Εφηβική βία: Ένα φαινόμενο, καμία αντιμετώπιση…
Η αυξητική τάση του φαινομένου και η μεταβολή του στο πέρασμα των χρόνων - Τα «πώς», τα «γιατί δεν...» και άλλα ερωτήματα...
Η βία είναι ένα σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο με πολλά παρακλάδια. Αποτελεί ποινικοποιημένη πράξη, κατακριτέα σε οποιαδήποτε μορφή της, από όπου κι αν προέρχεται.
Ο μόνος που νομιμοποιείται να ασκήσει βία είναι, σύμφωνα με τον Μ. Βέμπερ, το κράτος, που διατηρεί το μονοπώλιο της έννομης βίας μαζί με τα εντεταλμένα όργανά του. δηλαδή την αστυνομία. Βέβαια, στη χώρα έχει παρατηρηθεί μια κατάχρηση αυτού του μονοπωλίου…
Τον τελευταίο καιρό παρατηρείται μια έξαρση στην βία. Πέραν των ερευνών που το καταδεικνύουν, κρούοντας το καμπανάκι σε όσους πρέπει να το ακούσουν, μπορεί κανείς να το διαπιστώσει εύκολα στην καθημερινότητα. Από τα δελτία ειδήσεων των ΜΜΕ που κατακλύζονται από τέτοιες ειδήσεις μέχρι την αυτοψία- έξω, στον δρόμο, στο από πάνω διαμέρισμα, στο γήπεδο- η απόσταση πια είναι μικρή και γεμάτη τέτοια περιστατικά.
Άλλωστε, πως να μην παρατηρήσει κανείς τη βία, όταν δίπλα μας συμβαίνουν πόλεμοι; Υπάρχει πιο ακραία μορφή βίας από αυτήν;
Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός πως καταγράφεται αύξηση της εφηβικής βίας. Η παραβατικότητα των ανηλίκων αποτελεί ένα ακόμη πιο περίπλοκο ζήτημα, καθώς έχει να κάνει με δράστες σε μια ηλικία πολύ ιδιόμορφη και καταλυτική για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ατόμου. Δηλαδή, οι δράστες δεν έχουν ακόμη διαμορφώσει προσωπικότητα ενώ η συναισθηματική τους ανάπτυξη είναι ακόμη σε εξέλιξη.
Ποιον βαραίνει, λοιπόν, η ευθύνη για την παραβατική συμπεριφορά ενός ανηλίκου; Φταίει μόνο η οικογένεια και το περιβάλλον; Κάτι τέτοιο θα ήταν μάλλον υπεραπλουστευτικό. Τι σχέση έχει το κράτος και οι δημοκρατικές διαδικασίες-θεσμοί με όλο αυτό; Πως τα social media και τα πρότυπα επιδρούν σε όλο αυτό και ποιες κοινωνικές συνθήκες “πυροδοτούν” αυτήν την έξαρση; Συναντάται μόνο στα σχολεία;
Εφηβική βία: Η αυξητική τάση του φαινομένου
Καθημερινά ακούμε γεγονότα που επιβεβαιώνουν την έξαρση του φαινομένου. Οι “συμμορίες” παιδιών στις γειτονίες, τα περιστατικά bullying, που φτάνουν να παίρνουν ακραίες μορφές, η εμπλοκή ανήλικων παραβατών στο φάσμα της οπαδικής βίας. Πρέπει να ληφθεί υπόψιν ότι πολλές φορές το φαινόμενο αυτό συνυπάρχει και με άλλες παραβατικές συμπεριφορές: καταχρήσεις, οπλοφορία, λεκτική βία, κλοπές κ.ά.
Όλο αυτό ήρθε να επιβεβαιώσει και η ΕΛ. ΑΣ. τον Σεπτέμβριο, όταν σε ανακοίνωση της γνωστοποίησε στατιστικά που έδειχναν ότι τον μήνα εκείνο συνελήφθησαν 1.353 ανήλικοι για διάφορα αδικήματα, ενώ σχηματίστηκαν 1.201 δικογραφίες για ισάριθμες υποθέσεις. Τα μεγαλύτερα ποσοστά κατεγράφησαν στην Αττική, ενώ η Ελληνική Αστυνομία δήλωσε ότι οι ενέργειές της αποσκοπούν στην ασφάλεια της νεολαίας.
Το φαινόμενο αυτό θα πρέπει να εξεταστεί ως ένα κράμα πολλών παραγόντων και όχι ως απόρροια ενός “νοσηρού” περιβάλλοντος. Δηλαδή, η εφηβική βία δεν μπορεί να ερμηνευθεί μόνο στο πλαίσιο της προσωπικότητας και της συναισθηματικής ανάπτυξης των νέων, ούτε να αποδοθεί εξολοκλήρου στην ανατροφή, το οικογενειακό και το ευρύτερο περιβάλλον.
Αποτελεί ένα πολυδιάστατο ζήτημα και οι κοινωνικοί παράγοντες που επιδρούν στην επιθετική συμπεριφορά είναι πολλοί. Αρχικά, η εφηβική βία μπορεί να ασκηθεί τόσο σε επίσης ανήλικα άτομα όσο και σε ενήλικα. Γιατί, υπάρχει και το μπούλινγκ, το οποίο επίσης μαστίζει, αλλά υπάρχουν και τα περιστατικά όπου νέοι έχουν επιτεθεί σε γονείς ή άλλους ενήικους ανθρώπους.
Η εφηβική βία, όπως και γενικά η βία, μπορεί να είναι λεκτική, σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική ή και όλα μαζί.
Βασικό ρόλο που δημιουργεί βίαιη/παραβατική συμπεριφορά παίζουν ζητήματα όπως η ανεργία, η φτώχεια, γενικά η οικογενειακή κατάσταση και πιο συγκεκριμένα το αίσθημα της φτώχειας, της κοινωνικής αδικίας. Αλλά δεν είναι μόνο αυτά. Πανδημία, καραντίνα, κοινωνική αποστασιοποίηση. Πρωτοφανείς καταστάσεις για την νέα γενιά του σήμερα. Οι προκλήσεις που επιτάσσει η κλιματική κρίση, η διασάλευση της δημοκρατίας, η ανοδική πορεία των άκρων, οι αλλαγές στη ροή της κοινωνίας. Όλα αυτά είναι παράγοντες που έχουν προκαλέσει έξαρση του φαινομένου τα οποία έρχεται να επιτείνει και η μη αποτελεσματική αντιμετώπιση από μεριάς κράτους.
Για αυτή τη διαφορετική τροπή που παίρνει η κατάσταση αλλά και για την γενική εικόνα αναφορικά με την εφηβική βία, η parallaxi μίλησε με τον Καθηγητή Ψυχιατρικής παιδιού και εφήβου του ΑΠΘ, Νίκο Ζηλίκη και τα όσα είπαμε είχαν μεγάλο ενδιαφέρον.
Αρχικά, αναφέρει πως: «Αυτά πάντα υπήρχαν, δηλαδή, στην εφηβεία υπάρχει αυτή η διάσταση ας πούμε της “παραβατικότητας, βίας”, σαν κομμάτι της όλης αναπτυξιακής διαδικασίας. Το θέμα είναι ότι σήμερα, απ’ ότι φαίνεται, όχι μόνο έχει αυξηθεί η συχνότητα του φαινομένου αλλά και η έντασή του. Αλλά το πιο ανησυχητικό είναι ότι εμφανίζεται όλο και σε μικρότερες ηλικίες, κατεβαίνει το όριο το ηλικιακό. Και βλέπουμε παιδιά, 12-13 χρονών να συμμετέχουν σε πράξεις και σε ομάδες, τα οποία…τα βλέπετε καθημερινά στις ειδήσεις. Έχει κατέβει το όριο, κι όλοι αναρωτιούνται, ψάχνονται, γίνονται μελέτες τώρα να δούνε τι συμβαίνει, είναι ένα θέμα σημαντικό».
Άλλος παράγοντας που μπορεί να εξηγήσει την βίαιη συμπεριφορά των εφήβων, είναι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τα social media διαδραματίζουν ρόλο στην έξαρση του φαινομένου ή αν δεν είναι υπέυθυνα για αυτό, τουλάχιστον το αποτυπώνουν. Κι όταν λέμε τα social media, εννοούμε τα πρότυπα που προβάλλονται σε αυτά. Η ρητορική μίσους που έχει αναπτυχθεί και η συχνή απεικόνιση βίας σε αυτά επηρεάζουν/αποτυπώνουν την αντιδραστική φύση των εφήβων.
Ακόμη, στην Ελλάδα, όπου η νοοτροπία του “beef” έχει γράψει για τα καλά στη συνείδηση των νεών, βλέποντας άτομα που θαυμάζουν ή ακολουθούν ή απλώς βρίσκονται στην επικαιρότητα να αλληλοπροκαλούνται διαρκώς, η ρητορική μίσους αποκτά μια επίφαση κανονικότητας, η οποία χαράσσεται στην συνείδηση των παιδιών.
Εκπαίδευση και η “περίπτωση” του σχολείου
Σημαντικό στοιχείο που μπορεί να αποτρέψει τέτοιες συμπεριφορές είναι η εκπαίδευση, παρόλα αυτά τα ευρήματα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Π. Ο. Υ.) δίνουν άλλη μια εξήγηση στην αυξητική τάση που σημειώνεται στη χώρα. Ενώ, λοιπόν, ο ΠΟΥ έχει καταρτίσει ένα πρόγραμμα βασισμένο στα σχολικά προγράμματα για την αποφυγή της βίας, συμπεριλαμβάνοντας την ανάγκη για μαθήματα σεξουαλικής αγωγής, στη χώρα αυτό το ζήτημα αποτελεί άλλο ένα προς ντιμπέιτ θέμα. Είναι σημαντικό οι νέοι να επιμορφώνονται επί του ζητήματος και ιδίως όσον αφορά την σεξουαλική συμπεριληπτικότητα, πράγμα το οποίο φαίνεται να αποτελεί αφορμή για βία, βάσει των περιστατικών που ακούμε καθημερινά. Η ελλιπής εκπαίδευση επί κοινωνικών θεμάτων αντανακλάται στην αυξητική τάση της εφηβικής βίας.
Σχετικά με το αν γίνεται κάποια δουλειά στο σχολείο σχετικά με το θέμα, ο Ν. Ζηλίκης σχολιάζει πως: «Όχι δεν κάνουν τίποτα, ενώ είναι γνωστό τι πρέπει να κάνουν- με εξαιρέσεις βέβαια υπάρχουν φωτισμένοι εκπαιδευτικοί δεν το συζητάω. Ξέρω, γιατί μιλάω με πολλούς από αυτούς. Πρέπει να γίνουν κάποια πράγματα. Βγαίνουν όλοι και λένε ότι στην Δανία κάνουνε μαθήματα ενσυναίσθησης απ’ το δημοτικό» και τα θαυμάζουν. Γιατί δεν κάνετε κι εδώ; Πρέπει, εκτός από το κομμάτι το μαθησιακό να μπουν κι άλλα πράγματα στο σχολείο από νωρίς, από τα νήπια, από την προσχολική ηλικία, από το δημοτικό. Γιατί μετά στην εφηβεία το πράγμα ζορίζει, ο έφηβος έχει την τάση να αντιδρά όταν πας να του μάθεις κάτι. Άρα πρέπει από πριν, που το ενσωματώνει, το εσωτερικεύει πιο εύκολα ένα μικρότερο παιδί, να έχουν αυτό το social feeling, το κοινωνικό αίσθημα ότι είμαστε όλοι μαζί, είμαστε μια κοινότητα, δεν τρωγόμαστε μεταξύ μας».
Το σχολείο, πέραν του μαθησιακού του ρόλου, αποτελεί πρωτογενή φορέα κοινωνικοποίησης για το παιδί. Ως εκ τούτου, μπορεί να επιτελέσει πολλά παραπάνω από έναν χώρο μάθησης μαθηματικών και φυσικής και να παίξει καθοριστικό ρόλο για τα παιδιά, ακόμα και για εκείνα που προέρχονται από προβληματικά περιβάλλοντα.
Όπως αναφέρει κι ο Ν. Ζηλίκης, «ακόμα κι αν υπάρχουν κάποια παιδιά, γιατί υπάρχουν κάποια παιδιά… ξέρουμε τις αιτίες της βίας και της παραβατικότητας, είναι παιδιά που είχαν αποστερήσεις από νωρίς, τραυματικά βιώματα που για κάποιους λόγους κάνουν έτσι. Αυτά τα παιδιά πρέπει να τα αγκαλιάσουμε, να τα συμπεριλάβουμε μέσα στο σώμα της πολιτικής κοινότητας και να γίνονται όμως και οι διαδικασίες μέσω σχολείου. Να υπάρχει χρόνος μες στο σχολείο που να ασχολούνται με τέτοια πράγματα, με θέματα σχέσεων, κοινωνικοποίησης, γιατί υποτίθεται ότι το σχολείο είναι και ο πρώτος χώρος κοινωνικοποίησης μετά την οικογένεια.
Αυτό δεν γίνεται μόνο με τα μαθήματα, με το να μάθεις ιστορία, θρησκευτικά και μαθηματικά! Πρέπει να γίνουν κι άλλα πράγματα» και συμπληρώνει «το σχολείο πρέπει να έρχεται να καλύψει τα κενά της διαπαιδαγώγησης από το σπίτι, είναι πολλά παιδιά που έχουν την ατυχία να μην έχουν ένα καλό οικογενειακό περιβάλλον. Το σχολείο θα το κάνει αυτό. Δε γίνεται από ένα παιδί που υποφέρει στο οικογενειακό του περιβάλλον να ζητάς μόνο να σου λέει απ’ έξω το μάθημα. Δε θα στο πει ποτέ και θα είναι και κακός μαθητής. Είναι ο δεύτερος σημαντικότερος θεσμός μετά την οικογένεια για τα παιδιά. Κι αν είναι ανεπαρκής αυτός ο θεσμός..», αναφέρει με απόγνωση.
Το μεγάλο πλεονέκτημα που βλέπει στο σχολείο και την βοήθεια της πρόληψης του φαινομένου, είναι ακριβώς ο «μαζικός» χαρακτήρας του. «Με την καθιέρωση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης γίνεται ένα σκανάρισμα όλου του πληθυσμού των παιδιών. Εκεί έχεις την ευκαιρία να δεις τα πάντα, να εντοπίσεις ευάλωτες οικογένειες, ευάλωτα παιδιά, παιδιά σε κίνδυνο, τα πάντα. Το σχολείο είναι ένα φίλτρο που σου δίνει τις δυνατότητες να κάνεις τρελά πράγματα».
Πέραν του σχολείου…
Ένα μείζον ζήτημα που εξηγεί την ανεπαρκή αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού, είναι το γεγονός πως δεν δίνεται η δέουσα σημασία στο φαινόμενο και τις επεκτάσεις του στην ψυχική υγεία. Ο Ν. Ζηλίκης αναφέρει χαρακτηριστικά πως, «η ψυχική υγεία παιδιών και εφήβων είναι ο φτωχός συγγενής της ψυχικής υγείας γενικότερα. Ενώ όλοι λένε για τα παιδιά και τα δικαιώματα τους, η παιδοψυχιτρική είναι ο φτωχός συγγενής των υπηρεσιών υγείας δυστυχώς. Υπάρχουν τεράστια κενά».
Πιο συγκεκριμένα, πέραν του ότι δεν υπάρχουν δομές για τέτοιες καταστάσεις, δεν αξιοποιούνται και τα όσα «όπλα» διατίθενται για την καταπολέμηση, ακόμα και μετά την τέλεση βίαιης πράξης. «Ένα μεγάλο πρόβλημα στη χώρα μας σήμερα είναι οι παιδοψυχιατρικές υπηρεσίες, οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας παιδιών και εφήβων, τις έχουν αφήσει κι έχουν ξεφτύσει τελείως, Δεν βγήκαν καινούριες και αυτές που υπάρχουν έχουν ελλιπή στελέχωση και δεν προλαβαίνουν. Δηλαδή, πως θα γίνει πρόληψη άμα δεν υπάρχουν υπηρεσίες ψυχικής υγείας για παιδιά και εφήβους;» λέει στην parallaxi ο Ν. Ζηλίκης.
Κι ως ένα θέμα που αποτελεί ζήτημα που αφορά όλη την κοινωνία, αναφέρεται και στην ανάγκη σύμπραξης θεσμών. «Αυτές οι υπάρχουσες υπηρεσίες ψυχικής υγείας θα συνεργαστούν με τα σχολεία, με την οικογένεια, με την κοινότητα, με τον Δήμο, με την Περιφέρεια, με όλους. Άμα δε στηριχτούν αυτές; Βγήκε ένας καινούριος νόμος τώρα, για να δούμε τι θα κάνουν για την ψυχική υγεία…», τονίζει.
«Το θέμα της παραβατικότητας είναι ένα θέμα που πρέπει να το πιάσει κανείς απ’ την αρχή, απ’ τη μικρή παιδική ηλικία, Άμα έχουμε φτάσει στο γεγονός 12χρονα και 13χρονα να κάνουν διακίνηση ναρκωτικών, καταλαβαίνεις πόσο πίσω πρέπει να πας για να το προλάβεις αυτό. Δηλαδή, άμα πιάσεις έναν 17χρονο δεν συμμαζεύεται με τίποτα πια. Και δεν υπάρχουν και δομές για εφήβους με παραβατικότητα, τίποτα δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Και αυτά τα παιδιά είναι γνωστό ότι δεν ζητάνε βοήθεια, δεν δέχονται βοήθεια, έχουν την τάση να αντιδρούν, θέλει άλλου είδους υπηρεσίες οι οποίες δεν υπάρχουν στην Ελλάδα. Τώρα κάτι είπε αυτό το νομοσχέδιο για εφήβους με παραβατική συμπεριφορά, δεν ξέρω πως θα το κάνουν, πως το έχουν σκεφτεί αλλά μέχρι τώρα εκτός από τις κλασικές παιδοψυχιατρικές υπηρεσίες δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Έχουμε μεγάλες ελλείψεις σε όλο αυτό», συμπληρώνει.
Τώρα που ξαναγύρισε ο Χρυσοχοΐδης στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, το βάζει σαν προτεραιότητα- και καλά κάνει, μακάρι όμως να απευθυνθεί στους σωστούς ανθρώπους, να μην είναι μόνο θέμα καταστολής, να μπει κι ένα θέμα πρόληψης» καταλήγει.
Ο θετικός (;) ρόλος της τεχνολογίας
Οι νέες τεχνολογίες, αν και δαιμονοποιημένες πολλές φορές έχουν δυο όψεις. Ένα παράδειγμα που έχει αμφιλεγόμενες απόψεις είναι η εποπτεία των παιδιών μέσω του κινητού τηλεφώνου. Για πολλούς γονείς, η δυνατότητα που τους προσφέρει η τεχνολογία να μπορούν να “ελέγχουν” το παιδί τους μέσω εφαρμογών εντοπισμού είναι ένα δώρο.
Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί το Family Link, που παρέχει η Google. Το Google Family Link είναι μια εφαρμογή που παρέχει εκτός από τη δυνατότητα ελέγχου για τη χρήση και τη διάρκεια της χρήσης του διαδικτύου από τα παιδιά τους, τη δυνατότητα εύρεσης ακριβούς τοποθεσίας των παιδιών.
Όπως όλα όμως, έτσι και αυτή η νέα τάση έχει τα αμφιλεγόμενα ζητήματα της. Οι διαφορές αφορούν το κατά πόσο η παρακολούθηση των παιδιών αποτελεί απλά εποπτεία και όχι κατασκοπεία. Δηλαδή, ο διάλογος περιστρέφεται γύρω από τη σωστή χρήση και αξιοποίηση αυτής της σχετικά νέας δυνατότητας, ώστε να μην ξεπεράσει τα όρια και καταστεί μέσο αυστηρού ελέγχου και παραβίασης της ιδιωτικότητας των παιδιών. Πάντως, πολλοί γονείς βλέπουν σε αυτή τη δυνατότητα ένα μέσο αποφυγής πολλών προβλημάτων, που αφορούν τόσο την ασφάλεια των νέων όσο και την πρόληψη- ή έστω έκγαιρη ανίχνευση- παραβατικής συμπεριφοράς.
Το αποτέλεσμα…
Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν υπάρχει αποτέλεσμα. Γιατί το αποτέλεσμα είναι το επακόλουθο της πράξης. Κι αν η πολιτεία, οι θεσμοί, οι δομές δεν πράττουν- ή δεν υπάρχουν- πως θα οδηγηθεί κάπου η κατάσταση; Η εφηβική βία αποτελεί ένα πολύ ευαίσθητο ζήτημα που θέλει πολύ λεπτό χειρισμό και αυτό που παρατηρείται είναι ότι δεν αξιοποιούνται άνθρωποι ειδικοί για τον χειρισμό αυτό αλλά ούτε υπάρχουν έστω δομές και υποστήριξη ακόμα και μετά την συμπεριφορά αυτή. Και, πέραν της αποφυγής της βίας γενικά, μιλάμε για παιδιά, για το μέλλον. Κι αν δεν επενδύσεις στο «μέλλον» τότε που;