Σε εξέλιξη η ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας- Τι ισχύει για τα μοριακά τεστ

Τι σχεδιάζεται ακόμη και φέρνει προσλήψεις.

Parallaxi
σε-εξέλιξη-η-ενίσχυση-του-δημόσιου-συσ-355253
Parallaxi

Ο κορονοϊός βρήκε το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ) με πολλά προβλήματα. Αυτά που το χαρακτήριζαν πριν από οκτώ μήνες, όταν χρειάστηκε να δώσει τη μάχη με την πανδημία ήταν οι πολλές ελλείψεις. Ελλείψεις σε προσωπικό, σε υποδομές, σε υλικά και τεχνολογικό εξοπλισμό. Κοινός τόπος ήταν πως επρόκειτο για ένα σύστημα υγείας «γερασμένο».

Μοιραία έπρεπε να δώσει την πρώτη μάχη με τον κορονοϊό και ταυτόχρονα να βελτιώνεται σε όλους τους τομείς, ώστε να είναι πιο έτοιμο για τις επόμενες, αφού από την αρχή ήταν φανερό πως δεν θα ξεμπερδέψουμε εύκολα και γρήγορα από την πανδημία. Η μεγαλύτερη υγειονομική κρίση που έχουμε γνωρίσει κατέδειξε την αναγκαιότητα της ύπαρξης ενός σύγχρονου και δυνατού δημόσιου συστήματος υγείας και «απαίτησε» γρήγορες βελτιώσεις και ενίσχυση του «γερασμένου» ΕΣΥ.

Η εικόνα σήμερα και, ενώ είναι σε εξέλιξη η δεύτερη μάχη ίσως σκληρότερη από την πρώτη, είναι σαφώς βελτιωμένη. Υπήρξαν γρήγορες παρεμβάσεις σε έναν αγώνα δρόμου, ώστε το σύστημα να αντέξει και να μπορέσει να ανταποκριθεί και στις νέες ανάγκες της υγειονομικής κρίσης. Σίγουρα χρειάζονται πολλά ακόμη, ωστόσο ο κορονοϊός κατέστησε σαφές ότι η υγεία δεν μπορεί παρά να είναι σε μεγάλο ποσοστό δημόσια. Σε αυτό το πλαίσιο, ένα σύγχρονο και λειτουργικό ΕΣΥ είναι η βάση για την παροχή υπηρεσιών υγείας στους πολίτες και αυτό είναι εθνικό ζήτημα.

Η ανάγκη αυτή αναδείχτηκε και σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς το βάρος αντιμετώπισης της πανδημίας σηκώνουν τα δημόσια συστήματα υγείας και η συζήτηση για την ενίσχυσή τους γίνεται παντού.

Στη χώρα μας από την αρχή της πανδημίας αποφασίστηκε από την κυβέρνηση η ενίσχυσή του. Βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία προσλήψεων, ώστε να καλυφθούν τα κενά, ανοίγουν νέες κλίνες ΜΕΘ, ανανεώνεται ο εξοπλισμός και μέχρι στιγμής τόσο το πρωτοβάθμιο όσο και το δευτεροβάθμιο σύστημα υγείας «ανταποκρίνεται στις ανάγκες των ασθενών», είχε δηλώσει πρόσφατα ο υφυπουργός Υγείας Βασίλης Κοντοζαμάνης. Το υπουργείο Υγείας βρίσκεται σε εγρήγορση, προκειμένου να καλυφθούν οι όποιες ανάγκες προκύψουν.

281 εκατ. ευρώ έκτακτη επιχορήγηση

Φέτος η δημόσια δαπάνη στην Υγεία θα είναι αυξημένη εξαιτίας της πανδημίας. Μέχρι στιγμής έχουν διατεθεί 281 εκατ. ευρώ ως έκτακτη επιχορήγηση. Το ύψος της χρηματοδότησης του κράτους προς τα νοσοκομεία είναι στο 75% του τακτικού προϋπολογισμού και η ροή των χρηματοδοτήσεων είναι κανονική.

Σχέδιο προσλήψεων

Ξεπερνούν τις 6.000, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Υγείας, οι προσλήψεις επικουρικού προσωπικού ιατρικού, νοσηλευτικού και λοιπού, απόλυτα στοχευμένες για την κάλυψη των αυξημένων αναγκών των Νοσοκομείων και των Κέντρων Υγείας για την αντιμετώπιση της covid-019 από τον Μάρτιο του 2020.

Μέχρι το τέλος του έτους 1.423 νέοι γιατροί διαφόρων ειδικοτήτων θα εισέλθουν στο ΕΣΥ, καλύπτοντας μόνιμες θέσεις τακτικού προσωπικού. Βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία νέας προκήρυξης 400 θέσεων ιατρικού προσωπικού, εκ των οποίων περίπου 200 θα αφορούν τη στελέχωση των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας και οι υπόλοιπες θέσεις συγκεκριμένων ειδικοτήτων που χρειάζονται ενίσχυση.

Ολοκληρώνεται με γρήγορες διαδικασίες η πρόσληψη 942 μόνιμων γιατρών διαφόρων ειδικοτήτων για όλα τα νοσοκομεία της χώρας. Βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία προκήρυξης 81 θέσεων μόνιμων γιατρών διάφορων ειδικοτήτων για τα νησιά και τις απομακρυσμένες περιοχές, η προκήρυξη του ΑΣΕΠ για 1.209 θέσεις νοσηλευτικού και λοιπού διάφορων κλάδων και κατηγοριών προσωπικού.

Επιπλέον του επικουρικού προσωπικού υπάρχουν 2.250 νοσηλευτές οι οποίοι έχουν ξεκινήσει και συνεχίζεται τις επόμενες ημέρες η ένταξή τους στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, προκειμένου να κάνουν την ειδικότητά τους.

Ανάπτυξη Μονάδων Εντατικής Θεραπείας

Βρίσκεται σε εξέλιξη σχέδιο δημιουργίας και επέκτασης 253 νέων κλινών ΜΕΘ και ΜΑΦ και παράλληλα αύξησης των διαθέσιμων κλινών απλής νοσηλείας με κορονοϊό. Το βάρος πέφτει σε νοσοκομεία της Αττικής, όπου σήμερα λειτουργούν 324 κλίνες ΜΕΘ, εκ των οποίων 122 για covid-19 και οι υπόλοιπες για άλλα νοσήματα.

Σε επίπεδο επικράτειας λειτουργούν σήμερα 945 κλίνες ΜΕΘ, εκ των οποίων 771 στα νοσοκομεία του ΕΣΥ, 32 στα στρατιωτικά και 142 σε ιδιωτικές δομές υγείας. Για νοσηλεία με covid-19 έχουν διατεθεί 274 κλίνες, εκ των οποίων κατειλημμένες είναι 99 και 175 κενές. Για άλλα νοσήματα διατίθενται 671 κλίνες, όπου κατειλημμένες είναι 507 και 164 κενές.

Επίσης, όπως έγινε και στην πρώτη φάση της πανδημίας δεσμεύονται και απλές κλίνες για νοσηλείες covid-19 σε όλα τα νοσοκομεία της επικράτειας. Στην πρώτη φάση ο αριθμός αυτός έφτασε τις 2.500 κλίνες. Κάτι ανάλογο γίνεται και τώρα που βρισκόμαστε στο δεύτερο κύμα της πανδημίας.

Η προσπάθεια ενίσχυσης του ΕΣΥ έχει μία δυναμική, δήλωσε πρόσφατα ο κ. Κοντοζαμάνης, εξηγώντας ότι ανάλογα με τις ανάγκες θα υπάρχουν αυξομειώσεις στις κλίνες ΜΕΘ για covid-19. Σημείωσε δε, ότι γίνεται με τέτοιο τρόπο η διαχείριση έτσι ώστε να υπάρχει διαθεσιμότητα σε κλίνες ΜΕΘ και υπάρχει συγκεκριμένος σχεδιασμός προκειμένου όσο χρειάζεται οι κλίνες να αυξάνονται για να αντιμετωπιστεί το οποιοδήποτε περιστατικό.


Τα μοριακά τεστ για Covid-19 πρέπει πλέον να αναφέρουν και το ιικό φορτίο

Καθώς σε όλο σχεδόν τον κόσμο ο κορονοϊός «αγριεύει» ξανά και οι χώρες αυξάνουν τον αριθμό των τεστ που κάνουν, ένα θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση στην επιστημονική κοινότητα είναι κατά πόσο τα μοριακά διαγνωστικά τεστ πρέπει πια να δίνουν επιπροσθέτως -πέρα από το αν κάποιος είναι θετικός ή όχι στον ιό- μια ακόμη ζωτική πληροφορία: το ιικό φορτίο.

Αρκετοί επιδημιολόγοι και άλλοι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι, προκειμένου να υπάρχει μια καλύτερη εικόνα σε ποιο βαθμό ένας άνθρωπος μπορεί να μεταδώσει τον κορονοϊό SARS-CoV-2 και έτσι να εξαπλώσει τη νόσο Covid-19, τα αποτελέσματα των μοριακών τεστ PCR θα είναι πολύ χρήσιμο να περιλαμβάνουν μια ένδειξη για την ποσότητα του ιού στο σώμα ενός ανθρώπου. Και αυτή η ένδειξη είναι ο δείκτης CT (Cycle Threshold), που αποτελεί τον αριθμό των κύκλων ενίσχυσης του δείγματος από ένα άνθρωπο, οι οποίοι χρειάζεται να γίνουν, προκειμένου να ξεπεραστεί το όριο ανίχνευσης του κορονοϊού. Όσο μικρότερο είναι το CT, τόσο μεγαλύτερο εκτιμάται το ιικό φορτίο.

Οι υποστηρικτές του δείκτη CT, σύμφωνα με το “Science”, βασίζονται σε νέες έρευνες που δείχνουν ότι η έξτρα αυτή πληροφορία θα βοηθήσει πράγματι τους γιατρούς να ξεχωρίζουν αφενός τους ασθενείς υψηλού κινδύνου να νοσήσουν σοβαρά από Covid-19, αφετέρου όσους είναι πιο μεταδοτικοί, συνεπώς θα πρέπει κατά προτεραιότητα να απομονωθούν και οι επαφές τους να ιχνηλατηθούν.

Αν και το CT είναι ατελής δείκτης, όπως λέει ο επιδημιολόγος Μάικλ Μίνα της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, το κατά πόσο πρέπει να προστεθεί στα αποτελέσματα των μοριακών τεστ «αποτελεί ένα από τα πιο πιεστικά ερωτήματα σήμερα. Παρ’ όλες πάντως τις ατέλειες του, η γνώση του ιικού φορτίου μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά ισχυρή».

Τα μοριακά τεστ, για να ανιχνεύσουν το γενετικό υλικό του ιού, ενισχύουν το ιικό RNA μέσω μιας διαδικασίας που λέγεται αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR), η οποία συνίσταται σε πολλαπλούς κύκλους ενίσχυσης του δείγματος, εωσότου υπάρξει ανιχνεύσιμη ποσότητα του RNA. To CT δείχνει πόσοι κύκλοι χρειάστηκαν για να βρεθεί ο ιός στο δείγμα, οπότε τα μηχανήματα PCR σταματούν την ενίσχυση. Αν ένα θετικό ίχνος RNA του κορονοϊού δεν βρεθεί μετά από 37 έως 40 κύκλους, τότε το τεστ κρίνεται αρνητικό, με την έννοια ότι ο ιός είναι μη ανιχνεύσιμος.

Το πρόβλημα είναι ότι τα τεστ που βγαίνουν θετικά, μπορεί να διαφέρουν πολύ όσον αφορά το δείκτη CT. Ένα τεστ με CT 12 (δηλαδή χρειάστηκαν μόνο 12 κύκλοι ενίσχυσης για να ανιχνευθεί ο κορονοϊός) δείχνει πως υπάρχει τουλάχιστον δέκα εκατομμύρια φορές περισσότερο γενετικό υλικό του ιού, σε σχέση με ένα δείγμα με δείκτη CT 35.

Μια επιπρόσθετη δυσκολία είναι ότι όχι μόνο το ίδιο δείγμα ενός ανθρώπου μπορεί να δώσει διαφορετικές τιμές CT σε διαφορετικά μηχανήματα PCR, αλλά επίσης ότι διαφορετικά δείγματα από το ίδιο άτομο μπορούν να δώσουν διαφορετικούς αριθμούς CT (με άλλα λόγια η παρουσία του ιού στο σώμα ποικίλει). Αυτή η αβεβαιότητα έχει έως τώρα «φρενάρει» τη χρήση του CT, καθώς αρκετοί γιατροί το θεωρούν μη αξιόπιστο δείκτη, μια άποψη που άλλοι δεν συμμερίζονται – γι’ αυτό, άλλωστε, το θέμα βρίσκεται υπό συζήτηση στην επιστημονική κοινότητα.

Αρχικές μελέτες είχαν δείξει ότι οι ασθενείς κατά τις πρώτες μέρες της λοίμωξης Covid-19 έχουν τιμές CT κάτω του 30, συχνά κάτω και του 20, κάτι που υποδηλώνει έντονη παρουσία του ιού. Όσο περνάει ο χρόνος και ο ιός βρίσκεται σε φάση αποδρομής, η τιμή CT στα τεστ σταδιακά ανεβαίνει. Πιο πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι ένα μεγάλο ιικό φορτίο μπορεί να επηρεάσει σημαντικά πόσο μεταδοτικός είναι ένας ασθενής, αλλά και πόσο σοβαρά συμπτώματα θα έχει ο ίδιος.

Έρευνα επιστημόνων της Ιατρικής Σχολής και του ιατρικού κέντρου του Πανεπιστημίου Κορνέλ της Νέας Υόρκης, που έγινε σε 678 νοσηλευόμενους ασθενείς με Covid-19, βρήκε ότι από όσους είχαν CT κάτω του 25 στα τεστ τους, το 35% πέθανε τελικά, έναντι ποσοστού θανάτων 18% για όσους είχαν CT 25 έως 30 και μόνο 6% για όσους είχαν CT πάνω από 30.

«Είναι σωστό να πει κανείς ότι ένα υψηλότερο ιικό φορτίο σχετίζεται με μεγαλύτερη μεταδοτικότητα», τόνισε η λοιμωξιολόγος δρ Μόνικα Γκάντι του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια-Σαν Φρανσίσκο. «Αν 100 φάκελοι ασθενών βρίσκονται πάνω στο γραφείο μου για ιχνηλάτηση, θα δώσω προτεραιότητα στους ανθρώπους με το υψηλότερο ιικό φορτίο, επειδή είναι πιο μεταδοτικοί», ανέφερε ο δρ Μίνα. «Πρέπει να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε τους ανθρώπους ως θετικούς ή αρνητικούς (σ.σ. για κορονοϊό) και να αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε πόσο θετικοί είναι», πρόσθεσε.

Επίσης, οι επιδημιολόγοι μπορούν χάρη στο δείκτη CT των τεστ να βγάλουν συμπεράσματα για την πορεία όχι μεμονωμένων ατόμων αλλά γενικότερα της επιδημίας σε ένα πληθυσμό. Αν βλέπουν πολλές χαμηλές τιμές CT στα τεστ, σημαίνει ότι η επιδημία επεκτείνεται, ενώ το αντίθετο συμβαίνει, όταν αυξάνονται διαχρονικά οι τιμές CT στα μοριακά τεστ.

Όμως το ιικό φορτίο (άρα και το CT) δεν είναι απολύτως αξιόπιστος δείκτης, όπως παραδέχεται και η Γκάντι. Περίπου το 40% όσων είναι φορείς του κορονοϊού SARS-CoV-2, παραμένουν υγιείς και ασυμπτωματικοί, παρόλο που μπορεί να έχουν εξίσου υψηλό ιικό φορτίο με όσους αρρωσταίνουν.

«Ως γιατρός η τιμή του CT δεν είναι το μοναδικό πράγμα που κοιτάζω. Αλλά το βρίσκω χρήσιμο», δήλωσε ο επίκουρος καθηγητής επιδημιολογίας Τσάνου Ρι της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και του νοσοκομείου Brigham and Women της Βοστώνης.

Με πληροφορίες από ΠΔΡ/ΑΠΕ-ΜΠΕ

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα