Millenials και Gen Z: Οι εκλογές και η στάση τους για την πολιτική σκηνή
Αποτελούν τελικά οι νέοι μεγάλο ποσοστό για τις εκλογές; Τι είναι αυτό που τους παρακινεί ώστε να συμμετέχουν; Με τι κριτήρια θα ψηφίσουν;
Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Πουλαντζάς που πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 2023, η εκλογική συμπεριφορά των νεότερων ηλικιών επηρεάζεται από ποικίλους εξωτερικούς παράγοντες και κοινωνικοοικονομικές συνθήκες.
Η γενιά των millenials αλλά και η γενιά των Gen Z, αποτελούν τις μεγαλύτερες πληγείσες ομάδες κατά την διάρκεια όλων των προηγούμενων ετών. Κρατική αναξιοκρατία και παρεμβατισμός, οικονομική κρίση, εθνικά δυστυχήματα, παγκόσμια υγειονομική πανδημία, πληθωρισμός και ανασφάλεια είναι μερικά από εκείνα μέσα στα οποία έχουν ζήσει και έχουν κληθεί να ξεπεράσουν οι δύο αυτές γενιές. Και τώρα βρίσκονται αντιμέτωπες με την μεγαλύτερη πρόκληση, να δώσουν την ψήφο τους σε κάποιο εκλογικό κόμμα στις επερχόμενες εκλογές.
Έτσι λοιπόν σύμφωνα με στοιχεία έρευνας αναμένεται η συμμετοχή περίπου 3 εκατομμυρίων νέων στις φετινές εκλογές. Γεγονός που αποδεικνύει πως το εκλογικό ενδιαφέρον και η εκλογική κινητοποίηση των νέων ανθρώπων παραμένει στη χώρα μας ιδιαίτερα ισχυρή, παρά τα όσα έχουν κατά καιρούς επισημανθεί στη δημόσια και στην επιστημονική συζήτηση.
Τι είναι λοιπόν αυτό που τους παρακίνησε ώστε να συμμετέχουν τόσο μαζικά; Με τι κριτήρια θα ψηφίσουν; Υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσα στα δύο κυρίαρχα φύλα και ποια είναι η γενικότερη στάση τους στις κοινωνικοπολιτικές ιδεολογίες;
Συνομιλήσαμε με ειδικούς επιστήμονες οι οποίοι απαντούν στις παραπάνω ερωτήσεις και αναλύουν στην parallaxi τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι νέοι κατά την εκλογική διαδικασία, την στάση τους στα πολιτικά κόμματα, αλλά και γενικότερα την πολιτική τους ενσυνειδητότητα για τις φετινές εκλογές. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν η Σοφία Καϊτατζή-Γουίτλοκ (Πολιτική Επιστήμονας, καθηγήτρια στο τμήμα Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης), Ο Εμανουήλ Τάκας (Πολιτικός Ψυχολόγος, καθηγητής στο τμήμα Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης) και η Ξένια Μαυρίκη (Πολιτική Επιστήμονας).
Ποια είναι η πολιτική κρίση που πλήττει τα άτομα των νεότερων γενιών;
Η Σ. Καϊτατζή απαντά:
“Η πολιτική κρίση που πλήττει ειδικότερα τα άτομα των νεότερων γενιών παρουσιάζει ιδιάζουσες όσο και σύνθετες εκφάνσεις. Οι νέοι (17-30 ετών) ‘βγαίνουν’ στην ευρύτερη κοινωνία και αναδύονται στην ενηλικίωση μετά από μακροχρόνιες κρίσεις που καταπόνησαν τη χώρα, την οικονομία και την κοινωνία μας. Είναι οι νέοι που, είτε ως παιδιά, είτε ως έφηβοι, έζησαν την κρίση χρέους η οποία συνέτεινε στην απότομη και ακραία εκπτώχευση ευρέων στρωμάτων της κοινωνίας. Άρα, ως νέοι στη φάση της μετάβαση προς την αυτοδύναμη ζωή, βλέπουν σήμερα τις δυνατότητές τους να περιορίζονται ή να δυσχεραίνονται. Διαπιστώνουν πως αδυνατούν ή δυσκολεύονται να ‘ανοίξουν το δικό τους σπίτι’ και να αντεπεξέρχονται γενικά στις ανάγκες, χωρίς την οικονομική υποστήριξη και άρα την εξάρτηση από την οικογένεια. Απανωτά, βίωσαν επιπλέον και την πιεστική περιοριστικότητα της πανδημίας. Παράλληλα, τρέχει αφόρητα καταπιεστικά και η κρίση του πληθωρισμού και της εκτόξευσης των τιμών στην ενέργεια.
Σύμφωνα με έγκυρες εκτιμήσεις και στατιστικά δεδομένα, αυτή είναι η πρώτη μεταπολεμική ‘νέα γενιά’, σε όλον τον δυτικό κόσμο, η οποία δεν θα βελτιώσει τη ζωή της, συγκριτικά με τη γενιά των γονέων, όπως ίσχυε στην προηγούμενη αναπτυξιακή δυναμική. Θα χειροτερεύουν λοιπόν οι συνθήκες, ακόμη και για τις / τους υψηλά μορφωμένους, όπως είναι οι απόφοιτοι πανεπιστημίων. Με αυτά τα δεδομένα θα περίμεναν κάποιοι εύλογα να αναπτυχθεί κατακόρυφα η συνειδητοποίηση της νέας ταξικής θέσης και της κατάστασης που διαμορφώνεται για τη νεολαία γενικότερα. Θα ήταν εύλογο και αναμενόμενο να αυξάνεται παράλληλα και η στάθμη της πολιτικής συνειδητοποίησης και πολιτικοποίησης των νέων, οι οποίοι, τώρα, περισσότερο παρά ποτέ διακυβεύουν πολλά. Διακινδυνεύουν να βρεθούν στη θέση του πρεκαριάτου (πρεκαριάτο ορίζεται μια αναδυόμενη τάξη ανθρώπων που αντιμετωπίζουν πρωτοφανή εργασιακή και συνολική ανασφάλεια, μπαινοβγαίνοντας σε «μικρές», επισφαλείς θέσεις εργασίας που δίνουν μηδενική σταθερότητα και ελάχιστο νόημα στη ζωή τους).
Ορισμένοι βιώνουν ήδη την κατάσταση με τους ‘υποκατώτατους’ (sic) μισθούς των νέων που έχουν περικοπεί λόγω των πολιτικών επιλογών της κυβέρνησης, αλλά εν πολλοίς, λόγω και των επιταγών της Ευρωπαϊκής Τρόϊκας των δανειστών. Έτσι λοιπόν, τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων διαχρονικά δείχνουν τάσεις απόσυρσης από τον στίβο της πολιτικής, αποχή και αναποφασιστικότητα. Παρότι αποτελούν φύσει το δυναμικότερο τμήμα της κοινωνίας, πολλοί νέοι φαίνεται να αδιαφορούν για την πολιτική. Την αγνοούν θεληματικά και την απορρίπτουν. Έτσι όμως, εκ των πραγμάτων, εγκαταλείπουν και ‘περιφρονούν’ τις ευκαιρίες που τις / τους παρέχει το πολίτευμα και τις σημαντικές αξίες που διασφαλίζει στα άτομα η δημοκρατία.
Επιπλέον, η εποχή μας είναι κρίσιμη και ιδιάζουσα ειδικότερα για τους millenials και την genZ / τη ‘γενιά Ζ’. Λόγω της ψηφιακής μετάβασης και της σταδιακής ψηφιακής ολοκλήρωσης, πολλοί νέοι και νέες εγκλωβίζονται σε καταστάσεις εξατομικευμένης ψηφιακής παθητικότητας, επιπόλαιου ναρκισσισμού, άγνοιας και σύγχυσης για την κοινωνική και οικονομική δυναμική των εξελίξεων. Ατομικά νιώθουν ίσως πως βιώνουν την ‘χρυσή εποχή του σελφισμού, φαινομενικά, η οποία όμως μπορεί να αποδειχθεί μοιραία παγίδα.
Η Ξ. Μαυρίκη συμπληρώνει στην συζήτηση:
“Παρατηρείται στις νέες ηλικίες μια διάθεση αμφισβήτησης της κανονικοποιημένης (σύμφωνα με τον Φουκώ) πραγματικότητας. Στο πολιτικό πεδίο οι επιλογές των νέων ηλικιακά, πολιτών κατευθύνεται συνήθως στο φάσμα της αριστεράς, από το κέντρο και τον σοσιαλδημοκρατία, την αριστερά, τον σοσιαλισμό, την άμεση δημοκρατία και την αναρχία.
Προφανώς μια μερίδα των νέων επιλέγει πιο συντηρητικά πολιτικές και οικονομικά φιλελεύθερες πολιτικές διαδρομές, αλλά συνήθως αφορούν υψηλότερα οικονομικά τάξεις και τα κριτήρια είναι λιγότερο πολιτικά και περισσότερο π.χ. οικογενειακή παράδοση, πελατειακές σχέσεις, θρησκευτικά, ταυτότητα κ.τ.λ. Παρόλα αυτά, τα συντηρητικά κόμματα που συχνά συνοδεύονται από το αφήγημα της πατριωτικής εσωστρέφειας, βρίσκουν χώρο στο κοινό που επηρεάζεται από το αφήγημα του εξωτερικού κινδύνου και της ασφάλειας, ιδιαίτερα σε πολίτες που ζουν κοντά στα σύνορα της χώρας ή σε παραμεθόριες περιοχές.”
Η πολιτική κρίση σύμφωνα με τον Ε. Τάκα χαρακτηρίζεται από τα εξής χαρακτηριστικά:
“Εάν η πολιτική κρίση συνδέεται με την πολιτική μνήμη, τότε μάλλον έχουμε να κάνουμε με πολιτικό συναισθηματισμό, κι αυτό όχι υπό την ρομαντική του έννοια, αλλά μάλλον με μια βραχύβια έκρηξη εκδικητικής ψήφου. Εάν, η πολιτική κρίση συνδέεται με την πολιτική γνώση, τότε ενδεχομένως μπορούμε να μιλήσουμε για «πολιτική κρίση», με την ελπίδα οι νεότερες γενιές να ασχοληθούν με την πολιτική επιλογή υπό όρους ουσιαστικής επιλογής, η οποία αναπόφευκτα έχει επίδραση στο ίδιο τους το μέλλον.”
Ενώ σύμφωνα με την ειδικό Ξ. Μαυρίκη η κρίση των νεότερων ηλικιακά ψηφοφόρων πηγάζει από το ηλικιακό φάσμα στο οποίο βρίσκονται:
“Παραδοσιακά τα άτομα ηλικίας κάτω των 35 ετών, δηλαδή οι πληθυσμιακές ομάδες που ορίζουν τις επιλογές τους από το πρίσμα της ελπίδας, της ανάπτυξης και της δυνατότητας δημιουργίας νέων κλάδων με αξιόλογους όρους, τοποθετούνται στο φάσμα της αριστεράς.
Σημαινόμενο της νεαρής ηλικίας είναι η αμφισβήτηση της καταπιεσμένης κατάστασης και το όραμα μιας δίκαιης και ισότιμης ζωής.”
Πως περιμένουμε να ψηφίσει η νέα γενιά; Ποια κριτήρια επιλογής βλέπουμε να έχουν;
Η Σ. Καϊτατζή δηλώνει στην ερώτηση:
“Γνωρίζουμε ότι ‘Η γνώση είναι δύναμη’. Εντούτοις κυριαρχεί ευρεία πολιτική άγνοια και απάθεια. Υπάρχουν προφανείς αντικειμενικοί παράγοντες που συμβάλλουν συστηματικά στην πολιτική άγνοια των πολιτών και ιδίως των νέων πολιτών, που φυσιολογικά είναι επιπλέον και οι πιο άπειροι. Θα επισημάνω εδώ το τραγικό λάθος εκπαιδευτικής πολιτικής της υπουργού κ. Κεραμέως και την τεράστια ευθύνη της για την κατάργηση των σχολικών μαθημάτων που είναι κρίσιμα για τη γνώση του πολιτεύματος της δημοκρατίας. Πρόκειται για τα μαθήματα ‘Πολιτικής Αγωγής’ και Πολιτειακής Αγωγής’ που καταργήθηκαν το 2020. Αυτό αποτελεί καίριο πλήγμα κατά της νεολαίας μας. Γιατί; Διότι τα μαθήματα αυτά αποτελούν τα μόνα γενικά και συστηματικά γνωστικά εργαλεία και τα εφόδια για τη γνώση των ρόλων μας ως πολιτών. Είναι αναγκαία για την κατανόηση της αξίας της πολιτειότητας (ιδιότητα των πολιτών), αλλά ταυτόχρονα και για τη σπουδαιότητα και την ανάγκη της άμυνας όλων των δημοκρατικών πολιτών υπέρ του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ούτως ή άλλως οι δημοκρατίες σήμερα αντιμετωπίζουν πολλαπλές προκλήσεις και αντίξοες συνθήκες. Είναι, επομένως, τεράστια η ευθύνη της κυβέρνησης για την πολιτειακά εχθρική απόφασή της, που ξεγύμνωσε γνωστικά τα εκπαιδευτικά προγράμματα της μέσης εκπαίδευσης.
Η Ξ. Μαυρίκη προσθέτει τις προϋπάρχουσες συνθήκες που υπάρχουν στο περιβάλλον των ψηφοφόρων:
“Από την περίοδο της αρχής της οικονομικής κρίσης παρατηρήθηκαν θεμελιώδεις αλλαγές στην σύσταση του κοινωνικού ιστού. Η κοινωνία παρατηρείται πως αντιλαμβάνεται σε ένα βαθμό ποιες πολιτικές οδήγησαν την χώρα στο σημείο που βρίσκεται σήμερα, με αποτέλεσμα να εκφράζεται ένας κομματικός αφορισμός και ένας προσανατολισμός στην ανάληψη ευθύνης.
Οι νέες γενιές αντιμετωπίζουν στην πρώτη γραμμή θεμελιώδεις δυσκολίες και ένα λαβύρινθο με τέλος του τις επιθυμητές συνθήκες διαβίωσης. Τα κριτήρια επιλογής ποικίλουν και σκιαγραφούν την ταυτότητα του/της ψηφοφόρου.”
Τα παρακάτω λοιπόν είναι τα κριτήρια τα οποία θέτει ένας νέος ψηφοφόρος σύμφωνα με την Σ. Καϊτατζή:
“Τα κριτήρια επιλογής της ψήφου εκτός από γνωστικά, με γνώμονα τα δικά μας συμφέροντα, όπως είδαμε παραπάνω, μπορεί να είναι τα παραδοσιακά, της ισχυρότερης επιρροής που έχουν δεχθεί θυμικά ή λογικά τα νέα άτομα από πολιτικά επιτελεία στο περιβάλλον όπου κινούνται. Επισημαίνω εδώ ότι η ανισότητα έχει και ένα σαφώς δια-γενεακό χαρακτήρα και πρόσημο. Οι νέοι, και ιδίως οι γυναίκες, υφίστανται πολλές αρνητικές διακρίσεις ανισότητας, αντί για το ενάντιο: θετικά και προδραστικά μέτρα υπέρ τους. Δηλαδή, ‘θετική διάκριση υπέρ των υπο-αντιπροσωπευόμενων’ κατηγοριών.
Έτσι, προσωπικά, αν μου ζητούσαν τη συμβουλή μου, ή αν βρισκόμουν στη θέση των νέων, τα κριτήριά μου θα ήταν βασισμένα στις θεμελιώδεις ανθρωπιστικές αρχές που τώρα παραβιάζονται κατάφωρα. Θα εξέταζα το ποιες πολιτικές δυνάμεις τοποθετούν τα ζητήματα της νέας γενιάς πρωτίστως στο επίκεντρο. Ποια κόμματα εργάζονται σταθερά για κοινωνικά δίκαιη, ισόρροπη και ισότιμη ανάπτυξη. Γιατί να προτάξουμε ιδιαίτερα τη νεολαία στην πολιτική, θα αναρωτηθούν κάποιοι. Διότι είναι συνολικά ζήτημα ζωής και θανάτου. Η γηράσκουσα κοινωνία μας, συνολικά, έχει κρίσιμη ανάγκη και πολλές προσδοκίες από τα άτομα της σημερινής νέας γενιάς. Διότι παραγωγικά και δημιουργικά αυτή είναι που πρέπει να μπορέσει να γίνει η αυριανή ιθύνουσα γενιά. Αυτό χρειάζεται πρόνοια και προετοιμασία.”
Η Ξ. Μαυρίκη προσθέτει:
“Από τη μια έχουμε το «πρίσμα» της οικονομικής κρίσης όπως αυτό εντυπώθηκε μέσα από το Γολγοθά που αντιμετωπίζουν οι ίδιοι τα τελευταία 10 με 15 χρόνια. Βιώνουν οικονομική ανασφάλεια και άγχος για το μέλλον, ανακατατάξεις στο εκπαιδευτικό σύστημα, με μειώσεις εισακτέων, υποστελέχωση και υποχρηματοδότηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και υποβάθμιση των πτυχίων, πανεπιστημιακή αστυνομία.
Βρίσκονται αντιμέτωποι με την αστυνομοκρατία, με ανύπαρκτες και στρατηγικές πολιτικές από το κράτος, με διαφθορά και αναξιοκρατία που οδηγεί σε τραγικά δυστυχήματα όπως το τελευταίο στα Τέμπη. Ανησυχίες όπως αυτές γύρω από την κλιματική απορρύθμιση, την αδυναμία διαχείρισης μιας επόμενης πανδημίας ή φυσικής καταστροφής, η απειλή ενός ενδεχόμενου πολέμου, δημιουργούν την ανάγκη μιας πιο συνειδητής και αντικειμενικής επιλογής.”
Ποιοι παράγοντες θα παρακινούσαν περισσότερο τους νέους να ψηφίσουν;
Η ειδήμονας Ξ. Μαυρίκη απαντά και προσθέτει στην συζήτηση την επιρροή των social media ως ενεργός παράγοντας παρακίνησης και τελικά συμμετοχής των νέων στις εκλογικές διαδικασίες:
“Οι παράγοντες μπορεί να είναι οικογενειακοί, δηλαδή να επηρεάζονται από τον πολιτικό ή/και κομματικό προσανατολισμό της οικογένειας, μπορεί να είναι ταυτοτικοί, δηλαδή να αποτελούν παράγωγο της διαδικασίας αυτό-κατηγοριοποίησής τους στην προσπάθεια ένταξής τους σε έναν κοινωνικό πυρήνα, μπορεί να είναι αυστηρά κομματικοί, όπως οι νεολαίες των πολιτικών κομμάτων. Οι βασικοί βέβαια παράγοντες παρακίνησης των νέων μάλλον εδράζονται περισσότερο στην έντονη συναισθηματική φόρτιση, γεγονός το οποίο ενδεχομένως καθιστά και κάθε πρόθεση πρόβλεψης της ψήφου τους αναποτελεσματική.
Παρόλα αυτά ένα μέρος των νέων κινητοποιείται από πιο προσωπικά κριτήρια όπως, οι πελατιακές σχέσεις, διορισμοί, προσωπικά-οικογενειακά συμφέροντα. Σε μικρές κοινωνίες πολύ σημαντικό ρόλο έχει η επαφή με τη θρησκεία (την ενορία, κτλ.) στις οποίες παρατηρείται πιο συντηρητικές πολιτικές επιλογές ευκαιριακού χαρακτήρα. Επιμέρους ζητήματα όπως προεκλογικές δεσμεύσεις (π.χ. ο ΣΥΡΙΖΑ δεσμεύτηκε να ανεβάσει το αφορολόγητο στα 11.000 ευρώ), θα παίξουν σημαντικό ρόλο στις επιλογές στην κάλπη. Ακόμα οι μαζικές προσλήψεις στα σώματα ασφαλείας, θα προσελκύσουν, εκτός από τους άμεσα ωφελημένους και την μικρο-κοινότητα τους (οικογένεια, φίλοι). Τέλος ένα αξιοσημείωτο ρόλο έχει η συμμετοχή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και οι πλατφόρμες υψηλής επιρροής π.χ. Luben.tv, influencers και διαδικτυακά ΜΜΕ.”
Σύμφωνα με την Σ. Καϊτατζή η γνώση είναι ο κυρίοτερος παράγοντας παρακίνησης των νέων στις εκλογικές διαδικασίες:
“Η γνώση που συνιστά δύναμη! Η γνώση της δύναμης της πολιτικής! Πέρα από τις αυτονόητες πηγές επηρεασμού και παρακίνησης που προκύπτουν για κάθε άτομο στο οικείο, το πολιτικό ή και το φιλικό-κοινωνικό περιβάλλον τους, διαχρονικά, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η ‘πολιτική κουλτούρα’ μιας χώρας, όπως άλλωστε και κάθε εποχής.
Εδώ προκύπτει όμως μια κρίσιμη διχοστασία. Η ψηφιακή εποχή μεταλλάσει ραγδαία τις συνθήκες και τους όρους πολιτικής ένταξης, ενεργοποίησης, συντονισμού και εμπλοκής στα δημόσια πράγματα, στα ‘κοινά’ και, άρα, και συμμετοχής και στη διαδικασία της ψηφοφορίας ή ορθότερα: του εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Οι νέοι ζουν στο στερέωμα των νέων τεχνολογιών όπου ‘συχνάζουν’ και διάφοροι ανώνυμοι ή και ανυπόλογοι τύποι. Είναι αξιοσημείωτο πως στο ψηφιακό περιβάλλον των μαζικών και συχνά ακραίων, αλλά ανεπαίσθητων προπαγανδιστικών υποδόριων μηνυμάτων παράγεται αβεβαιότητα και καχυποψία. Διαχέεται μια εχθρική ατμόσφαιρα επιφυλακτικότητας ειδικά εναντίον της πολιτικής. Η συχνά απρόσωπη διακίνηση μηνυμάτων μπορεί να επιδρά εκφοβιστικά ή ακόμη και πολιτικά ‘παραλυτικά’ ενίοτε.
Η πολιτική κουλτούρα στην Ελλάδα, λόγω και της πρόσφατης πολιτικής μας ιστορίας, ήταν σταθερά έντονη. Τα πράγματα στην πολιτική είναι όμως διαρκώς δυναμικά και μεταλλάσσονται διαρκώς. Ιστορικά, πάντα οι νέες και οι νέοι διαδραμάτιζαν κεντρικό και σημαντικό ρόλο στα κινήματα εκδημοκρατισμού. Τα πράγματα όμως εξελίσσονται. Σήμερα επιδρούν στη νεολαία αρκετοί ανασταλτικοί παράγοντες, συχνά ανεπαίσθητα. Λαμβάνοντας όλες αυτές τις παραμέτρους υπόψη, ένας κρισιμότατος παράγων είναι η αποδοχή και αξιοπιστία των προσώπων που πολιτεύονται, ανεξαρτήτως, ιδεολογικών διαφοροποιήσεων. Τα πρόσωπα σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα συμβάλλουν στην αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος ή την κατακρημνίζουν. Φοβάμαι πως τα πολλαπλά, συνεχή σκάνδαλα πολιτικής διαφθοράς, σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη των νέων πολιτών από την κυβέρνηση, κάθε άλλο παρά εμπνέουν εμπιστοσύνη.
Ωστόσο, οι νέοι πολίτες δεν πρέπει να πτοούνται. Να μην το βάζουν κάτω. Προέχει η συνειδητοποίηση της θέσης τους, σήμερα. Επίσης, η συνειδητοποίηση της θετικής δύναμης της πολιτικής, η οποία μπορεί πυροδοτήσει το ενδιαφέρον και να τους ωθήσει στην ανάληψη πρωτοβουλιών και στην πολιτική συμμετοχή ενεργά δηλαδή όχι μόνον να εκλέγουν άλλους, αλλά ακόμη και να θέτουν υποψηφιότητα ώστε να εκλέγονται. Αυτό το πρόταγμα ισχύει πολύ περισσότερο για τις νέες δυναμικές γυναίκες που έχουν τις προϋποθέσεις, αλλά στη χώρα μας υπο-εκπροσωπούνται δραματικά.”
Φέτος τι βλέπουμε να έχει αλλάξει στον τρόπο της εκλογικής επιλογής και συμπεριφοράς των νέων και που αποδίδεται αυτό;
Η Ξ. Μαυρίκη τοποθετείται επ’αυτού:
“Οι πολιτικοκοινωνικές συγκυρίες και οι εξελίξεις καθορίζουν ασφαλώς σημαντικά το κλίμα και τα εκάστοτε ρεύματα, οδηγώντας συχνά σε ξεσήκωμα από την απάθεια και στην εγρήγορση. Μια ακολουθία από εντελώς αρνητικές εξελίξεις στη σχέση του κράτους με τους πολίτες και ειδικά με τους νέους πολίτες, όπως στις εκδηλώσεις αναίτιας βίας και συγκρούσεων από τις αστυνομικές δυνάμεις στα πανεπιστήμια της χώρας έγινε η θρυαλλίδα.
Ανάλογα αναίτια βάναυσα και προσβλητικά κρούσματα προκαλούν το αίσθημα αξιοπρέπειας, αλλά και τη νοημοσύνη των πολιτών. Κυοφορούν κρίσιμες αλλαγές πολιτικών στάσεων και πολιτικών συμπεριφορών. Ξεσηκώνουν τους νέους από την ιδιώτευση και τους οδηγούν στην κοινωνική και την κινηματική στάση διεκδικήσεων, όπως και στην εκλογική παρουσία.”
Ενώ σύμφωνα με την πολιτικό επιστήμονα Σ. Καϊτατζή λόγω της έλλειψης σταθερότητας οι νέοι πέρασαν μια αφύπνιση:
“Η τραγωδία των Τεμπών με απώλεια νέων ανθρώπων, φοιτητών και φοιτητριών μας μεταξύ άλλων, ήταν ένα κρίσιμο γεγονός το οποίο ταρακούνησε την Ελληνική κοινωνία και ειδικότερα πιο τρανταχτά τη νεολαία της Ελλάδας. Συντάραξε και άλλαξε νοοτροπίες άρδην. Άρα, μετεξελίχθηκε σε ένα ψυχο-κοινωνικό μεταίχμιο. Μέσα από την τραγωδία επήλθε η συνειδητοποίηση ότι οφείλουμε να αναλάβουμε εμείς την αυτοπροστασία μας. Οφείλουμε να πάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας. Διότι η τραγωδία των Τεμπών ήταν προδιαγεγραμμένο έγκλημα, με την έννοια της εγκατάλειψης των υποδομών και όλων εκείνων των συστημάτων ασφαλείας που πολιτικά-διοικητικά, οφείλουν να διασφαλίζουν το αγαθό της ζωής. Ενώ, ασφαλώς και θα μπορούσε να είχε προληφθεί και να αποφευχθεί η αδικία αυτή, με μία συνεπή ανθρωποκεντρική πρόνοια. Με διαφορετική μέριμνα από την πολιτική διοίκηση και έμπρακτα υπεύθυνη και σύγχρονη διαχείριση. Η οδυνηρή τραγωδία των Τεμπών λειτούργησε, έτσι, ως πολιτικο-εκλογικό ξυπνητήρι, αλλά και ως μάθημα πολιτικής αγωγής.
Σύμφωνα και με την εντελώς πρόσφατη δημοσκόπηση της Κάπα research με συμβολή και του συναδέλφου Ν. Παναγιώτου, ιδίως οι νέοι Έλληνες πολίτες απώλεσαν τις προϋπάρχουσες βεβαιότητες ή ό,τι έμοιαζε με ‘σταθερές’ της ζωής τους. Σχολιάζοντας, θα πρότεινα πως έχασαν τις αυταπάτες τους για την ποιότητα και την αξία της ζωής στη χώρα.”
Εδώ η Ξ. Μαυρίκη συμπληρώνει:
“Για πάρα πολλά χρόνια από εκπροσώπους των κομμάτων η αποχή των νέων ταυτιζόταν με αδιαφορία και την απολιτικοποίηση, ενώ στην πραγματικότητα ήταν μια έκφραση αποδοκιμασίας και δυσπιστίας απέναντι στο εκλογικό και κομματικό σύστημα και απέναντι στις εκάστοτε κυβερνητικές πολιτικές. Οι νέοι, με βασικό πρόσταγμα την διάθεση για θετική αλλαγή που παραδοσιακά ευνοεί την έλευση στις κάλπες, αλλά και λόγω μιας σειράς κοινωνικών προβλημάτων (που αναφέρθηκαν σε προηγούμενη απάντηση) αναμένεται να συμμετέχουν μαζικά στις εκλογές που πλησιάζουν.”
Θα μπορούσαμε να σκιαγραφήσουμε το προφίλ των ψηφοφόρων που θα ψηφίσει στις επερχόμενες εκλογές;
Στην ερώτηση αυτή η πολιτική επιστήμονας Σ. Καϊτατζή ανέλυσε την δράση του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης και πόσο σημαντική είναι η επίδραση της εκπαιδευτικής διαδικασίας στην πολιτική διαμόρφωση των νέων:
“Η πολιτική και οι εκλογές αποτελούν συλλογική διαδικασία. Επομένως είναι πολλαπλά τα προφίλ των συμπολιτών. Αυτό που με απασχολεί ιδιαίτερα είναι το προφίλ και η προσωπικότητα των πρωτάρηδων ψηφοφόρων, των κοριτσιών και των αγοριών μας. Αυτό προκρίνω πως θα έπρεπε να μας απασχολούν όλες και όλους μας και όχι μόνο τα κόμματα και τις παρατάξεις που έτσι κι αλλιώς προσβλέπουν και προϋπολογίζουν τις ψήφους τους. Για κάθε νέα και νέο πολίτη η πρώτη συμμετοχή σε εκλογική διαδικασία αποτελεί κορυφαία διαδικασία μύησης και εμβάπτισής μας στην κορυφαία δημοκρατική ιδιότητά μας, την πολιτειότητα. Ως τέτοια τελετή θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται, να γιορτάζεται και να προετοιμάζεται δεόντως. Εκτός από φαντασία, τα κόμματα και οι θεσμοί γενικότερα, οφείλουν την εκδήλωση της θεσμικής ενσυναίσθησης. Πρέπει να διαθέτουν και πραγματική έγνοια για αυτούς τους νέους συμπολίτες μας στους οποίους θα βασιστούμε ως χώρα και ως πολίτευμα μελλοντικά. Τι κάναμε λοιπόν, θεσμικά για την τιμητική προσέλκυση και την εισδοχή τους στο «ναό της Δημοκρατίας»;
Στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, στη Σχολή ΟΠΕ, είχαμε διοργανώσει παλαιότερα εκδηλώσεις μύησης των πρωτάρηδων ψηφοφόρων στο νέο κορυφαίο και βαρύτιμο ρόλο τους. Η έμφαση της όλης διοργάνωσης ήταν στη δημιουργική ενεργοποίηση και συμμετοχή των ίδιων των φοιτητών / φοιτητριών με δικά τους δημιουργικά δρώμενα, video, συνθήματα και ομιλίες πολιτικής επικοινωνίας με επίκεντρο την χαρά και την εγρήγορση για την πρώτη πολιτική συμμετοχή! Χωρίς στεγανά, μονομέρειες και στενάχωρες προσηλώσεις αποκλειστικά στα προσφιλή κομματικά πλαίσια. Τα κόμματα αποτελούν θεμελιώδεις πυλώνες του πολιτεύματος, αλλά για τη μύηση των πρωτάρηδων προέχει η γνωριμία και η αποδοχή του ρόλου των πολιτών μέσα στο κοινό μας πολίτευμα. Η εμβάπτιση των πρωτάρηδων στο ρόλο τους αποτελεί επομένως θεσμική κίνηση πολιτειακής βαρύτητας.”
Ποια στοιχεία αναζητούν οι νέοι για να συμμετέχουν και τελικά να ψηφίσουν κάποιο πολιτικό κόμμα;
Η Σ. Καϊτατζή απαντά:
“Πιστεύω ακράδαντα πως κάθε ανισότητα πλήττει σοβαρά έως και βάναυσα το σύνολο της κοινωνίας. Πρέπει επομένως, πάση θυσία να προασπίσουμε την κορυφαία αρχή της ‘ισότητας των επιλογών’.
Κάθε πολίτης, κάθε πρόσωπο, αναζητά αναγνωρίσιμα στοιχεία ιδεολογικής ταύτισης, δηλαδή στοιχεία που συνάδουν με τους προσωπικούς κώδικες ηθικής, ενώ συνάμα υπόσχονται να διασφαλίζουν και τα οικονομικο-κοινωνικά συμφέροντα μας. Αυτονόητα αναζητούμε συνέπεια και αντιστοιχία ανάμεσα σε προγραμματικές θέσεις και στην ρεαλιστική υλοποίηση των ταγμένων πολιτικών έμπρακτα. Αναζητούμε, οπωσδήποτε, μια κοινωνικά εξισορροπημένη κατανομή πολιτικών χρισμάτων για τις επιλέξιμες/εκλέξιμες θέσεις της πολιτικής και του δημόσιου βίου γενικότερα. Όχι ισότητα στα επικοινωνιακά λόγια και έμφυλη αδικία στην πράξη. Περισσότερο από κάθε τι άλλο, οι νέοι προσδοκούν πολιτικές που θα ικανοποιούν τις ανάγκες αξιοπρεπούς βιοπορισμού. Αποζητούν αξίες και ικανοποίηση της ανθρώπινης ανάγκης για ανάταση, μιας κοινωνίας με ασφάλεια, ειρήνη και δημιουργικότητα.”
Μετά από το δυστύχημα στα Τέμπη βλέπουμε κάποια αλλαγή στην κοινωνικοπολιτική ιδεολογία των νέων και στην στάση τους απέναντι στις εκλογικές διαδικασίες;
Η Σ. Καϊτατζή δηλώνει στην εξής ερώτηση:
“Ασφαλώς. Η τραγωδία σηματοδότησε ένα κρίσιμο πολιτικο-κοινωνικό μεταίχμιο στην Ελλάδα, με κάθε έννοια. Σήμανε την κατάρρευση των συλλογικών μορφών αυταπάτης που καλλιεργούσαν τα κυρίαρχα ΜΜΕ για λογαριασμό των κυβερνώντων. Ότι δήθεν το κράτος μας είναι ασφαλές για τους πολίτες και συνεπώς ευοίωνο το μέλλον μας. Αυτή η αυταπάτη κατέρρευσε. Αυθόρμητα, οδυνηρά και αυθεντικά έχει επέλθει ένα ρήγμα ανάμεσα στις ηγεσίες, τις ελίτ, τους κυβερνώντες και τον κόσμο, τους πολίτες.
Η χαμένη ευημερία όμως εκδικείται. Αναπόφευκτα, αυτό θα μεταφραστεί εκλογικά. Θα μεταφραστεί σε ψήφο για ριζική αλλαγή. Η επιδίωξη της επανάκτησης της ασφάλειας ζωής μας, θα σημάνει την δίωξη της ανασφάλειας και των καταστάσεων περιφρόνησης των πολιτών, από τους ισχυρούς του σημερινού καθεστώτος.
Τα μηνύματα από την κοινωνία μπορεί ταυτόχρονα, όμως, να είναι και αμφίρροπα, δυσανάγνωστα ή και μερικώς και αντιφατικά. Γιατί; Γιατί, στην πολιτική δεν αρκεί να γνωρίζουμε το τί δεν θέλουμε μόνον και το τί πρόκειται να αποκηρύξουμε. Η δημιουργική, καταφατική, προδραστική πολιτική αξιώνει και επιζητεί να ξέρουμε και το τί θέλουμε εναλλακτικά. Επιπλέον, πώς θα το κατακτήσουμε αυτό το εναλλακτικό κάτι; Αυτό το στοιχείο είναι κρίσιμο. Είναι κρισιμότατο και διότι, μεταξύ άλλων, μας θέτει προ των πολιτικών ευθυνών μας. Διότι στη δημοκρατία έχουμε τόσο προσωπικές όσο και συλλογικές ευθύνες. Εν προκειμένω, επειδή πλησιάζουν οι εκλογές, οι πολίτες καλούνται, λοιπόν, να δράσουν δημιουργικά γοργά, με γόνιμες και παραγωγικές, αλλά συνοπτικές διαδικασίες όμως, λόγω των χρονικών περιορισμών. Πώς θα αποφασίσουμε τι θέλουμε να επιλέξουμε καταφατικά και γιατί; Ποιες θεσμικές ασφαλιστικές δικλείδες διαθέτουμε; Λογικά, αρωγός μπορεί και πρέπει να είναι όλοι οι πολιτικοί θεσμοί, όπως και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, παρότι και αυτά χρήζουν γόνιμων ανακατατάξεων και προσαρμογών.”
Παρατηρούμε διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα σε σχέση με την συμμετοχή τους στις εκλογές και γενικότερα στις πολιτικές τους ιδεολογίες;
Στην ερώτηση για τα δύο φύλα αναλύει η Σ. Καϊτατζή τους λόγους που χρειάζεται μια φυλετική διάκριση ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα την συμπεριφορά των νεότερων ηλικιακών ομάδων στην εκλογική διαδικασία:
“Ναι ασφαλώς. Οι γυναίκες συγκαταλέγονται διαχρονικά, de facto στα πλέον ευάλωτα άτομα. Αυτή η θέση μάλιστα δυσχεράνθηκε ιδιαίτερα εντονότερα στο πλαίσιο της ψηφιακής εποχής μας. Λόγω της έντονης και διαχρονικής ευαλωτότητας, αλλά και λόγω της θέσης τους στην κοινωνία, οι γυναίκες έχουν τεθεί σε σε συναγερμό και βρίσκονται σε επιφυλακή εντονότερα. Πολύ περισσότερες γυναίκες δραστηριοποιούνται κινηματικά από ό,τι άνδρες, και πολύ πρωτύτερα. Άλλωστε, λόγω των μόνιμων φαινομένων σεξισμού, των κρουσμάτων κακοποιήσεων, βιασμών και των γυναικοκτονιών είναι ιδιαίτερα αυξημένη και έντονη πλέον και η συμμετοχή τους σε συλλογικότητες αυτοπροστασίας, όπως και σε κινήματα με κυρίαρχες τις διεκδικήσεις εξισωτισμού.
Το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης έχει πολλές εκφάνσεις. Η έμφυλη-φυλετική ανισότητα είναι ασφαλώς η πολυπληθέστερη και είναι σαφώς οικουμενική. Το αίτημα της έμφυλης ισότητας ανήκει στα ισχυρότερα από καταβολής της ανθρώπινης παρουσίας.
Η Ελλάδα πάσχει ιδιαίτερα σοβαρά από κρούσματα σεξισμού, μισογυνισμού και συνεχών αρνητικών διακρίσεων. Η ίδια η πολιτική κονίστρα της χώρας αποτελεί τον χειρότερο δυνατό ‘ανδρωνίτη’ σε Ευρωπαϊκό έδαφος. Με γνώμονα αυτά τα κοινωνικο-πολιτικά δεδομένα, κρίνω πως η συμμετοχή των γυναικών στις εκλογές θα είναι πάνδημη. Και οφείλει να είναι πάνδημη διότι η πολιτική επιλογή μας και η εκλογή μας αποτελεί υπόσχεση και ελπίδα για τη διαφορά! Οι γυναίκες μπορούν και πρέπει να κατακτήσουν ισότιμα όλα τα βάθρα της πολιτικής. Να εισέλθουν δυναμικά στο δημοκρατικό παιχνίδι του εκλέγειν και εκλέγεσθαι!”