Ο χαμένος (;) πίνακας του Τάσσου

Γιατί απομακρύνθηκε «εν μια νυκτί» αυτός ο κρυμμένος θησαυρός από τον τόπο του και δεν επισπεύτηκαν οι διαδικασίες ανάδειξής του στην πόλη όπου ανήκε.

Κύα Τζήμου
ο-χαμένος-πίνακας-του-τάσσου-16780
Κύα Τζήμου
1.jpg

Θα μπορούσε να είναι τίτλος αστυνομικού μυθιστορήματος. Και η αλήθεια είναι ότι ανακαλύπτονται χιλιάδες «πράματα και θάματα» μέσα στον ελληνικό χώρο για τα οποία «κανείς δεν ήξερε και κανείς δε ρώταγε» που κάνουν τον τόπο μας ιδανικό φόντο αστυνομικών ιστοριών μυστηρίου (Ο κ. Μάρκαρης το έχει πιάσει το νόημα). Φωτογραφικές τροπολογίες, πολιτικοί που κομπάζουν και χαμογελούν περήφανοι για αυτά που θα έπρεπε να δίνουν λογαριασμό στους πολίτες και να ντρέπονται, μια πρωτεύουσα που διατηρεί τη νοοτροπία της πόλης- κράτους και μια Θεσσαλονίκη που έχει «πιαστεί στον ύπνο», λόγω αδιαφορίας και απραξίας, τόσες φορές που καταντάει αηδία πια.

Το ζήτημα στην προκειμένη περίπτωση αφορά τη δωρεά του Υπουργού Γεωργίας, στις 10 Απριλίου, ενός σπάνιου πίνακα του Τάσσου στην Εθνική Πινακοθήκη. Το όλο θέμα έγινε γνωστό κυρίως μέσα από το blog του κυρίου Σαλπιστή που «ανακάλυψε» τη απομάκρυνση του πίνακα από την περίφημη κόκκινη καπναποθήκη της Σταυρούπολης και πρώτος αναρωτήθηκε με ποιον τρόπο κινήθηκε αυτή η διαδικασία. Η αλήθεια είναι ότι κατά τους ιθύνοντες η μεταφορά ολοκληρώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες (που να τρέχουμε τώρα εν μέσω κρίσης, έχουμε και μια νταλίκα που «κάθεται»). Για να προλάβουν να διασώσουν το έργο πριν την προκύρηξη εκλογών ίσως; αναρωτιέται κανείς. Είναι άγνωστο (μάλλον σχεδόν σίγουρο ότι καμιά ενημέρωση δεν έγινε), βέβαια, αν ρωτήθηκε κανείς στη Νομαρχία και στον ενδιαφερόμενο δήμο της Σταυρούπολης για την «οικειοποίηση» του έργου από τον Υπουργό.

Ομολογώ ότι είχα πλήρη άγνοια ότι στην πόλη μας υπήρχε αυτός ο κρυμμένος θησαυρός και μάλιστα εγκαταλειμμένος σε μια κλειστή καπναποθήκη στη Σταυρούπολη, την οποία κοσμούσε εδώ και 50 χρόνια. Το έργο, καταρχάς, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Υπουργού και το επίσημο Δελτίο Τύπου του Υπουργείου «εντοπίστηκε ΤΥΧΑΙΑ από τον υφυπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης Γιάννη Δριβελέγκα και τον γ.γ. του υπουργείου Γιώργο Κανελλόπουλο». Τυχαία περνούσαν, λοιπόν, από την εγκαταλειμένη καπναποθήκη και έκαναν αυτήν την ανακάλυψη. Κάπως σαν τον Κολόμβο που τυχαία ανακάλυψε την Αμερική πλέοντας για τις Ινδίες. Δεν ξέρω προς τα πού έπλεε το συγκεκριμένο κλιμάκιο, το θέμα είναι ότι θεωρεί ότι «ανακάλυψε» έναν θησαυρό για τον οποίο οι πάντες είχαμε άγνοια εδώ στα κατσάβραχα της ακριτικής Θεσαλονίκης. Ούτε γνωρίζω γιατί το πρώτο τηλέφωνο ήταν προς τον φιλότεχνο και «ευαίσθητο» σε καλλιτεχνικά θέματα Υπουργό (ναι, έτσι περιγράφεται ο κ. Σκανδαλίδης στην μικρή τελετή παράδοσης του έργου στην Εθνική Πινακοθήκη) και όχι προς τη Νομαρχία στην οποία φέρεται να ανήκει η καπναποθήκη που αποτελούσε τη στέγη (φιλόξενη ή αφιλόξενη θα το δούμε στην πορεία) του έργου.

Σύμφωνα με τον Τύπο: «Η ζωγραφική ζωφόρος μνημειακών διαστάσεων των καλλιτεχνών Τάσσου Αλεβίζου και Λουκίας Μαγγιώρου εντοπίστηκε στο παλαιό κρατικό καπνεργοστάσιο της Θεσσαλονίκης, μεταφέρθηκε στην Αθήνα και δωρήθηκε στην Εθνική Πινακοθήκη με πρωτοβουλία του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, κ. Κώστα Σκανδαλίδη». Πουθενά δεν αναφέρεται φυσικά σε ποιον τελικά ανήκει το έργο αυτό, από ποιον θα έπρεπε να ζητηθεί, αν τελικά όντως οι κύριοι Δριβελέγκας και Κανελόπουλος ανακάλυψαν την Αμερική «τυχαία» και φυσικά αν είχε το παραμικρό δικαίωμα το Υπουργείο Γεωργίας να χαρίσει ένα σπουδαίο έργο που δεν του ανήκε (!).

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα απ΄την αρχή. Η πρώτη δημόσια αναφορά για τον πίνακα έγινε μέσω του πρώτου τεύχους του βραχύβιου περιοδικού «Ο Δημότης», ενός free press περοδικού της Σταυρούπολης γενικού ενδιαφέροντος, σε άρθρο του κυρίου Σπύρου Λαζαρίδη, εκπαιδευτικού και ενεργού πολίτη και αναδημοσιεύεται στο blog του μαζί με μια ενδιαφέρουσα επιστολή του προς την Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών Α. Τάσσου και τους τότε διευθυντές της Μποστ και Λουκία Μαγγιώρου – Τάσσου. Τον Ιανουάριο του 1991, που ο κ. Λαζαρίδης έμαθε και ενδιαφέρθηκε για τον πίνακα, στην καπναποθήκη στεγαζόταν ακόμα ο Εθνικός Οργανισμός Καπνού Θεσσαλονίκης και το έργο υπήρχε σε κοινή θέα των πολιτών (χωρίς όμως να αναδειχθεί και να γίνει ευρέως γνωστή η παρουσία του στους Θεσσαλονικείς). Ακόμα και ο ίδιος ο κ. Λαζαρίδης βρέθηκε προ εκπλήξεως και μάλιστα αναφέρει σε ένα άλλο άρθρο του που δημοσίευσε με αφορμή ενός άρθρου του Αγγελιοφόρου απο το Μάιο του 2010 που αφορούσε στην κόκκινη καπναποθήκη: «Δεν γνωρίζω τι ακριβώς έχει η Νομαρχία και οι υπηρεσίες της κατά νου. Δυστυχώς η Σταυρούπολη δεν κατέβαλε όσες προσπάθειες απαιτούνταν και το κτίριο κατέληξε στη Νομαρχία. Το 1992 όταν δημοσίευα το παραπάνω κείμενο φοβόμουν πως θα πλάκωναν πανεπιστήμια και πανεπιστημιακοί και θα έπαιρναν το έργο από το φυσικό του χώρο και θα το έκλειναν σε κανένα μουσείο. Δεν ενδιαφέρθηκε κανείς. Έχω αλληλογραφία με το Ίδρυμα Α. Τάσσου για το συγκεκριμμένο έργο τότε που ζούσε ακόμα ο Μποστ και η Λουκία Μαγγιώρου-Τάσσου, σύζυγο του Τάσσου Αλεβίζου. Ας μείνει εκεί κι ας το προσέχουν οι αρμόδιοι για να το χαίρονται οι πολίτες, μου είχαν γράψει. Το καταθέτω, εδώ, ξανά! Μην προκύψει καμία ανακαίνιση και κανένα βάψιμο του κτιρίου και πάει το έργο άκλαφτο!»

Οι μόνες ενέργειες τελικά που αφορούν στο συγκεκριμένο έργο φαίνεται να έχουν γίνει από το «φτωχό και μόνο κάου μπόι» κ. Λαζαρίδη: «Ο χώρος άλλαξε χρήση, αλλά τα κοινωνικά χαρακτηριστικά στο ευρύτερο γεωγραφικό τοπίο δεν άλλαξαν σημαντικά. Πράγμα που σημαίνει πως υπάρχουν δράσεις που θα μπορούσαν να φιλοξενηθούν εκεί και να συμβιώνουν με(και να αναδεικνύουν) το συγκεκριμένο έργο. Τέτοιες δράσεις αποτυπώθηκαν σε μια στοιχειώδη μελέτη κατά τη διάρκεια της αντιδημαρχίας μου (2005-2006), αλλά οι επανειλημμένες προσπάθειές μου να αποσπάσω τη συναίνεση του, τότε, νομάρχη (στη νομαρχία δόθηκε για 90 χρόνια από τον υφυπουργό γεωργίας κ. Κοντό και στην τελετή παράδοσης τούς είχα επισημάνει ξανά και το έργο και την αναγκαιότητα παραμονής του εκεί) δεν ευοδώθηκαν». Στο βίντεο που δείχνει την παράδοση του έργου από τον κ. Σκανδαλίδη στη διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης ειπώθηκαν πολλά και τίποτα και φαντάζομαι αμέσως μετά όλοι γύρισαν στα σπίτια τους ευτυχισμένοι και χαρούμενοι για μια ακόμα τεράστια επιτυχία από το πουθενά, από αυτές που ακόμα προσπαθούμε να κατανοήσουμε εδώ στη Θεσσαλονίκη.

Καλά να πάθουμε, θα μου πείτε, και θα συμφωνήσω, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μου στο συγκεκριμένο άρθρο. Το θέμα μου είναι ότι εφόσον υπήρχε ενδιαφέρον να επαναλειτουργήσει το ιστορικό κτίριο της κόκκινης καπναποθήκης, ως πολιτιστικός χώρος με χρήματα του ΕΣΠΑ και προφανώς να αναδείξει μεταξύ άλλων το άγνωστο αυτό και σπάνιο ζωγραφικό έργο του Τάσσου (ένα από τα 9 που αναφέρεται ότι υπάρχουν από τον γνωστό μόνο για τα χαρακτικά του καλλιτέχνη) γιατί απομακρύνθηκε «εν μια νυκτί» από τον τόπο του και δεν επισπεύτηκαν από την κρατική μηχανή οι διαδικασίες ανάδειξής του στην πόλη όπου ανήκε. Απαράδεκτο βέβαια είναι που παρέμενε αφύλακτο και απροστάτευτο εδώ και 12 περίπου χρόνια (αν και η άριστη κατάσταση στην οποία διατηρείτο με κάνουν να αμφιβάλλω για την εγκατάλλειψη στην οποία αναφέρονται), ενώ 300 μέτρα μακρύτερα λειτουργεί το Κρατικό Μουσείο Τέχνης στη Μονή Λαζαριστών (μια άλλη καπναποθήκη που είχε καλύτερη τύχη και αναδείχτηκε σε ένα από τους πιο όμορφους πολιτιστικούς χώρους της πόλης μας από το 1997). Γιατί, αναρωτιέμαι, δεν φιλοξενήθηκε εκεί μετά την εγκατάλειψη του κτιρίου από τη χρήση του. Η απάντηση είναι μάλλον, καθαρά λόγω της συνηθισμένης αναβλητικότητας και αρτηριοσκλήρωσης της Νομαρχίας να προχωρήσει το θέμα της επαναλειτουργίας της καπναποθήκης (άλλη μια περίπτωση αδυναμίας να απορροφηθούν χρήματα του ΕΣΠΑ).

Σαν κερασάκι στην τούρτα της απίστευτης αυτής ιστορίας αρκούν τα λεγόμενα του Υπουργού και της Διευθύντριας της Πινακοθήκης κ. Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα, που χαριτολογούν στην τελετή της παράδοσης μη υποψιαζόμενοι καν (;) ότι ίσως η μεταφορά του στην Εθνική Πινακοθήκη να είναι αυθαίρετη και «μαρτυρά» άλλη μια αλλαζονική συμπεριφορά του αθηναϊκού συγκεντρωτισμού. ««Σήμερα είναι για μας μια ξεχωριστή ημέρα. Έχουμε μπροστά μας ένα εκπληκτικό έργο, αξιοσημείωτου μεγέθους, που απεικονίζει την καλλιέργεια της θρακιώτικης ποικιλίας «Μπασμάς» και το «ανακαλύψανε» στο κτήριο του παλαιού Καπνεργοστασίου, σε μια επίσκεψή τους, ο Υφυπουργός Γιάννης Δριβελέγκας και ο Γενικός Γραμματέας Γιώργος Κανελλόπουλος…» λέει ο Υπουργός και η Διευθύντρια της Πινακοθήκης απαντά πανευτυχής: «Θα ήθελα να ευχαριστήσω προσωπικά τον κ. Σκανδαλίδη που σκέφτηκε να διασώσει αυτό το μνημειακό έργο, το οποίο σώθηκε επειδή ευτυχώς δεν το παρατήρησε κανείς (καράμπα λέμε τώρα όλοι εν χορώ μπροστά στην απίστευτη βλακεία αυτής της μνημειώδους φράσης). Τον ευχαριστούμε εκ μέρους όλης της Εθνικής Πινακοθήκης για την πατριωτική του ευαισθησία (σας ήρθε κι εσάς σκοτοδίνη;). Το έργο θα αξιοποιηθεί, πολύ γρήγορα, θα ετοιμάσουμε μία έκθεση στην Εθνική Γλυπτοθήκη, όπου θα προσθέσουμε και άλλα έργα με παρόμοιο θέμα (οι υπόλοιπες πόλεις αγρυπνείτε, δεν ξέρετε τι μπορεί να μεταφερθεί στο μέλλον αυθαιρέτως στην Εθνική μας Πινακοθήκη)».

Ένα από τα απίστευτα ευτράπελα της όλης διοργάνωσης είναι η ερώτηση που απευθύνεται στον κ. Σκανδαλίδη σχετικά με την ταυτότητα του ιδιοκτήτη της μακέτας του έργου (όχι φυσικά του ίδιου του έργου, ποιος νοιάζεται) που βρισκόταν τόσα χρόνια στην Αθήνα και κοσμούσε κάποιον τοίχο του Υπουργείο Γεωργίας (ε ναι καλό επιχείρημα είναι: αφού μας ανήκει (;) η μακέτα γιατί όχι και το έργο). Ο Σωτήρας του έργου, λοιπόν, ο κ. Σκανδαλίδης βρίσκει επίσης πολύ αστείο και το γεγονός ότι «η μακέτα που ήταν στο κτίριό μας που λειτουργούσε κανονικά (λειτουργεί αλήθεια κανονικά αυτό το υπουργείο όπως και τα υπόλοιπα;) έχει επι μέρους καταστραφεί (ίσως από το azax της καθαρίστριας;), ενώ το 12μετρο έργο που παρέμενε αφύλακτο και χωρίς καμιά προσπάθεια συντήρησής του δεν παρουσιάζει την οποιαδήποτε φθορά» (έλα καλέ τι τυχερό ήταν αυτό;)

Πριν το πάθω λοιπόν το εγκεφαλικό, ας σας πω λίγα πράγματα για την ιστορία του έργου, που επίσης δεν είναι ξεκάθαρη, και μετά να πάω να χτυπήσω το κεφάλι μου σε καμιά καλή γωνία. Το έργο, κατά το Υπουργείο, παραγγέλθηκε από τον Παπαστράτο για να κοσμήσει το κτίριο της κόκκινης καπναποθήκης το 1960 (η κόκκινη καπναποθήκη κατασκευάστηκε κατά τη διάρκεια μιας από τις θητείες του Κωνσταντίνου Καραμανλή –μεταξύ 1955 και 1963 και γι΄αυτό και είναι γνωστή και ως καπαναποθήκη Καραμανλή και το κτίριο δεν δείχνει να έχει φθορές εγκατάλειψης). Στην πραγματικότητα παραγγέλθηκε από τον Εθνικό Οργανισμό Καπνού για να κοσμήσει το περίπτερό του στη ΔΕΘ στα τέλη της δεαετίας του 60 και παρέμεινε μερικά χρόνια εκεί προτού μεταφερθεί στην καπναποθήκη όταν αυτή στέγασε τον Οργανισμό μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 90). Πρόκειται για ένα μνημειακό έργο του χαράκτη Τάσσου μήκους 12.40 μ. με τίτλο «Η καλλιέργεια του καπνού». Το έργο, σε άριστη κατάσταση, λάδι σε μουσαμά επικολλημένο σε ξύλο, θεωρείται μοναδικό για το μέγεθος, την τεχνοτροπία και την ένταση χρωμάτων και σχεδίων και συνυπογράφεται από τον Τάσσο και τη γυναίκα του Λουκία Μαγγιώρου (εξ ου και το κεφαλαίο Λ. που προηγείται της υπογραφής του Τάσσου).

Δεν ξέρω ποιος βγαίνει κερδισμένος από αυτήν την ιστορία (ίσως τελικά μόνο το έργο του Τάσσου που επιτέλους αναγνωρίζεται η τεράστια αξία του και βγαίνει από την αφάνεια) αλλά σίγουρα όχι η πόλη μας που αμέλησε και απέτυχε για άλλη μια φορά να αναδείξει τα «παιδιά» της, προς όφελος, σε σημείο πρόκλησης, της Αθήνας εννοείται.

Δεν θέλω να φανεί ότι κατηγορώ την Εθνική Πινακοθήκη για το έργο της να αναδείξει την ελληνική τέχνη. Απλώς τέτοιου είδους ενέργειες καλό θα είναι να μην υπάρχουν και η οποιαδήποτε μεταφορά έργων τέχνης να γίνεται σε πλήρη διαφάνεια. Το φταίξιμο ανήκει σε όλους μας και όχι μόνο στους «κακούς» Αθηναίους. Στη Νομαρχία, στους υπεύθυνους των Μουσείων, στους δημοσιογράφους της πόλης μας και σε όλους εμάς τους πολίτες της Θεσσαλονίκης και πραγματικούς ιδιοκτήτες του έργου.

TAΣΣΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΣ

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα