Μια μέρα σε ένα τσίρκο
Του Γιώργου Τούλα Κάθε τόσο μια νέα είδηση που δικαιώνει τους φιλόζωους και απαγορεύει τη χρήση ζώων στα λιγοστά πλέον τσίρκο βγαίνει προς τα έξω. Πριν από είκοσι χρόνια, βρέθηκα σε ένα τσίρκο για ρεπορτάζ. Η πρώτη επαφή που είχα με το τσίρκο ήταν στα παιδικά μου χρόνια, στην τότε αλάνα γύρω από το γήπεδο […]
Του Γιώργου Τούλα
Κάθε τόσο μια νέα είδηση που δικαιώνει τους φιλόζωους και απαγορεύει τη χρήση ζώων στα λιγοστά πλέον τσίρκο βγαίνει προς τα έξω. Πριν από είκοσι χρόνια, βρέθηκα σε ένα τσίρκο για ρεπορτάζ.
Η πρώτη επαφή που είχα με το τσίρκο ήταν στα παιδικά μου χρόνια, στην τότε αλάνα γύρω από το γήπεδο του ΠΑΟΚ. Εκεί ερχόταν τα διάσημα τσίρκο της εποχής και στρατοπέδευαν. Αγαπημένη μας συνήθεια ήταν να τριγυρνάμε γύρω από τα τροχόσπιτα και να χαζεύουμε τον παράξενο κόσμο των τσιρκολάνων, ένα κόσμο μυθικό και απλησίαστο. Πριν από είκοσι χρόνια ένα χειμωνιάτικο Σάββατο που πέρασα τη σιδερένια μπάρα που χωρίζει τον ιδιωτικό χώρο του τσίρκου από το δημόσιο χώρο της υπόλοιπης πόλης, το αίσθημα της περιέργειας ήταν ίδιο με κείνο των παιδικών χρόνων. Η υγρασία έντονη, η λάσπη κάλυπτε το έδαφος όπου και αν πατούσες, στον αέρα μια μυρωδιά από κοπριά ζώων, που γινόταν πιο έντονη όσο πλησίαζες προς τους αυτοσχέδιους στάβλους, που στεγάζονταν σε τέντες. Καμιά δεκαπενταριά τροχόσπιτα παρατεταγμένα, κύκλωναν την κεντρική τέντα του τσίρκου. Όλα σε απόσταση μεταξύ τους γύρω στα τρία μέτρα το ένα από το άλλο. Κρατάνε τις αποστάσεις οι ένοικοι τους, μου είπε με νόημα μετά από λίγες μέρες ένας γνώστης του χώρου. Τα παράθυρα μισάνοιχτα, κόντευε μεσημέρι, στα σκοινιά απλωμένες μπουγάδες, ενώ πλυντήρια παντού έπλεναν ρούχα υπαιθρίως. Από κάθε τροχόσπιτο ακούγονταν διαφορετικές μουσικές, κυρίως Αμερικάνικες και Ιταλικές. Ελάχιστοι άνθρωποι κυκλοφορούσαν. Μα που είναι τα εβδομήντα πρόσωπα που δουλεύουν στο τσίρκο, ρώτησα ένα κύριο που καθάριζε τους στάβλους. Στην πόλη, είχαν βγάλει βόλτα τον ελέφαντα στην Τσιμισκή. Ένας ελέφαντας στην Τσιμισκή δεν είναι ότι πιο συνηθισμένο έχεις συναντήσει. Για τους ανθρώπους του τσίρκου όμως είναι ο κλασικός τρόπος διαφήμισης. Τα μεγάλα τσίρκο που έχουν δεκάδες ζώα μετακινούνται από πόλη σε πόλη με τα πόδια. Μπορείς να δεις μια πορεία με είκοσι ελέφαντες και τριακόσια άλογα σε μια απόσταση ας πούμε από δω μέχρι την Κατερίνη να περπατούν με τα πόδια για λόγους διαφημιστικούς, μου είπε τότε ο υπεύθυνος για τις δημόσιες σχέσεις του στην Ελλάδα, Μάικ Λαμάρ. Προσπαθώ να φανταστώ το θέαμα. Μπορεί να είναι εντυπωσιακό δεν παύει όμως να είναι βασανιστικό για τα ζώα. Μια πεζοπορία εξοντωτική. Ένα πρόβλημα που έχει πάρει διαστάσεις στον Ευρωπαϊκό Bορρά, φαίνεται όμως πως δεν απασχολεί πολύ στα σοβαρά το Νότο. Ας μην ξεχνάμε πως πατρίδες του τσίρκου είναι η Ιταλία και η Ισπανία, συνεπώς η παράδοση είναι ακόμα ισχυρή.
Με ανάμεικτα συναισθήματα ξεκίνησα τη βόλτα στα χωράφια της Ευκαρπίας που τα τελευταία χρόνια φιλοξενούν τα περιοδεύοντα τσίρκο της Ευρώπης που φτάνουν ως εδώ. Από τη μια οι μύθοι γύρω από το θαυμαστό θέαμα από την άλλη μια αίσθηση παρακμής του είδους και η αμφισβήτηση που ξεκίνησε γύρω από την αθωότητα των μεθόδων εκπαίδευσης των ζώων. Το τσίρκο Μπαρτσελόνα που επισκέφτηκα είναι ένα οικογενειακό τσίρκο, όπως πολλά από τα διακόσια που υπάρχουν στην Ιταλία. Τη μικροκαμωμένη Κάριν, κόρη ενός από τους τρεις ιδιοκτήτες του, τη συνάντησα σε ένα από τα τροχοφόρα σπίτια. Κρυωμένη και εμφανώς καταβεβλημένη εκείνο το πρωί, το βράδυ όταν είδα την παράσταση και το κοστούμι που φορούσε κατάλαβα πόσο εύκολο είναι να κρυώσεις μέσα στο καταχείμωνο με τέτοια αμφίεση. “Είμαι δεκαεννιά χρονών και γεννήθηκα στο τσίρκο. Όπως και τα αδέρφια μου και τα ξαδέρφια μου. Η ιστορία πάει από πάππου προς πάππου. Είμαι ζογκλέρ. Το νούμερο μου είναι ένα παιχνίδι που κάνω με τα πόδια αφού στηρίξω επάνω τους σίδερα με φωτιές. Δοκίμασα πολλά νούμερα πριν φτάσω σ΄αυτό. Όμως από την αρχή είχα κλίση σε τέτοια κόλπα”. Ο πατέρας της Καρίν είναι ένας από τους τρεις ιδιοκτήτες του τσίρκου. Οι άλλοι δύο είναι τα αδέρφια του. Κατάγονται από τη Φλωρεντία και περιοδεύουν την Ευρώπη με παιδιά, ανίψια και εγγόνια που δουλεύουν όλοι για την επιχείρηση. Όχι αναγκαστικά ως καλλιτέχνες, αφού οι δουλειές που γίνονται είναι δεκάδες. Από το φόρτωμα των φορτηγών και το στήσιμο σε μία μέρα, μέχρι το τάισμα και το καθάρισμα των ζώων, τις ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις, τις συνεννοήσεις με τις κατά τόπους δημόσιες υπηρεσίες και δεκάδες άλλες εκκρεμότητες μια καθημερινότητας συχνά απρόβλεπτης, αφού η συχνή μετακίνηση ενός τόσο πολυπληθούς σχήματος έχει προβλήματα. Πολλές φορές έχουν να κάνουν με την αποδοχή και την προκατάληψη. Υπάρχουν τόποι που ακόμα δεν τους αποδέχονται, τους θεωρούν ξένους, διαφορετικούς. Δεν είναι λίγες οι φορές που δεν τους έδωσαν εύκολα, νερό ή ρεύμα, ή τους ζήτησαν να φύγουν οι περίοικοι σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, μου είπε άνθρωπος που δούλεψε με πολλά σχήματα την τελευταία δεκαετία. Δεν σκέφτεσαι τη ζωή σου κάποια στιγμή έξω από το τσίρκο; ρώτησα την Κάριν. “Είχα προτάσεις να δουλέψω και αλλού, όμως δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου εκτός. Μου φαίνονται όλα περίεργα. Έξω η ζωή είναι ίδια. Εδώ όλα αλλάζουν κάθε βδομάδα.” Και αν ερωτευτείς κάποιον εκτός, τι γίνεται; “Θα τον ακολουθήσω, αλλά σε όλη μου τη ζωή θα προσπαθώ να τον πείσω να γυρίσουμε στο τσίρκο”. Η Κάριν ξυπνάει γύρω στις εννέα, κάνει τις δουλειές του τροχόσπιτου, τα ψώνια της ημέρας, κοιμάται για μεσημέρι και αρχίζει μαζί με τους άλλους την προετοιμασία για τις παραστάσεις. Παίζουν επτά μέρες τη βδομάδα σε δύο διαφορετικές παραστάσεις κάθε βράδυ. Δεν κουράζεσαι να γυρνάς συνέχεια; “Έχω μάθει, εμείς είμαστε δεμένοι σαν οικογένεια και έτσι αντιμετωπίζουμε όλα τα προβλήματα. Σπίτι μου είναι το τροχόσπιτο και το τσίρκο. Όσο υπάρχει θα είμαι καλά. Αν και πια έρχεται λιγότερος κόσμος, εγώ χαίρομαι γιατί έρχονται πολλά παιδιά.”
Η βόλτα συνεχίζεται, σιγά σιγά οι καλλιτέχνες μαζεύονται. Ο Φιορεντίνο, η Βερούσκα, ο Έλβις, το ζεύγος Ντο Νικολάι. Οι φωτογράφοι, οι οδηγοί, οι εργάτες. Έξω δεκάδες παιδιά κοιτάζουν από τα κάγκελα την προετοιμασία των ζώων. Πλησιάζω στις τέντες. Ένα μικρό πόνι, μια εντυπωσιακή ζέβρα, κάτι παράξενα γουρούνια, μερικά ασθενικά κανίς, τρεις θεόρατες καμήλες. Ένας ελέφαντας με τραχύ και τριχωτό δέρμα, ελαφρώς αγριεμένος. Θηλυκιά είναι, τριάντα χρονών. Κοστίζει πάνω από σαράντα εκατομμύρια και τρώει είκοσι μπάλες σανό τη μέρα. Πίνει νερό δυο ώρες το εικοσιτετράωρο, μου λέει ο κύριος που τη φροντίζει. Κοιτάζω τα ζώα από μακριά. Τα κοιτάζω και στην παράσταση το βράδυ να υπακούν σε νούμερα που εντυπωσιάζουν τα παιδιά. Νούμερα όμως που η υπακοή που απαιτούν μου προκαλεί καχυποψία. Πολλές φορές τα αφήνουν νηστικά για ώρες, ενώ το ξύλο είναι καθημερινή συνήθεια προσαρμογής, μου λέει off the record, μέλος φιλοζωικής οργάνωσης.
Δίπλα στους στάβλους, πάνω σε μια φαγάνα στρώνει το χώμα ένας νεαρός. Είναι ο Γιόνες ο κλόουν. Τη μέρα ασχολείται σχεδόν με τα πάντα και τις νύχτες μεταμορφώνεται σε έναν από τους τρεις κλόουν του τσίρκου. Είναι είκοσι επτά χρόνων και φυσικά παιδί ενός από τους ιδιοκτήτες. “Άρχισα σαν ακροβάτης και πριν πέντε χρόνια έγινα κλόουν. Πρέπει να το χεις μέσα σου, το προβάρεις στον καθρέφτη και αν σ’ αρέσει, αρέσει και στον κόσμο. Ο κόσμος είναι δύσκολο να γελάσει σήμερα. Τα έχει δει όλα στην τηλεόραση. Τις κωμωδίες και τους κωμικούς, άρα γιατί να έρθει στο τσίρκο για να γελάσει;” Το πρόσωπο του είναι αστείο, τα ρούχα όμως του πρωινού δεν σε προδιαθέτουν για τη νυχτερινή μεταμόρφωση. Το βράδυ τα παιδιά τον συμπαθούν αμέσως γιατί είναι ο πιο χαριτωμένος από τους τρεις. Ένα είδος ηλίθιου με αλλεπάλληλες μούτες. Το μακιγιάζ του δεν είναι ιδιαίτερα έντονο. Υπάρχουν είδη κλόουν; “Υπάρχουν τρία είδη. Ο Agousto, ο γνήσιος, ο ασπρόμαυρος, Fatsa Bianca και ο Ηλίθιος. Εγώ κάνω τον τρίτο. Με τον καιρό οι μάσκες μικραίνουν, οι κλόουν μεταμορφώνονται σε μίμους. Παλιά υπήρχαν έντονα μακιγιάζ, τώρα μπαίνει και λίγο θέατρο. Το τσίρκο αλλάζει. Οι σχολές που έγιναν στην Ιταλία, το αλλάζουν, το εκσυγχρονίζουν. Του λέω για τη μυθολογία γύρω από τους κλόουν. Για το θλιμμένο πρόσωπο που κρύβουν κάτω από τη μάσκα. Το δάκρυ που τόσο έχει τραγουδηθεί.”
Μου λέει πως είναι απόρροια της γαλλικής ρομαντικής σχολής που έφτιαξε τους πιερότους, είναι μια δραματική εκδοχή που δεν την προτιμά. Ο πραγματικός κλόουν είναι ευτυχισμένος. Λες αστεία στους φίλους σου, κάνεις γκριμάτσες; “Ποτέ όταν κάνεις κάτι στη δουλειά μετά το βαριέσαι.” Τι γίνεται ένας κλόουν όταν μεγαλώσει πολύ; “Υπάρχουν πολλοί μεγάλοι κλόουν στην Ιταλία που δούλεψαν μέχρι πολύ προχωρημένη ηλικία. Ο Rasteli, o David Laribe που έκανε καριέρα μεγάλη στην Αμερική και το όνομα του έμπαινε πρώτο στην ταμπέλα. Ο Alexis στην Ισπανία. Πληρώνεται καλά η δουλειά σας; Όσο πιο καλός και γνωστός είσαι τόσο καλύτερα. Εγώ κάποτε δούλεψα και στην τηλεόραση, αλλά εκεί τρεις μήνες έχει δουλειά και μετά στοπ. Τελικά όλα είναι Fortuna la vita, τύχη στη ζωή.” Γυναίκες κλόουν έχετε στη δουλειά; Ναι και μερικές είναι πολύ καλές. Κουράζεσαι καθόλου με τη ζωή αυτή; “Με κουράζει η διαρκής μετακίνηση. Έχει στρες. Ελπίζω μια μέρα να γυρίσω για πάντα στη Φλωρεντία.” Ο Μπενίνι πως σου φαίνεται; “Ο καλύτερος. Είναι δάσκαλος. Ο τρόπος που μιλάει, κατάγεται και κοντά από την πόλη μου”.
Άφησα τον Γιόνες πίσω να συνεχίσει τις πρωινές εργασίες του. Το βράδυ που τον συνάντησα στην παράσταση μου είπε πως ήρθα σε κακή μέρα γιατί μερικά ακροβατικά δεν θα γίνουν, επειδή χτύπησε ένας ακροβάτης. Έπειτα έμαθα πως δεν έγιναν γιατί απλά έλειπε. Δεν ήταν το μόνο ψέμα που μου είπε ο κλόουν, όμως οι μύθοι τελικά φτιάχνονται και με αρκετή δόση ψέματος.
Περπατώντας ανάμεσα στα τροχόσπιτα προσπαθώ να εισέλθω με το μάτι στο εσωτερικό τους. Είναι πολύ δύσκολο. Με κλεφτές ματιές από τα παράθυρα βλέπω τηλεοράσεις να παίζουν με δορυφορική κεραία RAI, κορνίζες με φωτογραφίες στα κομοδίνα, μικρές γλάστρες με Αλεξανδρινά πάνω σε τραπέζια. Και σκύλους έξω από κάθε πόρτα. Τους δημιουργούν ένα αίσθημα προστασίας, μου είπε ένας κύριος που εργάζεται γι αυτούς. Είναι μια κοινωνία εξαιρετικά κλειστή, η κοινωνία των ανθρώπων του τσίρκου. Ένα εσωστρεφές σύμπαν που δεν εννοεί να ξανοιχτεί εύκολα στον έξω κόσμο. Διέγνωσα μια τάση άμυνας στην παράξενη συμπεριφορά τους. Ίσως η άρνηση της αποδοχής, η διαρκής περιπλάνηση που δεν βοηθά στη δημιουργία δεσμών με το περιβάλλον, ο φόβος απέναντι στους ξένους. Όπως και ναχει είναι εξαιρετικά δύσκολο να πλησιάσεις, να μιλήσεις και να αποσπάσεις μυστικά από τους περισσότερους. Τα πιο πολλά τα αντιλαμβάνεσαι από υπονοούμενα, τα υπόλοιπα τα καταλαβαίνεις αν σκεφτείς τι μπορεί να κρύβεται πίσω από αυτά που σου παρουσιάζουν ως ιδανικά.
Η Αγαθή, Θεσσαλονικιά που σχετίστηκε τυχαία με το τσίρκο και τους ακολουθεί στην περιοδεία τους στις πιο απίθανες πόλεις της χώρας, όπως τα Φάρσαλα και η Λειβαδιά, που στήνουν και ξεστήνουν για τρεις μέρες, λέει πως δεν είναι κακοί, αλλά απλά επιφυλακτικοί, γιατί εκτός από τα παιδιά οι υπόλοιποι δεν τους αποδέχονται εύκολα. Το βράδυ στην παράσταση όλα είναι διαφορετικά. Τα φώτα αναμένα, ο χώρος λιγότερο εντυπωσιακός από ότι τον περίμενα, οι πλαστικές καρέκλες και το κρύο που μπαίνει στην τέντα δείχνουν την παρακμή του είδους. Στη σκηνή ο Μάικ Λαμάρ, ένδοξος ταχυδακτυλουργός της ελληνικής τηλεόρασης στα χρόνια του ογδόντα παρουσιάζει το πρόγραμμα στα ελληνικά. Στα παρασκήνια όλοι ετοιμάζονται σιωπηλοί για τη σειρά τους. Δυο νεαροί Ισπανοί ακροβάτες σταυροκοπιούνται πριν βγουν, οι κλόουν προβάρουν γκριμάτσες, τα ζώα περιμένουν υπομονετικά, τον θηριοδαμαστή να τα καθοδηγήσει στη σκηνή. Κάποια στιγμή σε ένα δύσκολο ακροβατικό ο ακροβάτης αποτυγχάνει με την πρώτη. Στημένο ήταν για να χειροκροτήσουμε τη δεύτερη φορά, μου λέει μια φίλη δίπλα. Και έχει δίκιο. Στην επόμενη παράσταση επαναλαμβάνεται το ίδιο ακριβώς. Στο διάλειμμα τη σκηνή γεμίζει η ελεφαντίνα, οι κλόουν και ένας εξωτικός παπαγάλος. Είναι η ώρα που ξεφυτρώνουν δεκάδες φωτογράφοι και φωτογραφίζουν τα παιδάκια. Τρεις χιλιάδες η πόζα. Οι κοπέλες με αστραφτερές πράσινες στολές, κιτς του θανάτου, ενθαρρύνουν τους γονείς να φέρουν τα παιδιά στη σκηνή. Επόμενος σταθμός είναι η Τουρκία. Εκεί οι γυναίκες του τσίρκου δεν ακολουθούν.
Όταν σβήνουν τα φώτα μετά και τη δεύτερη παράσταση μαζεύονται πίσω στα τροχόσπιτα. Οι πιο νέοι κατεβαίνουν που και που στην πόλη. Οι υπόλοιποι μετρούν τις εισπράξεις, που δεν είναι πια τόσο πολλές και σκέφτονται τρόπους για την διαφήμιση τις επόμενες μέρες. Η κρίση αναγκάζει το τσίρκο να αναδιπλώνεται. Οι κλόουν γίνονται και ακροβάτες και οι ζογκλέρ θηριοδαμαστές. Ο καθένας εκτελεί τρία και τέσσερα νούμερα, ενώ οι δουλειές των εργατών γίνονται στην πλειοψηφία τους από τους ίδιους. Από την άλλη οι κατηγορίες για τον τρόπο που φέρονται στα ζώα, η ανάπτυξη τσίρκων μονάχα με ανθρώπους, σαν το Γκότο που είχε έρθει πέρσι στην πολιτιστική, αλλά και η πανάκριβη συντήρηση τους προκαλεί έντονο σκεπτικισμό. Χωρίς ζώα τα παιδιά δεν θα έρχονται και μεις θα μείνουμε χωρίς δουλειά, μου λέει ένας εργάτης που είναι μαζί τους δεκαπέντε χρόνια.
Τον Μάικ Λαμάρ, τον θυμάμαι από την τηλεόραση. Τα νούμερα του ήταν εντυπωσιακά και πάντα αναρωτιόσουν πως τα κάνει. Γιος του παλιού ταχυδακτυλουργού Λαμάρ, ή κατά κόσμο Λάμπρου Ματζαβίνου, από τον οποίο έμαθε πολλά κόλπα, φοίτησε για έξι μήνες σε εδική σχολή στο Λονδίνο. “Τα παιδιά των καλλιτεχνών φοιτούν δωρεάν, όπως και τα παιδιά των ανθρώπων του τσίρκου στις ειδικές σχολές της Ιταλίας. Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν υπάρχει χώρος να δουλέψεις. Τα παιδικά προγράμματα της τηλεόρασης είναι ανύπαρκτα, στα μπουζούκια έπρεπε να βγαίνεις νωρίς που τα τραπέζια ήταν άδεια. Δούλεψα μέχρι το 89 και μετά σταμάτησα γιατί δεν άντεχα όσους ήθελαν αν δουλεύω εγώ και να τα παίρνουν. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει καμία μέριμνα γιαυτό το λαϊκό θέαμα. Μονάχα η Μελίνα με είχε εμπιστευτεί να κάνουμε κάτι για το τσίρκο, αλλά μετά η ιστορία βούλιαξε όταν έφυγε”.
Δουλεύοντας τώρα πια στο τσίρκο, ο Λαμάρ έχει βρει ένα ρόλο που ξέρει να κάνει καλά. Γι αυτό και τον εμπιστεύονται όλοι οι επιχειρηματίες που φέρνουν σχήματα του εξωτερικού. Ένα είδος εντερτέινερ-εμψυχωτή της παράστασης. Έχεις κάνει φίλους από όλα αυτά τα τσίρκο που δούλεψες; Όχι. Είναι πολύ κλειστοί άνθρωποι. Δεν ανοίγονται. Όλα γίνονται εδώ μέσα, οι γάμοι τα βαφτίσια τους, αρρώστιες. Δεν ανοίγονται. Σχολείο πηγαίνουν εδώ; Όχι, στην Ιταλία, αλλά η κυβέρνηση είναι ελαστική μαζί τους όταν λείπουν. Όπως και με τη θητεία που την εξαγοράζουν. Διαπιστώνεις κρίση στο τσίρκο; “Υπάρχει όντως. Στην Ευρώπη τα μεγάλα τσίρκο ενώνονται, συγχωνεύονται, εδώ δεν μπορούμε να φέρουμε πια μεγάλα σχήματα. Έρχονται μερικά μικρά που είναι αρπαχτές, ο κόσμος δυσανασχετεί και όταν έρθει κανένα μεγαλύτερο δεν το εμπιστεύονται”. Μου μιλάει για την έλλειψη ενδιαφέροντος, για τα παιδιά που αν δεν είσαι καλός σ’ αυτή τη δουλειά σε παίρνουν χαμπάρι αμέσως.
Θυμάμαι τις μυθικές μορφές του τσίρκου. Τον Ζαμπανό και τη Τζελσομίνα στο “Λα Στράντα” του Φελίνι. Την ακροβάτιδα που ερωτεύτηκε ο άγγελος στα “Φτερά του έρωτα” του Βέντερς. Τα παλιά νούμερα με τις μυστηριώδεις γυναίκες με το μούσι και τα διπλά κεφάλια. Τις ατραξιόν που έφτιαξαν το μύθο. Τον δαιμόνιο Φίλιπ Άστλει που έστησε το πρώτο τσίρκο. Το Μεντράνο και το Αμερικάνο των παιδικών μας χρόνων. Κοιτάζω γύρω μου τα τελευταία υπολείμματα αυτού του θαυμάσιου κόσμου, που μοιάζουν πια λίγο θλιβερά. Η κόρη μου ενθουσιασμένη χειροκροτά. Άνθρωποι είναι αυτοί, με ρωτάει δείχνοντας τους ακροβάτες στην οροφή; Μαγικοί της λέω. Φεύγοντας τότε έκανα μια πονηρή σκέψη. Να ανοίξω τις πόρτες από τα κλουβιά των ζώων. Να αφεθούν ελεύθερα προς το Δερβένι…
info: Η Ελλάδα έγινε η πρώτη χώρα στην Ευρώπη και η δεύτερη στον κόσμο που απαγόρευσε τα τσίρκο με ζώα! Μολονότι δεν φημίζεται για τη θέσπιση τολμηρών μέτρων στην κατεύθυνση της προστασίας των ζώων (και όχι μόνο), η συντονισμένη προσπάθεια φιλοζωικών οργανώσεων, όπως ο Αρκτούρος, και ενεργών πολιτών απέδωσε καρπούς. Στις 31 Ιανουαρίου, η ελληνική Βουλή ψήφισε κατά πλειοψηφία νόμο του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων «Για τα δεσποζόμενα και τα αδέσποτα ζώα συντροφιάς και την προστασία των ζώων από την εκμετάλλευση ή τη χρησιμοποίηση με κερδοσκοπικό σκοπό» που απογορεύει τη λειτουργία τσίρκων και κάθε είδους παραστάσεων με ζώα όπως και τη χρησιμοποίησή τους σε επιχειρήσεις ψυχαγωγικών παιχνιδιών, πίστες αυτοκινήτων, μουσικές συναυλίες, επιδείξεις, πανηγύρια και άλλες εκδηλώσεις.(Πηγή: Καθημερινή)