Προσφυγή στο ΣτΕ για να σωθεί η αρχαία Σαλαμίνα – Ζητούν να μη γίνει διαλυτήριο πλοίων
Κάτοικοι και βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ αντιδρούν στην «καταστροφή» του νησιού.
Αίτηση ακύρωσης στο ΣτΕ για την άδεια ναυπηγείου-διαλυτηρίου πλοίων στον αρχαιολογικό χώρο της Κυνόσουρας κατέθεσαν κάτοικοι της Σαλαμίνας και βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του κόμματος, η αίτηση ακύρωσης αφορά απόφαση του «Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ), η οποία εγκρίνει περιβαλλοντικούς όρους της λειτουργίας ναυπηγείου-διαλυτηρίου πλοίων στην ιστορική περιοχή της αρχαίας πόλης της Σαλαμίνας, μια ανάσα από τον Τύμβο των Σαλαμινομάχων στην Κυνόσουρα».
Αναλυτικά η ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ:
«Καταθέσαμε χθες 12 Ιουλίου 2021 στο Συμβούλιο της Επικρατείας Αίτηση Ακύρωσης της Απόφασης του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ), η οποία εγκρίνει περιβαλλοντικούς όρους της λειτουργίας ναυπηγείου-διαλυτηρίου πλοίων στην ιστορική περιοχή της αρχαίας πόλης της Σαλαμίνας, μια ανάσα από τον Τύμβο των Σαλαμινομάχων στην Κυνόσουρα. Την ακύρωση της παραπάνω Απόφασης ζητάμε η «Επιτροπή Διάσωσης Αρχαιολογικών χώρων της Σαλαμίνας» (που εκπροσωπείται από τον Εμμανουήλ Δερτούζο), κάτοικοι της Σαλαμίνας (Σιμέλα Δυναμίδη, Πουλχερία Παπαδημητρίου, Αιμιλία Παπαντωνίου, Ιω. Σταματάκης, Γεώργιος Στεφανίδης, Παρασκευή Τουτουντζή), η Μαρία Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη, επίτιμη γενική διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού, η Δέσποινα Κουτσούμπα, Αρχαιολόγος και Πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων και οι τρεις βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ της Β’ Πειραιά, Νίνα Κασιμάτη, Γιάννης Ραγκούσης και Τρύφων Αλεξιάδης.
Η Απόφαση αυτή του ΥΠΕΝ πρέπει να ακυρωθεί, διότι το περιεχόμενό της παραβιάζει τη συνταγματική επιταγή για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος και εκδόθηκε περιφρονώντας πλήρως τόσο τον νόμο όσο και το κανονιστικό πλαίσιο που διέπει τον συγκεκριμένο, ανεκτίμητης αρχαιολογικής αξίας και υψίστης υπερτοπικής ιστορικής σημασίας, αρχαιολογικό χώρο της Κυνόσουρας Σαλαμίνας. Το πλαίσιο αυτό παρέχει τη μέγιστη δυνατή αρχαιολογική προστασία, εφόσον κηρύσσει και οριοθετεί την περιοχή όπου παρανόμως υφίσταται η βιομηχανική/ναυπηγική δραστηριότητα ως αρχαιολογική ζώνη Α’ (αδόμητη, απολύτου προστασίας) και ρητά απαγορεύει τη λειτουργία ναυπηγοεπισκευαστικών μονάδων. Μάλιστα, η Απόφαση εκδόθηκε κατά ευθεία παραβίαση τόσο της αρχαιολογικής όσο και της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, που προβλέπουν τη ρητή, ειδική έγκριση του Υπουργείου Πολιτισμού κατόπιν γνωμοδότησης του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) στη διαδικασία της περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Επομένως παραβιάστηκε ουσιώδης τύπος της προβλεπόμενης διοικητικής διαδικασίας, καθώς το ΥΠΕΝ ενήργησε αυθαίρετα, χωρίς προηγούμενη εγκριτική απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και χωρίς την απαιτούμενη διατύπωση γνώμης του ΚΑΣ, αλλά ούτε καν του δικού του συμβουλίου, του Κεντρικού Συμβουλίου Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης (ΚΕΣΠΑ). Ακόμη και αυτή τη διάταξη που προστέθηκε με πρόσφατη τροποποίηση του περιβαλλοντικού νόμου προσπέρασε το ΥΠΕΝ.
Στο πλαίσιο αυτό, η Απόφαση πρέπει επιπλέον να ακυρωθεί διότι βασίζεται σε διάταξη του περιβαλλοντικού νόμου (4014/2011), η οποία πρέπει να κριθεί από το Δικαστήριο αντισυνταγματική. Πράγματι, η τροποποίηση του κ. Χατζηδάκη το 2020 (με τον ν. 4685), προσκρούει στο Σύνταγμα και είναι αντίθετη στον αρχαιολογικό νόμο (3028/2002), καθώς προβλέπει ασφυκτικές προθεσμίες παροχής γνωμοδότησης των Υπηρεσιών του Δημοσίου (εν προκειμένω, της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας προς το ΥΠΕΝ), με αποτέλεσμα να μεταβιβάζεται ανεπίτρεπτα η αρμοδιότητα του αρμόδιου Υπουργού Πολιτισμού στον αναρμόδιο Υπουργό Περιβάλλοντος, σε περίπτωση άπρακτης εκπνοής της. Οι διατάξεις αυτές υποκρύπτουν την υποκατάσταση των ειδικών αδειών και εγκρίσεων σε προστατευόμενες πολιτιστικά περιοχές με fast track διαδικασίες αδειοδοτήσεων προς όφελος επιχειρηματικών συμφερόντων και εις βάρος του περιβάλλοντος. Τέλος, αντιτιθέμεθα στη λογική του αποσπασματικού και πρόχειρου σχεδιασμού του χώρου, στη σημειακή χωροθέτηση και αδειοδότηση, χωρίς την προηγούμενη ολοκλήρωση χωροταξικού σχεδιασμού και τον καθορισμό χρήσεων γης και όρων και περιορισμών δόμησης. Επιδιώκουμε έναν συνολικό σχεδιασμό που θα πρέπει όμως να θέτει ως στόχο την προστασία και την ανάδειξη της ιστορικής μας κληρονομιάς και όχι ως εμπόδιο που πρέπει πάση θυσία να προσπεραστεί».