξυπηρέτηση του πιο στενά και κακώς νοούμενου συντεχνιακού συμφέροντος της πολιτικής τάξης. Ούτε λίγο ούτε πολύ, κατέληγε στην πλήρη ατιμωρησία των υπουργών στις περιπτώσεις που τις εκλογές κέρδιζε το ίδιο κόμμα. Κάτι καθόλου ασύνηθες: συνέβη στις εκλογές του 1977, 1985, 1996, 2000, 2007, Σεπτεμβρίου 2015 και 2023.
Με την αναθεώρηση του 2019 η διάταξη για την αποσβεστική προθεσμία ή, αλλιώς, «πολιτική παραγραφή» των υπουργικών αδικημάτων απαλείφθηκε από το Σύνταγμα. Δικαίως. Ωστόσο, πεντέμισι χρόνια μετά δεν έχει διαγραφεί από τον νόμο. Η παράλειψη εναρμόνισής του στη συνταγματική μεταβολή δεν είναι άμοιρη συνεπειών. Ούτε, βεβαίως, αθώα. Απλουστευτικές προσεγγίσεις σύμφωνα με τις οποίες η κατάργηση της διάταξης από το Σύνταγμα επιφέρει οιονεί αυτομάτως και την κατάργησή της από τον εκτελεστικό νόμο, αν δεν είναι εκ του πονηρού, είναι αφελείς. Ο ποινικός δικαστής τον νόμο εφαρμόζει, όχι το Σύνταγμα. Στο Σύνταγμα ανάγεται, προκειμένου να κρίνει αν ο νόμος τον οποίο καλείται κατ’ αρχήν να εφαρμόσει είναι αντίθετος σε αυτό, προκειμένου να τον αφήσει τελικά ανεφάρμοστο.
Οσο, επομένως, δεν καταργείται τυπικά, η νομοθετική διάταξη παραμένει σε ισχύ. Αν, παρ’ όλα αυτά, κριθεί αντισυνταγματική, τότε θα μείνει ανεφάρμοστη. Επ’ αυτού, δύο παρατηρήσεις. Πρώτον, η νομοθετική (πλέον, μόνο) διάταξη για την αποσβεστική προθεσμία δεν είναι αντίθετη στο άρθρο 86 του Συντάγματος. Δεν ελέγχεται η συμφωνία του νόμου με το Σύνταγμα, αλλά η μη αντίθεσή του προς αυτό. Κατ’ ακριβολογία, πρόκειται για έλεγχο αντι-συνταγματικότητας. Που προκύπτει όταν το περιεχόμενο νομοθετικής διάταξης είναι αντίθετο προς συνταγματική. Οχι απλώς διαφορετικό. Δεδομένου ότι μετά την αναθεώρηση του 2019 το άρθρο 86 δεν λέει τίποτε για την αποσβεστική προθεσμία, η (συνεχιζόμενη) πρόβλεψή της στον νόμο δεν είναι αντίθετη στο άρθρο αυτό.
Ωστόσο, δεύτερον, η νομοθετική ρύθμιση είναι κατάφωρα αντίθετη στην αρχή της ποινικής ισονομίας, που απορρέει από το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος. Η ισότητα ενώπιον του ποινικού νόμου απαιτεί να υπόκεινται όλοι οι πολίτες στους ίδιους κατ’ αρχήν κανόνες, παρέκκλιση από τους οποίους είναι επιτρεπτή μόνον εφόσον δικαιολογείται ειδικά και μόνο στο απολύτως αναγκαίο μέτρο. Το κραυγαλέο προνόμιο της ατιμωρησίας των υπουργών που το κόμμα τους κερδίζει τις επόμενες εκλογές είναι αδύνατον να δικαιολογηθεί. Πολλώ δε μάλλον που αποδοκιμάστηκε απερίφραστα στην τελευταία αναθεώρηση.
Η διάταξη του νόμου είναι, επομένως, αντισυνταγματική και, σε περίπτωση που τυχόν παραπεμφθούν υπουργοί, το Ειδικό Δικαστήριο οφείλει να την αφήσει ανεφάρμοστη. Δυστυχώς, δεν μπορούμε να επαφεθούμε στη δικαστική κρίση. Εχουμε δείγματα από το παρελθόν που κλόνισαν την εμπιστοσύνη μας στη δικαστική εξουσία. Απαιτείται, επομένως, μια καθαρή λύση. Και καθαρή λύση είναι μόνο μία: η άμεση κατάργηση της διάταξης για την αποσβεστική προθεσμία.
Εχουμε λόγο να πιστεύουμε ότι η παρούσα πλειοψηφία θα το πράξει; Κανέναν. Είναι η ίδια πλειοψηφία που «αμέλησε» να προσαρμόσει τον νόμο στη συνταγματική αναθεώρηση. Φυσικά δεν της διέφυγε, η αδράνεια υπήρξε επιλογή. Οπως επιλογή ήταν να μην εκδοθεί εκτελεστική νομοθεσία για τη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, την εξομοίωση των στρατιωτικών με τους τακτικούς δικαστές, τις εξεταστικές επιτροπές της Βουλής και άλλα. Ολα μεταρρυθμίσεις που ψηφίστηκαν –από αυτή την ίδια πλειοψηφία!– στην τελευταία αναθεώρηση, αλλά έμειναν στα χαρτιά, γράμμα κενό. Το επαναλαμβανόμενο μοτίβο είναι εξαιρετικά ανησυχητικό. Μεταρρυθμίσεις εξαγγέλλονται πανηγυρικά – αλλά, φευ, μόνο στα λόγια, χωρίς πραγματική πρόθεση εφαρμογής. Το Σύνταγμα ευτελίζεται έτσι σε άλλοθι: Οταν η πολιτική εξουσία δεν θέλει να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα, κάνει αναθεώρηση, για να δείξει ότι, έστω, προσπαθεί.
Την άμεση κατάργηση της κατάπτυστης διάταξης που κουτοπόνηρα η πλειοψηφία διατήρησε στον νόμο οφείλει να την απαιτήσει όχι μόνο το πολιτικό σύστημα, αν θέλει να περισώσει ό,τι έχει απομείνει από την αξιοπιστία του, αλλά και ο νομικός κόσμος, αν θέλει να περισώσει ό,τι έχει απομείνει από το κύρος του Συντάγματος.
Πηγή: Γεωργία Σάκκουλα, Γιώργος Πετρόπουλος / ΕΦ.ΣΥΝ.
Η κυβέρνηση φέρνει εκτελεστικό νόμο μετά τους φόβους για παραγραφή
Τις εντυπώσεις για κίνδυνο παραγραφής τυχόν ποινικών ευθυνών του Χρήστου Τριαντοπούλου για τα Τέμπη επιχειρεί να διασκεδάσει η κυβέρνηση, προαναγγέλλοντας εκτελεστικό νόμο για την εφαρμογή της συνταγματικής αναθεώρησης του 2019.
Υπενθυμίζεται ότι με την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος, που ξεκίνησε το 2018 επί ΣΥΡΙΖΑ και ολοκληρώθηκε το 2019 επί Νέας Δημοκρατίας, καταργήθηκε η σύντομη αποσβεστική προθεσμία για τους υπουργούς. Αυτό σημαίνει ότι πλέον η δίωξη υπουργών ακολουθεί τους κανονικούς χρόνους παραγραφής, που προβλέπει ο ποινικός κώδικας για όλους τους πολίτες.
Η κυβέρνηση της ΝΔ ωστόσο δεν έχει φέρει μέχρι σήμερα εκτελεστικό νόμο, γεγονός που είχε αναδείξει με ρεπορτάζ το NEWS 24/7. Με συνέπεια η εφαρμογή της νέας συνταγματικής διάταξης να είναι στα χέρια του εκάστοτε δικαστικού. Παρότι είναι γεγονός ότι οι συνταγματολόγοι συγκλίνουν στην άποψη ότι το Σύνταγμα υπερισχύει παγίως κάθε νόμου και θεωρούν επομένως πως ουδείς δικαστής θα αγνοούσε την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση.
Ωστόσο ετέθη το ερώτημα γιατί δεν φέρνει έστω και τώρα η κυβέρνηση τον εκτελεστικό νόμο, ώστε να διασφαλίσει πέραν πάσης υποψίας ότι δεν υπάρχει ενδεχόμενο παραγραφής το Σεπτέμβριο του 2025. Στο ερώτημα αυτό ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης, επικαλέστηκε καταρχήν τις γνωμοδοτήσεις έγκριτων νομικών που θεωρούν καταργημένο τον προηγούμενο νόμο περί ευθύνης υπουργών με τη συνταγματική αναθεώρηση.
Αναφέρθηκε ειδικότερα στην άποψη του Ξενοφώντα Κοντιάδη πως το Σύνταγμα είναι ανώτερο από κείμενη νομοθεσία. “Εμείς αλλάξαμε το Σύνταγμα και άλλαξε η αποσβεστική προθεσμία, άρα δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος παραγραφής. Για αποφυγή παρεξήγησης ή παρερμηνείας όμως θα γίνει και νομοθετική παρέμβαση για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία”, πρόσθεσε ο κ. Μαρινάκης, χωρίς να διευκρινίσει το χρόνο της κατάθεσης του εκτελεστικού νόμου. “Είναι στον προγραμματισμό νομική παρέμβαση, αν και θεωρώ ότι παρέλκει, διότι το Σύνταγμα είναι ανώτερο από την κείμενη νομοθεσία”, ανέφερε.
Καλύπτουν Τριαντόπουλο – Βγάζουν από το κάδρο Μητσοτάκη
Ο κ.Μαρινάκης πάντως επί της ουσίας κάλυψε εκ νέου τον κ.Τριαντόπουλο και έβγαλε από το κάδρο τυχόν ευθυνών για το λεγόμενο “μπάζωμα” του χώρου της τραγωδίας στα Τέμπη τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Στην επισήμανση ότι ο κ.Τριαντόπουλος στις 24 Μαρτίου του 2023 έλεγε ότι διαχειρίστηκε με εντολή του πρωθυπουργού το χώρο στα Τέμπη, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος σχολίασε ότι: “Κανείς δεν έχει μπει στον κόπο να διαβάσει τα καθήκοντα που είχε ο κ.Τριαντόπουλος ως υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ αρμόδιος για την κρατική αρωγή. Η παρουσία του έχει να κάνει με τα καθήκοντα του. Κάποιοι μετέτρεψαν το αυτονόητο σε ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες.” Ενώ υποστήριξε ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο για “μπάζωμα” με δόλο.

Ο κ. Μαρινάκης δεν προσδιόρισε τον ακριβή χρόνο σύστασης της προανακριτικής επιτροπής, αναφέροντας απλώς ότι θα ανακοινωθεί μέσα στις επόμενες ημέρες και εντός των προβλεπόμενων ορίων. Δήλωσε επίσης άγνοια για το πότε θα υπάρχει εικόνα από τον έλεγχο του εγκληματολογικού για τα τρία νέα βίντεο που έχουν δει το φως της δημοσιότητας.
Απέρριψε δε κατηγορίες για παρεμβάσεις της κυβέρνησης και του ίδιου το πρωθυπουργού στη Δικαιοσύνη. Απαντώντας στην ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών σημείωσε ότι ήταν απόφαση της Δικαιοσύνης όχι της εκτελεστικής εξουσίας να πάει η δικογραφία για τα Τέμπη σε ανώτατο επίπεδο. “Αλλά η κοινή λογική απαντά ότι η αναβάθμιση μίας υπόθεσης μόνο για καλό είναι. Δεν καταλαβαίνω τι συζητάμε”, πρόσθεσε.
Υποστήριξε επίσης ότι δεν υπάρχουν παρεμβάσεις ηγεσίας δικαιοσύνης, αλλά όπως είπε “αυτονόητες διαπιστώσεις”. Ο κ.Μαρινάκης δήλωσε ότι: “Οι δικαστές, ο εφέτης ανακριτής, η εισαγγελέας κάνουν μία σοβαρή δουλειά για την οποία δεν μπορούμε και δεν πρέπει να γνωρίζουμε λεπτομέρειες. Ας τους αφήσουμε να κάνουν της δουλειά τους, γιατί χρωστάμε στους συγγενείς την αλήθεια. Ας μην κάνουμε τους δικαστές. Οταν βγάλουν αποφάσεις οι δικαστές θα τις αξιολογήσουμε. Εχω βαρεθεί να βλέπω πολιτικά κόμματα να κάνουν τους δικαστές. Εχουμε άξια μέλη στο δικαστικό σώμα και εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη”.
Πηγή: Βίκυ Σαμαρά / News247