Κλειστοί και ανοιχτοί αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί Μουσείων- Τι συμβαίνει;

Με αφορμή τις αντιδράσεις στον διαγωνισμό του Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών, αναζητάμε να μάθουμε τι γίνεται με τα μεγάλα έργα πολιτισμού

Γιώργος Σταυρακίδης
κλειστοί-και-ανοιχτοί-αρχιτεκτονικο-904198
Γιώργος Σταυρακίδης

Οι αρχιτεκτονικοί και εικαστικοί διαγωνισμοί, διασφαλίζουν αρχικά την ποιότητα των έργων στον δημόσιο χώρο, με όρους διαφάνειας και αντικειμενικότητας, δίνοντας τη δυνατότητα συνήθως για ευρεία συμμετοχή και για την κατάθεση πρωτότυπων ιδεών από τους συμμετέχοντες. Τι γίνεται όμως, όταν σε ένα μεγάλο δημόσιο έργο πολιτισμού, δεν δίνεται η δυνατότητα να συμμετέχει όποιος θέλει; 

Μία άλλη παράμετρος, είναι οι δωρεές και οι χορηγίες που γίνονται σε κάποιο μεγάλο δημόσιο έργο πολιτισμού, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στον χορηγό να επιλέξει, με τη σύμφωνη γνώμη πλειοψηφιών των εισηγητικών οργάνων (ΚΣΝΜ, ΚΕΣΥΠΟΘΑ, ΚΕΣΑ κ.λπ.), τον μελετητή ή τους μελετητές του έργου.

Τις τελευταίες μέρες, υπήρξαν έντονες αντιδράσεις σχετικά με τον κλειστό αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για την επέκταση του Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών, όπου μετά από πρόσκληση, δέκα μόνο αρχιτεκτονικά γραφεία – μάλιστα γραφεία του εξωτερικού – θα καταθέσουν την πρόταση τους.

Οι αντιδράσεις εστιάζουν αρχικά στην «σύμβαση δωρεάς» από την ΑΜΚΕ της Οικογένειας Ν.Σ. Λαιμού όπου την καθιστά κύριο εκτελεστή του διαγωνισμού καθώς και στην προοπτική ενός κλειστού διαγωνισμού για την αρχιτεκτονική προμελέτη της υπόγειας επέκτασης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, με συμμετέχοντες 10 αρχιτεκτονικά γραφεία, αποκλειστικά του εξωτερικού, με την συμμετοχή Ελλήνων αρχιτεκτόνων να προβλέπεται μόνο αν αυτοί είναι «συνεργάτες» των γραφείων του εξωτερικού. Όλα αυτά γίνονται, για ένα τεράστιο έργο που αναμένεται, σύμφωνα με εκτιμήσεις που βγήκαν στο φως της δημοσιότητας, να κοστίσει συνολικά τουλάχιστον 300 εκατ. ευρώ.

Η κοινή επιστολή ΣΑΔΑΣ – Πανελλήνιας Ένωσης Αρχιτεκτόνων (ΣΑΔΑΣ – ΠΕΑ) και Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ) για το θέμα, αναφέρει χαρακτηριστικά:

Σήμερα, με το πρόσχημα δήθεν δωρεών ή χορηγιών, συχνά και με τη σύμφωνη γνώμη πλειοψηφιών των εισηγητικών οργάνων (ΚΣΝΜ, ΚΕΣΥΠΟΘΑ, ΚΕΣΑ κλπ), οι ανοιχτοί διαγωνισμοί παρακάμπτονται, αγνοούνται και τελικά εγκαταλείπονται, κατά κανόνα με αντιδεοντολογικές, αδιαφανείς, παράτυπες ή παράνομες διαδικασίες. Όμως η ουσία των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών και ο λόγος που θεωρούνται ότι εξασφαλίζουν με τον καλύτερο τρόπο το δημόσιο συμφέρον είναι ότι η μελέτη δεν ανατίθεται στον γνωστότερο ή πιο διάσημο μελετητή, αλλά στην καλύτερη από τις μελετητικές προτάσεις για το συγκεκριμένο έργο. Με το τέχνασμα των χορηγιών ο δημόσιος χώρος ουσιαστικά εκχωρείται στις επιθυμίες ιδιωτών, που επιλέγουν με καθαρά προσωπικά και συμφεροντολογικά κριτήρια τον μελετητή του έργου και με πρόσχημα τις περγαμηνές του επιβάλλουν ουσιαστικά τη δική τους άποψη για τον δημόσιο χώρο. Ακριβώς αυτό συμβαίνει με δυο πρόσφατες αποφάσεις του ΥΠΠΟΑ, για το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και για το Μουσείο Εναλίων Αρχαιοτήτων.

Το θεσμικό πλαίσιο που ισχύει για αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς (Υπουργική Απόφαση Αριθμ. ΥΠΕΝ/ ΔΜΕΑΑΠ/ 48505/ 387/ 2021 ΦΕΚ2239/ Β/ 31-5-2021) προβλέπει τα εξής: «Ως αξιόλογο τεχνικό έργο νοείται κάθε έργο που έχει ευρύτερη κοινωνική, πολεοδομική, αρχιτεκτονική, τεχνική, συμβολική και περιβαλλοντική σημασία, η δε λειτουργία του, ο όγκος, η θέση ή άλλα χαρακτηριστικά του έχουν ιδιαίτερη επίδραση στο ευρύτερο δομημένο ή φυσικό περιβάλλον ή αφορά σε έργο επαναλαμβανόμενου τύπου», ενώ ρητά αναφέρονται τα «πολιτιστικά κτίρια και πολιτιστικές εγκαταστάσεις (συνεδριακά κέντρα, μουσεία, βιβλιοθήκες, κτίρια εκθέσεων, πινακοθήκες, γλυπτοθήκες, συναυλιακοί χώροι, θέατρα και κινηματογράφοι, πνευματικά κέντρα, κ.λπ.)» (άρθρο 2, παρ. 2). Στα έργα αυτά προκηρύσσονται υποχρεωτικά διαγωνισμοί μελετών (άρθρο 2, παρ. 1).

Ερώτηση σχετικά με τον αποκλεισμό ελληνικών γραφείων στον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό του Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών όμως, έθεσαν και πολλοί βουλευτές, αναγκάζοντας το ΥΠΠΟΑ να απαντήσει μέσω επιστολής.

Ένα απόσπασμα, από την επιστολή – απάντηση που υπογράφει η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη, αναφέρει:

Ως προς τον δήθεν αποκλεισμό των ελληνικών αρχιτεκτονικών γραφείων από την υποβολή προσχεδίων σημειώνεται ότι, σύμφωνα με την προαναφερθείσα με αρ. 558074/2021 Υπουργική Απόφαση, τα αρχιτεκτονικά προσχέδια που θα υποβληθούν, πρέπει, υποχρεωτικά, να είναι προϊόν συνεργασίας μεταξύ ξένων και ελληνικών αρχιτεκτονικών γραφείων, που δύνανται να συμπράξουν σε οποιοδήποτε σχηματισμό επιλέξουν οι ίδιοι, δηλαδή είτε ως γραφεία είτε ως φυσικά πρόσωπα σε ομάδες. Στην ίδια ως άνω απόφαση περιέχεται η αυστηρή πρόβλεψη ότι τυχόν υποβολή προσχεδίου που δεν προέρχεται από τη ρητά απαιτούμενη συνεργασία Ελλήνων και ξένων αρχιτεκτόνων, οδηγεί σε εκ προοιμίου αποκλεισμό της σχετικής μελέτης, χωρίς καν εξέταση του περιεχομένου αυτής

Με τις αντιδράσεις να συνεχίζονται γύρω από τον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό του Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών, αναζητήσαμε αρχιτέκτονες για να μας εξηγήσουν τι ακριβώς συμβαίνει στις περιπτώσεις ενός κλειστού ή ανοιχτού διαγωνισμού.  

“Δεν κατεβαίνεις εύκολα σε έναν τόσο μεγάλο διαγωνισμό μόνος σου”

«Στην πραγματικότητα, στα μεγάλα έργα καλούν τα μεγάλα γραφεία που έχουν εμπειρία. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει Έλληνας που να έχει εμπειρία σε Μουσείο. Ο μόνος που υπάρχει, είναι ο Μιχάλης Φωτιάδης που πήρε τον διαγωνισμό του Μουσείου της Ακρόπολης, αλλά μαζί με τον Μπερνάρ Τσούμι που ήταν το πρώτο όνομα. Με αυτή την έννοια εμένα δε μου φαίνεται παράλογο όλο αυτό. Ας πούμε και στην ΔΕΘ, που έγινε ο διαγωνισμός, κι εμείς πήγαμε μαζί με ξένο γραφείο. Δηλαδή, δεν κατεβαίνεις εύκολα σε έναν τόσο μεγάλο διαγωνισμό μόνος σου, γιατί δεν έχεις την εμπειρία και το βιογραφικό για κάτι αντίστοιχο. Πάντα συμβαίνει και πάντα συνέβαινε. Δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πως υπάρχει από πίσω δόλος. Έτσι είναι τα πράγματα και έτσι ήταν πάντα.» αναφέρει στην Parallaxi η αρχιτέκτονας Νένη Σπάρτση που έχει υπογράψει γνωστά αρχιτεκτονικά projects μαζί με τους “Schema 4”, όπως το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης – κτίριο Β, την ανάπλαση της Πλατείας Διοικητηρίου στη Θεσσαλονίκη και πολλά άλλα, ενώ κάνοντας το δικό της σχόλιο για τους διαγωνισμούς αυτού του είδους, εξηγεί: “Όταν υπάρχει χορηγός, παύει να είναι δημόσιο το έργο και είναι κάπως σαν ιδιωτικό με απλά λόγια, οπότε θεωρείται ότι μπορεί ο χορηγός να το αναθέσει το έργο, αν θέλει, σε κάποιον.

Η ουσία είναι πως αυτό ισχύει στα περισσότερα μεγάλα έργα. Και στο Μουσείο της Ακρόπολης αυτό έγινε στην πραγματικότητα. Άλλο αν το λέγανε τότε με άλλη διατύπωση. Κι εμείς όταν κάναμε το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, για να μπορέσουμε να κερδίσουμε τον διαγωνισμό, κάναμε σύμπραξη με τον Αράτα Ισοζάκι. Σε κάθε διαγωνισμό παίρνεις κάποιους πόντους από το έργο σου. Ένας κλειστός διαγωνισμός, ουσιαστικά προστατεύει το έργο από το να το κερδίσει κάποιος που είναι αδαής. Πολλές φορές σε έναν ανοιχτό αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, ενέχει ο κίνδυνος να κερδίσει τελικά κάποιος που τελείωσε το Πολυτεχνείο πέρυσι και δεν έχει ιδέα τι του γίνεται και τελικά να μη μπορεί να πραγματοποιήσει το έργο.»

arxitektonas.jpg

“Έλλειψη αναγνώρισης του έργου των Ελλήνων αρχιτεκτόνων”

Η αρχιτέκτονας Βενετία Τσακαλίδου, επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Α.Π.Θ. με σπουδαίο έργο στο ενεργητικό της, μας μιλάει για την πάγια τακτική τέτοιων διαγωνισμών, αλλά σχολιάζει και την σημασία του αποκλεισμού των Ελλήνων αρχιτεκτόνων από τόσο σημαντικές διαδικασίες: «Η λογική που λέει πως για να πάρεις μία δουλειά, πρέπει το ελληνικό γραφείο να συνεργαστεί με κάποιο από το εξωτερικό, δεν σημαίνει πως πρέπει οι Έλληνες αρχιτέκτονες να αποκλείονται. Υπάρχουν πάρα πολλοί Έλληνες που έχουν διακριθεί στο εξωτερικό όπως είναι το γραφείο του Αλέξανδρου Τομπάζη. Η απόφαση για έναν κλειστό και όχι ανοιχτό αρχιτεκτονικό διαγωνισμό προσχεδίων, κατόπιν πρόσκλησης δέκα γραφείων του εξωτερικού, (όπως έγινε στον διαγωνισμό για την επέκταση του Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών), με τον αποκλεισμό των ελληνικών γραφείων, υπονοεί μία έλλειψη σεβασμού και αναγνώρισης του έργου των Ελλήνων αρχιτεκτόνων και γενικότερα της ποιότητας της εγχώριας αρχιτεκτονικής.»

Η κ. Τσακαλίδου, αναφέρει παρόμοιες περιπτώσεις που υπήρξαν στο παρελθόν: «H ίδια διαδικασία ακολουθήθηκε και στο Μουσείο της Ακρόπολης πριν από αρκετά χρόνια όπου είχε διεξαχθεί πάλι διαγωνισμός με συνεργασίες μεταξύ Ελλήνων και ξένων αρχιτεκτόνων, με την ομάδα των Τσούμι – Φωτιάδη να παίρνει το πρώτο βραβείο, την ομάδα Ποτηρόπουλου – Libeskind το δεύτερο και του Τομπάζη που ήταν αμιγώς Έλληνας αρχιτέκτονας, να είχε πάρει το τρίτο. Αντίστοιχη διαδικασία, σχετικά πρόσφατα, ακολουθήθηκε και στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κύπρου, όπου είχε πάρει μέρος και το γραφείο μου, με 130 προτάσεις που κατατέθηκαν στο σύνολο αν θυμάμαι καλά. Είχε μία πολύ σημαντική επιτροπή. Συνήθως όταν είναι πολύ σημαντικά έργα πολιτισμού, είναι πολύ κρίσιμη η σύνθεση της κριτικής επιτροπής. Σε αυτόν τον διαγωνισμό, που ήταν και διεθνής, υπήρχαν μεγάλα ονόματα και από Ισπανία, Λίβανο και Πορτογαλία, αλλά τελικά το πρώτο βραβείο απονεμήθηκε σε ελληνικό γραφείο, στην Θεώνη Ξάνθη.»

“Μία διαδικασία κλειστού διαγωνισμού, προστατεύει το έργο”

Σχετικά με την διαφάνεια της διαδικασίας ενός κλειστού αρχιτεκτονικού διαγωνισμού, η κ. Σπάρτση αναφέρει: “Εγώ πιστεύω πως περισσότερος δόλος θα μπορούσε να υπάρχει σε έναν οποιοδήποτε διαγωνισμό όπου στην επιτροπή μπορείς να πιάσεις τον οποιοδήποτε. Αν θέλεις να βρεις δόλο, θα τον βρεις παντού. Ξέρω πολύ καλά πως είναι αυτά τα πράγματα. Δεν υπάρχει κάποια περίπτωση να είσαι σε επιτροπή που να είναι γνωστός σου και να μην το ξέρεις. Στην Ελλάδα ζούμε και γνωριζόμαστε. Άσε δηλαδή που σε πολλές περιπτώσεις καταλαβαίνεις σε ποιον ανήκει μία συμμετοχή χωρίς να έχεις δει όνομα. Οπότε μία διαδικασία κλειστού διαγωνισμού, θεωρώ πως προστατεύει περισσότερο το έργο»

Τέλος, επιστολή διαμαρτυρίας έγραψε στις 16.03.2022, η αρχιτέκτονας Θεώνη Ξάνθου, όπου μεταξύ άλλων ενστάσεων της, αναφέρει:

Ο αποκλεισμός των Ελληνικών Αρχιτεκτονικών γραφείων και «η επιλογή τουλάχιστον δέκα (10) αρχιτεκτονικών γραφείων του εξωτερικού, που θα προσκληθούν να υποβάλουν αρχιτεκτονικό προσχέδιο έναντι οικονομικής αμοιβής, με την υποχρέωση συνεργασίας με ένα τουλάχιστον ελληνικό γραφείο ή ομάδα», (ΦΕΚ Β’ 5352/18.11.2021) και η μη δυνατότητα συμμετοχής σε ισότιμη βάση των Ελλήνων αρχιτεκτόνων φανερώνει ότι η πολιτεία δεν δείχνει την εμπιστοσύνη της στις δυνατότητες των αρχιτεκτόνων του τόπου μας να διαχειριστούν ένα έργο με υψηλά αστικά, περιβαλλοντικά, μουσειολογικά, αισθητικά ζητούμενα και θέματα ανάδειξης της πολιτισμικής μας κληρονομιάς. Τούτο έχει επέκταση και στον χώρο της παιδείας, στις Αρχιτεκτονικές σχολές, στον τεχνικό κόσμο της χώρας αλλά και ευρύτερα στην κοινωνία.” και συνεχίζει γράφοντας: “Σήμερα, στη χώρα μας δεν μπορούμε να συμμετέχουμε στο διαγωνισμό για την επέκταση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Έχουμε αποκλειστεί. Δεν είμαστε όμως εμείς το ζήτημα αλλά, σε εμάς πιστοποιείται αυταπόδεικτα ότι το πρόβλημα είναι ο τρόπος διεξαγωγής του διαγωνισμού. Δηλαδή, μπορούμε να υλοποιούμε Εθνικά Μουσεία σε ξένες χώρες, ενώ δεν μπορούμε να καταθέσουμε τα οράματα, τις ιδέες, τις προτάσεις, αλλά ούτε και την τεχνογνωσία μας, σε ένα έργο σημαντικής Αρχιτεκτονικής και Πολιτιστικής βαρύτητας. Η διαδικασία αυτή αποστερεί, τη δυνατότητα ισότιμης και ελεύθερης συμμετοχής. Βεβαίως θα είχαμε τη δυνατότητα να συμμετέχουμε ως «γραφείο εξωτερικού», αλλά μάλλον και τούτο θα μεγένθυνε τον προβληματισμό που σας καταθέτουμε“. […]

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα