Πώς η βία υποκινείται μέσα από τα social media – Από τη Νέα Φιλαδέλφεια μέχρι την Μιανμάρ
Όσο εύκολο είναι πια να καλέσεις κόσμο σε μία συναυλία άλλο τόσο είναι εύκολο να καλέσεις κόσμο σε μία εκδήλωση μίσους
Πρόσκληση για λεηλασία καταστήματος με αθλητικά είδη στην Οξφορντ Στριτ στο Λονδίνο πραγματοποιήθηκε το μεσημέρι της περασμένης Πέμπτης. Το «κάλεσμα» έγινε σύμφωνα με τις πληροφορίες, μέσω του Snapchat και του TikTok και οδήγησε στην συγκέντρωση εκατοντάδων ανθρώπων μπροστά από το JD Sports που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα «rob JD Sports».
Το μήνυμα καλούσε τους ανθρώπους να φορούν μπαλακλάβα και γάντια. «Μην έρθετε αν δεν μπορείτε να τρέξετε» έλεγε χαρακτηριστικά.
Λίγες μέρες νωρίτερα ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν κατηγόρησε το TikTok, το Snapchat και άλλες πλατφόρμες ότι βοήθησαν στις εκτεταμένες ταραχές σχετικά με τον θανατηφόρο πυροβολισμό από την αστυνομία σε έναν 17χρονο οδηγό, ενώ είπε ότι η γαλλική κυβέρνηση θα συνεργαστεί με ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης για να καταργήσει «το πιο ευαίσθητο περιεχόμενο» και να εντοπίσει χρήστες που «καλούν για αταξία ή επιτείνουν τη βία».
Η δυνατότητα κάποιου να επικοινωνήσει με άλλους χρήστες και να παρακινήσει οποιαδήποτε δράση μέσω των social media, δε γινόταν στην εξέλιξη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης να αφήσει από έξω τις εκδηλώσεις βίας που μοιραία παρασέρνουν από λίγες δεκάδες μέχρι χιλιάδες χρήστες σε μία συμπεριφορά που γίνεται επικίνδυνη για τις κοινωνίες, όταν μάλιστα μπορούν με τόση ευκολία να επικοινωνήσουν τα κοινά τους σε όσα χιλιόμετρα απόστασης κι αν βρίσκονται.
Σε πολλά μέρη του κόσμου, εκτεταμένες φρικαλεότητες και άλλες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξακολουθούν να απειλούν πληθυσμούς, ειδικά εκείνους που ανήκουν σε μειονοτικές ομάδες. Καθώς η εμβέλεια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης γίνεται όλο και πιο διάχυτη παγκοσμίως, το ίδιο ισχύει και για τον αντίκτυπό τους σε περιβάλλοντα όπου έχουν συμβεί γενοκτονίες, μαζικές δολοφονίες ή συστηματική βίαιη καταστολή ή υπάρχει κίνδυνος να συμβούν τέτοια πράγματα. Οι καταστάσεις στις χώρες στην κορυφή του δείκτη Peoples Under Threat έδειξαν πώς, κατά περίπτωση, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παίζουν σημαντικό ρόλο στην ενθάρρυνση της δολοφονίας. Οι πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης κατέχουν πλέον σημαντικό ρόλο στο στιγματισμό των ομάδων-στόχων, στη νομιμοποίηση της βίας και στη στρατολόγηση των δολοφόνων.
Ακόμα και στο πρόσφατο δολοφονικό συμβάν στη Νέα Φιλαδέλφεια με χούλιγκαν από την Κροατία και με συνεργούς Έλληνες, οι πληροφορίες λένε πως οι συνεννοήσεις και το κάλεσμα έγιναν μέσω ομάδων στα social media.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης υπόσχονται να επηρεάσουν ολοένα και περισσότερο τον τρόπο με τον οποίο γίνονται αντιληπτές οι συγκρούσεις και τα επεισόδια βίας, οι τροχιές τους και οι τρόποι ανταπόκρισής τους. Οι επικριτές τους, έχουν κατηγορήσει τις εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης ότι αναλαμβάνουν ελάχιστη ευθύνη για όσα προκαλούν ώστε να υποδαυλίσουν τον διχασμό και τη βία σε ασταθείς και επηρεαζόμενες από συγκρούσεις κοινωνίες. Πολλοί επισημαίνουν τη Μιανμάρ ως παράδειγμα σχετικά με τη σχέση μεταξύ μέσων κοινωνικής δικτύωσης και διάπραξης θηριωδιών. Εκεί, η υποκίνηση σε μαζικές δολοφονίες ενισχύθηκε μέσω Facebook και Twitter, συμβάλλοντας στην ευρεία στόχευση της κυρίως μουσουλμανικής μειονότητας Ροχίνγκια.
Τα υψηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας και βίας που διαπράττονται από έφηβους την τελευταία δεκαετία περίπου μπορεί να υποδηλώνουν σύνδεση με την επικρατούσα χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ο όγκος του επιθετικού περιεχομένου που διαδίδεται σε διάφορες πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης ομαλοποιεί τη βία γενικά, απευαισθητοποιεί τους ανθρώπους στον πόνο και τα βάσανα των άλλων. φτάνοντας ακόμη και μέχρι την προώθηση της βίαιης συμπεριφοράς.
Αν και σίγουρα δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας που συμβάλλει στο υψηλό ποσοστό βίαιης συμπεριφοράς μεταξύ των νέων, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι σίγουρα ένα εξαιρετικά ισχυρό στοιχείο. Ακόμα κι αν δεν ωθεί άμεσα τους νέους να διαπράξουν βία – κάτι που πολλοί ειδικοί πιστεύουν ότι συμβαίνει – εξακολουθεί να λειτουργεί ως ισχυρός καταλύτης, επιταχύνοντας τις επιθετικές αντιδράσεις.
Τον Νοέμβριο του 2019, το Facebook δημοσίευσε μια έκθεση που είχε αναθέσει σχετικά με τη δολοφονία των Ροχίνγκια, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «το Facebook έχει γίνει ένα μέσο για όσους επιδιώκουν να διαδώσουν μίσος και να προκαλέσουν κακό». Ωστόσο, ενώ η εταιρεία αναγνώρισε ότι «μπορούμε και πρέπει να κάνουμε περισσότερα», το Facebook και άλλες εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης συνεχίζουν να βασίζονται στην αυτορρύθμιση, βασισμένη σε μεγάλο βαθμό στη μετριοπάθεια σύμφωνα με τα «κοινοτικά πρότυπα» – μια προσέγγιση που έχει αποδειχθεί θλιβερά αναποτελεσματική όταν αντιμετωπίζονται από οργανωμένες, και μερικές φορές επισήμως εγκεκριμένες, εκστρατείες βίαιου μίσους.
Πρόσφατα, η Rachel Racusen, εκπρόσωπος του Snapchat, μιας από τις πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης που κατηγόρησε ο Εμανουέλ Μακρόν για τις ταραχές στη χώρα, είπε ότι «Η βία έχει καταστροφικές συνέπειες και έχουμε μηδενική ανοχή για περιεχόμενο που προωθεί ή υποκινεί το μίσος ή τη βίαιη συμπεριφορά σε οποιοδήποτε μέρος του Snapchat. Ελέγχουμε προληπτικά αυτό το είδος περιεχομένου και όταν το βρίσκουμε, το αφαιρούμε και λαμβάνουμε τα κατάλληλα μέτρα».
Είναι όμως στην πραγματικότητα μία κατάσταση που μπορεί να ελεγχθεί και μάλιστα να αντιμετωπιστεί ένα κύμα βίας που προέρχεται από τα κοινωνικά δίκτυα;
Σίγουρα, όταν μιλάμε για ομάδες εφήβων, εκεί υπάρχουν πράγματα που μπορούν να κάνουν οι γονείς – ξεκινώντας από μία συχνότερη επαφή με τα παιδιά και συζήτηση μαζί τους – και ίσως με τη βοήθεια ανθρώπων ειδικών. Στις μεγαλύτερες ηλικίες – που πάντα όλο αυτό εξαρτάται από την παιδεία των ανθρώπων – η αποφυγή βίας και η ενίσχυση της ενσυναίσθησης, αλλά και η «αντίσταση» στις παροτρύνσεις των social media εστιάζοντας περισσότερο στην αληθινή ζωή και στον κοντινό κοινωνικό περίγυρο μας για αρχή, να βοηθούσε στην εξάλειψη τέτοιων φαινομένων.