Θα αξιολογούν του δημόσιους υπαλλήλους με όρους εταιρίας
Πυρά στην αξιολόγηση του νόμου Βορίδη και από την "φιλοκυβερνητική" ΔΑΚΕ – Απορρίπτουν το νόμο ΑΔΕΔΥ και ΠΟΕ - ΟΤΑ
Αξιολόγηση των δημοσίων και δημοτικών υπαλλήλων από ιδιώτες εργολάβους και εταιρίες αλλά και μπόνους των στελεχών του δημοσίου και της αυτοδιοίκησης, λες και το κράτος είναι «ανώνυμη χρηματιστηριακή εταιρία», φέρνει ο νέος νόμος που πέρασε η κυβέρνηση και το υπουργείο Εσωτερικών, για την «αξιολόγηση» των εργαζομένων σε Δημόσιο και Αυτοδιοίκηση.
Ο νέος νόμος 4940/2022 με το «νέο σύστημα στοχοθεσίας, αξιολόγησης και προαγωγών και ανταμοιβής της Δημόσιας Διοίκησης», αφορά περίπου 200.000 υπαλλήλους της διοίκησης του κράτους, δηλαδή τα Υπουργεία και τους φορείς που εποπτεύουν, και της αυτοδιοίκησης και πρόκειται να εφαρμοστεί από το 2023.
Μέσα στο καλοκαίρι αναμένεται η έκδοση της σχετική Κοινής Υπουργικής Απόφασης, όπως και των εγκυκλίων, βάσει των οποίων θα προσδιορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής του μέτρου, αλλά να σημειωθεί ότι ήδη η νέα αξιολόγηση έχει συναντήσει σφοδρές αντιδράσεις από όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, όπως και από την ΑΔΕΔΥ και την ΠΟΕ ΟΤΑ, που απείχαν επιδεικτικά από τη διαδικασία της διαβούλευσης.
Ακόμα και η «φιλοκυβερνητική» ΔΑΚΕ – ΟΤΑ, εξέδωσε ανακοίνωση κατά της νέας αξιολόγησης, η οποίας εκτός όλων των άλλων, προβλέπει και απολύσεις μετά από 4 αρνητικές αξιολογήσεις, αναγκαστική αυτοαξιολόγηση δεξιοτήτων των ίδιων των υπαλλήλων, αλλά και ανάθεση σε ιδιώτες της «Μονάδας Εσωτερικού Ελέγχου», που λειτουργεί ως υπηρεσία εσωτερικών υποθέσεων.
Όπως τονίζει η ΔΑΚΕ ΟΤΑ “αυτό που διαφαίνεται να επιχειρείται με το νέο νομοσχέδιο, είναι η εφαρμογή ενός συστήματος management που προσιδιάζει στα αντίστοιχα των μεγάλων εταιρικών σχημάτων. Η εφαρμογή του όμως, φαντάζει περίπου ουτοπική στη δημόσια διοίκηση της Ελλάδος και σε έναν δημόσιο τομέα που η πρώτη μορφή διοικητικής μεταρρύθμισης ξεκίνησε δειλά στην περίοδο των μνημονίων».
Επίσης, για τα διάφορα μπόνους που υπόσχεται ο νόμος Βορίδη, σχολιάζει πως «η ύπαρξη στόχων και ανταμοιβών, είναι μια καινοτομία η οποία κινείται προς θετική κατεύθυνση. Είναι όμως ταυτόχρονα και ένα δεδομένο καθαρά εταιρικό, ενώ συνδέεται και με την επίτευξη κέρδους για τους μετόχους. Αυτό το δεδομένο είναι εντελώς εκτός της υφιστάμενης φιλοσοφίας του δημοσίου τομέα, αφού ο κεντρικός άξονας λειτουργίας του ήταν και πρέπει να είναι πάντοτε η παροχή δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών προς τον πολίτη και όχι η λειτουργία του ως μια εταιρεία που έχει στόχο να αποκομίσει κέρδη».
Ταυτόχρονα θέτει έλλειμμα σχεδιασμού για την διαρκή επιμόρφωση των δημοσίων και δημοτικών υπαλλήλων και τονίζει πως «οι επιχειρούμενες μεταβολές θα πρέπει να είναι προϊόν εμπεριστατωμένης μελέτης η οποία να στηρίζεται στις αρχές της διοικητικής επιστήμης» και «όχι περιστασιακές, αποσπασματικές και εξυπηρετικές άλλων σκοπών».
Όσο για την αυτοαξιολόγηση, η ΔΑΚΕ ΟΤΑ, τονίζει πως «η υποχρεωτική όμως επιλογή τριών (3) δεξιοτήτων στις οποίες υστερούν, αποτελεί ένα μέτρο το οποίο μόνο αρνητικά μπορεί να κριθεί, δίνοντας ανάλογη αρνητική χροιά στην ίδια την έννοια της αξιολόγησης και αποτυγχάνοντας να προσδώσει, με αντικειμενικότητα και σε πραγματική βάση, την απαιτούμενη έμφαση στον προφανώς επιθυμητό στόχο της συνεχούς βελτίωσης των εργαζομένων».
Τα δωράκια προς τους «πρόθυμους»
Ωστόσο αυτό που προκαλεί πολλά ερωτηματικά, είναι ότι ο νόμος Βορίδη θεσπίζει μπόνους για τους αποδοτικούς υπαλλήλους. Οι υπάλληλοι για να πάρουν το πριμ, θα κρίνονται απο τους προϊσταμένους τους, από την υλοποίηση συγκεκριμένων στόχων των ετήσιων σχεδίων δράσης των υπηρεσιών αλλά και βάσει της υλοποίησης δημοσιονομικών στόχων.
Το «σκάνδαλο» εντοπίζεται στο γεγονός ότι οι περισσότεροι προϊστάμενοι και διευθυντές των διαφόρων υπηρεσιών, είναι διορισμένοι από τους εκάστοτε κυβερνώντες και διοικούντες την αυτοδιοίκηση, καθώς εδώ και χρόνια δεν λειτουργούν τα υπηρεσιακά συμβούλια.
Σημειώνεται ότι η ανταμοιβή μπορεί να φτάσει έως και το 15% του αθροίσματος του ετήσιου βασικού μισθού και του επιδόματος θέσης ευθύνης κάθε υπαλλήλου.
«Θα μας αξιολογούν οι διορισμένοι προϊστάμενοι;»
Ο γραμματέας του Σωματείου Εργαζομένων του δήμου Θεσσαλονίκης, Κώστας Φουντούκης, τονίζει στην Parallaxi, ότι το σύστημα αξιολόγησης που προτείνει το ΥΠΕΣ, είναι σχέδιο που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
«Αυτό που εισάγουν είναι απαράδεκτο, διότι διαιωνίζεται μία διαδικασία αξιολόγησης βάσει προσωπικών και όχι αντικειμενικών δεδομένων. Οι προϊστάμενοι είναι διορισμένοι όπως π.χ. στο δήμο Θεσσαλονίκης, όπου έχουν να συνεδριάσουν τα υπηρεσιακά συμβούλια από το 2008. Η αξιολόγηση πρέπει να γίνει αφού προηγηθούν αντικειμενικές κρίσεις προισταμένων και μετά να προχωρήσει η στοχοθεσία και τα πρίμ και γενικά η αξιολόγηση», τονίζει και αναφέρει ότι πρόκειται για ένα νόμο που έχει πολλά κενά και θα κριθεί ως ανεπαρκής στην πράξη. «Δεν τους νοιάζει η απόδοση των υπηρεσιών αλλά το αν κάποιος όποιος υπογράφει τις εντολές της διοίκησης. Είναι απαράδεκτο οι διορισμένοι να έρθουν να κάνουν την αξιολόγηση», τονίζει.
Επίσης ο Γιάννης Καλιφατίδης, γραμματέας του σωματείου Εργαζομένων στο δήμο Καλαμαριάς, σχολιάζει στην Parallaxi, ότι ο νέος νόμος δεν έχει στόχο να ενισχύσει τον δημόσιο τομέα για να είναι πιο αποδοτικός υπέρ των πολιτών.
«Η αξιολόγηση αυτή, όπως και η προηγούμενες, δεν έχει στόχο να κάνει καλύτερες τις υπηρεσίες, ούτε να είναι προς όφελος των εργαζομένων. Μιλάμε για υπηρεσίες με τεράστιες ελλείψεις σε υποδομές και υλικά, και φυσικά σε προσωπικό και τώρα θα αξιολογήσουν τους εργαζόμενους σε αυτό το περιβάλλον», τονίζει και αναρωτιέται «τι είδους αξιολόγηση μπορεί να γίνει στον άνθρωπο που εργάζεται σε πολύ δύσκολες συνθήκες στην καθαριότητα;».
Ανάλογα και ο Χρήστος Ζησάκος, μέλος του Γενικού Συμβουλίου της ΑΔΕΔΥ, και μέλος της διοίκησης του σωματείου εργαζομένων του δήμου Κορδελιού –Ευόσμου, σημειώνει πως η κυβέρνηση προωθεί μία αξιολόγηση που δεν θα αξιολογεί δομές, υπηρεσίες και αποτελέσματα, αλλά ξεχωριστά άτομα.
«Αυτή είναι η νεοφιλελεύθερη πολιτική τους. Σε ένα περιβάλλον με ελλείψεις προσωπικού, προβλήματα στην οργάνωση, μειωμένους πόρους και ανυπαρξία επιμόρφωσης, έρχεται η κυβέρνηση και προωθεί όχι την αξιολόγηση της δομής και των υπηρεσιών, αλλά των προσώπων. Αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα», τονίζει και αναφέρει πως το θέμα των μπόνους είναι προκλητικό, διότι ανοίγει ένα κυνήγι θέσεων μέσω μετακινήσεων, προκειμένου να διασφαλιστεί το πριμ, διότι, όπως εξηγεί, “οι περισσότεροι εργαζόμενοι εκ θέσεως δεν θα δικαιούνται να διεκδικήσουν την πριμοδότηση”.
Επίσης τονίζει τον κίνδυνο ιδιωτικοποίησης των ελέγχων στο δημόσιο, μέσω του «συμβούλου ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού» και την ανάθεση σε εταιρίες, της «Μονάδας Εσωτερικού Ελέγχου», που διενεργεί ελέγχους για την λειτουργία δημόσιων υπηρεσιών.
ΠΟΕ – ΟΤΑ: Ο δημόσιος τομέας και η αυτοδιοίκηση δεν είναι πολυεθνική που κυνηγάει το κέρδος
Αντίθετη σε όσα εισάγει περί αξιολόγησης ο νέο νόμος Βορίδη, δηλώνει και η ΠΟΕ – ΟΤΑ, που τονίζει πως η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται το δημόσιο τομέα και την αυτοδιοίκηση ως «εταιρεία που αυτοσκοπό έχει την επίτευξη και μεγιστοποίηση του κέρδους».
«Το νέο Σύστημα αξιολόγησης για ακόμη μία φορά δημιουργήθηκε από ανθρώπους ή φορείς που δεν γνωρίζουν εκ των έσω την Τοπική Αυτοδιοίκηση, τα θεσμικά της προβλήματα, τις τεράστιες ελλείψεις σε προσωπικό, υποδομές και μέσα, τις ανάγκες που καλείται καθημερινά να καλύψει. Με το νέο Νομοσχέδιο εισάγεται ένα σύστημα αξιολόγησης που εφαρμόζεται σε εταιρικά σχήματα κατά τα πρότυπα Πολυεθνικών Εταιρειών» τονίζει η ΠΟΕ ΟΤΑ και σημειώνει πως «η Δημόσια Διοίκηση όχι μόνο δεν μπορεί να λειτουργήσει στο εταιρικό πρότυπο που επιχειρεί να εισάγει το Υπουργείο Εσωτερικών αλλά και δεν πρέπει!».
Τονίζει επίσης, την απουσία των προβλέψεων για επιμόρφωση του προσωπικού και την αντικειμενικοποίηση της λειτουργίας των υπηρεσιών, που δεν θα επιτρέπει την κομματική προώθηση των «αρεστών» και θα αποκομματικοποιεί την Δημόσια Διοίκηση.
Όσο για τα περίφημα μισθολογικά μπόνους, εξηγεί πως «ο κομματισμός και η αναξιοκρατία όχι μόνο θα επικρατήσουν επιβραβεύοντας όσους κάνουν «πρωταθλητισμό» σε αυτούς τους τομείς, αλλά θα έχει και σαν αποτέλεσμα η αναξιοκρατία και η τελική επιβράβευση των «κολλητών» να οδηγήσει στα αντίθετα αποτελέσματα σε σχέση με την παραγωγικότητα και την ενεργοποίηση των εργαζομένων που θεωρητικά μόνο σκοπεύει να επιτύχει το Νομοσχέδιο με την πρόβλεψη αυτή».