Παιδεία

Απαξίωση στις Φιλολογικές και Ανθρωπιστικές σπουδές: Ένα πρόβλημα που γιγαντώνεται

Γιατί οι μαθητές δεν επιλέγουν πια σπουδές φιλολογίας και τι θα γίνει στο μέλλον; Ειδικοί απαντούν

Μαρίνα Τομπάζη
απαξίωση-στις-φιλολογικές-και-ανθρωπ-1389169
Μαρίνα Τομπάζη

Κεντρική εικόνα: ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ Α.Π.Θ. – FACULTY OF PHILOSOPHY ARISTOTLE UNIVERSITY / Facebook

Δεν έχει περάσει ούτε εικοσαετία από τότε που οι μαθητές που ήθελαν να μπουν στις Φιλολογικές σχολές -τουλάχιστον των δύο μεγάλων πόλεων- έπρεπε να καταβάλλουν τόση προσπάθεια, σαν να στοχεύουν στη Νομική.

Μπορεί στις πρόσφατες φουρνιές μαθητών να ακούγεται παράλογο, αλλά υπήρξε εποχή που για την εισαγωγή των μελλοντικών φοιτητών στο Τμήμα Φιλολογίας Αθηνών, έπρεπε να γράψει κανείς σχεδόν 18.000 μόρια.

Φτάνοντας στο σήμερα, ελάχιστα παιδιά θα επιλέξουν ανθρωπιστικές σπουδές, επειδή όντως ενδιαφέρονται για το αντικείμενο. Το μεγαλύτερο ποσοστό των υποψηφίων θα καταλήξει σε κάποια φιλολογική σχολή, λόγω των χαμηλών προσδοκιών τους σχετικά με το τελικό αποτέλεσμα των πανελληνίων, ωστόσο είναι γεγονός πως υπάρχει μικρή ζήτηση.

Εάν μπεις σε μια τάξη θεωρητικής κατεύθυνσης και ρωτήσεις τους μαθητές της ποια σχολή θα βάλουν πρώτη στο Μηχανογραφικό τους, σαν έναν άτυπο κανόνα, τουλάχιστον ένας στους δύο που κάθονται στο ίδιο θρανίο θα απαντήσουν Νομική ή Ψυχολογία.

Χαρακτηριστικό είναι πως φέτος, ως πρώτη επιλογή τη Φιλολογία Αθήνας δήλωσαν μόλις 143 υποψήφιοι. Παράλληλα, το Αριστοτέλειο και η Πάτρα ήταν στην κορυφή του Μηχανογραφικού 67 μαθητών –σε κάθε μία από τις σχολές-, ενώ αρκετά μειωμένοι ήταν οι αριθμοί σε Ιωάννινα, Ρέθυμνο και Καλαμάτα με 32, 21 και 16 άτομα για την πρώτη θέση αντιστοίχως.

Η πτώση στα μόρια εισαγωγής είναι δραματική: Στο Τμήμα Φιλολογίας του ΕΚΠΑ η βάση έπεσε στα 11.304 μόρια, με πτώση 1.356 μορίων από πέρυσι. Στο ΑΠΘ η βάση διαμορφώθηκε στα 11.127 μόρια, στα Ιωάννινα, στο Ρέθυμνο και την Καλαμάτα η βάση βρέθηκε κάτω από τα 10.000 μόρια.

Η απαξίωση των φιλολογικών σπουδών φαίνεται να εδραιώνεται… Πόσο λογικό είναι αυτό;

Η ρίζα αυτής της υποτίμησης, ίσως να εντοπίζεται ήδη από το σχολείο. Το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας, που βασίζεται στην γρήγορη κάλυψη της διδακτέας ύλης, δίνει έναν χαρακτήρα περισσότερο επιφανειακό, παρά ουσιαστικό, με λογική συνέπεια, τα παιδιά να μην αγαπούν τη γλώσσα.

« Γι΄αυτό απομακρύνονται τα παιδιά»

«Κάποια από τα μαθήματα τα λεγόμενα ιστορικό-φιλολογικά δεν διδάσκονται με έναν τρόπο, ούτε έχουν και μέσα διδασκαλίας, εγχειρίδια με τρόπο που να είναι ελκυστικός, που να κάνει τα παιδιά του Γυμνασίου και του Λυκείου να αγαπήσουν το γνωστικό αντικείμενο», αναφέρει ο φιλόλογος Καθηγητής, Δημήτρης Μαυροσκούφης.

«Η αποστήθιση και η μη κατανόηση του νοήματος κάνει τα παιδιά να απομακρυνθούν. Δεν επιδιώκεται να κατανοήσει ο μαθητής. Και από την ώρα που δεν κατανοείς, αλλά μόνο αποστηθίσεις, μπορεί να πάρεις και άριστα την επόμενη, αλλά σε λίγο καιρό θα τα έχεις ξεχάσει όλα. Ούτε τα στοιχειώδη. Πρέπει να εφαρμοστούν στα σχολεία τρόποι που να προωθούν και να καλλιεργούν την κατανόηση», υποστηρίζει από την πλευρά της, η Άννα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, πρόεδρος του Συλλόγου Αποφοίτων Φιλοσοφικής του ΑΠΘ και Ομότιμη Καθηγήτρια Γλωσσολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτέλειου.

Η Ελένη Χοντολίδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ επισημαίνει πως τα μαθήματα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση «διδάσκονται με έναν τρόπο παρά πολύ αναποτελεσματικό, χωρίς δεξιότητες. Μετά έρχονται τα παιδιά στο επίπεδο των εξετάσεων και γράφουν άσχημα. Τα παιδιά ετοιμάζονται απλά για τις εξετάσεις, χωρίς πραγματικά να κατανοούν τι διαβάζουν. Σε εξετάσεις στιγμιαίες που μπορεί να σου τύχει κάτι και να μην γράψεις καλά ή και να γράψεις άριστα την επόμενη χρόνια τα έχεις ξεχάσει όλα. Τα ανθρωπιστικά μαθήματα τα κάνουμε με πολύ παλιό τρόπο. Τα παιδιά δεν έλκονται από αυτό το πράγμα».

«Οι ίδιοι οι μαθητές, όσον αφορά το γνωστικό αντικείμενο των κλασικών σπουδών, το αισθάνονται μέσα από το σχολείο ως μια διαδικασία η οποία τους είναι ξένη, απόμακρη και δεν τους κινεί το ενδιαφέρον. Έχει χαθεί δηλαδή, στους περισσότερους μαθητές και η αγάπη για αυτό. Οπότε και ως γνωστικό αντικείμενο σπουδών δεν τους προσελκύει, γιατί το θεωρούν πεπερασμένο και κάτι το οποίο πρακτικά δεν θα τους προσδώσει πρακτικά εφόδια και γνώσεις», αποσαφηνίζει ο PhD Χρήστος Ταουσάνης, Σύμβουλος Σταδιοδρομίας και Επιστημονικός Διευθυντής EMPLOY EDU Σύμβουλοι Εκπαίδευσης & Σταδιοδρομίας.

«Το πρόβλημα στην εκπαίδευση είναι γενικότερο και έχει να κάνει με όλα τα παιδιά που αποφοιτούν. Αυτή τη στιγμή, πάρετε, οι μισοί μαθητές του Λυκείου πηγαίνουν στο σχολείο, χωρίς τετράδιο και στυλό. Στο Γυμνάσιο διδάσκονται περίπου 20 μαθήματα μέσα σε 32 ώρες. Αυτό σημαίνει ότι οι καθηγητές μπαίνουν και βγαίνουν στην αίθουσα. Δεν προλαβαίνουν να κάνουν τίποτα», τονίζει ο Δημήτρης Κουτσογιάννης, Καθηγητής στο Τμήμα Φιλολογίας ΑΠΘ.

Eurokinissi

«Σκοτεινή η επαγγελματική αποκατάσταση»

Ο πιο καθοριστικός λόγος που φθίνει την προτίμηση των υποψηφίων στις Φιλολογικές σχολές έχει να κάνει με την ανασφάλεια ως προς το βιοπορισμό τους στον τομέα των σπουδών τους.

«Οι φιλόλογοι δεν διορίζονται άμεσα, περνούν πολλά χρόνια από τη λήψη του πτυχίου για να διοριστούν και έτσι δεν μπορούν να βγάλουν κέρδη στη ζωή τους, με το πτυχίο που παίρνουν. Παλαιότερα, μέσα σε λίγους μήνες ήμασταν διορισμένοι στη μέση εκπαίδευση. Αυτά έχουν προφανώς τελειώσει. Οπότε, γιατί ένα παιδί στη β’ Λυκείου να αποφασίσει να πάει στις ανθρωπιστικές σπουδές; Να διαβάσει, να κοπιάσει, να περάσει τέσσερα απαιτητικά χρόνια και στο τέλος να μην έχει να βγάλει το ψωμί του; Είναι σκοτεινή η επαγγελματική αποκατάσταση. Αβέβαιη μέσα στον χρόνο και με λίγα χρήματα», λέει η κα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη.

Ο κ. Μαυροσκούφης εξηγεί πως «υπάρχουν μεγάλες δυσκολίες στην απορρόφηση των πτυχιούχων, περιορισμένοι διορισμοί μόνιμου προσωπικού, ενώ η ταλαιπωρία που υφίστανται οι αναπληρωτές κάθε χρόνο σε συνδυασμό με τους πολύ χαμηλούς μισθούς, αποθαρρύνει τα παιδιά να βάλουν φιλολογικές σχολές στο Μηχανογραφικό τους. Όταν υπάρχουν πάνω από 10.000 κενά στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και διορίζονται συνεχώς αναπληρωτές και όχι μόνιμοι, που δεν ξέρουν κάθε χρόνο που θα είναι, παίρνουν χαμηλό μισθό, δεν έχουν κατάλυμα να μείνουν, αυτό έχει αντίκτυπο και στην επιλογή των σπουδών που θα κάνει κανείς».

«Τα περισσότερα παιδιά που βλέπω εγώ, μετά την αποφοίτησή τους δουλεύουν σε δουλειές που είτε υπαμείβονται σε φροντιστήρια, είτε τα βρίσκουν δουλειές που είναι άσχετες τελείως με το πτυχίο το οποίο έχουν κάνει», τονίζει ο κος Κουτσογιάννης και στη συνέχεια εξηγεί πως η πτώση των βάσεων αποτελεί «ένα πολύ σύνθετο ζήτημα, για το οποίο φταίνε πολλά πράγματα. Σημαντικό ρόλο παίζει και η δομή του Ελληνικού Πανεπιστημίου είναι βασισμένη σε λογικές του παρελθόντος. Συγκεκριμένα, τα Τμήματα είναι απομονωμένα το ένα με το άλλο, με αποτέλεσμα οι ανθρωπιστικές σπουδές να μην επικοινωνούν με τις θετικές επιστήμες. Και στην περίοδο αυτή, αυτό θα έπρεπε να είναι απαραίτητο. Ο ένας να μαθαίνει από τον άλλο. Το βλέπουμε, μάλιστα, ότι δεν υπάρχουν όρια στις επιστήμες. Η τεχνητή νοημοσύνη, για παράδειγμα, χρειάζεται και τη φιλοσοφία και τη γλωσσολογία και γενικότερα τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Δεν πρέπει λοιπόν, να είναι τόσο αυστηρή η σύσταση των τμημάτων, αλλά να μπορούν να συγκοινωνούν θετικές με ανθρωπιστικές επιστήμες. Αν κάτι χρειάζεται σήμερα ο άνθρωπος, είναι κυρίως να μάθει να σκέφτεται, να μην σκέφτεται κανένας αντί για αυτόν».

Πώς επηρεάζεται το μέλλον της εκπαίδευσης

Η αισθητά καθοδική πορεία των φετινών βάσεων εισαγωγής των ανθρωπιστικών σπουδών στα ΑΕΙ της χώρας, εγείρει σοβαρά ερωτήματα για τις μελλοντικές φουρνιές φιλολόγων.

«Οι Έλληνες σε αντίθεση με άλλους γειτονικούς μας λαούς, θέλουν τα πτυχία, θέλουν να σπουδάσουν. Έτσι, πολλά παιδιά κοιτούν να μπουν στο Πανεπιστήμιο, χωρίς να νοιάζονται ιδιαίτερα για το γνωστικό αντικείμενο. Άρα ποιος θα μπει στις φιλολογικές σχολές; Εκείνος που δεν είναι καλός στις θετικές επιστήμες και με τη νοοτροπία του να πάρω ένα πτυχίο -οποίο μπορέσω- μπαινει στη σχολή. Έτσι φοιτούν άτομα που δεν ενδιαφέρονται για τις ανθρωπιστικές επιστήμες και μειώνεται και το επίπεδο. Αν δημιουργούνται τέτοιου επιπέδου καθηγητές είναι επόμενο πως δεν θα μπορεί να διδάξουν καλά, αν μπήκε κιολας επειδή δεν είχε άλλη επιλογή ενδεχομένως να μην έχει αγάπη και ενδιαφέρον για το αντικείμενο. Αυτό είναι καταστροφή για την εκπαίδευση. Ο μαθητής ξέρει ποιος αγαπάει τους μαθητές ποιος γνωρίζει το αντικείμενο και ανταμείβουν ανάλογα και τον εκπαιδευτικό που τους βοήθησε», αναφέρει η κα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη.

«Σαφώς όσο πέφτει το επίπεδο των φοιτητών, εκ των πραγμάτων και οι ίδιοι οι πανεπιστημιακοί μας καλούνται να διαχειριστούν ένα δυναμικό που δεν έχει υψηλά γνωστικά στάνταρς. Όσο και να θέλω εγώ και όσο καλός ακαδημαϊκός και να είμαι, ένας μαθητής ο οποίος δεν γνωρίζει τα βασικά στα αρχαία, στα Λατινικά και θα τα μάθει μέσα στο πανεπιστήμιο, θα είναι δύσκολη προσπάθεια. Επομένως, θα δημιουργηθεί ένας φαύλος κύκλος, όπως και θα δημιουργηθεί, αν δεν αλλάξει κάτι δραστικά, ένας φαύλος κύκλος που θα συνεχίσει να απαξιώνεται και η προοπτική καριέρας του επαγγέλματος του φιλόλογου, γιατί αν μπαίνουν και τα παιδιά με πολύ χαμηλές βαθμολογίες, θα καθιερωθεί ως μια χαμηλόβαθμη σχολή, η οποία δεν έχει και κάποια προοπτική εξέλιξης», συμπληρώνει ο κος Ταουσάνης.

«Η πτώση του επιπέδου, αν και είναι κάπως φορμαλιστικό να συνδέουμε το βαθμό στις πανελλαδικές με την ποιότητα, κάποια επίδραση την έχει ως το περιεχόμενο των σπουδών, την αναμόρφωση των προγραμμάτων. Έχω υπόψη μου πως ότι σε κάποια τμήματα φιλολογίας κάνουν φροντιστηριακά και προκαταρκτικά μαθήματα, γιατί θεωρούν ότι από το σχολείο δεν έχουν τη γνώση για να μπορέσουν να παρακολουθήσουν το πρόγραμμα σπουδών. Αυτό είναι ένα γενικότερο φαινόμενο, αν εξαιρέσουμε κάποια τμήματα και κάποιες σχολές που είναι υψηλής ζήτησης. Δεν αφορά μόνο τα τμήματα Φιλολογίας. Αφορά επίσης και το Μαθηματικό, το Φυσικό», περιγράφει ο κος Μαυροσκούφης.

«Σε όλες τις σχολές παρατηρείται μεγάλη πτώση. Βγαίνουν οι φιλόλογοι και λένε πως έρχονται τα παιδιά και δεν ξέρουν Αρχαία. Γιατί έρχονται τότε τα παιδιά στις σχολές; Για να μάθουν. Αυτή η απαίτηση η σχολές μας να μας βγάζουν σε ένα επάγγελμα, δεν είναι σωστή. Το Πανεπιστήμιο σου ανοίγει το κεφάλι για να ανοίξεις μαγαζί, να γίνεις συγγραφέας, να μην σε ταλαιπωρεί ένας εργοδότης χωρίς λόγο κτλ. Δεν σημαίνει ότι σε κάνει μόνο καθηγητή. Και οι διέξοδοι είναι παρά πολλές», προσθέτει η κα Χοντολίδου.

Πέρα από φιλολόγος, τι;

«Κακώς στην Ελλάδα συνδέουμε πάντα τις σπουδές με ένα συγκεκριμένο επάγγελμα. Δηλαδή, αν τελειώσει κάποιος φιλολογία, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να πάει να γίνει ντε και καλά εκπαιδευτικός. Μπορεί να πάει σε τελείως διαφορετικό επάγγελμα και να δουλέψει», σημειώνει  ο κος Κουτσογιάννης.

Παράλληλα, ο Χρήστος Ταουσάνης αναλύει τους τρόπους με τους θα μπορούσε να δοθεί μια άλλη προοπτική καριέρας στους απόφοιτους Φιλολογίας.

«Η αλήθεια είναι πως πλέον, παρά πολλά παιδιά δεν βλέπουν καμία λογική επαγγελματικής ανέλιξης με βάση το πτυχίο της φιλολογίας, συνδυαστικά και με όλα αυτά τα ακούσματα που έχουν για τα μεγάλα ποσοστά ανεργίας, τους αποθαρρύνει για να δηλώσουν τις αντίστοιχες φιλολογικές σχολές. Ας μην ξεχνάμε ότι το κομμάτι της διεπιστημονικότητας που πολλές φορές δίνει τις εναλλακτικές σε αποφοίτους κλασικών σχολών, είναι σχεδόν άγνωστος στους περισσότερους μαθητές, αν δεν καθίσει κάποιος να τους τα εξηγήσει, να τους διασαφηνίσει.

Το βασικό είναι να υπάρξουν νέα αντικείμενα μέσα στα προγράμματα σπουδών. Που να σχετίζονται δηλαδή, με τις νέες τεχνολογίες, με τη γραμματοσύνη στη τεχνητή νοημοσύνη. Γιατί, ένας φιλόλογος και ένα παιδί που θα σπουδάσει φιλολογικές επιστήμες έχει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα: μπορεί να καλλιεργήσει πιο εύκολα κριτική σκέψη, την ευχέρεια στον γραπτό και τον προφορικό λόγο, στοιχεία τα οποία θα είναι πολύ σημαντικά σε μια αγορά εργασίας η οποία διαφαίνεται τα επόμενα χρόνια και έχει να κάνει με την τεχνητή νοημοσύνη. Ένας άνθρωπος που χειρίζεται σωστά τα γλωσσικά σχήματα και το λόγο, μπορεί να διατυπώσει πολύ καλύτερα εντολές. Ένας ρόλος που φαίνεται να μπορεί να συνδυάσει την τεχνητή νοημοσύνη με όλες τις γλωσσικές δεξιότητες και την κριτική σκέψη φυσικά, που τους προωθεί τα φιλολογικά τμήματα.

Από εκεί και πέρα, οι απόφοιτοι μπορούν να κάνουν και πράγματα που σχετίζονται με τη ψυχοπαιδαγωγική, να ασχοληθούν με την ειδική αγωγή και εκπαίδευση, μπορούν να πάνε σε ειδικότητες οι οποίες δεν είναι τόσο κλασικές όπως καθηγητής σε ένα φροντιστήριο. Μπορεί κάποιος να γίνει κλινικός γλωσσολόγος ή να εμβαθύνει σε θέματα που έχουν να κάνουν με τη γλωσσική διαμεσολάβηση. Ένας φιλόλογος μπορεί να ασχοληθεί και με τις νέες τεχνολογίες ή να ακολουθήσει τελείως διαφορετικά πεδία, όπως για παράδειγμα το μάρκετινγκ ή δημόσιες σχέσεις. Το κλειδί εν γενεί είναι η διεπιστημονικότητα», καταλήγει.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα