Πολιτική

6 Μαρτίου: Η μέρα που οι κόποι των ανθρώπων «δικαιώνονται»

Με αφορμή την Ευρωπαϊκή Ημέρα Μνήμης των Δικαίων θυμόμαστε δικαστικούς αγώνες που προσπάθησαν να αποφέρουν δικαιοσύνη, όταν τα ανθρώπινα δικαιώματα παραβιάστηκαν

Βασίλης Παπουτσής
6-μαρτίου-η-μέρα-που-οι-κόποι-των-ανθρώπ-972026
Βασίλης Παπουτσής

Η ημέρα της δικαιοσύνης. Μια ημέρα εξαιρετικά ποθητή για πολλούς ανθρώπους, ιδιαίτερα για όσους είχαν υποστεί μεγάλες αδικίες στη ζωή τους και τα δικαστήρια εν τέλει δικαίωσαν τους αγώνες και τους κόπους του. Εξάλλου η απονομή της δικαιοσύνης είναι ζήτημα τήρησης της ηθικής στην ανθρώπινη κοινωνία που θέλει να διέπεται από αρχές και κανόνες.

Η Ευρωπαϊκή Ημέρα Μνήμης των Δικαίων (European Day of Remembrance for the Righteous) καθιερώθηκε με απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μετά από πρόταση προσωπικοτήτων της Ευρώπης. Δημιουργήθηκε για να τιμηθούν οι άνθρωποι που ύψωσαν το ανάστημά τους απέναντι σε κάθε μορφής ολοκληρωτισμό (είτε σε μικρό είτε σε μεγάλο βαθμό), που οδήγησαν κράτη ή φορείς ενώπιον της δικαιοσύνης. Γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 6 Μαρτίου, ημέρα θανάτου του ισραηλινού δικαστή Μοσέ Μπέισκι, ιδρυτή της Επιτροπής Δικαίων στο Ισραήλ.

Η Parallaxi θυμάται 3+2 σημαντικές περιπτώσεις, ελληνικές και μη, στις οποίες οι άνθρωποι βρήκαν στο “πρόσωπο” των δικαστικών εδράνων την όποια δικαίωση μπορούσαν να αναζητήσουν λόγω της κατάφωρης παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους.

Υπόθεση οροθετικών γυναικών

Στις 23 Ιανουαρίου του 2024, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο καταδικάζει την Ελλάδα για παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων με αφορμή τον εξευτελισμό και τη διαπόμπευση οροθετικών γυναικών το 2012 από τον τότε υπουργό Υγείας Ανδρέα Λοβέρδο ο οποίος μαζί με τον τότε υπουργό Προστασίας του Πολίτη Μιχάλη Χρυσοχοΐδη είχαν δώσει στη δημοσιότητα φωτογραφίες τους και τα προσωπικά τους στοιχεία, δήθεν για λόγους δημόσιας υγείας.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι συνιστά παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τόσο ο εξαναγκασμός των οροθετικών σε εξέταση αίματος όσο και η αδικαιολόγητη διάδοση των προσωπικών τους δεδομένων. Παράλληλα αποφάσισε να δοθεί συνολική αποζημίωση 70.000 ευρώ σε όσες από τις οροθετικές γυναίκες που διαπόμπευσε ο Ανδρέας Λοβέρδος βρίσκονται στη ζωή.

Οι προσφεύγουσες, που είχαν διαγνωστεί ως οροθετικές, δικαιώθηκαν για την άδικη διαπόμπευσή τους με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) να κρίνει ομόφωνα ότι υπήρξαν δύο παραβιάσεις του άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Η απόφαση κατακεραυνώνει το ελληνικό κράτος που τότε υποχρέωσε τις οροθετικές γυναίκες να κάνουν εξετάσεις αίματος μέσα σε αστυνομικά τμήματα. Τέσσερα χρόνια μετά το 2016 οι οροθετικές γυναίκες είχαν συλληφθεί και διαπομπευτεί με την κατηγορία ότι εκδίδονταν και μετέδιδαν τον ιό HIV, αθωωθήκαν από τα ελληνικά δικαστήρια. Μάλιστα τρεις από τις διωκόμενες είχαν ήδη πεθάνει με αποτέλεσμα να πάψει η δίωξή τους.

Υπόθεση Κοκκινάκη κατά Ελλάδας

Στις 25 Μαΐου του 1993 γράφτηκε ιστορία. Ήταν η πρώτη φορά που το ΕΔΔΑ καταδίκασε μια χώρα για παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας. Από το 1993, αυτή η απόφαση έχει αποδειχτεί θεμελιώδης για τα θρησκευτικά δικαιώματα των 46 κρατών του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Μέχρι και σήμερα, η επίσημη ιστοσελίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης αναφέρεται στην υπόθεση Κοκκινάκης όταν περιγράφει την προστασία που παρέχει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Αυτή η απόφαση ήταν το τέλος δικαστικών αγώνων του Μίνωα Κοκκινάκη που διήρκησε αρκετές δεκαετίες. Οι αστυνομικές ελληνικές αρχές τον συνέλαβαν το 1938 για παραβίαση νόμου του Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος ποινικοποιούσε τον προσηλυτισμό καθώς ήταν μάρτυρας του Ιεχωβά.

Απτόητος όμως, ο Μίνως συνέχισε να κάνει το έργο του παρόλο που βασανίστηκε. Ως αποτέλεσμα, “φόρεσε χειροπέδες” πάνω από 60 φορές, οδηγήθηκε σε δικαστήρια της Ελλάδας δεκάδες φορές και φυλακίστηκε. Εν τέλη, το 1993, το ΕΔΔΑ δικαίωσε τον Μίνωα, τότε 84 χρονών, και αποφάνθηκε ότι η Ελλάδα είχε παραβιάσει τη θρησκευτική του ελευθερία επανειλημμένα. Το Δικαστήριο ζήτησε να αποζημιωθεί ο Μίνως για όλα αυτά τα χρόνια που υπέφερε και για τα δικαστικά έξοδα. Ο δικαστής της δίκης ανέφερε αργότερα ότι ο Μίνως δεν ήταν κακοποιός όπως τον χαρακτήριζε το ελληνικό κράτος, αλλά καταδικάστηκε μόνο επειδή επέδειξε τέτοιον ζήλο.

Λοϊζίδου κατά Τουρκίας

Η Τιτίνα Λοϊζίδου είναι Κύπρια, η οποία είχε καταθέσει προσφυγή κατά της Τουρκίας στο ΕΔΔΑ. Με τη νίκη της αυτή εξασφάλισε αποζημίωση για στέρηση περιουσίας καθώς και το δικαίωμα της επιστροφής της περιουσίας της, που έχασε κατά τη διάρκεια της Τουρκικής εισβολής στην Κύπρο.  Ταυτόχρονα διευκόλυνε και το δρόμο των υπόλοιπων θυμάτων της Τουρκικής εισβολής για προσφυγή στα διεθνή δικαστήρια. Η Τουρκία όμως ουδέποτε επέστρεψε την περιουσία της πίσω μη εφαρμόζοντας την απόφαση του δικαστηρίου.

Τον Ιούλιο του 1998, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων Ανθρώπου διέταξε την Τουρκία να καταβάλει, πριν από τα τέλη του φθινοπώρου του ίδιου έτους, συγκεκριμένα ποσά ως αποζημίωση. Η κυρία Λοϊζίδου είχε στερηθεί το δικαίωμα “κατοχής και απόλαυσης” της περιουσίας της στην κατεχόμενη πόλη της Κερύνειας, λόγω της Τουρκικής εισβολής στο βόρειο τμήμα της Κύπρου το 1974.

Στις 2 Δεκεμβρίου του 2003, η Τουρκία εκτέλεσε την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, πληρώνοντας στην κ. Λοϊζίδου το ποσό που είχε επιδικάσει το Δικαστήριο. Η εκτέλεση της απόφασης έγινε μετά από πέντε χρόνια περιφρόνησης και μη τήρησης των διεθνών κανόνων από μέρους της Τουρκίας προς τις αξίες και τις αρχές του Δικαστηρίου και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Βασικών Ελευθεριών. Το ποσό ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο.

Η Δίκη του Σαντάμ Χουσεΐν

Η δίκη του Σαντάμ Χουσεΐν του πρώην προέδρου του Ιράκ Σαντάμ Χουσεΐν, έγινε με κατηγορίες για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας κατά τη διάρκεια της θητείας του. Η προσωρινή τότε κυβέρνηση του Ιράκ, ψήφισε τη δημιουργία του Ιρακινού Ειδικού Δικαστηρίου, αποτελούμενο από πέντε Ιρακινούς δικαστές, στις 9 Δεκεμβρίου 2003, για να δικάσει τον Σαντάμ και τους βοηθούς του για κατηγορίες για εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και γενοκτονία που χρονολογούνται από τις αρχές της δεκαετίας του 1980.

Ο Σαντάμ συνελήφθη από τις αμερικανικές δυνάμεις στις 13 Δεκεμβρίου 2003 και παρέμεινε υπό κράτηση στο στρατόπεδο Κρόπερ στη Βαγδάτη, μαζί με έντεκα ανώτερους αξιωματούχους του Μπααθισμού. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε κατά τη διάρκεια της δίκης στις δραστηριότητες για βίαιες εκστρατείες κατά των Κούρδων στο βορρά κατά τη διάρκεια του πολέμου Ιράν-Ιράκ και κατά των σιιτών στο νότο. Ο Σαντάμ υποστήριξε πως είχε ανατραπεί παράνομα και ότι εξακολουθούσε να είναι ο πρόεδρος του Ιράκ, σύμφωνα με αυτόν.

Η πρώτη δίκη άρχισε ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου του Ιράκ στις 19 Οκτωβρίου 2005. Σε αυτή τη δίκη ο Σαντάμ και επτά άλλοι κατηγορούμενοι δικάστηκαν για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας για γεγονότα που έλαβαν χώρα μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας στο Ντουτζαΐλ το 1982 από μέλη του Ισλαμικού Κόμματος Ντάουα. Η δεύτερη και καθοριστική δίκη άρχισε στις 21 Αυγούστου 2006, στην οποία δικάστηκαν ο Σαντάμ και έξι συγκατηγορούμενοι του για γενοκτονία κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής εκστρατείας Ανφαλ εναντίον των Κούρδων στο βόρειο Ιράκ.

Ο Σαντάμ καταδικάστηκε σε θάνατο δια απαγχονισμού. Στις 26 Δεκεμβρίου, η έφεση του Σαντάμ απορρίφθηκε εν ριπή οφθαλμού και η θανατική ποινή επικυρώθηκε. Δεν ασκήθηκαν περαιτέρω εφέσεις και ο Σαντάμ διατάχθηκε να εκτελεστεί εντός 30 ημερών από την ημερομηνία αυτή. Η ημερομηνία και ο τόπος της εκτέλεσης ήταν απόρρητα μέχρι την εκτέλεση της ποινής. Ο Σαντάμ εκτελέστηκε δια απαγχονισμού στις 30 Δεκεμβρίου 2006 βάζοντας τέλος σε μια από τις πιο γνωστές δίκες της σύγχρονης εποχής που σχολιάστηκε πολύ έντονα εκείνη την περίοδο.

Η Δίκη της Νυρεμβέργης

Πιθανόν, η πιο γνωστή δίκη όλων των εποχών και μια από τις πιο βαρύνουσες. Στην πραγματικότητα ήταν μια σειρά στρατιωτικών δικαστηρίων που διεξήχθησαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για να καταδικάσουν τους ηγέτες της ναζιστικής Γερμανίας για τον ρόλο τους στην ενορχήστρωση εγκλημάτων πολέμου, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και άλλων φρικαλεοτήτων κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος και του ίδιου του καταστροφικού πολέμου.

Πραγματοποιήθηκε στην πόλη της Νυρεμβέργης, από τις 20 Νοεμβρίου 1945 έως την 1η Οκτωβρίου 1946. Εκεί σχηματίστηκε και το γνωστό Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο. Κατηγορήθηκαν είκοσι τέσσερις υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι των Ναζί και οκτώ ναζιστικές οργανώσεις, μεταξύ των οποίων ο Χέρμαν Γκέρινγκ, ο Ρούντολφ Χες, ο Γιόαχιμ φον Ρίμπεντροπ και άλλοι. Αξιοσημείωτα απουσίαζαν εκείνοι που αυτοκτόνησαν πριν προλάβουν να αντιμετωπίσουν τη δικαιοσύνη, όπως ο Αδόλφος Χίτλερ και ο Γιόζεφ Γκέμπελς.

Το Δικαστήριο που συστάθηκε ήταν αποτέλεσμα μιας συμφωνίας, την οποία υπέγραψαν οι Κυβερνήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών, της Μεγάλης Βρετανίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών στις 8 Αυγούστου 1945 στο Λονδίνο. Οι κατηγορίες αυτές περιλάμβαναν ένα ευρύ φάσμα αδικημάτων όπως η δολοφονία εκατομμυρίων αμάχων, η εφαρμογή του Ολοκαυτώματος, η χρήση δουλεμπορίου κ.α. Οι δίκες δημιούργησαν διάφορα νομικά προηγούμενα, συμπεριλαμβανομένης της έννοιας ότι τα άτομα μπορούσαν να λογοδοτήσουν για τις πράξεις τους ακόμη και σε περιόδους πολέμου. Η αρχή των “ανώτερων εντολών” αμφισβητήθηκε επίσης, υποστηρίζοντας ότι τα άτομα δεν μπορούσαν απλώς να ισχυριστούν ότι ακολουθούσαν εντολές ως υπεράσπιση για τη διάπραξη φρικαλεοτήτων.

Τελικά, δώδεκα από τους κατηγορούμενους καταδικάστηκαν σε θάνατο δια απαγχονισμού (δέκα εκτελέστηκαν καθώς Γκέρινγκ και Μπόρμαν αυτοκτόνησαν), τρεις αθωώθηκαν και οι υπόλοιποι έλαβαν διάφορες ποινές φυλάκισης. Οι δίκες της Νυρεμβέργης αποτέλεσαν ορόσημο στο διεθνές δίκαιο, δημιουργώντας προηγούμενο για την απόδοση ευθυνών σε άτομα και κυβερνήσεις για εγκλήματα που διαπράχθηκαν σε καιρό πολέμου και θέτοντας τα θεμέλια για μελλοντικά διεθνή ποινικά δικαστήρια.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα