Οι Γενίτσαροι, οι Μπούλες και… οι Ψαθάδες
της Άννας Ποδάρα Εικόνες: Άννα Ποδάρα Πριν από λίγες μέρες, στην εκπομπή «Το Πρωινό», στον Αντ1 έβγαλαν σε ζωντανή σύνδεση ρεπορτάζ από τη Νάουσα για να παρουσιάσουν το έθιμο «Γενίτσαροι και Μπούλες». Ο Λιάγκας διέκοψε άγαρμπα τον δήμαρχο που εξηγούσε τι συμβολίζει το έθιμο, φωνάζοντας «Αφήστε επιτέλους τον πολιτικό λόγο, να δούμε τα παιδιά να […]
της Άννας Ποδάρα
Εικόνες: Άννα Ποδάρα
Πριν από λίγες μέρες, στην εκπομπή «Το Πρωινό», στον Αντ1 έβγαλαν σε ζωντανή σύνδεση ρεπορτάζ από τη Νάουσα για να παρουσιάσουν το έθιμο «Γενίτσαροι και Μπούλες». Ο Λιάγκας διέκοψε άγαρμπα τον δήμαρχο που εξηγούσε τι συμβολίζει το έθιμο, φωνάζοντας «Αφήστε επιτέλους τον πολιτικό λόγο, να δούμε τα παιδιά να χορεύουν!» και αυτό έγινε το θέμα συζήτησης μιας ολόκληρης πόλης. Ο παρουσιαστής δεν κατάλαβε για ποιο πράγμα μιλούσε ο δήμαρχος… περίμενε να δει χορό και θεάματα. Το δρώμενο Γενίτσαροι και Μπούλες όμως δεν είναι ένα αποκριάτικο σόου, σαν αυτά που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε σε όλη την Ελλάδα.
Δεν είναι γραφικό, ούτε φολκλόρ-είναι ακόμα ζωντανό. Μια πραγματική μυσταγωγία που βιώνει εκείνη τη μέρα με όλη της την ψυχή μια ολόκληρη πόλη. Και ο επισκέπτης του τριημέρου, δεν συμμετέχει, παρά κοιτά με σεβασμό και βγάζει φωτογραφίες. Άλλωστε Γενίτσαρος δεν ντύνεσαι, γίνεσαι, θα σου πουν οι Ναουσαίοι.
Αν θες να μάθεις περισσότερα μπορείς να βρεις πολλά αξιόλογα άρθρα στο Διαδίκτυο (για παράδειγμα αυτό). Εγώ δεν θα σου μιλήσω για το έθιμο αλλά για την ψυχή του εθίμου, τον αυτοδίδακτο ζουρνατζή Βαγγέλη Ψαθά, που συνόδευε επί 57 χρόνια με τις αισθαντικές μελωδίες του τις Μπούλες. Γενάρχης μιας μεγάλης οικογένειας αυτοδίδακτων μουσικών, των Ψαθάδων, έβγαλε τον ζουρνά από την αφάνεια και αναγορεύτηκε λίγα χρόνια πριν πεθάνει, επίτιμος Διδάκτορας Τμήματος Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης, του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Αυτή είναι η ιστορία του, όπως μου την διηγήθηκε ο εγγονός του Βαγγέλης Ψαθάς.
Τρεις γενιές Ψαθάδες: Από αριστερά Αντώνης Ψαθάς, Βαγγέλης Ψαθάς, εγγονός, Βαγγέλης Ψαθάς, παππούς
«Το 2012 ήταν η τελευταία χρονιά που οι Ναουσαίοι είδαν τον Βαγγέλη Ψαθά να παίζει με τον ζουρνά του, για το έθιμο Γενίτσαροι και Μπούλες. Καταπονημένος (είχε βγει από το νοσοκομείο λίγο καιρό πριν) στάθηκε μπροστά στο δημαρχείο να παίξει μόνο στη κορύφωση του Εθίμου, για τις ανάγκες γυρισμάτων μιας ταινίας του Παντελή Βούλγαρη. Έφυγε από τη ζωή, λίγους μήνες αργότερα. Ο παππούς μου έμαθε μόνος του να παίζει μουσική, φτιάχνοντας φλογέρες με τα αδέλφια του, από τα καλάμια που έβρισκε στα χωράφια. Ήταν άρρωστος με τη μουσική! Έμαθε να παίζει κλαρίνο πρώτα, στη κομπανία του Τσιαύκα και μετά τον μακρύ ζουρνά της Γουμένισσας. Γύρναγε τα σπίτια των παλιών Ναουσαίων και ζητούσε να του μάθουν τα παλιά τραγούδια. Δεν πήγαινε όπου κι όπου! Έψαχνε τους πιο καλλίφωνους να του σφυρίζουν τις μελωδίες, γιατί ήθελε να μάθει τα τραγούδια σωστά. «Το τραγούδι δεν είναι μόνο να το παίζεις αλλά και να το ομορφαίνεις», έλεγε. Μόνος του διατήρησε στη μνήμη του και έτσι διέσωσε όλα τα παλιά παραδοσιακά τραγούδια της Νάουσας.
Έτσι, όταν το 1955 μια παρέα παλιών Ναουσαίων αποφάσισε να αναβιώσει το έθιμο, που είχε απαγορευτεί από τους Γερμανούς, ο Βαγγέλης Ψαθάς ήταν ο πρώτος που φώναξαν. Κανείς άλλος μετά τον πόλεμο, δεν ήξερε να παίζει ζουρνά στη Νάουσα. Του έδωσαν ένα κοντό ζουρνά που έφεραν από την Κομοτηνή και έτσι ξεκίνησε. Πρώτα τον συνόδευαν τα αδέλφια του, ύστερα έμαθε τους γιους του, ο ίδιος όμως ποτέ δεν έπαψε να δίνει το παρόν για 57 ολόκληρα χρόνια. Η τελετουργία του δρώμενου είναι αυστηρή. Σε κάθε σταυροδρόμι της διαδρομής των Γενίτσαρων πρέπει να ακούγεται συγκεκριμένη μελωδία. Κάθε τραγούδι έχει και άλλο συμβολισμό.
Ο Βαγγέλης Ψαθάς αγάπησε τον ζουρνά, τον έβγαλε από την αφάνεια, αφού μέχρι τότε θεωρούνταν υποδεέστερο όργανο και με το ταλέντο του κέρδισε τον σεβασμό όλων. Μπήκε στα καλά σπίτια των αστών της Νάουσας και τον έκανε το χαρακτηριστικό όργανο της πόλης.
Τις καλές εποχές, τις Απόκριες μπορεί να έπαιζε και δυο μέρες συνεχόμενες. Ήταν εξαρτημένος από τη μουσική, δεν μπορούσε να μην παίζει. Όταν αρρώστησε από την καρδιά του, τον είχαμε από κοντά όλη η οικογένεια για να πάρει τον ζουρνά και παίξει! Όλη μέρα με αυτό ασχολούνταν. Έφτιαχνε δικούς του ζουρνάδες, μαλάκωνε τα καλάμια του για να παίζει πιο εύκολα, ήταν η ζωή του όλη.
“Ο παππούς μου είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο να παίζει. Λιτό και γλυκό συνάμα. Απεχθανόταν τα πολλά τσαλίμια, δεν ήθελε να επιδεικνύεται. Ήταν αυστηρός, οξύθυμος αλλά ήξερε την αξία του και είχε ένα τρόπο να τον σέβονται όλοι με τη μουσική του. Είχε και ένα ελάττωμα, πλεονέκτημα, όπως θέλεις πες το. Δεν ήθελε να τον καταπιέζεις. Αν τον άφηνες ελεύθερο, μπορεί να σου έκανε παπάδες. Το καλύτερο παίξιμο του παππού μου δεν το άκουσα σε καμιά από τις παραστάσεις που δώσαμε στο εξωτερικό, ούτε στα ταξίδια που κάναμε σε όλη τη χώρα. Ήταν σε ένα σπίτι εδώ στη γειτονιά, σε ένα γλέντι βάφτισης, όταν μαζί με έναν από τους πρώτους γενίτσαρους του ’55, θυμήθηκε όλα όσα είχαν περάσει και έβγαλε από μέσα του όλη τη ψυχή του. Αφέθηκε ελεύθερος και έπαιξε τόσο ωραία που όλοι κλαίγαμε. Αφού εγώ που έπαιζα δεύτερος δίπλα του ήθελα να σταματήσω, να αφήσω κάτω τον ζουρνά και να του δώσω όσα λεφτά είχα πάνω μου!
Μου λένε ότι παίζω καλά και ότι μπορεί κάποια μέρα να φτάσω τον παππού μου. Αυτό όμως δεν γίνεται. Η μουσική που παίζεις εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τα βιώματα που έχεις. Και κανείς δεν βίωσε καλύτερα τις Μπούλες από τον παππού μου. Εδώ και δύο χρόνια, ακόμα κι αν παίζουμε τις ίδιες μελωδίες και τα ίδια τραγούδια, το καταλαβαίνεις ότι κάτι λείπει. Στο άκουσμα φαίνεται ότι λείπει ο παππούς. Λείπει η ψυχή. »
Το 2012 ήταν η πρώτη χρονιά που ο εγγονός του, ο μικρός Βαγγελάκης Ψαθάς «πήρε πάνω του» το δρώμενο. Όχι πασαδόρος πια αλλά πρώτος ζουρνάς συνόδευσε με τις μελωδίες του τους Γενίτσαρους και τις Μπούλες, από την αρχή μέχρι το τέλος του εθίμου. Θα τον δείτε και αύριο, μαζί με τους υπόλοιπους Ψαθάδες τον θείο του Δημήτρη και τα ξαδέλφια του Βαγγέλη και Νίκο να συνοδεύουν τα μπουλούκια, παίζοντας ευλαβικά τις ίδιες μελωδίες. Και αν σας πω ότι οι Ναουσαίες δακρύζουν αποχαιρετώντας τους Γενίτσαρους από το σπίτι, με το άκουσμα του ζουρνά του Βαγγέλη, μην το θεωρήσετε υπερβολικό. Στη Νάουσα, μου είχαν πει παλιότερα σε μια συνέντευξη, οι άντρες δεν ενηλικιώνονται στα 18 αλλά στα 16. Όταν ντύνονται για πρώτη φορά Γενίτσαροι.
Μπείτε και κάντε like εδώ για να ενημερώνεστε για όλα τα γραμμένα αποκλειστικά για το parallaximag.gr άρθρα.