Επάρκεια φυσικού αερίου στην ΕΕ για τον χειμώνα, αλλά σε τιμές διπλάσιες
Ο στόχος της αποθήκευσης επιτεύχθηκε τρεις μήνες νωρίτερα αλλά με υψηλό κόστος
Σε ιστορικό υψηλό έφτασαν χθες Πέμπτη (17/8) τα αποθέματα φυσικού αερίου της Ε.Ε. τη στιγμή που το μπλοκ συνεχίζει να κόβει την ενεργειακή εξάρτησή της από τη Ρωσία.
Μπορεί όμως τα αποθέματα να φτάνουν το 90%, οι τιμές ωστόσο είναι διπλάσιες από αυτές πριν τον πόλεμο της Ουκρανίας.
Η Gas Infrastructure Europe ανακοίνωσε την Πέμπτη ότι οι αποθήκες φυσικού αερίου είναι τώρα στο 90,12% της χωρητικότητας. Δηλαδή, πάνω από το 90% που θα έπρεπε να επιτευχθεί έως τον Νοέμβριο.
«Η σημερινή επιβεβαίωση ότι πετύχαμε τόσο νωρίτερα τον στόχο για τα αποθέματα υπογραμμίζει πως η ΕΕ είναι καλά προετοιμασμένη για τον χειμώνα και αυτό θα βοηθήσει να σταθεροποιηθούν περαιτέρω οι αγορές τους επόμενους μήνες», δήλωσε στο Politico η επίτροπος Ενέργειας, Κάντρι Σίμσον.
«Η αγορά ενέργειας της ΕΕ είναι σε πολύ πιο σταθερή θέση σε σύγκριση με την ίδια περίοδο πέρυσι», επεσήμανε. Αναγνώρισε πως τις τελευταίες εβδομάδες «έχουμε δει πως οι αγορές φυσικού αερίου παραμένουν ευαίσθητες» και συμπλήρωσε ότι η Κομισιόν θα συνεχίσει να παρακολουθεί την κατάσταση.
«Success story», αλλά οι τιμές παραμένουν υψηλές
Πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, το ρωσικό φυσικό αέριο κάλυπτε περίπου το 40% της ζήτησης στην ΕΕ. Σταδιακά η Μόσχα απέκλεισε τους Ευρωπαίους πελάτες της, οι οποίοι στράφηκαν σε άλλους προμηθευτές. Τις πρώτες 32 εβδομάδες του 2022 το ρωσικό φυσικό αέριο έπεσε στο 23,6% των εισαγωγών της ΕΕ και μέχρι στιγμής φέτος είναι στο 8,4%. Κάτι που καθιστά εφικτή τη δέσμευση της ΕΕ ότι έως το 2027 θα σταματήσει να αγοράζει ρωσικό φυσικό αέριο.
«Αυτό είναι σίγουρα ένα success story», δήλωσε ο Τζιοβάνι Σγκαραβάτι, αναλυτής του think tank Bruegel. «Για την Κομισιόν, την αγορά ενέργειας, αλλά ακόμη περισσότερο για τις κυβερνήσεις των χωρών μελών που ανταποκρίθηκαν σχετικά καλά προκειμένου να αντικαταστήσουν τις 1.000 τεραβατώρες του ρωσικού φυσικού αερίου που έλειπε», συμπλήρωσε.
Το ρωσικό φυσικό αέριο σε μεγάλο βαθμό έχει αντικατασταθεί από εισαγωγές από τις ΗΠΑ, τη Νορβηγία, το Αζερμπαϊτζάν και άλλες χώρες, κάτι που έριξε δραματικά τις τιμές σε σύγκριση με την αποκορύφωσή τους, το 2022. Ο ολλανδικός δείκτης TTF για την τιμή του φυσικού αερίου έφτασε στα 320 ευρώ η μεγαβατώρα τον περασμένο Αύγουστο. Αυτή την εβδομάδα ήταν περίπου 38 ευρώ.
Όμως, το κόστος του φυσικού αερίου παραμένει υψηλότερο σε σύγκριση με πριν από τον πόλεμο, όταν ήταν περίπου 20 ευρώ η μεγαβατώρα. Κάτι που μεταφράζεται σε μεγαλύτερους λογαριασμούς για τα νοικοκυριά και χαμηλότερη παραγωγικότητα για την ευρωπαϊκή βιομηχανία.
«Οι τιμές χονδρικής του φυσικού αερίου μπορεί να είναι σημαντικά χαμηλότερες από πέρυσι, αλλά παραμένουν ακόμη σημαντικά πιο υψηλές από εκείνες της τελευταίας δεκαετίας», επεσήμανε ο Τομ Μάρζεκ Μάνσερ, επικεφαλής αναλύσεων για το φυσικό αέριο στην εταιρεία ICIS.
«Το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές αποθήκες είναι σχεδόν γεμάτες νωρίτερα από ό,τι συνήθως- φτάνουν αυτό το επίπεδο κοντά στον Οκτώβριο- δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η τιμή θα πέσει, δυστυχώς. Αν ο χειμώνας είναι ψυχρός, υπάρχει ένα συγκεκριμένο ρίσκο και αυτό κρατά την τιμή ανεβασμένη προς το παρόν», εξήγησε.
Αναλυτές εκτιμούν ότι αυτός θα είναι ο τελευταίος χειμώνας που οι ελλείψεις αποτελούν σοβαρή ανησυχία, δεδομένης της αυξημένης δυνατότητας παραγωγής LNG από προμηθευτές όπως το Κατάρ και οι ΗΠΑ, που αναμένεται να είναι διαθέσιμες στα μέσα του 2024.
Ωστόσο, ορισμένες χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, ιδίως η Αυστρία , εξακολουθούν να εξαρτώνται από τις ρωσικές εισαγωγές που αποστέλλονται μέσω αγωγών που διασχίζουν την Ουκρανία. Το Κίεβο έχει δηλώσει ότι δεν σκοπεύει να επαναδιαπραγματευτεί τη συμφωνία διαμετακόμισης, η οποία πρόκειται να λήξει στα τέλη του επόμενου έτους. Αυτό δημιουργεί μια δύσκολη προθεσμία για όσους εξακολουθούν να εξαρτώνται από τα ορυκτά καύσιμα της Μόσχας.
Η απώλεια των πιο αξιόπιστων ευρωπαίων πελατών της ήταν ένα μεγάλο πλήγμα για το Κρεμλίνο. Τα έσοδα από τις εξαγωγές ενέργειας μειώθηκαν κατά 41% στα 43,4 δισεκατομμύρια δολάρια τους πρώτους επτά μήνες του τρέχοντος έτους, δήλωσε το ρωσικό υπουργείο Οικονομικών . Εν τω μεταξύ, το ρούβλι έφτασε σε χαμηλό 16 μηνών και αυτή την εβδομάδα.
Αυτό καθιστά πιο δύσκολο για τη Ρωσία να συνεχίσει να υποστηρίζει την απομονωμένη οικονομία της, να πληρώνει τους μισθούς των στρατιωτών της και να αγοράζει όπλα από το εξωτερικό. Σύμφωνα με τη Natasha Kuhrt, ανώτερη λέκτορα στο Τμήμα Πολεμικών Σπουδών του King’s College του Λονδίνου, «στο τέλος, η κυβέρνηση θα δώσει προτεραιότητα στις στρατιωτικές δαπάνες», ενώ τα οικονομικά δεινά θα χτυπήσουν τον απλό Ρώσο πολίτη.
Εν τω μεταξύ, η ερευνητική εταιρεία Romir με έδρα τη Μόσχα δημοσίευσε την Τετάρτη μια δημοσκόπηση σε δείγμα 3.500 Ρώσων σύμφωνα με την όποία, 1 στους 5 πρέπει να μειώσει τις δαπάνες του για τρόφιμα και βασικά αγαθά για να εξοικονομήσει χρήματα, κατά 3% περισσότερο σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα.
πηγή ieidiseis