Τι πρέπει να γίνει για να επαναλειτουργήσει επιτέλους το Λοιμωδών;
Επιτακτική η ανάγκη λειτουργίας περισσότερο από ποτέ
Το αίτημα επαναλειτουργίας του νοσοκομείου Λοιμωδών δεν είναι καινούργιο. Εξαιτίας της πανδημίας και της κατάστασης με τον κοροναϊό που αντιμετωπίζει η Θεσσαλονίκη έχει γίνει ωστόσο πιο επίκαιρο από ποτέ.
Το Λοιμωδών σταμάτησε τη λειτουργία του το 2013. Η παθολογική κλινική του με τους γιατρούς της και το προσωπικό μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο «Γεώργιος Παπανικολάου», ενώ η παιδιατρική κλινική του Λοιμωδών συγχωνεύθηκε με τις δυο παιδιατρικές κλινικές του Ιπποκράτειου νοσοκομείου και εκεί μεταφέρθηκε και το αναλογούν προσωπικό.
Υπενθυμίζεται ότι το μικροβιολογικό τμήμα του είχε οριστεί ως κέντρο ελέγχου περιπτώσεων ύποπτων για χολέρα στην περιοχή της Μακεδονίας, ως κέντρο αναφοράς σαλμονέλας και ως υπεύθυνο κέντρο για τον έλεγχο για την πρόληψη των λεπτοσπειρώσεων στη Βόρεια Ελλάδα, ενώ διέθετε θάλαμο βιοασφάλειας 3 για την εξέταση δειγμάτων και την απομόνωση μεταδοτικών μικροβίων, όπως βρουκέλλα, άνθρακας, μυκοβακτήριο κτλ.
Λίγο πριν το κλείσιμο το όχι και τόσο μακρινό 2013 οι εργαζόμενοι στο Νοσοκομείο εξηγούσαν γιατί δεν πρέπει να κλείσει το Νοσοκομείο Ειδικών Παθήσεων Θεσσαλονίκης (Ν.Ε.Π.Θ.) – Λοιμωδών επισημαίνοντας ότι λειτουργεί από το 1898 και παρέχει υγειονομική φροντίδα κυρίως για λοιμώδη νοσήματα καλύπτοντας όλη τη Βόρεια Ελλάδα. Πόσο ανάγκη το έχουμε σήμερα.
Εξαιτίας της πανδημίας το αίτημα επαναλειτουργίας του νοσοκομείου μέσα στο 2020 ήρθε και πάλι στην επιφάνεια με διάφορους τρόπους.
“Υπάρχει μεγάλη διασπορά στη Θεσσαλονίκη κι αυτό επηρεάζει και τα νοσοκομεία, τα οποία δεν αντέχουν άλλο. Πλέον μετατρέπονται σε νοσοκομεία μίας νόσου, δηλαδή, για την αντιμετώπιση του κορονοϊού κι αυτό είναι δεν είναι καλό για το σύστημα υγείας. Καλώς αναζητούνται λύσεις, όμως, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί και το Λοιμωδών της Θεσσαλονίκης και το “Παναγία”, αλλά και το παλιό 424 στρατιωτικό νοσοκομείο ανέφερε χαρακτηριστικά στο παρελθόν ο πρόεδρος της ΠΟΕΔΗΝ, Μιχάλης Γιαννάκος.
Πρόσφατα τη θέση αυτή υποστήριξε και ο Δήμαρχος Νεάπολης-Συκεών και αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της Περιφερειακής Ένωσης Δήμων Κεντρικής Μακεδονίας Σίμος Δανιηλίδης. Όπως υποστήριξε σε περίπτωση που ληφθεί η απόφαση, η ανακατασκευή των κτιρίων θα μπορούσε να ολοκληρωθεί μέσα σε 4-5 εβδομάδες. Για το θέμα έχουν ενημερωθεί με επιστολές και το αίτημα έχει κατατεθεί εδώ και καιρό τόσο στον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνο Ζέρβα όσο και στον Περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας Απόστολο Τζιτζικώστα.
Τον Απρίλιο του 2020 και το ΚΚΕ ζήτησε την άμεση επαναλειτουργία του νοσοκομείου «Λοιμοδών». Μέλη του κόμματος, είχαν αναρτήσει πανό έξω από το κτίριο ζητώντας τη στελέχωση του με μόνιμες προσλήψεις προσωπικού.
Το θέμα έφτασε μέχρι την βουλή με τον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξανδρο Τριανταφυλλίδη να καταθέτει ερώτηση προς τον υφυπουργό Υγείας κ. Κοντοζαμάνη. Συγκεκριμένα είχε αναφερθεί στην επαναλειτουργία των κλειστών Νοσοκομείων της πόλης από τον Ιούνιο του 2020 ακόμα, πριν δηλαδη της επέλαση του δεύτερου κύματος του κορωνοϊου λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «είναι ευθύνη σας, όπως το κλείσατε το 2013, επί υπουργίας Α.Γεωργιάδη, να το ανοίξετε τώρα, σε συνδυασμό με την αξιοποίηση του ιστορικού «424», το οποίο βρίσκεται σε εγγύτητα με το Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ και του οποίου ο ξενοδοχειακός-νοσηλευτικός εξοπλισμός παραμένει ως έχει».
Από την πλευρά της η κυβέρνηση υποστηρίζει πως βρίσκεται σε αναζήτηση τρόπου για να περιέλθει στο ελληνικό δημόσιο το κτίριο του πρώην Νοσοκομείου Ειδικών Παθήσεων (Λοιμωδών), το οποίο ανήκει στο ιταλικό κράτος. Μάλιστα ο υφυπουργός υγείας Βασίλης Κοντοζαμάνης είχε τον Σεπτέμβριο μια επαφή με τον Ιταλό πρόξενο για το θέμα χωρίς να υπάρξει κάποια άλλη εξέλιξη.
Θεσσαλονίκη: Αναζητείται τρόπος για να λειτουργήσει το πρώην Λοιμωδών ως νοσοκομείο
Το Λοιμωδών εκκενώθηκε και έκλεισε τον Σεπτέμβριο του 2013 με υπουργική απόφαση. Στην ηγεσία του αρμόδιου υπουργείου ήταν ο Άδωνης Γεωργιάδης και πρωθυπουργός ο Αντώνης Σαμαράς και το σχέδιο προέβλεπε είτε λουκέτο είτε αλλαγή χρήσης σε τουλάχιστον 13 νοσοκομεία σε ολόκληρη τη χώρα μεταξύ αυτών και το “Παναγία” από τα οποία έκλεισαν περίπου τα μισά.
Τότε η έντονη κριτική από την ιατρική και νοσηλευτική κοινότητα δεν απέδωσε. Σήμερα και πάλι ο ιατρικός κόσμος απαιτεί, υπό διαφορετικό πρίσμα, την επαναλειτουργία του. “Δεν είμαστε Κίνα σε έξι μέρες να χτίζεις νοσοκομείο. Σε οκτώ μήνες όμως θα μπορούσαν να εξευρεθούν χώροι. Γνωρίζουμε στην πόλη μας και το Λοιμωδών και το Παναγία. Αν προνοούσαν σωστά και θέλαν το χρήμα να υποστηρίξει αληθώς το ΕΣΥ θα το στέλναν εκεί. Να επάνδρωναν και να εξόπλιζαν τα δυο νοσοκομεία με νέες πραγματικά κλίνες και όχι βαφτίσια. Θέλει γιατρούς, νοσηλευτές. Ανάγκες που δεν καλύφθηκαν ούτε στα υπάρχοντα νοσοκομεία. Στο διάστημα που παρήλθε οι ελάχιστες προσλήψεις που έγιναν στην Ελλάδα, με το σταγονόμετρο. Συμβάσεις μονοετούς και διετούς στους νοσηλευτές…” δηλώνει στην parallaxi o πρόεδρος των νοσοκομειακών γιατρών του ΑΧΕΠΑ Θανάσης Σιούλης.
Σήμερα στη Θεσσαλονίκη εντοπίστηκαν 777 νέα κρούσματα κοροναϊού, ενώ τα θύματα της πανδημίας στη χώρα μας είναι δεκάδες σε καθημερινή βάση. Το ιστορικό κτίριο βρίσκεται στη θέση του περιμένει. Αν δεν ανοίξει τώρα που υπάρχουν τεράστιες ανάγκες δεν θα ανοίξει ποτέ. Πόσο χειρότερη πρέπει να γίνει η κατάσταση στην πόλη και να κινηθούν επιτέλους οι σχετικές διαδικασίες. Διαδικασίες οι οποίες είναι γνωστές και για άλλα ιστορικά κτίρια της Θεσσαλονίκης που παλαιότερα φιλοξενούσαν νοσοκομειακές μονάδες όπως το πρώην 424 Στρατιωτικό νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης.
Η ιστορία του Λοιμωδών:
Στη σημερινή οδό Γρηγορίου Λαμπράκη, στον αριθμό 13, στο κλειστό εδώ και έξι χρόνια Νοσοκομείο Ειδικών Παθήσεων Θεσσαλονίκης, στεγαζόταν έναν αιώνα πριν το ιταλικό νοσοκομείο «Βασίλισσα Μαργαρίτα». Για την ακρίβεια, το κτίσμα χτίστηκε εξαρχής για να στεγάσει το νοσοκομείο της ιταλικής κοινότητας, της πολυπληθέστερης ευρωπαϊκής κοινότητας της πόλης, μιας και πολλοί από τους Εβραίους κατοίκους της, μεταξύ των οποίων και οι μεγάλες οικογένειες των Αλλατίνι και Μοδιάνο, ήταν Ιταλοί υπήκοοι ή προστατευόμενοι της ιταλικής κυβέρνησης.
Έτσι, λοιπόν, η πρώτη σκέψη ουσιαστικά για την ίδρυση ιταλικού νοσοκομείου έγινε το 1886, όταν κατατέθηκε εκ μέρους της ιταλικής κοινότητας ποσό 8.000 λ.Τ. στην Οθωμανική Τράπεζα. Στη συνέχεια, με εράνους και δωρεές αλλά κυρίως με την οικονομική ενίσχυση από την ιταλική κυβέρνηση, κατέστη δυνατό να ανεγερθεί τελικά το νοσοκομείο.
Το οικόπεδο αγοράστηκε εξ ονόματος του πρίγκιπα Tomasso, ξαδέρφου του Ιταλού βασιλέα. Στις 22 Αυγούστου του 1893 έγινε η κατάθεση του θεμέλιου λίθου και επιβλέπων αρχιτέκτονας ήταν ο Αριγκόνι.
Οικονομικά ζητήματα και θέματα προϋπολογισμού ξεπεράστηκαν με επιπλέον ενίσχυση, κι έτσι το νοσοκομείο ολοκληρώθηκε διαθέτοντας 30-35 κρεβάτια, μια μεγάλη αίθουσα για τις μολυσματικές ασθένειες και μία αίθουσα ειδικά προορισμένη για τους Εβραίους ασθενείς.
Μάλιστα, σε ένα τμήμα του οικοπέδου υπήρχε και ένα μικρό νεκροταφείο για τον ενταφιασμό των ”libres penseurs”. Το προσωπικό αποτελούνταν από δύο γιατρούς, δύο καλόγριες και αρκετούς νοσοκόμους και νοσοκόμες.
Ο σεισμός του 1902, εξαιτίας της πλημμελούς – όπως χαρακτηρίστηκε – κατασκευής του κτιρίου, οδήγησε στην καταπόνησή του. Συγκεκριμένα, η έκθεση Hoernes κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αν ο σεισμός ήταν δυνατότερος ή διαρκούσε περισσότερο, το νοσοκομείο θα κατέρρεε. Τις απαραίτητες αναστηλωτικές εργασίες από εκεί και πέρα ανέλαβε ο αρχιτέκτονας Ποζέλι.
Το ιταλικόν νοσοκομείον είναι διά τους ασθενείς ως και δια τους υπό ανάρρωσιν διατελούντες, ίδρυμα το οποίον συνιστάται ιδίως διά την μοναδικήν αυτού εν τη πόλει τοποθεσίαν (50 μ. από της επιφανείας της θαλάσσης), διά την έκτακτον θέαν ην έχει επί του λιμένος ως και των πέριξ, διά τον καθαρόν αέρα ον αναπνέει τις, διά τους κήπους του, διά την άνευ ουδεμίας ελλείψεως υπηρεσίαν του, και ιδίως τας μετά πλήρους αφοσιώσεως εκτάκτους περιθάλψεις τας παρεχομένας υπό των αδελφών του Ελέους» | Από τον εσωτερικό κανονισμό, 1908, στην Αλήθεια, γράφει ο διευθυντής Γ. Φώσκολος
Το 1910, στα 49 κρεβάτια του νοσοκομείου θα προστεθούν και άλλα 12 του τμήματος φυματικών, το οποίο ιδρύεται ως αυτοτελές παράρτημα με ιδιαίτερη υπηρεσία και δικό του κήπο, σαν ένα είδος μικρού σανατορίου (σχέδια Ελί Μοδιάνο).
Στο οικόπεδο υπήρχε επίσης μικρός σταθμός πρώτων βοηθειών, παρεκκλήσιο και σχολείο θηλέων υπό τη διεύθυνση των αδελφών του Ελέους με 25 περίπου άπορα νήπια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ύπαρξη του ιταλικού νοσοκομείου, καθώς και του στρατιωτικού και του Θεαγενείου, συνετέλεσε στο να δοθεί η ονομασία της οδού Νοσοκομείων σε μία από τις σημαντικότερες αρτηρίες της συνοικίας των Εξοχών. Αυτή που μετέπειτα πήρε το όνομα Κονίτσης και πλέον – και μεταπολιτευτικά – τη γνωρίζουμε ως Γρηγορίου Λαμπράκη.
*Πηγή: Η Θεσσαλονίκη εκτός των τειχών, Εικονογραφία της Συνοικίας των Εξοχών (1885 – 1912), Βασίλης Κολώνας, University Studio Press, 2014
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ