“Κόβει” η ακρίβεια: Μειώθηκε η κατανάλωση κρέατος και γαλακτοκομικών στα νοικοκυριά
Αυξήθηκε όμως κατά 19% η δαπάνη για το ψωμί
Από 8% έως 14% μειώθηκε η κατανάλωση πουλερικών στα νοικοκυριά με μισθούς από 750 έως 1450 ευρώ ενώ η δαπάνη αντίστοιχα αυξήθηκε από 2% έως 11%. Η κατανάλωση του γάλακτος ( νωπό πλήρες) μειώθηκε από 18% έως 23% στα ίδια νοικοκυριά ενώ η δαπάνη μειώθηκε πολύ λιγότερο από 7% έως 11% .
Η έκθεση
Σύμφωνα με τα στοιχεία που αποτυπώνονται στην ενδιάμεση έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ για την απασχόληση και την οικονομία 2023, τα έτη 2021-2022 μειώθηκε η κατανάλωση των τροφίμων ( κρέας, ψάρι, λαχανικά, τυριά, λάδι) καθώς και ενέργειας στο σύνολο των νοικοκυριών και ιδίως των φτωχότερων.
Ωστόσο όπως επισημαίνει η έκθεση, η μείωση της κατανάλωσης δε στάθηκε ικανή να μειώσει τη δαπάνη των νοικοκυριών, η οποία αντιθέτως αυξήθηκε.
Πληρώνουν… το μάρμαρο τα φτωχά νοικοκυριά
Ειδικότερα σε σχέση με τα εισοδήματα, παρατηρείται δυσανάλογη επιβάρυνση στα νοικοκυριά, καθώς για εισοδήματα κάτω των 750 ευρώ διαπιστώνεται αύξηση 19% της δαπάνης για το ψωμί, Ένα ποσοστό που υποχωρεί στο 11% για την κατηγορία 751 – 1.100 ευρώ, ενώ είναι μόλις 1% για την κατηγορία 1.801 – 2.200 ευρώ.
Αντίστοιχα, στα ζυμαρικά, η κατανάλωση αυξήθηκε κατά 12% σε σχέση με το ποσό που δαπανήθηκε, για εισοδήματα κάτω των 750 ευρώ και μόλις 4% για εισοδήματα από 1.451 – 1.800 ευρώ.
Ως αποτέλεσμα τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα, για να διατηρήσουν στα ίδια επίπεδα την κατανάλωση, αναγκάζονται να αυξήσουν περισσότερο τις δαπάνες.
Εάν μάλιστα αυτά τα νοικοκυριά, δεν διαθέτουν αποταμιεύσεις, υποχρεώνονται να περιορίσουν δραστικά την κατανάλωσή τους, γεγονός που συνιστά κρίση αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Στην κατηγορία «διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά», ο υψηλός τιμάριθμος συνεχίζει να περιορίζει την αγοραστική δύναμη, ειδικά των νοικοκυριών με χαμηλά εισοδήματα.
Στη συγκεκριμένη κατηγορία παρατηρείται ότι ο υψηλός πληθωρισμός (31,2%) που κατέγραψε την τριετία Δεκέμβριος 2020-Δεκέμβριος 2023 τροφοδοτήθηκε από την αύξηση των τιμών στις κατηγορίες «Έλαια και λίπη» (87,4%) και «Λαχανικά» (35,2%).
Αξιοσημείωτη άνοδος του τιμαρίθμου παρατηρήθηκε και σε άλλα βασικά είδη διατροφής, όπως στα «Γαλακτοκομικά και αυγά» (33,8%), στα «Κρέατα» (31,2%) και στην ομάδα «Ψωμί και δημητριακά» (25,3%).
Αγκάθι ο πληθωρισμός
Στην έκθεση επισημαίνεται η αρνητική επίδραση του πληθωρισμού στο επίπεδο των ελληνικών νοικοκυριών και στη μείωση της αγοραστικής τους δύναμης. Όπως τονίζεται χαρακτηριστικά, τον Δεκέμβριο του 2023, ο πληθωρισμός στην κατηγορία «Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά», ήταν ο δεύτερος υψηλότερος μεταξύ των κρατών – μελών της ΕΕ-27.
Η έκθεση του ΙΝΕ εκτιμά ότι η κατανάλωση δεν θα παρουσιάσει κάποια αξιοσημείωτη μεταβολή το προσεχές διάστημα, εκτός κι αν γίνουν ουσιαστικές παρεμβάσεις για μια ισχυρή αποκατάσταση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών.
Πού οφείλεται η κρίση;
Η κρίση κόστους ζωής που εντοπίζουν οι επιστήμονες του Ινστιτούτου, έχει ως αφετηρία την πανδημική και στη συνέχεια την ενεργειακή κρίση. Έτσι, τώρα πια, στην Ελλάδα διαπιστώνεται πως το έλλειμμα των νοικοκυριών, έχει αρνητική επίδραση στην κατανάλωση.
Για να καλυφθεί έχει ως αποτέλεσμα την χρηματοδότηση του επιχειρηματικού και του εξωτερικού τομέα, που διατηρούν την πλεονασματική τους θέση. Ειδικά σε σχέση με το εξωτερικό, διαπιστώνεται εκροή ρευστότητας από την εγχώρια οικονομία και αύξηση των υποχρεώσεων της χώρας.
Τσουχτερά τα καύσιμα
Σε σχέση με τις επιχειρήσεις η έκθεση καταγράφει χαμηλή επενδυτική δραστηριότητα, που υπολείπεται της αδιανέμητης κερδοφορίας τους. Ειδική αναφορά γίνεται στην Έκθεση στα προϊόντα ενέργειας. Ακριβέστερα, στην κατηγορία «Υγρά καύσιμα και έξοδα κεντρικής θέρμανσης κύριας κατοικίας» οι μεταβολές της κατανάλωσης είναι ανομοιογενείς.
Τα νοικοκυριά με τη χαμηλότερη δαπάνη και αυτά με χαμηλά προς μεσαία δαπάνη, παρ’ ότι μείωσαν την κατανάλωσή τους σε ποσότητα (από -3% έως -11% ανάλογα με το επίπεδο συνολικής κατανάλωσης), πλήρωσαν το 2022 παραπάνω ευρώ σε σχέση με το 2021.
Οι εκτιμήσεις
Το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ εκτιμά ότι η μακροοικονομική και χρηματοοικονομική βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας θα εξαρτηθεί από το αν μπορεί να μεταβληθεί η τρέχουσα κατάσταση. Όπως τονίζεται χαρακτηριστικά, «πρωταρχικός στόχος θα πρέπει να είναι η αύξηση της επενδυτικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων και η εναλλαγή του ισοζυγίου τους από πλεονασματική σε ελλειμματική θέση. Η ενίσχυση του παραγωγικού δυναμικού της οικονομίας θα βελτιώσει τη διαρθρωτική της ανταγωνιστικότητα εξασφαλίζοντας την πλεονασματική θέση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μεσομακροπρόθεσμα. Συνδυαστικά, η μεταβολή αυτών των δύο ισοζυγίων θα επιτρέψει την επίτευξη πλεονάσματος για τα νοικοκυριά, αποκαθιστώντας τη φερεγγυότητά τους και τη βιωσιμότητα της οικονομίας και της κοινωνίας».
Πηγή: imerisia.gr