Στέιτ Ντιπάρτμεντ: Η Ελλάδα εκτεθειμένη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα – «Δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν πίεση»
Kαταγράφoνται μια σειρά από σοβαρές ανησυχίες σχετικά με την κατάσταση της ελευθερίας του Τύπου και της ελευθερίας της έκφρασης
Σύμφωνα με όσα δημοσιεύονται στην έκθεση, υπήρχαν αναφορές ότι δημοσιογράφοι και μέσα ενημέρωσης αντιμετώπισαν πίεση να αποφύγουν την κριτική προς την κυβέρνηση.
Η ετήσια έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα για το 2024 καταγράφει μια σειρά από σοβαρές ανησυχίες σχετικά με την κατάσταση της ελευθερίας του Τύπου και της ελευθερίας της έκφρασης στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με την έκθεση, υπήρχαν αναφορές ότι δημοσιογράφοι και μέσα ενημέρωσης αντιμετώπισαν πίεση να αποφύγουν την κριτική προς την κυβέρνηση ή τη δημοσιοποίηση σκανδάλων.
Παρά την τυπική απουσία λογοκρισίας από κρατικούς φορείς, οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δημοσιογραφικές ενώσεις σημειώνουν ότι οι μεγάλες εκδοτικές επιχειρήσεις συχνά αποφεύγουν τη δημοσίευση δυσάρεστων θεμάτων. Το φαινόμενο αυτό αποδίδεται σε φόβο απώλειας θέσεων εργασίας, σε κίνδυνο για την ασφάλεια των δημοσιογράφων, αλλά και στην αυξημένη ευαλωτότητα απέναντι σε αγωγές δυσφήμησης, οι οποίες συχνά χρησιμοποιούνται ως εργαλείο εκφοβισμού.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε η αγωγή του πρώην διευθυντή του γραφείου του πρωθυπουργού, Γρηγόρη Δημητριάδη, κατά μέσων ενημέρωσης και δημοσιογράφων που ερευνούσαν το σκάνδαλο των υποκλοπών. Αν και το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή κρίνοντας ότι οι δημοσιεύσεις έγιναν προς το δημόσιο συμφέρον, η υπόθεση ανέδειξε το φαινόμενο των στρατηγικών αγωγών εναντίον της δημόσιας συμμετοχής (SLAPPs), που περιορίζουν το δημοσιογραφικό έργο μέσω δικαστικής πίεσης.
Η ίδια Έκθεση επισημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Έκθεση για το Κράτος Δικαίου του 2024 κατέγραψε επτά περιστατικά παρενόχλησης ή εκφοβισμού δημοσιογράφων, αριθμός μικρότερος από τα 16 του προηγούμενου έτους. Ωστόσο, οργανώσεις για την ελευθερία του Τύπου απέρριψαν αυτή τη διαπίστωση, χαρακτηρίζοντάς την «υπερβολικά θετική» και αναντίστοιχη με την «ανησυχητική πραγματικότητα» που βιώνουν καθημερινά δημοσιογράφοι, ακτιβιστές και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών στην Ελλάδα. Κατά τις οργανώσεις αυτές, η υποβάθμιση της σοβαρότητας των προβλημάτων κινδυνεύει να ενισχύσει την κυβερνητική τάση περιορισμού της ανεξαρτησίας των μέσων ενημέρωσης.
Πέρα από τις δικαστικές πιέσεις, αναφέρονται και φυσικές επιθέσεις κατά εκπροσώπων του Τύπου.
Στις 14 Μαΐου, η δημοσιογράφος Ρένα Κουβελιώτη δέχθηκε επίθεση από άγνωστο άτομο ενώ κάλυπτε υπόθεση αυθαίρετης δόμησης σε εργοτάξιο. Το γεγονός καταδικάστηκε από την Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, όμως η επίθεση ανέδειξε το ζήτημα της ανασφάλειας που βιώνουν οι ρεπόρτερ όταν επιχειρούν να καλύψουν ευαίσθητα θέματα τοπικού ή οικονομικού ενδιαφέροντος.
Αν και η κυβέρνηση δεν εφαρμόζει επίσημη λογοκρισία, θεσπίζει μηχανισμούς καταγραφής και ελέγχου των μέσων ενημέρωσης. Οι τηλεοπτικοί και ραδιοφωνικοί σταθμοί υποχρεούνται να είναι εγγεγραμμένοι στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, ενώ οι ιστοσελίδες και τα τοπικά μέσα πρέπει να εμφανίζουν πιστοποίηση στην αρχική τους σελίδα. Τέτοιοι μηχανισμοί, παρότι παρουσιάζονται ως μέτρα διαφάνειας, συχνά εκλαμβάνονται ως εργαλεία εποπτείας και εν δυνάμει περιορισμού της πολυφωνίας.
Η Έκθεση καταγράφει επίσης τον περιορισμένο αντίκτυπο που είχε η υιοθέτηση, τον Μάρτιο, του Ευρωπαϊκού Κανονισμού για την Ελευθερία των Μέσων. Παρότι το μέτρο αποσκοπεί στην ενίσχυση της πολυφωνίας και της συντακτικής ανεξαρτησίας, οργανώσεις σημειώνουν ότι στην πράξη η εφαρμογή του παραμένει αδύναμη, ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον όπου τα περισσότερα μεγάλα μέσα εξαρτώνται οικονομικά από κρατική διαφήμιση ή διατηρούν στενούς δεσμούς με επιχειρηματικά και πολιτικά κέντρα.
Στην Ελλάδα του 2024, η ελευθερία της έκφρασης κατοχυρώνεται νομικά αλλά περιορίζεται από σειρά παραγόντων που δυσχεραίνουν την ανεξαρτησία των μέσων. Οι επιθέσεις, η χρήση στρατηγικών αγωγών, οι έμμεσες πιέσεις των ιδιοκτητών και οι θεσμικοί μηχανισμοί ελέγχου δημιουργούν ένα περιβάλλον όπου η ερευνητική δημοσιογραφία συχνά συναντά εμπόδια. Παράλληλα, η ελλιπής κάλυψη ευαίσθητων θεμάτων, όπως σκάνδαλα διαφθοράς ή καταγγελίες για κατάχρηση εξουσίας, καταδεικνύει το πρόβλημα της αυτολογοκρισίας.
Η Έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ επισημαίνει πως τα παραπάνω δεν αποτελούν μεμονωμένα περιστατικά αλλά δομικές αδυναμίες που συνεχίζουν να χαρακτηρίζουν το ελληνικό μιντιακό τοπίο. Σε μια περίοδο όπου η ανεξαρτησία του Τύπου θεωρείται θεμελιώδης προϋπόθεση για την ποιότητα της δημοκρατίας, οι διαπιστώσεις αυτές υπογραμμίζουν την ανάγκη ουσιαστικών παρεμβάσεων για την προστασία της ελεύθερης έκφρασης και της ενημέρωσης των πολιτών.
ΠΗΓΗ: dnews.gr