Υπάρχει νομικό αποτέλεσμα από τις εκατομμύρια υπογραφές για τα Τέμπη;
Τι σημαίνει πρακτικά αυτή η τεράστια κινητοποίηση των πολιτών
Πάνω από 1,3 εκατομμύρια υπογραφές έχουν συγκεντρωθεί στο διαδικτυακό ψήφισμα για την τραγωδία των Τεμπών, από την Μαρία Καρυστιανού, μητέρα θύματος που χάθηκε εκείνο το βράδυ στη σύγκρουση τρένων.
Στο διαδικτυακό ψήφισμα στον ιστότοπο change.org, ζητείται η «η έναρξη των διαδικασιών για την αναθεώρηση του Συντάγματος και την ενεργοποίηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών, καθώς και την κατάργηση της βουλευτικής ασυλίας όταν προκύπτει ποινική ευθύνη πολιτικών προσώπων».
Κατά τη διαδικασία της υπογραφής, ζητείται ένα χρηματικό ποσό, το οποίο είναι προαιρετικό και αφορά την πλατφόρμα που φιλοξενεί το ψήφισμα. Στην περιγραφή για το ψήφισμα, προτείνεται η κοινοποίησή του αντί της κατάθεσης χρημάτων, έτσι ώστε να είναι έγκυρη η υπογραφή.
Πώς λειτουργεί το change.org
Όπως αναφέρεται στην επίσημη ιστοσελίδα, το change.org λειτουργεί ως εξής: Κάθε άτομο ή οργανισμός μπορεί να ξεκινήσει μια δωρεάν εκστρατεία. Στην πορεία, τόσο οι “διοργανωτές” όσο και αυτοί που υπογράφουν, κοινοποιούν την εκστρατεία δημιουργώντας μια δυναμική, ενώ κατά την κοινοποίηση, ο σκοπός μπορεί να φτάσει σε νέο ακροατήριο. Ακόμα μεγαλύτερο κοινό μπορεί να προσελκύσει η κάλυψη από τα ΜΜΕ, όπως και έγινε στο ψήφισμα για τα Τέμπη. Έπειτα, αναμένεται ανταπόκριση από τους ιθύνοντες κι με αυτόν τον τρόπο, εκατομμύρια άνθρωποι συνεργάζονται με τους λήπτες αποφάσεων για να δημιουργήσουν αλλαγές σε τοπικό, εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο, πετυχαίνοντας μια νίκη.
Μπορούν όμως οι υπογραφές να “αγγίξουν” το νομικό πλαίσιο της υπόθεσης των Τεμπών ή ο σκοπός τους είναι τελικά, καθαρά ηθικός;
Σύμφωνα με τον αρ. 73, παρ. 6Σ, καταλαβαίνουμε ότι το ψήφισμα δεν έχει στην ουσία κάποια νομική βαρύτητα, καθώς αναφέρεται σε συνταγματική διάταξη (αρ. 86Σ) και όχι σε προτεινόμενο κείμενο νόμου. Για να φτάσει στη Βουλή, θα πρέπει να είναι συντεταγμένο ως νομοσχέδιο και όχι ως απλό αίτημα. Αυτό σημαίνει ότι για να έχει πραγματική ισχύ, θα έπρεπε να έχει συνταχθεί ως κείμενο νομοσχεδίου για την ανατροπή του νόμου 3126/03, με τόση νομική κάλυψη για να μην προσκρούει ταυτόχρονα στο αρ. 86Σ.
Ο δικηγόρος, Κωνσταντίνος Παυλίδης, αναλύει την ισχύ που έχει το ηλεκτρονικό ψήφισμα για την τραγωδία των Τεμπών:
«Βάσει του άρθρου 86 του Συντάγματος, μόνο η Βουλή έχει αρμοδιότητα να ασκήσει ποινική δίωξη κατά όσων διατελούν ή διατέλεσαν μέλη μιας κυβέρνησης ή υφυπουργών για ποινικά αδικήματα, τα οποία τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως ορίζει ο νόμος. Με απλά λόγια, η Βουλή στη συγκεκριμένη περίπτωση, υποκαθιστά τον εισαγγελέα, ως προς την αρμοδιότητα κίνησης της ποινικής δίωξης. Πάνω στο ζήτημα αυτό, σαφώς έχουν διατυπωθεί ανά καιρούς, στον επιστημονικό διάλογο όσο και στη δημόσια σφαίρα, διαφορετικές απόψεις, τόσο από υπέρμαχους του συγκεκριμένου θεσμού, αλλά και από επικριτές του. Μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2019, το άρθρο 73 (παρ. 6), με την υπογραφή 500.000 πολιτών που έχουν δικαίωμα ψήφου, μπορούν να κατατίθενται έως δύο προτάσεις νόμου στη Βουλή, ανά κοινοβουλευτική περίοδο».
«Το βασικό πρόβλημα είναι ότι το ψήφισμα έχει στην “καρδιά” του ως πρόταση την κατάργηση των διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών και την βουλευτική ασυλία», όπως εξηγεί ο κ. Παυλίδης:
Από το συγκεκριμένο ψήφισμα που κατατέθηκε ηλεκτρονικά για το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, δεν μπορεί να ταυτοποιηθεί ποιος έχει δικαίωμα ψήφου και ποιος όχι. Επίσης ένα άλλο πρόβλημα που προκύπτει είναι ότι δεν μπορεί να εξακριβωθεί με κάποιον τρόπο, αν κάποιος έχει ψηφίσει πάνω από μία φορά. Προκειμένου μια υπογραφή να έχει ισχύ, θα πρέπει να βεβαιώνεται το γνήσιο της μέσα από μία δημόσια αρχή, όπως είναι το gov.gr και να βεβαιώνει ότι είναι άνω των 18 ετών και ότι έχει δικαίωμα ψήφου. Ακόμα όμως και αν υποθέσουμε ότι το συγκεκριμένο ψήφισμα το είχαν υπογράψει 500.000 πολίτες με δικαίωμα ψήφου, δηλαδή ακόμα και αν οι υπογραφές ήταν έγκυρες, και πάλι δεν θα μπορούσε να γίνει πρόταση νόμου του περιεχόμενου του ψηφίσματος για έναν πολύ βασικό λόγο. Το ψήφισμα έχει στην “καρδιά” του ως πρόταση την κατάργηση των διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών και τη βουλευτική ασυλία. Η ποινική αυτή των υπουργών, όπως επίσης και η βουλευτική ασυλία, προβλέπονται από διατάξεις του Συντάγματος, οι οποίες υπερτερούν ενός απλού νόμου. Έτσι λοιπόν, δεν μπορεί ο κοινός νομοθέτης, δηλαδή η Βουλή, να ψηφίσει έναν τυπικό νόμο ο οποίος να καταργήσει ή να αναθεωρήσει μια συνταγματική διάταξη. Θα πρέπει να γίνει αναθεώρηση του Συντάγματος, η οποία γίνεται κάθε πέντε έτη. Έγινε τελευταία φορά το 2019 και σύμφωνα με την αναγγελία του πρωθυπουργού, η επόμενη θα γίνει το 2024.
Επομένως, το ψήφισμα αυτό σαφώς και έχει αυξημένη κοινωνική και πολιτική ισχύ. Αποτελεί έναν μοχλό πίεσης της κυβερνητικής πλειοψηφίας και της Βουλής, ωστόσο από εκεί και πέρα δεν έχει καμία νομική ισχύ. Δεν μπορεί να κινήσει διαδικασία για να ψηφιστεί κάποιος τυπικός νόμος με το περιεχόμενο που εμπεριέχει το ψήφισμα».
Αναλυτικότερα, στην παράγραφο 6 του άρθρου 73, του ελληνικού Συντάγματος, αναφέρεται ότι:
«Με υπογραφή πεντακοσίων χιλιάδων πολιτών που έχουν δικαίωμα ψήφου, μπορούν να κατατίθενται έως δύο ανά κοινοβουλευτική περίοδο προτάσεις νόμων στη Βουλή, οι οποίες με απόφαση του Προέδρου της παραπέμπονται στην οικεία κοινοβουλευτική επιτροπή προς επεξεργασία και εν συνεχεία εισάγονται υποχρεωτικά προς συζήτηση και ψήφιση στην Ολομέλεια του Σώματος. Οι προτάσεις νόμων του προηγούμενου εδαφίου δεν μπορεί να αφορούν θέματα δημοσιονομικά, εξωτερικής πολιτικής και εθνικής άμυνας. Νόμος ορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις εφαρμογής της παρούσας παραγράφου».