Οι γενιές που διαρκώς «κόβουν» για να τα βγάλουν πέρα…

Δύο ειδικοί εξηγούν τις μακροπρόθεσμες συνέπειες του να στερούνται οι άνθρωποι διαρκώς πράγματα...

Νίκος Γκάγιας
οι-γενιές-που-διαρκώς-κόβουν-για-να-τ-911800
Νίκος Γκάγιας

«Οι Έλληνες κόβουν ελαιόλαδο, κόκκινο κρέας και ψάρι», «Η ακρίβεια “χτυπάει” τα ελληνικά νοικοκυριά», «Κόβουν» μπάνιο, μαγείρεμα και σιδέρωμα οι Έλληνες για να τα βγάλουν πέρα». 

Αυτοί είναι τρεις συνηθισμένοι τίτλοι αν κάποιος μπει στα ειδησεογραφικά site. Καθημερινά δημοσιεύονται δεκάδες έρευνες που δείχνουν το πόσο δύσκολα τα βγάζουν πέρα τα νοικοκυριά με την ακρίβεια. Βεβαίως όλο αυτό που διαβάζουμε σε μελέτες που αναρτώνται αντικατοπτρίζεται και στην καθημερινότητα μας, καθώς όλοι μας δυσκολευόμαστε ή έχουμε φίλους-γνωστούς που αγκομαχούν για να βγει ο μήνας.

Σύμφωνα με δημοσκόπηση της Politic, oι Έλληνες μείωσαν κατά 70% την κατανάλωση φέτας, ελαιολάδου, ψαριού. Επίσης ένας στους τρεις… χρωστάει χρήματα, ενώ το 62% θεωρεί πως το 2024 θα είναι χειρότερη χρονιά.

Οι άνθρωποι μεταξύ 20-40 ανήκουν στις γενιές που έχουν περάσει τα πιο παραγωγικά χρόνια της ζωής τους μέσα σ’ ένα καθεστώς μόνιμης κρίσης. Η μονιμοκρίση (λέξη της χρονιάς για το 2022) ορίζεται ως «μια παρατεταμένη περίοδος αστάθειας και ανασφάλειας», κάτι που κάποιοι μπορεί να ισχυριστούν ότι περιγράφει με ακρίβεια τη συνθήκη των τελευταίων ετών. Η ομάδα του αγγλικού λεξικού Collins δήλωσε ότι επέλεξε τη λέξη καθώς «συνοψίζει αρκετά επιγραμματικά το πόσο αληθινά απαίσιο ήταν το 2022 για τόσο πολλούς ανθρώπους». Φυσικά αυτή η κατάσταση θα μπορούσε να πει κανείς πως συνεχίζεται και το 2023.

Έχουν περάσει 15 χρόνια, όπου άνθρωποι αυτών των ηλικιών διαρκώς ζουν έντονες καταστάσεις. Από το παγκόσμιο κραχ του 2008, την ελληνική οικονομική κρίση, την πανδημία, τον πόλεμο στην Ουκρανία και τώρα στη Μέση Ανατολή και την χειρότερη κρίση ακρίβειας των τελευταίων δεκαετιών. Όλα αυτά τα έντονα γεγονότα όπως είναι λογικό έχουν ή θα έχουν επιπτώσεις στους ανθρώπους που τα βιώνουν.

Όπως εξηγεί η ψυχολόγος Έλλη Χατζηπαζαρλή περισσότερο από όλες αυτές τις καταστάσεις βλάπτονται τα χαμηλά και μεσαία κοινωνικά-οικονομικά στρώματα, χωρίς να εξαιρούνται και άνθρωποι υψηλότερων στρωμάτων.

«Μακροπρόθεσμα εκδηλώνονται αγχώδεις και καταθλιπτικές διαταραχές, κρίσεις πανικού και διαταραχές ύπνου. Λίγο λιγότερες συχνές είναι οι απόπειρες αυτοκτονίας. Αυτά μπορεί να βιώσει ένας άνθρωπος όταν βιώνει έντονα και για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα κάτι στρεσογόνο. Υπάρχουν πολύ αυξημένα ποσοστά στις κρίσεις πανικού σε αυτές τις ηλικίες γιατί υπάρχει η απώλεια της εργασίας, η ανεργία, ο φόβος, η μειωμένη οικονομική δυνατότητα, η ανάγκη να ανταποκριθείς στις προσδοκίες των άλλων. Η γενιά των 30  έχει μεγαλύτερο ζήτημα και θέλει να το συζητήσει. Οι μικρότεροι ακόμα δεν έχουν απόλυτη επίγνωση. Όμως από τα 30 έως τα 50 έχουν κατακερματιστεί, καθώς τους έχει στοιχίσει πολύ τα όσα έχουν συμβεί» 

Το προφίλ των ανθρώπων που αναζητούν βοήθεια

Οι  άνθρωποι που αναζητούν βοήθεια συνήθως είναι μόνοι τους γιατί ιδίως στις γυναίκες υπάρχει η σκέψη “σε τι κόσμο θα φέρω το παιδί μου”, οπότε συνειδητά δεν κάνουν παιδιά. Οι άνδρες από την άλλη έχουν επικεντρωθεί στο κομμάτι της καριέρας και όχι σ’ αυτό της οικογένειας.

Επίσης οι περισσότεροι έχουν δουλειά καθαρά και μόνο βιοποριστικά, εννοώντας πως μπορεί να δουλεύουν σε άθλιες συνθήκες εργασίας, ενώ μπορεί να έχουν 2 μεταπτυχιακά.

«Νιώθω πως θα είναι πάντα έτσι τα πράγματα και ότι δεν μπορώ να τα αλλάξω»

Η Μαρία είναι 28 χρονών εργάζεται σε μία δουλειά που όπως εξηγεί στη Parallaxi τις αποδίδει ικανοποιητικά χρήματα, παρ’ όλα αυτά δεν είναι ποτέ αρκετά έτσι ώστε να νιώθει ασφάλεια.

«Δεν ξέρω τι πρέπει να γίνει για να βγει ο μήνας και να νιώθω μία σχετική ασφάλεια πως έχω κάποια χρήματα στην άκρη για μία ώρα ανάγκης. Μετά από δύο χρόνια στην ίδια δουλειά έχω πειστεί πως δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξει η ζωή μου καθώς και αλλού να πάω να εργαστώ δεν θα έχω άνεση χρημάτων. Αισθάνομαι πως δεν μπορώ να αλλάξω τα πράγματα κι έτσι μένω στην ασφάλεια της τωρινής εργασίας μου. Έχω κουραστεί να στερούμαι κάτι που θέλω από το σούπερ-μάρκετ ή να ψάχνω τις προσφορές όλη την ώρα για να μην μείνω στον άσσο στο τέλος του μήνα»

Πόσο καλό κάνει στην υγεία μας το να κόβουμε ή να ελαττώνουμε από την διατροφή μας προϊόντα;

Μπορεί κανείς να μην το έχει σκεφτεί αλλά όταν αναγκαζόμαστε λόγω έλλειψης χρημάτων να αφαιρέσουμε ή να μειώσουμε σημαντικά τροφές υψηλής διατροφικής αξίας, αυτό μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες. Ίσως όχι σήμερα ή αύριο αλλά αν αυτό συνεχιστεί για καιρό, μέσα στα επόμενα χρόνια είναι δεδομένο πως θα χτυπήσουν «καμπανάκια» στον οργανισμό μας.

Η διαιτολόγος, διατροφολόγος, Ναταλία Κολοκοτρώνη με εξειδίκευση στις διατροφικές διαταραχές και την παχυσαρκία εξηγεί πως στις μέρες μας παρατηρούμε μία συνεχόμενα αύξηση στις τιμές των προϊόντων που αυτόματα οδηγεί τους καταναλωτές να επιλέγουν προϊόντα χαμηλότερης τιμής και κατ’ επέκταση χαμηλότερης ποιότητας.

«Παρατηρούμε αύξηση στις τιμές των θρεπτικών προϊόντων όπως το ελαιόλαδο, η φέτα, τα ψάρια, τα φρούτα και τα λαχανικά τα οποία είναι βασικά συστατικά της μεσογειακής διατροφής η οποία έχει αποδειχθεί παγκοσμίως ότι είναι η πιο ευεργετική για την υγεία μας. Μοιραία λοιπόν όλο και περισσότεροι καταναλωτές βγάζουν από το καλάθι του νοικοκυριού τους τα θρεπτικά αυτά τα τρόφιμα και τα αντικαθιστούν με επεξεργασμένες τροφές πλούσιες σε ζάχαρη και συντηρητικά και αποδεδειγμένα βλαβερές για την υγεία.

Είναι γνωστό ότι η βιομηχανία των τροφίμων είναι έτσι σχεδιασμένη ώστε τα προϊόντα που είναι λιγότερο θρεπτικά να έχουν φανταχτερές συσκευασίες και προσιτές τιμές. Αυτός είναι ο βασικός λόγος που τα τελευταία χρόνια αποκτούν φανατικό κοινό που κάνει μαζικές αγορές χωρίς ιδιαίτερο κόστος στο πορτοφόλι του. Όπως καταλαβαίνεται τα τρόφιμα αυτά γίνονται ακόμη πιο θελκτικά όταν δημιουργείται και ένα ακόμη κίνητρο για να τα καταναλώνουμε και δεν είναι άλλο από αυτό της ακρίβειας»

Τι θα συνέβαινε άραγε στον οργανισμό μας αν αντικαθιστούσαμε τα φρέσκα και υγιεινά τρόφιμα με περισσότερα επεξεργασμένα;

Όπως εξηγεί η ειδικός κ. Κολοκοτρώνη: «μα φυσικά αυτό που έχει προβλέψει ο παγκόσμιος οργανισμός υγείας. Μέχρι το 2030 ότι ο μισός πλανήτης θα είναι υπέρβαρος ή παχύσαρκος.», ενώ συμπληρώνει πως «περισσότερες επεξεργασμένες τροφές, χαμηλής ποιότητας λάδι, πλούσια σε ζάχαρη τρόφιμα οδηγούν σε αύξηση βάρους που έχει ως συνέπεια διάφορες παθήσεις όπως η παχυσαρκία, οι υπερλιπιδαιμίες, ο σακχαρώδης διαβήτης, η αυξημένη αρτηριακή πίεση, τα νοσήματα του εντέρου, τα καρδιαγγειακά, η εμφάνιση καρκίνου αλλά και ψυχικά νοσήματα.

Η αλήθεια είναι ότι στο πλαίσιο αυτό το οικονομικό όφελος είναι πολύ μεγάλο για πολλές βιομηχανίες όπως των τροφίμων, του αδυνατίσματος αλλά και των φαρμάκων. Είναι πολλές οι φορές που αναρωτιέμαι ποιον ακριβώς θα συνέφερε αν οι άνθρωποι τρεφόμασταν με θρεπτικά τρόφιμα, διατηρούσαμε ένα υγιές βάρος και κατ’ επέκταση μια καλή κατάσταση υγείας. Η απάντηση είναι κανέναν.

Ταυτόχρονα με όλα αυτά, ζούμε σε μια εποχή που υπερκαταναλώνουμε φαγητό είτε είναι υγιεινό είτε όχι.

Μήπως τελικά η λύση είναι να αλλάξουμε τους ρόλους να πάρουμε το θέμα της διατροφής και της υγείας μας πιο σοβαρά και αντί να αγοράζουμε περισσότερα επεξεργασμένα τρόφιμα να εμπλουτίσουμε τη διατροφή μας με μικρότερες ποσότητες από υγιεινά τρόφιμα; Να κάνουμε καλύτερη διαχείριση της ποσότητας και του φαγητού που χρειαζόμαστε στα νοικοκυριά μας;

Η αλήθεια είναι ότι θα καταλήξουμε να ξοδεύουμε τα ίδια από το πορτοφόλι μας χωρίς να χρειαστεί τα χρήματα που γλυτώνουμε τώρα επιλέγοντας χαμηλότερης ποιότητας προϊόντα να χρειαστεί να τα δώσουμε αργότερα σε φαρμακευτικές αγωγές και γιατρούς!»

Συνθήκες ασφυξίας δημιουργούνται για τους καταναλωτές στην Ελλάδα

Από τη μία πλευρά η συνεχιζόμενη ακρίβεια και από την άλλη τα ανεπαρκή εισοδήματα οδηγούν σε μεγαλύτερς δυσκολίες μέσα στους επόμενους μήνες και αλλαγή αγοραστικής συμπεριφοράς.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το 17,4% του πληθυσμού της χώρας απειλεί ο κίνδυνος φτώχειας, σύμφωνα με την έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνεται υπόψη μόνο η ισοδύναμη δαπάνη με τρόπο κτήσης την αγορά (17,1% το 2021), ενώ ο δείκτης μειώνεται στο 13,4% του πληθυσμού (12,2% το 2021), όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσης (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κ.λπ.). Ενώ, οι ανατιμήσεις στα είδη διατροφής, οδηγούν τα νοικοκυριά να δαπανούν όλο και περισσότερα στις συγκεκριμένες ανάγκες, αγοράζοντας ωστόσο λιγότερα αγαθά. Μάλιστα, παρατηρήθηκε και αλλαγή στις συνήθειες των Ελλήνων.

Είναι χαρακτηριστικό πως σχεδόν δύο δισεκατομμύρια ευρώ λιγότερα δαπάνησαν τα νοικοκυριά στην Ελλάδα το 2022 σε σύγκριση με το 2009 για είδη παντοπωλείου – διατροφής, καθώς υπολογίζεται ότι ενώ η συνολική δαπάνη το 2009 ήταν 22,10 δισ. ευρώ, το 2022 διαμορφώθηκε σε 20,28 δισ. ευρώ και μάλιστα σε ένα έντονα πληθωριστικό περιβάλλον. Αυτό δείχνει πως οι πολίτες δαπανούν λιγότερα χρήματα για ελαιόλαδο, κρέας και φρέσκο γάλα, αλλά περισσότερο για είδη αρτοποιίας και γενικώς υδατάνθρακες και προτιμούν το αρκετά φθηνότερο κοτόπουλο, από το μοσχαρίσιο και αιγοπρόβειο κρέας.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) που επεξεργάστηκε το Ινστιτούτο Ερευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), η δαπάνη κατά κεφαλήν σε είδη παντοπωλείου διαμορφώθηκε το 2022 στο 1,825 ευρώ μειωμένη κατά 5,8% σε σχέση με το 2009. Σε σχέση με το 2021, η συνολική δαπάνη σε είδη παντοπωλείου αυξήθηκε κατά 3,1%, κάτι που αποδίδεται στον συνδυασμό των ανατιμήσεων και της μείωσης στον όγκο αγορών των νοικοκυριών.

Το 90% των εργαζομένων έχει μειώσει την κατανάλωση βασικών αγαθών

Ιδιαίτερα δυσμενείς φαίνεται να είναι οι επιπτώσεις της ακρίβειας στο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, με τους 9 στους 10 να υποστηρίζει ότι μείωση την κατανάλωση βασικών αγαθών, σύμφωνα με την ειδική θεματική έρευνα κοινής γνώμης που δημοσιοποίησε η ΓΣΕΕ και το Ινστιτούτο Εργασίας. Παράλληλα, το 43% των εργαζομένων δηλώνει ότι το αποτελεσματικότερο μέσο για την προστασία του βιοτικού επιπέδου είναι η αύξηση των μισθών, ωστόσο η επιλογή «επιδόματα» έλαβε ποσοστό 0% καθώς κανείς ερωτώμενος δεν την προτίμησε.

Η έρευνα, που έγινε σε συνεργασία με την εταιρεία Alco, και απευθύνεται σε εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, καταγράφει τις επιπτώσεις της ακρίβειας στη μείωση της κατανάλωσης βασικών ειδών διατροφής, την πορεία εξέλιξης των αμοιβών και του χρόνου εργασίας των εργαζομένων, καθώς και την άποψή τους για την αποτελεσματικότερη προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων τους.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας:

«- Το 90% των εργαζομένων δηλώνει ότι έχει μειώσει την κατανάλωση βασικών αγαθών, εξαιτίας της ακρίβειας. «Πολύ» απαντά το 18%, «αρκετά» το 51% και «λίγο» το 21%. Αντίστοιχα, το 16% δηλώνει «καθόλου». Η κλιμάκωση της μείωσης της κατανάλωσης διαφοροποιείται στις κατηγορίες βασικών αγαθών «ψύξη-θέρμανση», «ψαρικά», «κρέας», «γαλακτοκομικά», «φρούτα-λαχανικά».

– Το χαμηλό επίπεδο των διαθέσιμων εισοδημάτων των εργαζομένων αναδεικνύεται από το γεγονός ότι το 30% δηλώνει ότι δεν διαθέτει αποταμιεύσεις και, παράλληλα, ένα 37% αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει τις αποταμιεύσεις του, για να καλύψει τις τρέχουσες ανάγκες αγοράς βασικών αγαθών.

– Ως προς το αποτελεσματικότερο μέσο για την προστασία του βιοτικού επιπέδου, το 43% δηλώνει ότι είναι η αύξηση των μισθών, το 33% η μείωση του ΦΠΑ και των φόρων κατανάλωσης, το 24% ο έλεγχος τιμών. Η επιλογή «επιδόματα» δεν επιλέχθηκε από κανέναν ερωτώμενο (0%).

– Το 64% των εργαζομένων σημειώνει ότι δεν έλαβε καμία αύξηση στον μισθό του κατά το έτος 2023 και το 34% επισημαίνει ότι έλαβε κάποια αύξηση. Εκτιμάται ότι η μεγάλη πλειονότητα αυτών που δήλωσαν ότι έλαβαν κάποια αύξηση, είναι αυτοί που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, ο οποίος αυξήθηκε κατά το έτος 2023.

– Το 52% θεωρεί ότι δεν θα λάβει κάποια αύξηση στον μισθό του, μετά την απόφαση για το “ξεπάγωμα” των τριετιών και το 26% θεωρεί ότι θα λάβει. Το γεγονός ότι το 22% επιλέγει την απάντηση «δεν γνωρίζω» καταδεικνύει τη σύγχυση που επικρατεί στους εργαζόμενους σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα.

– Το 72% δηλώνει ότι δεν εργάζεται παραπάνω από το κανονικό ωράριό του, ενώ το 24% δηλώνει ότι εργάζεται παραπάνω.

– Το 48% αυτών που αναφέρουν ότι εργάζονται παραπάνω από το κανονικό ωράριό τους δηλώνει ότι δεν αμείβεται για τις υπερωρίες του.

– Τέλος, η συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων, με ποσοστό 81%, θεωρεί ότι τα εργασιακά δικαιώματα προστατεύονται καλύτερα με τη σύναψη Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας έναντι του 9% που επιλέγει την ατομική διαπραγμάτευση».

«Η ελληνική οικονομία και κοινωνία, μετά την πολυετή λιτότητα, βρίσκεται μπροστά σε ένα “κύμα” ακρίβειας σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες και στασιμότητας των εισοδημάτων, που απειλεί την αγοραστική δύναμη και το βιοτικό επίπεδο πολλών εργαζόμενων νοικοκυριών. Είναι αναγκαίο να υλοποιηθεί άμεσα ένα μείγμα παρεμβάσεων αύξησης των μισθών και ενίσχυσης των εργασιακών δικαιωμάτων, έτσι ώστε να προστατευτεί στον μέγιστο δυνατό βαθμό το βιοτικό επίπεδο μισθωτών και, κυρίως, των χαμηλότερα αμειβομένων. Η ενίσχυση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας και της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, μέσω του δικαιώματος της ΓΣΕΕ και των εργοδοτικών οργανώσεων να καθορίζουν τον κατώτατο μισθό, είναι επιτακτική», υπογραμμίζει η ΓΣΕΕ.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα