Life

Όσα έγιναν το τελευταίο 24ωρο στο 62ο ΦΚΘ

Ένα ακόμα 24ωρο γεμάτο σινεμά

Parallaxi
όσα-έγιναν-το-τελευταίο-24ωρο-στο-62ο-φκθ-842184
Parallaxi

Τιμητικός Χρυσός Αλέξανδρος στη Δέσπω Μαρουλάκου στην παρουσίαση της δράσης «Meet the Future» 

Τιμητικός Χρυσός Αλέξανδρος στη μοντέζ Δέσπω Μαρουλάκου απονεμήθηκε την Τετάρτη 10 Νοεμβρίου, στην Αποθήκη Γ’ στη διάρκεια της παρουσίασης της δράσης «Meet the future» που εντάσσεται φέτος στο μεγάλο αφιέρωμα του φεστιβάλ «Κόψε κάτι: Το μοντάζ και τα μυστικά του». 

Τη βράβευση της Δέσπως Μαρουλάκου, που άνοιξε τη βραδιά, προλόγισε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ, Ορέστης Ανδρεαδάκης. «Είναι τιμή μας να έχουμε μαζί μας μια από τις κορυφαίες μοντέζ στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου και μια από τις πρώτες γυναίκες μοντέζ, που δουλεύει από τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Συνεργάστηκε με αναγνωρισμένους σκηνοθέτες, όπως ο Τάκης Σπετσιώτης, ο Σταύρος Τορνές, ο Κώστας Φέρρης, ο Χριστόφορος Χριστοφής, ο Λευτέρης Ξανθόπουλος, η Μαρία Γαβαλά, η Ελένη Αλεξανδράκη, ο Κώστας Αριστόπουλος, ο Νίκος Κορνήλιος, η Λίλα Κουρκουλάκου. Είναι μία από τις πρωτοπόρους, που αμφισβήτησαν τα στερεότυπα ενός ανδροκρατούμενου χώρου. Το 1993 κέρδισε το βραβείο Μοντάζ στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης με την ταινία Έναστρος Θόλος. Είναι τιμή μου να τη βραβεύσω με τον Χρυσό Αλέξανδρο για τη συνολική προσφορά της στον ελληνικό κινηματογράφο», δήλωσε ο κ. Ανδρεαδάκης. 

Η Δέσπω Μαρουλάκου πήρε στη συνέχεια τον λόγο και μοιράστηκε με το κοινό σκέψεις, μνήμες και εμπειρίες από την πολύχρονη πορεία της στο μοντάζ. «Θα ήθελα, αρχικά, να αναφερθώ σε δύο σκηνοθέτες που εκτιμούσα ιδιαίτερα και έχω συνεργαστεί μαζί τους. Είναι ο Σταύρος Τορνές και ο Κώστας Σφήκας, που ήταν πειραματικοί σκηνοθέτες, πραγματικοί δημιουργοί και έχουν φύγει από τη ζωή. Έχω να πω το εξής. Όταν έχουμε ένα επάγγελμα πρέπει να εστιάζουμε σε αυτό, γιατί με αυτό πορευόμαστε σε όλη μας τη ζωή. Ιδιαίτερα στο μοντάζ που είναι μια χρονοβόρα εργασία, με πολλές χαρές, αλλά και δυσκολίες, τις οποίες πρέπει να τις θεωρούμε δεδομένες και να προχωράμε μπροστά».

Ακολούθως, ανέτρεξε στις εμπειρίες και στα βιώματά της για να μιλήσει για τις δυσκολίες του μοντάζ.«Έχω βρεθεί τρεις μέρες και νύκτες συνεχόμενες καθιστή στην καρέκλα. Έχω εργαστεί ανήμερα τα Χριστούγεννα και δεν μπορούσα να βρεθώ με την οικογένειά μου να φάω, για να προλάβω τη δουλειά. Έχω κοιμηθεί στο πάτωμα, στη μουβιόλα, γύρω στις επτάμισι το πρωί που βγαίνει ο ήλιος, αγγίζοντας εκείνο το σημείο που δεν είναι ύπνος πια, είναι λιποθυμία. Έχω πάει στο μιξάζ, παραμονή Χριστουγέννων, δύο νύκτες άυπνη και νόμιζα ότι το έδαφος είναι πιο ψηλό όταν πήγα να περπατήσω στο δρόμο. Το μοντάζ είναι η τελευταία εργασία από τα στάδια της ταινίας, οπότε πληρώνει όλο τον χαμένο χρόνο από ό,τι έχει προηγηθεί. Είναι, όπως λέω, σαν το φουστάνι της νύφης, έχει συγκεκριμένη ώρα και μέρα. Αυτές οι δυσκολίες, όμως, σου αφήνουν χαρά και σε καταξιώνουν απέναντι στον ίδιο σου τον εαυτό. Μην περιμένετε βραβεύσεις και τα σχετικά, δεν είναι για το μοντάζ αυτά», δήλωσε χαρακτηριστικά. 

Τέλος, η κ. Μαρουλάκου αναφέρθηκε στη σχέση της με τον ελληνικό κινηματογράφο. «Με πολέμησε πολύ ο ελληνικός κινηματογράφος, γιατί ήμουν περίεργη. Με έχουν βραβεύσει μία φορά και την άλλη φορά το είχαν ρίξει κορώνα-γράμματα και κέρδισα εγώ. Κατά λάθος, δηλαδή. Με πολέμησαν, γιατί δεν συμφωνούσα με τις κατεστημένες αντιλήψεις τις δουλειάς. Δεν συμφωνούσα με τα κατεστημένα και εκείνα με είχαν άχτι, γιατί ήμουν η πρώτη που μορφώθηκα, όχι απλώς ως κινηματογραφίστρια, αλλά και ως άνθρωπος γενικά», κατέληξε η κ. Μαρουλάκου.

Μετά τη βράβευση της Δέσπως Μαρουλάκου, στο δεύτερο μέρος της εκδήλωσης, έγινε η παρουσίαση της νέας γενιάς ελλήνων μοντέρ και μοντέζ, που συμμετέχουν στη δράση «Meet the Future» του 62ου ΦΚΘ, τους οποίους γνώρισε το κοινό μέσα από την προβολή show reels της δουλειάς τους. Την παρουσίαση προλόγισε, επίσης, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ, Ορέστης Ανδρεαδάκης. «Και τώρα ας δούμε τη νέα γενιά των μοντέρ, αυτούς και αυτές που αφήνουν το σημάδι τους στην εθνική και διεθνή σκηνή. Είναι η τρίτη συνεχόμενη φορά που διοργανώνουμε το πρόγραμμα Meet the Future, που αποτελεί ένα εργαλείο του φεστιβάλ για την υποστήριξη και την προώθηση της δουλειάς των ελλήνων επαγγελματιών του σινεμά. Φέτος, ως μέρος του αφιερώματος, το πρόγραμμα είναι επικεντρωμένο στο μοντάζ», ανέφερε σχετικά.

Οι μοντέρ και μοντέζ, των οποίων τα show reels προβλήθηκαν ήταν οι: Θοδωρής Αρμάος, Νίκος Βαβούρης, Χρήστος Γιαννακόπουλος, Στάμος Δημητρόπουλος, Γιώργος Ζαφείρης, Μυρτώ Καρρά και Λίβια Νερουτσοπούλου.

Agora Talks – S2M (Story2Market) 

Η εισαγωγή του film marketing στα κινηματογραφικά πρότζεκτ

Στο πλαίσιο των Agora Talks του 62ου ΦΚΘ πραγματοποιήθηκε το σεμινάριο S2M (Story2Market), την Τετάρτη 10 Νοεμβρίου, στην αποθήκη Γ’, με θέμα «Εισαγωγή του film marketing από την ανάπτυξη ενός κινηματογραφικού πρότζεκτ». Το S2M είναι ένα νέο ετήσιο πρόγραμμα εκπαίδευσης επαγγελματιών του οπτικοακουστικού τομέα, που ξεκινά το 2022 και διοργανώνεται από την Aegean MEDIANET, σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου και το Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Το πάνελ απαρτιζόταν από τους Stephen Cleary, σύμβουλο ανάπτυξης και υπεύθυνο σπουδών – S2M (Ηνωμένο Βασίλειο), Βίκυ Μίχα, σύμβουλο film marketing και παραγωγό, Asterisk* (Ελλάδα) και Mathias Noschis, σχεδιαστή στρατηγικής film marketing και υπεύθυνο στην AlphaPanda (Γερμανία). 

Τη συζήτηση συντόνισε η Χριστίνα Λιάπη, εκπρόσωπος πωλήσεων στη Heretic Outreach (Ελλάδα), καλώντας αρχικά την ιδρύτρια του S2M Λένα Ράμμου, η οποία ευχαρίστησε όλους τους εμπλεκόμενους στο S2M. «Σας ευχαριστώ που είστε εδώ, στην πρώτη δημόσια εκκίνηση του S2M. Θέλω να ευχαριστήσω αρχικά τους ανθρώπους που βρίσκονται στο πάνελ που αποδέχτηκαν την πρόσκλησή μας, το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και το Πανεπιστήμιο του Αιγαίου που ξεκίνησαν αυτή την περιπέτεια και τη συνεργασία μαζί μας, αλλά και τους σπόνσορές μας, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, το Εθνικό Κέντρο Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας (ΕΚΟΜΕ), τη Sofia Meetings και τις εταιρείες Alphapanda και Asterisk* για τη στήριξή τους».  

Η συζήτηση ξεκίνησε με τη Βίκυ Μίχα να αναλύει τις ραγδαίες μεταβολές που έχει υποστεί το κινηματογραφικό τοπίο την τελευταία δεκαετία. «Υπάρχουν κομβικές αλλαγές στον κινηματογράφο τα τελευταία δέκα χρόνια, όπως όλοι ξέρετε. Εκτός από τις πλατφόρμες που υπερισχύουν πλέον παντού, υπάρχουν οι streamers που δυναμώνουν πάρα πολύ. Απλώς σκεφτείτε ότι το 2010 δεν ξέραμε τίποτα από όλα αυτά. Η τεχνολογία εξελίσσεται διαρκώς, θυμάμαι ότι οι ταινίες που διανέμαμε το 2009-10 ήταν κυρίως σε φιλμ, δεν γυρίζονταν ψηφιακά. Επίσης, τα social media άλλαξαν τελείως τακτική, ενώ πλέον γίνονται ταινίες με θεματική τα social media αυτά καθαυτά. Άρα, ο τρόπος που προσεγγίζουμε τις ταινίες πλέον είναι πολύ διαφορετικός από ό,τι στο παρελθόν. Υπάρχουν ορισμένες τάσεις που παρακολουθούμε στενά, όπως την επιλογή μεγάλων σκηνοθετών να κάνουν σειρές για την τηλεόραση, για διαφορετικό κοινό από ό,τι απευθύνονταν μέχρι τώρα», εξήγησε η κ. Μίχα.     

«Για να απευθυνθούν σε μεγαλύτερο και διαφορετικό κοινό από το παρελθόν, πρέπει να φτιάξουν ένα πρότζεκτ με πολύ πιο στοχευμένο κοινό. Αυτό είναι μια νέα ικανότητα, πώς να διηγηθείς μια ιστορία μέσα από την οπτική του μάρκετινγκ. Είναι πάρα πολύ σημαντικό κάποιοι σκηνοθέτες και παραγωγοί να καταλάβουν λίγο καλύτερα πώς λειτουργεί η αγορά», πρόσθεσε.

Στη συνέχεια, τον λόγο πήρε ο Mathias Noschis, για να μοιραστεί τη δικιά του οπτική για ένα κινηματογραφικό τοπίο που αλλάζει διαρκώς. «Πάντα ένιωθα ότι υπήρχε ένας χαμένος κρίκος ανάμεσα στην παραγωγή και τη διανομή των ταινιών, σαν να μιλούσαν διαφορετική γλώσσα μεταξύ τους. Ειδικά στην Ευρώπη, οι σκηνοθέτες ως επί το πλείστον κάνουν ταινίες χωρίς να έχουν το κοινό στο μυαλό τους, ενώ η διανομή μιλάει τη γλώσσα της αγοράς. Αυτοί οι δύο κόσμοι δεν επικοινωνούν αρκετά και η δουλειά μου είναι να βρω έναν κώδικα για να καταλάβουν ο ένας τον άλλο. Κάνουμε μεγάλη προσπάθεια να εξηγήσουμε τη γλώσσα της διανομής στους παραγωγούς και σκηνοθέτες, γιατί πραγματικά τους βοηθάει, τους δυναμώνει. Ας είμαστε ειλικρινείς, στο τέλος της ημέρας, από τη στιγμή που ο παραγωγός δίνει τα δικαιώματα στους διανομείς, αυτοί έχουν τον έλεγχο του προϊόντος. Αν όμως ο σκηνοθέτης μπορεί να συζητήσει μαζί τους, τότε η συζήτηση αλλάζει τελείως από το “σε παρακαλώ, πάρε την ταινία μου” στο “μπορώ πλέον να διαλέξω ποιος διανομέας ταιριάζει καλύτερα στο όραμα και την ταινία μου” και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό», ανέφερε χαρακτηριστικά. «Μια μεγάλη αλλαγή στον κινηματογράφο αφορούσε την αλληλεπίδραση των ταινιών με τα social media. Όπως είδαμε στο φετινό φεστιβάλ του Καναδά, όλες σχεδόν οι ταινίες είχαν παρουσία στα social media, σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια, αναπτύσσουν τη δική τους στρατηγική στην αγορά και προσελκύουν πολύ κόσμο, επηρεάζοντας τις συνήθειες του κοινού στην επιλογή των ταινιών», δήλωσε σχετικά.

Αμέσως μετά, τοποθετήθηκε ο Stephen Cleary για να εξηγήσει τη χρησιμότητα μιας νέας προσέγγισης για τους σκηνοθέτες και τους παραγωγούς. «Ένα στοιχείο που έχω δει να αλλάζει τα τελευταία 5-10 χρόνια, από την πλευρά των παραγωγών, είναι ότι πλέον τα πρότζεκτ τους είναι πιο ευέλικτα. Δηλαδή, είναι πιο διαδεδομένη πλέον η ιδέα ότι η ιστορία που θέλει να πει κάποιος δεν χρειάζεται να είναι τόσο προαποφασισμένη, μπορεί να έχει το περιθώριο να εξελιχθεί στην πορεία. Αυτό συμβαίνει γιατί όσο εξελίσσεται η ψηφιακή τεχνολογία και όσο τα μίντια αυξάνονται και επηρεάζουν τον κόσμο γύρω μας, τόσο οι άνθρωποι αρχίζουν και σκέφτονται νέες ιστορίες με έναν πολύ πιο πολύπλοκο και ευέλικτο τρόπο. Αυτή η αλλαγή βρίσκεται ήδη εδώ και αλλάζει τον τρόπο που παράγονται οι ταινίες. Πώς μπορείς να φτιάξεις μια ιστορία αν δεν ξέρεις εξαρχής την ιστορία; Αυτή είναι η σημαντική ερώτηση», τόνισε χαρακτηριστικά.

«Αρχικά, δεν χρειάζεται να πάρεις νωρίς αποφάσεις για το πού θέλεις να πάει η ιστορία σου, αντίθετα, πρέπει να πλαισιώσεις την ομάδα σου με έμπειρους ανθρώπους για όλες τις κατευθύνσεις που μπορεί να προκύψουν. Όμως πως επηρεάζει αυτή η νέα πορεία τη δημιουργικότητα και τις αποφάσεις του σκηνοθέτη; Προσοχή, δεν λέω ότι πρέπει κάποιος να ακολουθήσει απαραίτητα μια άλλη πορεία, ανέκαθεν όμως σκεφτόμουν αυτό: πώς ήταν το σινεμά το 2006 και πώς θα είναι το 2036; Το κοινό αλλάζει και εξελίσσεται πάρα πολύ γρήγορα, οι γνώσεις μας για το πώς φτιάχνονται οι ιστορίες πολλαπλασιάζονται, όπως και η τεχνολογία για να τις φτιάξουμε. Όλα θα είναι πολύ διαφορετικά στο μέλλον και πρέπει να βρούμε νέους τρόπους να επικοινωνούμε μεταξύ μας. Για παράδειγμα, πώς θα ήταν να σκεφτόμασταν με ποιον τρόπο μια ταινία θα πήγαινε στη διανομή προτού καν αποφασιστεί η ιστορία που θέλει να αφηγηθεί; Μια αντίστροφη διαδικασία δηλαδή, από το “έχω μια ιστορία, πώς θα την πουλήσω;”», πρόσθεσε ο κ. Cleary, προβάλλοντας το τρέιλερ μιας νέας ταινίας που χρηματοδοτήθηκε πριν καν γραφτεί το σενάριο, για να εξηγήσει το σκεπτικό του.     

«Τους διαλέξαμε βάσει του ταλέντου τους και τους δώσαμε το ελεύθερο να κινηθούν όπως αυτοί θέλουν. Η ιδέα προέκυψε από την εξής σκέψη: πώς μπορώ να πουλήσω την ταινία μου, χωρίς κάποιος να ξέρει περί τίνος πρόκειται; Οι παραγωγές αποφάσισαν να γυρίσουν μια ταινία μόνο τις Τετάρτες, για ένα χρόνο. Η ταινία θα δείξει 52 Τετάρτες από τη ζωή μιας οικογένειας. Αυτή η ιδέα γεννήθηκε πριν γραφτεί το σενάριο, πριν σκεφτούν πώς θέλουν αυτή την οικογένεια. Φυσικά και χρειάζεται να έχεις μια καλή ιστορία, απλώς δεν χρειάζεται, να ξεκινήσεις από αυτή», σχολίασε σχετικά. 

Μετά τις εισαγωγικές τοποθετήσεις, οι ομιλητές εξήγησαν με μεγαλύτερη λεπτομέρεια πώς το S2M μπορεί να βοηθήσει τους παραγωγούς και τους σκηνοθέτες. «Στην αρχή, ο σκηνοθέτης θέλει να κάνει την ταινία όσο πιο πολύπλοκη γίνεται, να βάλει πολλά επίπεδα, να προσμίξει είδη σινεμά, να δοκιμάσει καινούργια πράγματα. Η δουλειά του μάρκετινγκ είναι να απλοποιήσει την ταινία σε κάτι που γίνεται αντιληπτό μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα. Προσπαθούμε να καταλάβουμε όλα τα κομβικά σημεία μιας ταινίας και να ξεχωρίσουμε τους τρεις άξονες που θα αποτελέσουν τη σπονδυλική στήλη της στρατηγικής μας στο μάρκετινγκ. Πρώτον, το κοινό όπου θέλουμε να απευθυνθούμε. Δεύτερον, να βρούμε την αρχική μας δήλωση για την ταινία. Τέλος, να βρούμε παρόμοιες ταινίες και πώς είχαν προωθηθεί, για να δούμε τι πέτυχε και τι όχι, για να μας βοηθήσει στην προώθηση της ταινίας. Αν ακολουθήσουμε αυτά τα τρία πολύ απλά βήματα, η στρατηγική για το μάρκετινγκ της ταινίας θα βρίσκεται σε πολύ καλό σημείο», ανάλυσε ο Mathias Noschis. 

Αμέσως μετά, επανήλθε στο ζήτημα του μάρκετινγκ ο Stephen Cleary, εξηγώντας ότι «Είναι πολύ σημαντικό να ορίσει από πολύ νωρίς ο σκηνοθέτης την ταυτότητα της ταινίας, το πώς θα την προωθήσει. Έπειτα, ακολουθείς κάποιες συγκεκριμένες κινήσεις, κάποιους συγκεκριμένους κανόνες, που αυξάνουν τις πιθανότητές σου να πετύχεις. Επίσης, μπορείς να επαναπροσδιορίσεις τη σχέση με το κοινό. Συνήθως, είχαμε μια ιστορία και προσπαθούσαμε να την προωθήσουμε. Πλέον, μπορούμε να μιλήσουμε με το κοινό, να ρωτήσουμε πώς του φαίνεται η ιδέα μας, να του ζητήσουμε να ψηφίσει, μπορούμε να προσφέρουμε βραβεία, μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε!», δήλωσε, για την ελευθερία που προσφέρουν πλέον τα social media.   

Μάλιστα, ο κ. Cleary έκανε αναφορά και στον Αριστοτέλη, εξηγώντας ότι ήταν ο πρώτος άνθρωπος, που προσπάθησε να ρίξει φως στο γιατί μια ιστορία πρέπει να γίνει ενδιαφέρουσα. «Ο Αριστοτέλης ήταν ο πρώτος άνθρωπος στην ιστορία της τέχνης, που εξέτασε μια ιστορία και προσπάθησε να την κάνει πιο κατανοητή και ελκυστική στο κοινό. Ο στόχος μιας ιστορίας είναι να κάνει το κοινό να ενδιαφερθεί, γιατί μια ιστορία μπορεί να κάνει το κοινό να αλλάξει, να εξελιχθεί. Άρα, όλο αυτό που συζητάμε δεν είναι μια ιδέα μάρκετινγκ, αλλά μια αριστοτέλεια ιδέα, η βάση της αρχαίας τραγωδίας, που δεν έπαψε ποτέ να είναι μαζί μας». «Η ιστοσελίδα μας θα αρχίσει να λειτουργεί τις αρχές του επόμενου χρόνου. Τα προγράμματά μας διαρκούν κάποιους μήνες και αφορούν σεναριογράφους, παραγωγούς, σκηνοθέτες. Η πιο καλή περίπτωση είναι να μας έρθει ένα πρότζεκτ σε πολύ αρχικό επίπεδο, για να κάνουμε μαζί όλα τα βήματα. Επίσης, μπορούν να έρθουν σε εμάς παραγωγοί χωρίς να έχουν κάποια συγκεκριμένη ιδέα. Θα υπάρχουν και διαδικτυακά workshops, με τη βοήθεια ανθρώπων από όλο τον κόσμο», σχολίασε ο κ. Cleary, ολοκληρώνοντας τον κύκλο των ομιλιών.

Masterclass Κλερ Άθερτον

Μοντάζ: Μια σύνθεση 

Η πολυσχιδής μοντέζ και εικαστικός Κλερ Άθερτον παρέδωσε masterclass την Τετάρτη 10 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας, στο πλαίσιο του αφιερώματος «Κόψε κάτι: Το μοντάζ και τα μυστικά του», που φιλοξενεί το 62ο ΦΚΘ. Η Κλερ Άθερτον μίλησε για τη διαδρομή της στον κινηματογράφο, αλλά και για την τριαντακονταετή συνεργασία της με την αξέχαστη βελγίδα πρωτοπόρο του σινεμά, Σαντάλ Ακερμάν. Ο Ορέστης Ανδρεαδάκης, καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ, καλωσόρισε θερμά την Κλερ Άθερτον και απηύθυνε χαιρετισμό στο κοινό, ιδιαίτερα στους φοιτητές της Σχολής Κινηματογράφου που είχαν κατακλύσει την αίθουσα. 

Η αμερικανίδα μοντέζ ξεκίνησε την ομιλία της αναφέροντας πως το μοντάζ κάθε ταινίας είναι ένα νέο ταξίδι, μια νέα ανακάλυψη. «Ποτέ δεν γνωρίζω πού θα φτάσω, και δεν χρειάζεται να γνωρίζω. Κι αυτή είναι μια αλήθεια που βρίσκει εφαρμογή και έξω από τα όρια του κινηματογράφου, στην καθημερινή ζωή και στην αποδοχή πως οι μυστηριώδεις κινήσεις της ζωής κρύβουν την ανθρώπινη ουσία», ανέφερε αρχικά. Έπειτα, αμφισβήτησε την ίδια τη λέξη «masterclass», δηλώνοντας δεν υπάρχουν αυθεντίες. «Κι αν τυχόν υπάρχουν, είναι σίγουρα όσοι συνεχώς αμφισβητούν τον εαυτό τους και είναι ανοιχτοί σε νέες ανακαλύψεις», προσέθεσε εμφατικά.

«Η ανάγκη για ασφάλεια αυξάνεται συνεχώς και εστιάζεται ακριβώς στην ανάγκη μας για έλεγχο των πάντων, έναν έλεγχο που μας υπαγορεύει να αποφασίσουμε για τη ζωή μας πριν τη ζήσουμε και για την ταινία μας πριν τη φτιάξουμε. Ωστόσο, πρέπει να αποδεχτούμε πως υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούμε να ελέγξουμε. Έπειτα από κάθε ταινία, νιώθω πως δεν έκανα όσα μπορούσα. Και πάντα εκπλήσσομαι με το αποτέλεσμα. Δεν καταλαβαίνω πώς και γιατί έκανα το συγκεκριμένο μοντάζ. Όταν μοντάρω, επιχειρώ να σταματήσω τις φωνές στο κεφάλι μου, οι οποίες μου επαναλαμβάνουν πως κάτι δεν έκανα σωστά. Όλες αυτές οι επικίνδυνες φωνές, τελικά, μας απομακρύνουν από αυτό που έχουμε μέσα μας. Παρόλα αυτά, χρειαζόμαστε την επιβεβαίωσή τους διότι χωρίς αυτές είναι σα να πηδάμε στο κενό», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Στη συνέχεια, η Κλερ Άθερτον εξήγησε πως κατά την άποψή της η διαδικασία του μοντάζ δεν είναι μια πράξη εξ ορισμού μοναχική. «Είναι σημαντικό να γνωρίσεις τους συντελεστές της ταινίας, να μοιραστείς συναισθήματα και να συζητήσεις μαζί τους. Η γλώσσα επικοινωνίας του σινεμά δεν είναι μια γλώσσα εντολών, μια γλώσσα κατηγοριοποίησης και ορισμών. Είναι μια γλώσσα διαισθητική, μια γλώσσα που χτίζει ατμόσφαιρα και επιτρέπει σε νέες ιδέες να γεννηθούν. Οι κατηγοριοποιήσεις ανάμεσα σε αφηγηματικές και στοχαστικές ταινίες δεν με εκφράζουν. Η σχέση μου με τις εικόνες ήταν πιο ελεύθερη, αν μου επιτρέπεται αυτή η δύσκολη λέξη. Μου ήταν πάντα δύσκολο να βάζω λέξεις σε σειρά, οι λέξεις ανέκαθεν μπλόκαραν τα αισθήματά μου, ενώ οι εικόνες ποτέ», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Κατόπιν, μίλησε για τη σχέση της με τον κινεζικό πολιτισμό και τον Ταοϊσμό, καθώς και για το πώς τα ιδεογράμματα τη βοήθησαν στην τεχνική του μοντάζ: «Η γρήγορη εναλλαγή των εικόνων προκαλεί πολλά επίπεδα σημασιοδότησης, όπως τα ιδεογράμματα στην κινεζική γλώσσα. Η γλώσσα τους είναι εικονοποιητική και τα ιδεογράμματα έχουν πολλαπλές αναγνώσεις. Συμφωνώ με το ότι πρέπει να κάνουμε το καλύτερο για εμάς και την καριέρα μας, αλλά οφείλουμε να είμαστε ανοιχτοί σε ό,τι μας συμβαίνει, και να του επιτρέψουμε να μας οδηγήσει», εξήγησε σχετικά. Ακολούθως, στάθηκε στην ανασφάλεια που διακατέχει τους κινηματογραφιστές: «Αντιλαμβάνομαι τον φόβο του να μην γίνεις αντιληπτός, να μην παρουσιαστείς σε φεστιβάλ, να μην λάβεις χρηματοδότηση. Θα μου φαινόταν περίεργο αν κάποιος δεν φοβόταν. Ωστόσο, το να μοντάρεις ταινίες σε κάνει απλώς κάποιον που η δουλειά του είναι να μοντάρει ταινίες. Είμαστε πολλά παραπάνω από την εργασία μας!», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Αναφορικά με την τεχνική του μοντάζ, υπογράμμισε πως το σημαντικότερο στοιχείο είναι ο ρυθμός. «Όλα στο μοντάζ είναι ρυθμός. Αφήστε τα νοήματα να έρθουν σε εσάς. Μη νομίζετε πως μπορείτε να τα ελέγξετε όλα. Όταν παρακολουθείς μια σπουδαία ταινία, σε κατακλύζουν συναισθήματα και αυτή η διαδικασία είναι μια πολιτική πράξη. Τι είναι, εξάλλου, πιο πολιτικό από την πρόσκληση σε σκέψη και κίνηση; Έτσι έκανε ταινίες και η συνεργάτιδά μου, Σαντάλ Ακερμάν», υπογράμμισε, προτού δείξει στο κοινό αποσπάσματα από την ταινία της Ακερμάν, From the East. «O κοινός τόπος στη συνεργασία μας ήταν να μην έχουμε γνώση του προορισμού, αλλά να τον ανακαλύπτουμε στην πορεία», ανέφερε για τη συνεργασία της με την αλησμόνητη σκηνοθέτιδα.

«Το μοντάζ είναι να επιτρέπεις στις εικόνες να αναπνεύσουν, δημιουργώντας χώρο. Είναι μια πράξη αποκάλυψης, παρά δημιουργίας, γι’ αυτό και ο μοντέρ οφείλει να είναι ταπεινός. Αυτή είναι η πραγματική μας δουλειά: να δημιουργήσουμε ένα δίκτυο αντηχήσεων μεταξύ των εικόνων. Σε αυτή τη δημιουργική διαδικασία κρύβεται ένα μυστήριο, το οποίο δεν επιθυμώ να ξεδιαλύνω. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι δεν έχω καλή αίσθηση προσανατολισμού. Συχνά μπερδεύομαι μέσα στη γεωγραφία της λήψης κι αυτό με βοηθά να δημιουργήσω μια νέα γεωγραφία της εικόνας». 

Όσο για το τι συμβουλεύει τους νέους δημιουργούς, η Κλερ Άθερτον επέμεινε στη σημασία της ανθρώπινης επαφής: «Πρέπει να γνωρίσετε ανθρώπους, να μιλήσετε, να εκφράσετε τα αισθήματά σας. Και αν είστε τυχεροί, να βρείτε μια καλή ταινία για να μοντάρετε», κατέληξε, ολοκληρώνοντας την τοποθέτησή της.

Masterclass Γιάννης Χαλκιαδάκης: Deleted Scenes, Forgotten Dreams

O πολυβραβευμένος μοντέρ Γιάννης Χαλκιαδάκης παρέδωσε masterclass την Τετάρτη 10 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας, στο πλαίσιο του αφιερώματος «Κόψε κάτι: Το μοντάζ και τα μυστικά του», που φιλοξενεί το 62ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Αντλώντας υλικό από την πλούσια φιλμογραφία του, ο Γιάννης Χαλκιαδάκης μοιράστηκε με το κοινό τα μυστικά όσων βλέπουμε, όσων δεν βλέπουμε, αλλά και όσων ονειρευόμαστε, όταν μια ταινία προβάλλεται στη μεγάλη οθόνη.

Στο πρώτο μέρος του masterclass, ο κ. Χαλκιαδάκης έκανε κάποια εισαγωγικά σχόλια για την τέχνη του μοντάζ. «Το μοντάζ δεν λαμβάνει συνήθως διακρίσεις. Στα Όσκαρ έχουν βρει έναν απλό και σοφό τρόπο. Η ταινία που παίρνει το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας, παίρνει και το βραβείο μοντάζ. Γενικά, θα λέγαμε ότι το μοντάζ όσο πιο κρυφό μένει, τόσο πιο καλό είναι», δήλωσε χαρακτηριστικά. Στη συνέχεια, ο διεθνούς φήμης μοντέρ μίλησε για τη σχέση του μοντάζ και του κινηματογράφου με τον χρόνο. «Όταν αρχίζεις να βάζεις τα πράγματα στη σειρά, συνειδητοποιείς ότι το σινεμά είναι μια τέχνη καταγραφής του χρόνου. Είναι κινούμενη εικόνα και η έννοια της κίνησης μάς παραπέμπει στον χρόνο. Κάθε πλάνο έχει συγκεκριμένο χρόνο. Κάθε μεγάλος σκηνοθέτης έχει μια σφραγίδα χρόνου. Ο Ταρκόφσκι και Ρενέ, έχουν πολύ συγκεκριμένο στίγμα χρόνου. Ο Ταρκόφσκι έλεγε πως κάθε πλάνο έχει πίεση χρόνου και ότι το μοντάζ είναι μια ενορχήστρωση».

Ακολούθως, αναφέρθηκε στη σχέση του μοντάζ με τη σκηνοθεσία. «Η ταινία δημιουργείται στο τραπέζι του μοντάζ και είναι σαν polaroid, έχει ανάγκη το βλέμμα για να έρθει στην επιφάνεια. Ο μοντέρ είναι ο πρώτος θεατής της ταινίας. Εκτίθεται στον κόσμο της και βλέπει για πρώτη φορά αυτό που έχει στο νου του ο σκηνοθέτης. Ο σκηνοθέτης είναι προκατειλημμένος, καθότι έχει σχεδιάσει την ταινία. Υπάρχουν σκηνοθέτες που μοντάρουν, όπως ο Ρενέ ή ο Σόντερμπεργκ, αλλά είναι εξαιρέσεις. Γενικά, όταν οι σκηνοθέτες προσπαθούν να μοντάρουν, συνήθως αποτυγχάνουν», επισήμανε.

Ο κ. Χαλκιαδάκης εξήγησε στη συνέχεια πως η σχέση σκηνοθέτη και μοντέρ είναι διαλογική και συμβουλευτική, μια αληθινή σχέση ζωής. «Ο μοντέρ, ως προς τον σκηνοθέτη, έχει κατά κάποιο τρόπο τον ρόλο που έχει ο text editor στα βιβλία. Υπάρχει μια συμβουλευτική σχέση, έως και καθοδηγητική σε κάποιο βαθμό. Ο Γουόλτερ Μερτς φτιάχνει έναν παραλληλισμό με την ονειροθεραπεία, όπου ένας ονειρεύεται και ένας είναι ακροατής. Αυτός που ονειρεύεται διηγείται το όνειρο σε αυτόν που το ακούει και ο ρόλος του ακροατή είναι να του προτείνει εναλλακτικά σενάρια. Αυτό συμβαίνει στο μοντάζ. Υπάρχει debate πάνω στο ποιος παίρνει τις αποφάσεις, ποιανού είναι η ταινία εν τέλει. Ο σκηνοθέτης φέρνει το υλικό, η ταινία είναι δική του. Αρχίζει, όμως ένας διάλογος με τον σκηνοθέτη, από τον οποίο προκύπτει η ταινία. Οι σχέσεις μοντέρ και σκηνοθέτη είναι σχέσεις ζωής, εμπιστοσύνης. Υπάρχουν πολύ στενά ζευγάρια. Μαζί πάμε πιο μακριά. Και ο καθένας κάνει με τον άλλον πράγματα που δεν θα έκανε ποτέ. Όλες οι ταινίες που έχω κάνει θα ήταν καρμπόν αν δεν είχα προσωπική σχέση με τον εκάστοτε σκηνοθέτη».

Όπως εξήγησε, στη διαδικασία αυτή, αυτό που πάντα προέχει είναι η ταινία. «Η μόνη απάντηση που δεν δέχομαι από σκηνοθέτη είναι “θα γίνει έτσι γιατί έτσι μου αρέσει”. Πρέπει να το εξηγήσει και η εξήγηση να έχει σχέση με την ταινία. Η ταινία είναι το σημαντικό», σημείωσε. Έπειτα, αναφέρθηκε στο «Πείραμα του Κουλέσοφ», το οποίο αμφισβητείται από κάποιους σκηνοθέτες. «Όταν δυο πλάνα δένονται, συχνά προκύπτει κάτι καινούργιο, που δεν υπήρχε σε κανένα από τα δύο αρχικά πλάνα. Το μεγαλύτερο ποσοστό του αφηγηματικού σινεμά στηρίζεται ακριβώς σε αυτή τη λειτουργία. Υπάρχει μεγάλο debate, κάποιοι σκηνοθέτες το αρνούνται, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Ταρκόφσκι», επισήμανε σχετικά.

Στο δεύτερο μέρος του masterclass, ο κ. Χαλκιαδάκης επιχείρησε να δείξει στο κοινό τη διαδικασία που ακολουθεί ένας μοντέρ. Στο πλαίσιο, λοιπόν, ενός πειράματος, όπως το αποκάλεσε ο ίδιος, προσπάθησε να μοντάρει σε ζωντανό χρόνο μια σκηνή με το κοινό.

«Ο σκηνοθέτης τραβάει το υλικό, το οποίο είναι συνήθως μακροσκελές. Για παράδειγμα, τραβάει 40 λεπτά υλικό, από το οποίο ενδέχεται να προκύψει τελικά στην ταινία μια σκηνή διάρκειας ενός ή ενάμιση λεπτού. Αρχικά, βλέπεις σύνολο του υλικού και κάνεις μια πρώτη επιλογή, ένα μικρό selection. Μετά πειραματίζεσαι, δημιουργείς διαφορετικές εκδοχές της σκηνής. Είναι δύσκολο από την αρχή να καταλήξεις στη φόρμα μιας σκηνής, γιατί δεν έχεις την αίσθηση του συνόλου. Δοκιμάζεις και βλέπεις τι δουλεύει», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Ο κ. Χαλκιαδάκης έδειξε στο κοινό πέντε διαφορετικές εκδοχές της ίδιας σκηνής, στις οποίες χρησιμοποιούνταν διαφορετικά πλάνα και η έμφαση δινόταν κάθε φορά σε κάποιο άλλο στοιχείο της. «Όταν κάνουμε το πρώτο cut της ταινίας, το αποτέλεσμα είναι συνήθως τραγικό, σε βαθμό που το βλέπει ο σκηνοθέτης και δηλώνει ότι δεν θα ξανακάνει σινεμά! Οι πιο επικίνδυνοι σκηνοθέτες, πάντως, είναι εκείνοι που λένε ότι το πρώτο cut είναι φανταστικό», είπε αστειευόμενος. Στη συνέχεια, μίλησε για τη σημασία του μυστηρίου στο μοντάζ. «Ένα πλάνο που δεν έχει κανέναν στο κάδρο δημιουργεί ένα μυστήριο. Είναι ουσιαστικό στοιχείο το μυστήριο στο μοντάζ, διότι κάνει τον θεατή να αναρωτηθεί, τον κάνει συμμέτοχο. Ο θεατής πρέπει να αναλύει, να ερμηνεύει, να προβλέπει, να εκπλήσσεται, να συμμετέχει ενεργά», σημείωσε.

Ο κ. Χαλκιαδάκης μίλησε, όμως, και για τον ρόλο του συναισθήματος. «Σε πολλές ταινίες, ξαφνικά αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι το αίσθημα. Είναι μαγικές σκηνές αυτές στο σινεμά. Δεν μοντάρουμε ποτέ για το ρακόρ, απλώς να δένει το πλάνο τεχνικά. Όσο για τη μουσική, είναι ο αγαπημένος φίλος του μοντέρ. Η μουσική που βάζω στο μοντάζ μού δίνει έναν ρυθμό. Συνήθως τη βάζω στην αρχή και μετά, επειδή έχει πανάκριβα πνευματικά δικαιώματα ή για άλλους λόγους, την αφαιρώ. Δίνει όμως ρυθμό στη σκηνή και βοηθάει τη διαδικασία», δήλωσε χαρακτηριστικά.

«Το υλικό μιας ταινίας είναι τρομερά εύπλαστο. Θέλει λίγη φαντασία, έχεις πολλές δυνατότητες που δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά. Πολλά μικρά πράγματα, μικρές επιλογές μπορεί να κρύβουν από πίσω πάρα πολλή δουλειά. Είναι αργή και επίπονη διαδικασία. Πρέπει να υπάρχει πάντα ένα ερωτηματικό. Να αμφισβητείς συνεχώς αυτό που θεωρείς καλό. Να είσαι ανοιχτός στο λάθος. Να διαρρηγνύεις αυτό που έχεις παγιωμένο. Έτσι ωριμάζει η σκέψη στο μοντάζ», τόνισε χαρακτηριστικά.

Με αφορμή τη δημιουργική αμφιβολία την οποία περιέγραψε, ο κ. Χαλκιαδάκης μοιράστηκε μια ιστορία με το κοινό. «Είχα μόλις τελειώσει τη σχολή, είχα χρόνο στη διάθεσή μου. Είχα πάντα μια αρχή ως μοντέρ. Όταν τελειώσεις μια ταινία πρέπει να ξαναδείς όλο το υλικό από την αρχή. Στην αρχή το έκανα, μετά δεν άντεξα. Είναι όμως πολύ δημιουργικό. Βλέπεις πράγματα που δεν είχες προσέξει αρχικά». Έπειτα, ο κ. Χαλκιαδής μίλησε και για τη μαγική εκείνη στιγμ, όπου το υλικό δένει και δίνει την ιστορία.

«Το έργο τέχνης δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Είναι μαγική, σχεδόν μεταφυσική η σκηνή που θα δεις το cut και θα πεις πως λειτουργεί. Κάποια στιγμή απλώς συμβαίνει. Ξαφνικά όλο δουλεύει πια σα σύνολο, παρακολουθείς μια αφήγηση, σου λέει κάποιος μια ιστορία. Και πάλι μπορείς φυσικά να κάνεις μικρές αλλαγές, fine cuts, αλλά είσαι πια χαλαρός ότι η ταινία δουλεύει», επισήμανε.

Στο τρίτο και τελευταίο μέρος του masterclass, ο κ. Χαλκιαδάκης πρόβαλε σκηνές από τη φιλμογραφία του και πιο συγκεκριμένα τις ταινίες Στρέλλα του Πάνου Κούτρα και Interruption του Γιώργου Ζώη, τις οποίες σχολίασε, ενώ στη συνέχεια, δέχτηκε τις ερωτήσεις του κοινού. Σε ερώτηση του κοινού για το κριτήριο επιλογής σκηνών του μοντέρ, ο ίδιος εξήγησε πως αποτελεί απότοκο της εμπειρίας. «Αυτή η αναζήτηση για το κριτήριο είναι πολύ σημαντική, το τι διαλέγεις και τι όχι. Το συνειδητοποιείς μέσα από την εμπειρία και την επιμονή. Πρέπει να αφουγκραστείς πολύ καλά το υλικό για να βρεις πού κινείται το κριτήριο αυτό. Θέλει πολλή δουλειά. Το μαθαίνεις μέσα από την εμπειρία του να βλέπεις το υλικό. Φυσικά, αφού αρχίσει και διαρθρώνεται η ιστορία έχεις και έναν άξονα», δήλωσε.

Όσο για το αν υπάρχει «ταυτότητα» του κάθε μοντέρ, Ο κ. Χαλκιαδάκης απαντά τα εξής: «Κάποιοι μοντέρ ίσως να έχουν λίγο πιο έντονη σφραγίδα. Δε νομίζω, όμως, ότι υπάρχει ταυτότητα στο μοντάζ. Φυσικά, το μοντάζ δεν είναι μόνο τεχνικό, το πώς κόβεις ένα πλάνο. Υπάρχουν και στιλιστικά στοιχεία, Ας πούμε, το μοντάζ των ταινιών του Λαρς Φον Τρίερ είναι πολύ ιδιαίτερο. Σε γενικές γραμμές, πάντως, δεν θεωρώ πως υπάρχει συγκεκριμένη ταυτότητα στο μοντάζ». Τέλος, ο κ. Χαλκιαδάκης απάντησε και ερώτηση για  τη συνεργασία με τους σκηνοθέτες όσον αφορά το σενάριο. «Κάποιοι σκηνοθέτες δίνουν το σενάριο πολύ νωρίς. Με κάποιους κάνουμε development μαζί. Συζητάμε τι χρειάζεται, τι θα μπορούσε να φύγει. Κάνουμε ένα πέρασμα. Ως μοντέρ, διαβάζεις το σενάριο και μετά το αφήνεις λίγο στην άκρη. Μετά, είναι ό,τι έχεις μπροστά σου», σχολίασε, ολοκληρώνοντας την τοποθέτησή του.

Carte Blanche στον Γιάννη Χαλκιαδάκη: προβολή της ταινίας Ο γυρισμός του αγαπημένου του Αλέν Ρενέ

Την Τετάρτη 10 Νοεμβρίου, στον κινηματογράφο Μακεδονικόν, πραγματοποιήθηκε η προβολή της ταινίας Ο γυρισμός του αγαπημένου του Αλέν Ρενέ, στο πλαίσιο της carte blanche που παραχώρησε το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στον πολυβραβευμένο μοντέρ Γιάννη Χαλκιαδάκη. Η προβολή της ταινίας εντάσσεται στο μεγάλο αφιέρωμα στο μοντάζ, με τίτλο «Κόψε κάτι: Το μοντάζ και τα μυστικά του», που φιλοξενεί το 62ο ΦΚΘ.

Πριν την έναρξη της ταινίας ο κ. Χαλκιαδάκης ανέλυσε τους λόγους που τον γοήτευσε η συγκεκριμένη ταινία του Αλέν Ρενέ και ευχαρίστησε τόσο το Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης όσο και το κοινό που βρέθηκε στην προβολή. «Ευχαριστώ πολύ που είστε μαζί μας σήμερα, ευχαριστώ το Φεστιβάλ για αυτή την προσπάθεια να αναδείξει το μοντάζ, καθώς, όπως είπα και το πρωί στο masterclass, είναι μια τέχνη που δεν προβάλλεται συχνά», ανέφερε στον χαιρετισμό του, λίγο πριν περάσει στον σχολιασμό της ταινίας. 

«Είναι μία από τις παραγνωρισμένες ταινίες του Ρενέ, οι ταινίες του οποίου ήταν σαν να με προσκάλεσαν στο σινεμά. Βλέποντας το Πέρσι στο Μάριενμπαντ και κυρίως το Χιροσίμα, Αγάπη μου, είδα ένα άλλο σινεμά, που δεν είχα διανοηθεί ότι υπάρχει. Ένα σινεμά που φανερώνει ότι κάποιος έχει σκεφτεί πολύ πριν κάνει την ταινία, δεν είναι απλώς μια ιστορία που θέλει να αφηγηθεί. Είναι κάτι πιο περίπλοκο που τον απασχολεί. Τη συγκεκριμένη ταινία την ανακάλυψα πιο μετά», πρόσθεσε. 

«Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Ρενέ ξεκίνησε ως μοντέρ, με αποτέλεσμα το στοιχείο του μοντάζ στην ταινία να είναι πολύ φανερό. Είναι μια ταινία που πραγματεύεται έντονα την έννοια του χρόνου και έρχεται σε συνέχεια του Χιροσίμα, Αγάπη μου. Εκεί, ο Ρενέ ρίχνει το βλέμμα του στο τραύμα του πυρηνικού ολέθρου, ενώ εδώ πραγματεύεται και πάλι την έννοια της μνήμης, και πάλι ως τραύμα, αλλά με πολύ διαφορετικό τρόπο. Σε αυτή την ταινία αποφεύγει το flashback, δεν θα δούμε δηλαδή ποτέ στιγμιότυπα του παρελθόντος, παρότι η μνήμη είναι παρούσα στην ταινία. Η ταινία είναι δύσκολη, σας προετοιμάζω, είναι αποσπασματική, μοιάζει να έχει κάτι πολύ κρυπτικό  στην κατασκευή της. Εγώ τη βρίσκω συναρπαστική στη σύλληψή της και στον τρόπο που ενσωματώνει το μοντάζ, γιατί το μοντάζ εδώ δεν έχει μόνο αφηγηματικό ρόλο, είναι σαν ένας οργανισμός που θυμάται και ο ίδιος. Το σύμπαν της ταινίας παλεύει με την έννοια της μνήμης και του τραύματος. Από τη μία παλεύει να θυμηθεί, από την άλλη παλεύει για να ξεχάσει ή και να διασκεδάσει τα γεγονότα με έναν τρόπο βολικό, όπως κάνουμε όταν ανακαλούμε το παρελθόν. Ό,τι δεν μας βολεύει, το θάβουμε στο παρελθόν και επικεντρωνόμαστε στο παρόν. Η ταινία αφηγείται την ιστορία της μέσα από ένα πρίσμα δικαιοσύνης. Μια ρήση του Ντεριντά ταιριάζει γάντι στην ταινία: «Η δικαιοσύνη πρέπει να αντισταθεί στο τελεσίδικο του πένθους». Δηλαδή, αν θρηνήσεις κάτι το αφήνεις στο παρελθόν. Η ταινία μάς λέει ότι το παρελθόν είναι πάντα παρόν, είναι αυτό που συνεχώς επανέρχεται για να αποδοθεί η δικαιοσύνη τελικά», σημείωσε ο κ. Χαλκιαδάκης, ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του.

Δείτε επίσης:

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα