Το καλοκαίρι που παύεις να είσαι παιδί

Ακατάπαυστα ωράρια, απλήρωτα μεροκάματα και προβλήματα υγείας - Τέσσερις νέοι μιλούν στην parallaxi για την φετινή σεζόν.

Μαρίνα Τομπάζη
το-καλοκαίρι-που-παύεις-να-είσαι-παιδί-898847
Μαρίνα Τομπάζη

Η εποχή του Θέρους. Τρεις μήνες που για την πλειοψηφία του κόσμου ταυτίζονται με τη ραστώνη και την ανεμελιά. Οικογένειες, παρέες, ζευγάρια εκμεταλλεύονται τις θερμές ημέρες και τους εγχώρια γοητευτικούς προορισμούς και κινούνται σε μέρη που θα τους κάνουν να λησμονήσουν για λίγο την αγχώδη ρουτίνα τους.

Ούτως ή άλλως, η Ελλάδα ανέκαθεν αποτελούσε πόλο έλξης για εξερεύνηση και ξεκούραση. Το καλοκαίρι όμως, η χώρα αναγεννιέται. Παραθαλάσσια και ορεινά σημεία, που άλλοτε μοιάζουν άδεια, πλημμυρίζουν ξαφνικά και από επισκέπτες του εξωτερικού που «ενστερνίζονται» παροδικά – μαζί με όλα τα άλλα – την κουλτούρα της ελληνικής διασκέδασης.

Για να μπορέσει, όμως, η χώρα να ανταποκριθεί – τουλάχιστον αξιοπρεπώς – στις απαιτήσεις των επισκεπτών, χιλιάδες νέοι αφήνουν πίσω τους τη θαλπωρή του σπιτιού και ψελλίζουν ένα προσωρινό «αντίο» στις δικιές τους επιθυμίες και ανάγκες.

Για εκείνα τα παιδιά, που θα σου φτιάξουν τον καφέ όσο εσύ απολαμβάνεις τον πρωινό ήλιο και το ζεστό νερό της θάλασσας, θα σου προσφέρουν το μεσημεριανό σου ούζο και τους μεζέδες που θα μοιραστείς με την υπόλοιπη παρέα, τα δικά τους καλοκαίρια θυμίζουν περισσότερο μια επίπονη ανάμνηση, τόσο ψυχικά όσο και σωματικά.

Ανάμεσα στα «εργαζόμενα νιάτα», τέσσερις νέοι που έχουν βιώσει στενά το καλοκαίρι του υπερτουρισμού, κάνουν το δικό τους απολογισμό και μοιράζονται την οπτική της κοπιαστικής ρουτίνας που ακολουθούν.

mpyra.jpeg
Προς την ενηλικίωση

«Αποφάσισα να δουλέψω το καλοκαίρι του ’22 για να μπορώ να παρέχω πράγματα με άνεση στα άτομα που μου παρείχαν τα ίδια και για να έχω και εγώ ο ίδιος κάποιες ανέσεις όπως για παράδειγμα να αγοράσω ένα ζευγάρι παπούτσια χωρίς να επιβαρύνω τους γονείς μου», ξεκινάει να μου λέει ο Α., 17 χρονών, ο οποίος πέρασε τους προηγούμενους μήνες δουλεύοντας σε κατάστημα εστίασης στη Χαλκιδική.

Η καθημερινότητά του, μόλις λίγο καιρό πριν, συμπεριελάμβανε πολλές ώρες ορθοστασίας, εξυπηρετώντας τους πελάτες που μαζικά έκαναν έφοδο στο μαγαζί. Γεμάτα τραπέζια, ακατάστατες βιτρίνες και φωνές μικρών και μεγάλων συνοδεύουν μια κούραση που είναι αρκετή για να οδηγήσει σε μία «πραγματική αποκοπή από τη ζωή που είχε ο καθένας το χειμώνα».

Μέσα στο επταήμερο της εργασίας του, ο 17χρονος ερχόταν επίσης, αντιμέτωπος με ένα ασταθές ωράριο, καθώς ο εργοδότης του τον ενημέρωνε τελευταία στιγμή για το πρόγραμμα της επόμενης μέρας.

«Δούλευα πλήρη απασχόληση, ενώ ήμουν δηλωμένος για ημιαπασχόληση, με αποτέλεσμα ο μισός και παραπάνω μισθός μου να βρίσκεται στο έλεος του εργοδότη μου και στην τελική να μην πληρωθώ τα “μαύρα” γιατί πολύ απλά το αφεντικό μου μπορούσε να το αποφύγει», προσθέτει.

Ο Α. ακόμη, μου μίλησε και για άλλα προβλήματα που συνάντησε λόγω της σύμβασής του, εξιστορώντας ένα περιστατικό με πρωταγωνιστή τον ίδιο: «Μια φορά, ο εργοδότης μου χρειάστηκε να με κρύψει στην κουζίνα της επιχείρησης για να μην ανακαλύψει η επιθεώρηση εργασίας ότι δούλευα περισσότερες ώρες από αυτές της ημιαπασχόλησης και στην πραγματικότητα, είχα ήδη σχολάσει».

Υγεία πάνω από όλα (;)

Πακετάροντας τις βαλίτσες για σεζόν ο νέος γνωρίζει ήδη τις εξαντλητικές συνθήκες που θα κληθεί να διαχειριστεί. Είτε τις έχει ζήσει προηγουμένως, είτε τις έχει ακούσει στις ιστορίες φίλων του. Ο Γ. «έπιασε» αποφασισμένος το δίσκο για να αποδείξει στον εαυτό του ότι μπορεί να ανταπεξέλθει σε αυτές τις δυσκολίες, αλλά και για το ικανοποιητικό εισόδημα που θα εισέπραττε.

Η ταβέρνα έγινε κυριολεκτικά το δεύτερό του σπίτι, καθώς περνούσε περισσότερες από τις μισές ώρες της ημέρας εκεί. «Δουλεύαμε 7 ημέρες την εβδομάδα, περίπου 14 ώρες», μου εξηγεί. Στην επιχείρηση επίσης, ο ίδιος ήταν ο «Βενιαμίν», 17 χρονών προς τα 18, με το υπόλοιπο προσωπικό να απαρτίζεται από άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών.

Για τον Γ. όμως, το καλοκαίρι του υπερτουρισμού είχε μια αναπάντεχη τροπή. «Σε κάποια φάση έπαθα έμφραγμα, λόγω υπερκόπωσης και παρ’ όλα αυτά δεν με άφησαν να μην πάω στη δουλειά ούτε την ίδια την ημέρα. Μου είπαν πως μπορώ απλά να φύγω, αν θέλω να συνεχίσω όμως, δεν μπορώ να έχω ούτε άδεια, ούτε ρεπό. Ήμουν στα επείγοντα για κάποιες ώρες και έπειτα γύρισα στο μαγαζί και δούλεψα αμέσως, χρειαζόμουν τα λεφτά», αποκαλύπτει. «Τώρα παίρνω κάποια χάπια και είμαι καλά».

kafes.jpg
Η πρώτη φορά

Για τον Β., 19 χρονών, η εμπειρία της καλοκαιρινής εργασίας διέφερε από την αντίστοιχη του χειμώνα. «Το φετινό καλοκαίρι ήταν η πρώτη χρονιά που πήγα για σεζόν, όπως και η πρώτη φορά που ασχολήθηκα με την εστίαση, γενικότερα». Ο ίδιος επέλεξε να ακολουθήσει ένα άγνωστο εργασιακό μονοπάτι, καθώς με το μισθό του θα μπορούσε να καλύψει τα έξοδά του, χωρίς να χρειαστεί να δουλέψει τον ερχόμενο χειμώνα.

Σε ένα εποχιακό μαγαζί οι συνθήκες εργασίας αλλάζουν ανάλογα με την τουριστική κίνηση, διαπιστώνει ο 19χρονος. «Οι πρώτες εβδομάδες του Ιουνίου πέρασαν καλά. Η επιχείρηση είναι αρκετά συνηθισμένη στο να εκπαιδεύει νέους υπαλλήλους, οπότε προσαρμόστηκα χωρίς ιδιαίτερη πίεση. Από τον Ιούλιο που μπαίνουν περισσότεροι υπάλληλοι και ανεβαίνει η δουλειά, τότε αρχίζεις να νιώθεις τη δυσκολία». Μαζί με τη μεγάλη αύξηση των καταναλωτών, αρχίζουν κιόλας να μειώνονται και τα ρεπό, έως ότου γίνουν ανύπαρκτα.

«Τον Αύγουστο, η κατάσταση γίνεται χειρότερη, με τους αδειούχους και τα μαγαζιά να έχουν μεγαλύτερες ώρες αιχμής από ότι το υπόλοιπο καλοκαίρι. Μου έχει τύχει να σηκώνομαι από το κρεβάτι με κράμπες και πόνους στα χέρια ή να μην προλαβαίνω να φάω, και όλα αυτά όταν για πάνω από ένα εικοσαήμερο δεν είχα ρεπό ή άδεια».

Παρά τα εργασιακά εφόδια που αποκόμισε ο Β. το φετινό καλοκαίρι, δεν θα επέστρεφε ξανά αν δεν υπάρξει κάποιο σοβαρό θέμα βιοπορισμού ή αν δεν αλλάξουν δραματικά οι συνθήκες εργασίας. Μάλιστα, επισημαίνει πως το μεγαλύτερο ποσοστό των υπαλλήλων ήταν είτε αδήλωτοι, είτε δηλωμένοι με λιγότερες ώρες από όσες κάνουν.

«Προσωπικά, δεν ήμουν ασφαλισμένος για όλες τις ώρες που δούλευα. Επιπλέον, πέρα από την ηθική προέκταση του πράγματος, τα μαύρα λεφτά δεν είναι εγγυημένα. Εγώ, για παράδειγμα, έχασα ένα μέρος του μισθού μου ως “πρόστιμο” μαζί με συναδέλφους μου, με γελοίες προφάσεις», ανέφερε.

Ωστόσο, όπως συνέχισε να μου απαριθμεί, οι εργοδοτικές αυθαιρεσίες δεν σταματούν στις οικονομικές συμφωνίες. «Υπήρχε συνεχώς η απαίτηση να καλύπτουμε το μαγαζί και σε οποιαδήποτε άλλη παρανομία του. Δεν κόβαμε αποδείξεις όποτε αυτό ήταν δυνατόν, ενώ υπήρξε στιγμή που χρειάστηκε να κρύψουμε ανήλικο υπάλληλο, καθώς δούλευε παράνομα σε βραδινή βάρδια».

Ο μπαμπάς παίρνει τον ρόλο του αφεντικού

«Το καλοκαίρι η ζωή σου είναι το μαγαζί», μια ιδέα με την οποία έχει εξοικειωθεί τα τελευταία χρόνια η Ε. σκεπτόμενη την οικογενειακή της επιχείρηση. «Περνάς τρεις μήνες τον χρόνο στο μαγαζί, ξεκινώντας από παιδί με χαμαλίκια και μέχρι να το καταλάβεις οι μήνες έχουν συγκεντρωθεί και μετράνε πλέον χρόνια και εσύ έχεις μπει ήδη στα βαθιά».

Η τουριστική περίοδος για τα παιδιά των αφεντικών αφήνει μια τελείως διαφορετική γεύση. Συχνά, ωράριο δεν υπάρχει. Το 12ωρο βέβαια, θεωρείται δεδομένο και δεν είναι λίγες οι φορές που μπορεί να ξεπεραστεί. «Προσπαθείς για το καλύτερο· Το καλοκαίρι πρακτικά δεν υπάρχει χώρος για κάτι περισσότερο, πέρα από τη δουλειά και αυτό είναι κάτι που ξέρω καλά», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Οι διακοπές είναι, επίσης μια λέξη άγνωστη. Ο μόνος τόπος που διατίθενται προς «ξεφάντωμα» είναι αυτός του μαγαζιού. «Θυμάμαι πως κατά τη διάρκεια των σχολικών μου χρόνων, το καλοκαίρι πηγαινοερχόμουν για να παρακολουθώ ταυτόχρονα τα μαθήματα του φροντιστηρίου. Τώρα που σπουδάζω, έρχομαι κατευθείαν με το πέρας της εξεταστικής μου», επισημαίνει η Ε.

«Έχω δουλέψει πολλά καλοκαίρια από τα πρώτα χρόνια της εφηβείας μέχρι τώρα, τα πρώιμα στάδια της ενηλικίωσης και μπορώ να πω χωρίς αμφιβολία πως το φετινό ήταν το πιο ζόρικο που έχω ζήσει. Θα τολμήσω να πω επίσης, πως η σεζόν δεν είναι για όλους· Θέλει δύναμη, σωματική και ψυχική για να μην καταρρεύσεις», καταλήγει.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα