Όσοι πέρασαν COVID-19 έχουν κάποια ανοσία αλλά χρειάζονται και το εμβόλιο: Δείτε γιατί
Υπάρχουν νέα στοιχεία ότι σημαντικοί δείκτες ανοσίας παραμένουν ισχυροί μήνες μετά την μόλυνση.
Έκτοτε, η προκύπτουσα νόσος COVID-19 έχει προσβάλλει περισσότερα από 63 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως και σχεδόν 1,5 εκατομμύρια εξ αυτών έχουν πεθάνει.
Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη πολλά αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με το εάν εκατομμύρια επιζώντες της COVID-19 έχουν τουλάχιστον αναπτύξει ανοσία. Υπάρχουν νέα στοιχεία ότι σημαντικοί δείκτες ανοσίας παραμένουν ισχυροί μήνες μετά την μόλυνση.
Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οι επιζώντες δεν μπορούν να αρρωστήσουν ξανά ή να εξαπλώσουν τον κορονοϊό ακούσια ενώ δεν έχουν συμπτώματα, εξ ου και η συνεχιζόμενη συμβουλή να φοράνε όλοι μάσκες και να διατηρούν την κοινωνική απόσταση μετά την ανάρρωση.
«Δεν γνωρίζουμε αρκετά γι’ αυτό το σενάριο», δήλωσε ο δρ. John Wherry, ανοσολόγος και διευθυντής του Penn Institute of Immunology. “Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί σχετικά με την αλλαγή συμπεριφοράς βάσει προηγούμενης λοίμωξης”.
Το ζήτημα του τρόπου λειτουργίας της ανοσίας σε αυτόν τον κορονοϊό είναι αυξανόμενης σημασίας. Ο δρ. Anthony Fauci, διευθυντής του αμερικανικού Εθνικού Ινστιτούτου Αλλεργίας και Λοιμωδών Νοσημάτων, και επιστημονικός επικεφαλής της αντιμετώπισης της πανδημίας στις ΗΠΑ, δήλωσε ότι πιστεύει ότι οι επιζώντες του COVID-19 θα πρέπει να εμβολιαστούν.
Επειδή αυτά τα εμβόλια είναι ολοκαίνουργια, δεν ξέρουμε πόσο θα διαρκέσει και η ανοσία που παρέχουν.
Ο δρ. John Zurlo, ειδικός επί μολυσματικών ασθενειών στο Jefferson Health, είπε ότι δεν είναι τεράστιο πρόβλημα εάν τα εμβόλια COVID-19 διαρκούν μόνο, ας πούμε, ένα χρόνο. Έχουμε ήδη συνηθίσει να κάνουμε κάποια εμβόλια ετησίως.
Ένας λόγος για τον οποίο οι επιστήμονες φοβούνται ότι η φυσική προστασία από την COVID-19 μπορεί να είναι βραχύβια είναι ότι η ανοσία έναντι ήπιων κορονοϊών που προκαλούν κρυολογήματα φεύγει. Από την άλλη πλευρά, πρόσφατη έρευνα διαπίστωσε ότι το ανοσοποιητικό σύστημα των επιζώντων του SARS, ενός πολύ πιο σοβαρού τύπου κορονοϊού, είχε ακόμη ανοσοκύτταρα έτοιμα να τον καταπολεμήσουν 17 χρόνια αργότερα.
Νωρίς στην πανδημία του νέου κορονοϊού, υπήρχαν ενδείξεις ότι τα μολυσμένα άτομα παρήγαγαν μεγάλο αριθμό αντισωμάτων, πρωτεΐνες που θα αναγνωρίσουν μια νέα εισβολή του κορονοϊού και θα αποτρέψουν τη μόλυνση. Ωστόσο, ο αριθμός αυτών των αντισωμάτων μειώθηκε μετά από μερικούς μήνες.
Έκτοτε, η έρευνα επικεντρώθηκε στα Β-κύτταρα, τα οποία παράγουν αντισώματα, και δύο τύπους Τ-κυττάρων που είτε σκοτώνουν μολυσμένα κύτταρα, είτε βοηθούν στην υποστήριξη της ανοσοαπόκρισης. Τα Τ-κύτταρα αρχίζουν να λειτουργούν μετά την αναπαραγωγή του ιού στο σώμα. Αυτό σημαίνει ότι ο κορονοϊός μπορεί να είναι ενεργός ακόμη και όταν το ανοσοποιητικό σύστημα αντιδρά και μπορεί να είναι μεταδοτικό.
Μια πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου Ανοσολογίας της La Jolla, η οποία δεν έχει ελεγχθεί ακόμη από ιατρικό περιοδικό, βρήκε λόγο να ελπίζει ότι οι επιζώντες θα έχουν διαρκή ανοσία.
Εξέτασε όλα αυτά τα συστατικά της ανοσίας έως και οκτώ μήνες μετά την μόλυνση και διαπίστωσε ότι μερικά από αυτά τα κύτταρα «μνήμης» ανταποκρίθηκαν στον κορονοϊό ή σε τμήματα αυτού, σε περισσότερο από το 90% των περιπτώσεων, δήλωσε η δρ. Daniela Weiskopf, μια ανοσολόγος που συμμετείχε στην μελέτη. «Αυτά είναι καλά νέα», είπε. Η μείωση της απόκρισης ήταν αργή, σημάδι ότι η ανοσία θα μπορούσε να διαρκέσει πολύ. Ωστόσο, η δρ. Weiskopf τόνισε ότι “κανείς δεν ξέρει πώς θα φαίνονται τα πράγματα σε ένα χρόνο ή 18 μήνες”.
Ωστόσο, είπε, οι ερευνητές έψαχναν μόνο για τα συστατικά μιας ανοσολογικής αντίδρασης σε εργαστηριακό τεστ. Δεν ξέρουν αν αυτά τα κύτταρα μνήμης πραγματικά εμποδίζουν τους ανθρώπους να αρρωσταίνουν, αν και υπάρχει καλός λόγος να πιστεύουν ότι θα το κάνουν.
Υπήρχε μεγάλη διακύμανση στο πόσα από τα διάφορα κύτταρα ή πρωτεΐνες είχαν τα άτομα. Οι ερευνητές δεν γνωρίζουν πώς μπορεί να συσχετιστεί αυτό με τον βαθμό προστασίας.
Η δρ. Weiskopf δήλωσε ότι η μελέτη La Jolla δεν ανέλυσε τις διαφορές του ανοσοποιητικού συστήματος μεταξύ συγκεκριμένων δημογραφικών ομάδων. Υπάρχουν ερωτήσεις σχετικά με το πόσο καλά οι ομάδες που έχουν υποφέρει περισσότερο από τον κορονοϊό (άτομα άνω των 65 ετών και άτομα με παχυσαρκία και άλλα χρόνια προβλήματα υγείας) αναπτύσσουν ανοσία. Αυτές οι ομάδες τείνουν να έχουν ασθενέστερα ανοσοποιητικά συστήματα που μπορεί να μην ανταποκρίνονται το ίδιο στα εμβόλια, ή και στον ίδιο τον ιό. Αν και οι ηλικιωμένοι τείνουν να επωφελούνται λιγότερο από τα εμβόλια γρίπης σε σχέση με τους νέους, οι εμπειρογνώμονες εμβολίων ενθουσιάστηκαν όταν είδαν ότι ανταποκρίνονται καλά στο πιο πρόσφατο εμβόλιο του έρπητα ζωστήρα, το Shingrix.
Η μελέτη επίσης δεν εξέτασε εάν ο βαθμός μεταγενέστερης ετοιμότητας του ανοσοποιητικού συστήματος συσχετίστηκε με το πόσο βαριά είχε χτυπήσει εξαρχής ο ιός το κάθε άτομο ξεχωριστά.
Είναι σαφές ότι δεν προστατεύονται όλοι, είτε από τα εμβόλια, είτε επειδή θα περάσουν την COVID-19. Τα δύο πρώτα υποψήφια εμβόλια, εκείνα των Pfizer και Moderna, προστατεύουν το 94-95% των ανθρώπων. Αυτό σημαίνει ότι κάποιοι θα αρρωστήσουν ακόμη και αφότου τα κάνουν. Αυτό είναι φυσιολογικό.
Σε όλο τον κόσμο, έχουν καταγραφεί λιγότερες από 30 περιπτώσεις γνωστής επανεμφάνισης του ιού μεταξύ των επιζώντων της COVID-19, αν και υπάρχουν υποψίες ότι ο αριθμός αυτός είναι μεγαλύτερος. Οι ειδικοί δήλωσαν ότι οι αριθμοί θα ήταν πιθανώς πολύ υψηλότεροι, εάν οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είχαν αναπτύξει ανοσία.
«Νομίζω ότι αυτό μας λέει ότι υπάρχει κάποιο επίπεδο ανοσίας μετά την ανάρρωση από την πρωτογενή λοίμωξη», δήλωσε ο δρ. Wherry. «Δεν ξέρουμε όμως πόσο διαρκεί αυτή».
Είναι πολύ νωρίς για να μάθουμε αν η φυσική ανοσία είναι καλύτερη ή διαφορετική από την ανοσία που προκαλείται από τα εμβόλια.
Ο δρ. Zurlo είπε ότι η τελευταία αύξηση των κρουσμάτων θα είναι μια δοκιμή φυσικής ανοσίας. Περιμένει να δει αν υπάρχει μεγάλη αύξηση στις επαναμολύνσεις.
«Στο τέλος, η απόδειξη είναι πάντα στα κλινικά αποτελέσματα», είπε. «Δεν ξέρω αν υπάρχει τρόπος να επιταχύνουμε αυτή τη γνώση για να είμαι ειλικρινής».
Ο δρ. Thomas Fekete, γιατρός μολυσματικών ασθενειών και πρόεδρος της Ιατρικής Σχολής Lewis Katz στο Πανεπιστήμιο Temple, παρακολουθεί επίσης τις εκ νέου μολύνσεις. Ο μικρός αριθμός, είπε, “είναι ελαφρώς καθησυχαστικός. Όσο περισσότερο δεν έχουμε επαναμολύνσεις, τόσο καλύτερα θα νιώσω».
Είπε ότι λέει στους ασθενείς που πέρασαν COVID-19 ότι πιθανώς έχουν κάποια ανοσία, αλλά ότι πρέπει να παρακολουθούν τις εξελίξεις επί των μεταλλάξεων του κορονοϊού, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ανοσία τους.